Όταν η οικογενειακή ιστορία γίνεται λογοτεχνία…
Από την πολύ ωραία εκδήλωση για την παρουσίαση του Βιβλίου του Αγαθοκλή Αζέλη “Στις μυλόπετρες του χρόνου” που οργάνωσε ο Σύλλογός μας σε συνεργασία με το Βιβλιοπωλείο Ασυναγώνιστον και τις Εκδόσεις Μεταίχμιο στο Φουαγιέ του Κέντρου Πολιτισμού του Δήμου Γρεβενών. Οι λίγοι αλλά εκλεκτοί συμπολίτες μας που μας τίμησαν με την παρουσία τους απόλαυσαν τον ποιοτικό λόγο και την εμπεριστατωμένη ανάλυση των έγκριτων παρουσιαστών και του συγγραφέα και στο τέλος τα όμορφα δημοτικά τραγούδια από τη Μηλιά Μετσόβου, το χωριό καταγωγής του. Όλες οι εισηγήσεις θα δημοσιευτούν και στα τοπικά μέσα ενημέρωσης και στην ιστοσελίδα του Συνδέσμου grevenaculture.gr και αξίζει τον κόπο να διαβαστούν.
Θέλουμε να ευχαριστήσουμε εγκάρδια τη Φανή Μπαλαμώτη, φιλόλογο στο Μουσικό Σχολείο Τρικάλων που μας συγκίνησε με τη βαθιά προσέγγιση των θεμάτων και των νοημάτων του βιβλίου, τον δικό μας συγγραφέα Αντώνη Παπαβασιλείου που με τον δικό του ιδιότυπο και ποιητικό τρόπο ανέδειξε τη ξεχωριστή αξία του βιβλίου και βεβαίως τον φίλο, συνάδελφο και συγχωριανό Αγαθοκλή Αζέλη ο οποίος στη σύντομη, αλλά πολύ μεστή τοποθέτηση τόνισε ότι έγραψε το βιβλίο για δύο λόγους: ως πατέρας για να μάθουν οι κόρες του την ιστορία των τριων προηγούμενων γενεών, αλλά και ως δάσκαλος για να μάθουν οι μαθητές ότι οι δυσκολίες και τα εμπόδια που σήμερα είναι πολλά, δεν πρέπει να είναι ανασταλτικός παράγοντας αλλά να χαλυβδώνουν τη βούλησή τους και με εργατικότητα, εντιμότητα και αξιοπρέπεια να πετυχαίνουν του στόχους, όπως οι πρόγονοί τους. Το βιβλίο πωλείται σε πολύ προσιτή τιμή από το βιβλιοπωλείο Ασυναγώνιστον.
Να ευχαριστήσουμε τέλος του λαϊκούς μουσικούς Γιάννη Κασιάρα, Πέτρο Σβώλο και Δημήτρη Γκαμπράνη που συμμετείχαν αφιλοκερδώς στην εκδήλωση.
Το ευχαριστήριο του συγγραφέα
Θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας τοσυγκινητικό βίωμα της παρουσίασης του τελευταίου μου βιβλίου στην φιλόξενη πόλη των Γρεβενών. Δεν ξέρω από πού να ξεκινήσω! Από τους εκλεκτούς διοργανωτές (αναρωτιόμαστε άραγε πόσοι άνθρωποι κοπιάζουν για μια τέτοια εκδήλωση;): τον Σύνδεσμο Γραμμάτων και Τεχνών Γρεβενών και την ψυχή του, τον εκλεκτό φίλο, γείτονα και συγχωριανό Στέργιο Πουρνάρα, εμπνευσμένο φιλόλογο, μουσικό και συγγραφέα, φωτεινό πρότυπο για τους νεότερους; Τον διακεκριμένο λόγιο συγγραφέα με την ιδιαίτερη ενσυναισθητική γραφή Αντώνη Παπαβασιλείου, ο οποίος μετεμφύτευσε στην πόλη του την ατμόσφαιρα της πνευματικής Εσπερίας; Την πνευματική αδελφή Φανή Μπαλαμώτη, συνοδοιπόρο σε πολλές διαδρομές, η οποία ταξίδεψε από τα Τρίκαλα για να μιλήσει για το βιβλίο μου; Τους αυθεντικούς ντόπιους μουσικούς; Το εμβληματικό βιβλιοπωλείο «ΤΟΑΣΥΝΑΓΩΝΙΣΤΟΝ»; Τις ιδιαιτέρως υποστηρικτικές εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, με τις οποίες με συνδέει υπερεικοσαετής συνεργασία; Το υποστηρικτικό κοινό; Την εγκάρδια φιλοξενία;
Μερικές φορές, υπό το βάρος απογοητευτικών βιωμάτων, αναρωτιέμαι μήπως όσοι ασχολούμαστε με την λογιοσύνη στην Ελλάδα υδροφορούμε στον πίθο των Δαναΐδων ματαιοπονώντας. Κι έρχονται μετά ευγενείς μορφές σαν τους προαναφερθέντες κι αντιστρέφουν το ρεύμα μέσα μου. Όσο υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι, υπάρχει προοπτική.
