Εσύ πως είδες τα δύο συλλαλητήρια;
Του Φώτη Σιούμπουρα
Εσύ πως είδες τα δύο συλλαλητήρια Θεσσαλονίκης και Αθηνών ; Ποια η γνώμη σου γι αυτά; Πολλές οι ερωτήσεις πολλών φίλων τις τελευταίες ημέρες για ένα θέμα , το Σκοπιανό, που κυριάρχησε και θα κυριαρχεί ακόμη στην επικαιρότητα. Ερωτήσεις που σίγουρα απασχόλησαν το σύνολο των ελλήνων πολιτών, που με αυξημένο ενδιαφέρον παρακολουθούν τις εξελίξεις. Να το ξεκαθαρίσω από την αρχή: Σε γενικές γραμμές δεν είμαι κατά των συλλαλητηρίων. Όλων των συλλαλητηρίων και όχι μόνον των δύο συγκεκριμένων, που πολύ περισσότερο αφορούσαν προάσπιση εθνικών μας συμφερόντων. Έχω την άποψη ότι λαός που συμμετέχει σε συλλογικές μορφές αποτελείται από πολίτες που νοιάζονται. Που δεν έχουν παραδοθεί στις εξουσίες τους. Που διεκδικούν. Που ανησυχούν. Που δεν έχουν αποκοιμηθεί στους καναπέδες τους.
Πέρασαν πάνω από 50.000 χρόνια να φτάσει στο σημείο ο άνθρωπος να θεωρεί ότι έχει δικαίωμα να λέει τη γνώμη του. Ο καθένας. Και να τη λέει ατομικά και συλλογικά. Ειρηνικά. Και με συγκεντρώσεις. Όταν λέμε ο καθένας εννοούμε ο καθένας. Από τον πιο ακραίο μέχρι τον πιο συντηρητικό. Και για τη Μακεδονία και για την Ηριάννα και για τη νομιμοποίηση του χασίς. Μας αναγνωρίζει το δικαίωμα αυτό και το ελληνικό Σύνταγμα. Το άρθρο 11 εξασφαλίζει στους Έλληνες πολίτες το δικαίωμα να συνέρχονται ειρηνικά και χωρίς όπλα. Μπορεί να διαφωνώ με το αίτημα ή με το «περιεχόμενο» κάθε συγκέντρωσης-διαδήλωσης, όπως και επι του προκειμένου διαφωνώ με κάποιες ακρότητες που εκφράστηκαν σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα, αλλά υπερασπίζομαι το δικαίωμα όλων αυτών των δημοκρατικών πολιτών που διαδήλωσαν. Άλλο πράγμα να διαφωνώ με το αίτημα της διαδήλωσης και άλλο πράγμα να διαφωνώ με το δικαίωμα της διαδήλωσης. Δεν έκανε 50.000 χρόνια το δίποδο αυτό που λέγεται άνθρωπος, κατά πως λέει και ο φίλος μου Γιώργης, μέχρι να εξημερωθεί και να εκφράζει τη γνώμη του ελεύθερα για να το εξαγριώσουν πάλι μερικά τετράποδα ανάμεσά του. Και η αλήθεια είναι πως κάποιοι εξαγρίωσαν αυτόν τον κόσμο.
Από την κυβέρνηση ,που όχι μόνον έφτασε στο σημείο να χαρακτηρίσει ακροδεξιούς και φασίστες όσους μετείχαν στα δύο συλλαλητήρια, αλλά χρησιμοποίησε και το τεράστιο εθνικό, ιστορικό και γεωπολιτικό θέμα (Σκοπιανό) ως παίγνιο εσωτερικής μικροπολιτικής για τον διεμβολισμό της αντιπολίτευσης.
Από «γνωστούς άγνωστους» που τροφοδοτούσαν την φημολογία επεισοδίων ή επιχειρούσαν να τρομοκρατήσουν τον Μίκη Θεοδωράκη, τον άνθρωπο που εδώ και τουλάχιστον 8 χρόνια κρατά ψηλά τη σημαία της τόσο σπάνιας συνέπειας.
Αλλά και από μερίδα της αντιπολίτευσης, (όπως και της κυβέρνησης) που τους διέφυγαν ότι το όνομα και η διατήρηση της ελληνικότητάς του, δεν είναι μόνο μια διπλωματική διευθέτηση γραφείων. Είναι μια τραγική ιστορία που σέρνει πίσω της ηρωισμούς, δυστυχία των τοπικών πληθυσμών, θυσίες, ποτάμια αίματος, ξολοθρεμούς.
