Έφυγε ο Μπεκεπάουερ!
(γράφει ο Βαγγέλης Μπάκας)
«Τασούλη; Έλα λιγάκι, και γρήγορα, για να σε στείλω κάπου!» του είπε η κυρία Ευφροσύνη, η μαμά του.
«Αφού βλέπεις παίζω με τους φίλους μου καλέ μαμά;».
«Τι προτιμάς! Να παίζεις μπάλα στην αλάνα και να τρως κλοτσιές από τους φίλους σου, η να τρως εκείνο το ωραίο γλυκό που θα σου φτιάξω και σ’ αρέσει τόσο πολύ».
«Μμμμ… Το γλυκό! Αλλά θα μου δώσεις και πέντε ευρώ για να παίξω μετά ηλεκτρονικά!».
«Με εκβιάζεις δηλαδή! Το ίδιο θα σου κάνω κι εγώ. Θα σου δώσω τα πέντε ευρώ για σένα, και δυο για το σούπερ μάρκετ, αλλά θα πας όσο πιο γρήγορα γίνεται! Αλλιώς πάει το γλυκό…».
«Και τι θα πάρω μαμά;».
«Ένα μπέκιν πάουερ! Μετά παίξε όση ώρα θέλεις».
Βολίδα λοιπόν ο Τασούλης, αφού πέτυχε καλό παζάρι, και μέχρι να φτάσει στο σούπερ μάρκετ μονολογούσε: Μπέκενπάουερ, Μπεκενπάουερ, Μπέκενπάουερ! Για να μην το ξεχάσει
Επιστρέφοντας, πάλι βολίδα, άφησε τον Μπέκιν πάουερ επάνω στον πάγκο της κουζίνας και πήγε στο κατάστημα ηλεκτρονικών παιχνιδιών που βρίσκονταν εκεί κοντά!
Βιαστικά πήγε και η μαμά του να πάρει το μπέκιν πάουερ από τον μπάγκο, και τι να δει! Μια φωτογραφία από κάποιον ποδοσφαιριστή, και στη λεζάντα να γράφει: Μπεκενπάουερ!
Βολίδα και η μαμά του για τα ηλεκτρονικά και, μόλις μπαίνει φουρκισμένη στο κατάστημα, άρχισε να κυνηγάει τον Τασούλη. Από διάδρομο σε διάδρομο, και γκρεμίζοντας τραπέζια και καρέκλες, δεν κατάφερε να τον πιάσει. Γλιστρούσε σαν το χέλι ο μικρός. Έκανε σλάλομ ανάμεσα από καρέκλες και τραπέζια!
Κάποια στιγμή λέει ένα παιδάκι:
«Καλά βρε Τασούλη. Εσύ δε μας είπες πως η μαμά σου σ’ αφήνει να παίζεις ηλεκτρονικά!»
«Κι εγώ απορώ γι αυτό» είπε ασθμαίνων ο Τασούλης, καθώς η μαμά του τον είχε στριμώξει για καλά σε κάποια γωνιά. Κι αφού δεν μπορούσε πλέον να ξεφύγει άρχισε η διαπραγμάτευση:
«Βρε αχαΐρευτο! Βρε βλαμμένο! Βρε πώς να σου πει κανένας! Εγώ σου είπα να μου φέρεις ένα μπέκιν πάουερ, κι εσύ μου έφερες ποδοσφαιριστή! Γίνεται γλυκό με μια φωτογραφία;». Και του την πέταξε στο πρόσωπο.
Η φωτογραφία όμως αυτή πέταξε και πήγε στα πλήκτρα του κομπιούτερ ενός βόμπιρα, και ο οποίος μόλις την είδε διαμαρτυρήθηκε έντονα!
«Κυρία! Γιατί πετάτε τον καλύτερο ποδοσφαιριστή του κόσμου! Ντροπή!».
«Ποιος είναι αυτός;»
«Γνωρίζετε την Σκατιάνα και δε γνωρίζετε τον κορυφαίο ποδοσφαιριστή της Γερμανίας! Έλεος! Ο Φρανς έπαιζε μπάλα ακόμα και με σπασμένο χέρι!».
«Κι ο Μαραντόνα έβαλε γκολ στην Αγγλία με το χέρι του Θεού!» είπε ένα άλλο παιδάκι.
«Και πώς έβαλε το γκολ! Του έδωσε ο Θεός το χέρι;».
«Όχι καλέ! Σιγά μην ασχολούνταν ο Θεός με το ποδόσφαιρο».
«Και δε μου λες Τάκη! Τι ομάδα είναι ο Θεός;».
«Κάτω παρτάλι!… Τι βλακείες είναι αυτές που λές! Αμάρτησες φίλε!».
Η κυρία Ευφροσύνη δεν βιάστηκε να συλλάβει το γιο της. Της άρεσε πολύ να ακούει τον διάλογο των πιτσιρικάδων Κι αφού έκρινε πως έπρεπε να λογοδοτήσει, έδωσε το λόγο στον Τασούλη λέγοντας:
«Γιατί Τασούλη μου το έκανες αυτό; Φουσκώνει η ζύμη με έναν μαντράχαλο ποδοσφαιριστή!».
«Καλέ μαμά! Τον Μπέκεντάουερ δεν μου ζήτησες».
«Όχι καλό μου! Τα μπέκιν πάουερ σου είπα να μου φέρεις! Καλέ το ίδιο είναι! Πω πω σύμπτωση! Χίλια συγγνώμη Τασούλη μου!
Από τη μέρα εκείνη και μετά, όταν η κυρία Ευφροσύνη έστελνε το γιο της για μπέκιν πάουερ το διευκρίνιζε. Όχι τον ποδοσφαιριστή; Για γλυκό θα λες!
Υ.Γ. Έφυγε από τη ζωή στα εβδομήντα οκτώ του χρόνια ο Φρανς Μπεκενπάουερ! Ένας από τους κορυφαίους, αν όχι κορυφαίος, ποδοσφαιριστές της Γερμανίας.
Αντίο Φρανς. Δυστυχώς έφυγες νωρίς και θα χρειαστεί να περάσουν αρκετά χρόνια μέχρι να συμπληρωθεί και πάλι εκείνη την άπαιχτη ομάδα στον ουρανό!
Καλό ταξίδι. Ακόμα καλύτερο Παράδεισο.