Στις μυλόπετρες του χρόνου, ΑΓΑΘΟΚΛΗΣ ΑΖΕΛΗΣ, εκδ. ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, Οκτώβριος 2022
Όταν η προσωπική ιστορία μεταπλάθεται σε λογοτεχνία
Ο Αγαθοκλής Αζέλης, συνάδελφος, φίλος και συγχωριανός, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Βιέννης, έμμισθος ερευνητής της Ακαδημίας Επιστημών της Αυστρίας, λέκτορας στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, καθηγητής στο αγγλόφωνο «ViennaInternationalSchool» , εργάζεται από το 1997 στη Μέση Εκπαίδευση στην Ελλάδα. Κατά τα έτη 1999 – 2003 οργάνωσε τα Γενικά Αρχεία του Κράτους του νομού Τρικάλων, ενώ παράλληλα συνέγραψε εξωσχολικά εκπαιδευτικά βοηθήματα, δημοσίευσε μελέτες σε ελληνικές και αυστριακές επιστημονικές επετηρίδες και συλλογικά έργα και βραβεύτηκε από το αυστριακό κράτος για τη μετάφραση γερμανόφωνης λογοτεχνίας στα ελληνικά. Συνεργάστηκε με λογοτεχνικά περιοδικά και εξέδωσε τρεις ποιητικές συλλογές, με τίτλο Νύχτες στο θρυμματισμένο ενυδρείο, (Μεταίχμιο, 2008), Εωθινές Επιγνώσεις, (Πλανόδιον, 2011) και Σκιές Ασωμάτων, (Λογείον, 2016).
Οι μυλόπετρες του χρόνου, είναι το πρώτο του πεζογράφημαή πεζοτράγουδο με έντονο το αυτοβιογραφικό και ψυχογραφικό στοιχείο ενός παιδιού στην αρχή, εφήβου και ενήλικα στη συνέχεια, που έζησε έντονα τις μνήμες και τη σκληρή μοίρα της οικογένειάς του και την αναγκαστική μετάβαση από το ορεινό χωριό στην πρωτεύουσα, τις δυσκολίες της προσαρμογής, ένα φαινόμενο καθολικό που το βίωσαν πολλά παιδιά της μεταπολεμικής περιόδου.Τα τριάντα δύο μικρά αλλά πολύ περιεκτικά αφηγήματα τα διατρέχει μία ενότητα και συνοχή και εκτυλίσσονται με άξονα τον χρόνο από τις αρχές του 20ου μέχρι τις αρχές του 21ου αιώνα, με πρωταγωνιστές οικεία και αγαπημένα πρόσωπα τριών γενιών , όπως διαφαίνεται και από το μότο από το μυθιστόρημα ΙΔ του Γιώργου Σεφέρη που προτάσσει: «χαράζοντας τη μοίρα μας με χρώματα και χειρονομίες ανθρώπων που αγαπήσαμε», αλλά και από τον πολύ επιτυχημένο τίτλο. Ο τόπος μοιράζεται στο αγαπημένο του χωριό, τη Μηλιά, στο οποίο γεννήθηκε το 1963 και έζησε τα πρώτα έξι του χρόνια και στην Αθήνα που φοίτησε στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή.