Δυστυχώς σ αυτή εδώ τη χώρα υπάρχει σοβαρό πρόβλημα. Και το πρόβλημα είναι ότι ικανό κομμάτι του πληθυσμού δεν θεωρεί δικαίωμα του άλλου να διαδηλώνει όταν δεν συμφωνεί μαζί του. Αυτό που κάνουν σήμερα δηλαδή οι κυβερνώντες, οι οποίοι προσπάθησαν να προσβάλουν όσους είχαν την εθνική ευαισθησία να βρεθούν στα δύο συλλαλητήρια. Όμως είναι προσβολή στα βάσανα που πέρασαν οι κάτοικοι της Μακεδονίας από τον βουλγαρικό πανσλαβισμό (όταν το «ξανθό γένος» με τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου χάρισε τη Μακεδονία στη Μεγάλη Βουλγαρία – τότε που ο Τσάρος Αλέξανδρος ΙΙ έγραφε στον Νικόλαο Ιγνάτιεφ «ουδεμίαν σπιθαμήν γης υπέρ του Βασιλείου της Ελλάδας», και προς τον άγγλο πρέσβη Σεϋμόρ εξηγούσε «Δεν συμφέρει την αυτοκρατορία (σ.σ. Ρωσία) να γίνει η Ελλάς ισχυρόν κράτος» – για να μην ανακοπεί η τάση της Ρωσικής αυτοκρατορίας προς τη Μαύρη Θάλασσα και να μην αποκοπεί η πρόσβασή της στο Αιγαίο. Και μετά, πάλι από τη Ρωσία, επί Σοβιετικής Ένωσης αυτή τη φορά, έγινε η νέα προσπάθεια πανσλαβισμού… σοσιαλιστικού, που θα απελευθέρωνε τον μακεδονικό λαό από τη… μπότα των κατακτητών Ελλήνων…Και κάπως έτσι τελικά μας κληρονόμησε ο Τίτο το ψευδεπίγραφο εθνικιστικό υβρίδιο, που όταν έγινε κράτος γέμισε πλατείες, δρόμους και αεροδρόμια με ονομασίες και επιβλητικά αγάλματα του Μεγαλέξανδρου, το Σύνταγμά του με άρθρα που αποπνέουν αλυτρωτισμό και τα σχολικά βιβλία με χάρτες, που απεικονίζουν την … «Μακεδονία μέχρι τη Θεσσαλία, που μια μέρα θα απελευθερώσουν…». Για όλα αυτά, για την ιστορία του, ο λαός κατέβηκε να διαδηλώσει.
Ούτε ήξεραν οι περισσότεροι ποιος διοργάνωνε τα συλλαλητήρια . Ήξεραν μόνο ότι αφορούσαν στη Μακεδονία και προσέτρεξαν αυθόρμητα. Όπως προσέτρεξαν και τα μέλη της κίνησης «Πράττω» του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά, κόντρα στις κυβερνητικές νουθεσίες. Και είναι ανήθικο για την μνήμη όσων έδωσαν τη ζωή τους στον Μακεδονικό Αγώνα, να χαρακτηρίζεις τους συμμετέχοντες ως εθνικιστές και φασίστες. Για τον κόσμο αυτό ο ηρωικός αγώνας που έκαναν οι πρόγονοί του για την ελληνικότητα της Μακεδονίας, δεν είναι παλιές ιστορίες καταχωμένες σε κιτρινισμένα κιτάπια. Είναι οικογενειακό βίωμα που η εξιστόρησή του φτάνει ως το σήμερα, τρεις γενιές μετά. Αγγίζει χορδές, δημιουργεί συγκινήσεις και προτρέπει σε αντιστάσεις.
Όχι τα δύο συλλαλητήρια δεν πήραν την μορφή αντικυβερνητικής διαδήλωσης, παρότι η κυβέρνηση, με τις ενέργειές της και με την ρητορική του μίσους, οδηγούσε προς την κατεύθυνση αυτή. Και ούτε πρόκειται να επιφέρουν κυβερνητική κρίση. Θα επηρεάσουν όμως γενικότερα το πολιτικό σύστημα και σίγουρα τις διαπραγματεύσεις για την επίλυση του Σκοπιανού προβλήματος. Μακάρι η κυβέρνηση να λάβει σοβαρά τα μηνύματα που έστειλαν οι δύο συγκεντρώσεις και να οδηγηθούμε σε μία λύση εθνικά συμφέρουσα.