Όλα ξεκινούν από τη στιγμή που ο συγγραφέας αποφασίζει να αγοράσει από τους κληρονόμους το μισογκρεμισμένο πατρικό σπίτι και να το ξαναχτίσει, γιατί ένιωθε την ανάγκη να ξανασυνδεθεί με το αγαπημένο του χωριό που τόσο είχε στερηθεί στα παιδικά του χρόνια, αλλά και με την ανάμνηση των προγόνων του που την τροφοδότησαν τα κειμήλια που ανακάλυψε στην αζήτητη οικοσκευή, ένα φθαρμένο κείμενο και οι παλιές φωτογραφίες. Έτσι, αποφάσισε να αφηγηθεί με μορφή ημερολογίου την τραγική ιστορία της οικογένειάς του, που κάλλιστα θα μπορούσε να είναι η ιστορία πολλών ελληνικών οικογενειών εκείνων των σκληρών χρόνων -προπολεμικά και μεταπολεμικά- κατά τους οποίους οι απλοί αλλά έντιμοι άνθρωποι της υπαίθρου αγωνίστηκαν σε πολύ αντίξοες συνθήκες για να επιβιώσουν με αξιοπρέπεια, επιτελώντας με αυτό τον τρόπο το χρέος του απέναντι στους απογόνους του.
Στα πρώτα δεκαέξι διηγήματα ζωντανεύουν οι μνήμες των αγαπημένων του προσώπων από προφορικές μαρτυρίες της γιαγιάς της Λένως και των γονιών του Μίσιου (Μιχάλη) και Βάγγιως. Ο πόλεμος, η πείνα, ο φόβος, ο θάνατος και ο αγώνας για επιβίωση είναι τα κύρια θέματα που με μεγάλη τέχνη, αλλά και με πολύ εκφραστικό και πλούσιο λόγο πραγματεύεται ο συγγραφέας χρησιμοποιώντας πολύ εύστοχα και ορισμένες φράσεις της βλάχικης γλώσσας. Έτσι το πρώτο κιόλας διήγημα ξεκινάει με τη φράση: «Αλιγκάτς, γίνου μπαρμπάστιλι ντι λα πόλιμου» που σημαίνει: «Τρέξτε, έρχονται οι άντρες απ’ τον πόλεμο» το 1922, τον μικρασιατικό στον οποίο είχε πάρει μέρος και ο προπάππος του ο Κόλας. Αυτό το όνομα ήταν συνδεδεμένο με τον θάνατο, καθώς, όπως πληροφορούμαστε στη συνέχεια, ο πρώτος Κόλας που δεν φοβήθηκε τον Κεμάλ, λόγω του παράτολμου χαρακτήρα του έπεσε από χέρι ληστών προσπαθώντας να σώσει τρεις νέους του χωριού που οι ληστές απήγαγαν για λύτρα. Ο δεύτερος Κόλας, που η γιαγιά Λένω τον αποκαλούσε χίλιου νι, δηλαδή γιε μου, γλεντζές και κουβαρντάς, έγινε αυτόχειρας για τα μάτια της Όλγας και ο τελευταίος Κόλας, ο αδελφός που δε γνώρισε, πέθανε βρέφος «κιρίφτσιόρλου, έσβησε το παιδί». Μεγάλη πρωταγωνίστρια η γιαγιά Λένω η οποία μετά τη δολοφονία του Κόλα, του αρραβωνιαστικού της, θα παντρευτεί τον αδελφό του τον Ντάσιο (Τριαντάφυλλο), μισθωτό βοσκό που κι αυτός θα χαθεί στα αλβανικά σύνορα για ασήμαντες διαφορές χορτονομής. Μεγάλωσε τα παιδιά της, γαλούχησε τα εγγόνια της και αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στη πρωτεύουσα χωρίς να γνωρίζει την επίσημη γλώσσα.Ο πατέρας του ο Μίσιος, αψίκορος αλλά έντιμος αγωνιστής που μικρός στο χωριό του έφτιαξε ανθεκτικά τσαρούχια από τον δερμάτινο φάκελο ενός νεκρού Γερμανού, που περιέθαλψε με κίνδυνο της ζωής του έναν τραυματισμένο αγωνιστή στο Εμφύλιο, που χτύπησε με τη κοπανίτσα έναν εφοριακό ο οποίος ήθελε να την αρπάξει ως φόρο, που ξεγέλασε, επί δικτατορίας, την εφορευτική επιτροπή του χωριού του η οποία ήθελε να ελέγξει την ψήφο της αγράμματης μάνας του και που, πάλι με κίνδυνο της ζωής του, περιέθαλψε έναν τραυματία φοιτητή στα επεισόδια του Πολυτεχνείου. Δεν μπόρεσε όμως κι αυτός να ξεφύγει τη μοίρα των αρσενικών της οικογένειας: άφησε την τελευταία του πνοή σε τροχαίο στην μεταδιδακτορική Αθήνα. Η Βάγγιω, η μητέρα του, από μικρή στη βιοπάλη, εργάστηκε σκληρά κι αυτή για να συμβάλει στο οικογενειακό εισόδημα και να μεγαλώσει με αξιοπρέπεια τα τρία της παιδιά. Έζησε μέχρι τα βαθιά γεράματα και αντιμετώπισε με στωικότητα τη μοίρα της.
Αν λοιπόν στα πρώτα διηγήματα παρακολουθούμε τη ζωή στο ορεινό χωριό, προπολεμικά και μεταπολεμικά, στα επόμενα ο συγγραφέας ως αυτόπτης μάρτυρας καταγράφει τα δικά του βιώματα από την αναγκαστική μετανάστευση στην πρωτεύουσα. Ο μικρός Αγαθοδαίμων, ωραίο εύρημα για τον ατίθασο χαρακτήρα του, – πήρε αυτό το παράξενο όνομα με αεροβάφτισμα για να ξεφύγει από τη μοίρα των αρσενικών και να αφηγηθεί την ιστορία της οικογένειας – θα βρεθεί σε ένα άξενο περιβάλλον, χωρίς να γνωρίζει την επίσημη γλώσσα και σιγά σιγά με τη βοήθεια ενός δασκάλου που τον ευγνωμονεί θα αναλάβει και θα μεταμορφωθεί και θα σημειώσει πολύ μεγάλη πρόοδο με αποτέλεσμα την εισαγωγή του στη Φιλοσοφική Σχολή. Οι δυσκολίες προσαρμογής όλων των μελών της οικογένειας, οι σκληρές συνθήκες εργασίας, το αφιλόξενο περιβάλλον της μεγαλούπολης αλλά και οι προσωπικές φιλίες που ύστερα από πολλά χρόνια αναθερμάνθηκαν είναι τα θέματα που κυριαρχούν σε αυτή την ενότητα. Ο επίλογος της ιστορίας όμως γράφεται στο ορεινό χωριό με τις ανακομιδές των λειψάνων και την τελευταία βόλτα της Βάγγιως στα βαθιά της γεράματα.
Ο Αγαθοκλής Αζέλης, όπως και άλλοι μεγάλοι λογοτέχνες με πρώτο και καλύτερο τον Γεώργιο Βιζυηνό, απέδειξε πως η προσωπική ιστορία και τα προσωπικά βιώματα μπορούν να γίνουν λογοτεχνία, διήγημα ή μυθιστόρημα, αν η γραφίδα του λογοτέχνη με την κατάλληλη δομή και διάρθρωση και τον ζωντανό λόγο, κατορθώσει να μεταπλάσει τα αγαπημένα του πρόσωπα σε αφηγηματικούς ήρωες δίνοντάς τους καθολικότητα και διαχρονικότητα και εντάσσοντάς τους στο ευρύτερο κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο που διαμορφώνει τη μοίρα τους.
Αυτό το βιβλίο αξίζει να διαβαστεί και εύχομαι να είναι καλοτάξιδο…
Στέργιος Πουρνάρας, φιλόλογος – μουσικός
Πρόεδρος Συνδέσμου Γραμμάτων και Τεχνών Π.Ε. Γρεβενών
Αναδημοσίευση από το Περιοδικό ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τεύχος 211 – 212, χειμώνας ’22 – ‘23
«Στις μυλόπετρες του χρόνου», Αγαθοκλή Αζέλη
Κάθε φορά στις βιβλιοπαρουσιάσεις, ξεκινάμε εμείς οι ομιλητές και λέμε πόσο χαρούμενοι είμαστε για την τιμή να είμαστε εδώ σήμερα. Ψάχνω εναλλακτικές λέξεις, πιο μεστές από τη χαρά, την τιμή και τη συγκίνηση που με έχει διαπεράσει από τότε που πρωτοδιάβασα σκόρπιες κάποιες απ’ τις ιστορίες-μπονζάι του ανα χείρας βιβλίου, και δεν βρίσκω! Θα αρκεστώ λοιπόν σε αυτές, που όμως μέσα μου τις νιώθω διευρυμένες όσο λίγες φορές, και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι ξαναβρίσκομαι στα Γρεβενά, την πόλη που πρωτοδιορίστηκα και έχω τις καλύτερες αναμνήσεις από τους ανθρώπους της. Χαίρομαι επίσης επειδή με τον Αγαθοκλή μας συνδέουν πολλά και ουσιαστικά, η φιλία μας στερεώνεται όλο και περισσότερο με τον χρόνο, και τα όσα στο βιβλίο του εξιστορεί δεν μου είναι άγνωστα, καθώς τον τόπο τον έχω ζήσει έστω και ως παραθεριστής αλλά συνεπής στο ετήσιο προσκύνημα και παρόμοιες ιστορίες έχω ακούσει από τη γιαγιά εκ μητρός και τον πατέρα μου, βλαχόφωνοι και οι δύο. Νομίζω είναι θέμα συγκυριών αλλά και τύχης ότι η δική μου οικογένεια αστικοποιήθηκε δυο γενιές νωρίτερα απ’ αυτή του Αγαθοκλή (ή Αγαθοδαίμονα), όμως το πρότερο βίωμα παρέμενε έντονο και καθοριστικό στην μετέπειτα πορεία τους και σημάδεψε κι εμάς. Θα ήθελα, συγκινημένη, να αφιερώσω αυτά τα λόγια στη μνήμη του πατέρα μου, για τον λόγο ότι ο Αγαθοκλής ήταν ο τελευταίος άνθρωπος με τον οποίο εκείνος μιλούσε βλάχικα, όταν συναντιόταν στην είσοδο την πολυκατοικίας που έμενε και που η Ελένη διατηρεί το Φυσικοθεραπευτήριό της, και μου το έλεγε με περισσή χαρά κάθε φορά.
Στις «Μυλόπετρες του χρόνου» λοιπόν. Βαριές λέξεις και οι δύο, καθώς οι μυλόπετρες συνθλίβουν και ο χρόνος τρέχει ερήμην μας και αμείλικτος. Σε μια συνέντευξή του, ο Αγαθοκλής αναφέρει κάτι που έλεγε η μάνα του, αφηγούμενη τις δυσκολίες που έζησε «μόνο από μυλόπετρες δεν με πέρασαν να με αλέσουν». Διαβάζοντας το βιβλίο, δεν μπορώ να μην κάνω τον συνειρμό ότι όταν αλέθεις καρπερούς σπόρους, τους μετατρέπεις σε πρώτης τάξεως υλικό για δημιουργίες ουσίας. Και αν ο Αγαθοκλής είναι το «αλεύρι» που βγήκε απ’ τις μυλόπετρες του χρόνου των γονιών του, δεν είναι ν’απορούμε για τα ευωδιαστά ψωμιά που ξέρει να ζυμώνει και να μοιράζεται! Όλο αυτό δεν έγινε τυχαία, χωρίς κόπο, ούτε ωρίμασε πρόωρα και άστοχα. Όσοι γνωρίζουμε τον συγγραφέα, γνωρίζουμε επίσης τη διακριτικότητα και συστολή του, την έμφυτη ευγένεια, αλλά και τη βαθειά του καλλιέργεια και παιδεία καθώς και την διεισδυτική, αναλυτική ματιά του ερευνητή ιστορικού, που αντλεί από όλες τις πηγές (προσωπικές μαρτυρίες, φωτογραφίες, γράμματα κλπ) και τις μετουσιώνει σε αποστάγματα ουσίας. Η μικρή, πυκνή, λιτή φόρμα των ιστοριών, που μας μιλάνε κι αφού έχουν τελειώσει, φέρει την δωρικότητα των ανθρώπων, του τρόπου ζωής τους αλλά και του τοπίου που περιγράφονται – κυρίως στο πρώτο μέρος του βιβλίου-, αλλά και της ποιητικότητας του γράφοντος, μιας και ο ίδιος μας έχει δώσει εξαιρετικά δείγματα ποιητικής γραφής.
Κοιτάζω την κομμένη φωτογραφία του εξωφύλλου, πριν ακόμη διαπιστώσω ότι υπάρχει ομότιτλη ιστορία. Ο νεαρός άντρας κοιτάζει μακριά απ’ τον φακό, ίσως οδηγία του φωτογράφου ίσως πάλι και όχι, αφού είχε ήδη φύγει απ’ τον τόπο. Η ηλικιωμένη;; μαυροφορεμένη γυναίκα, αντίθετα, κοιτάζει έντονα τον φακό, σχεδόν με πείσμα. Κάποιος / κάποια λείπει – διατριβή μπορεί να γραφτεί για τις ιστορίες των αποκεκομμένων προσώπων των φωτογραφιών! (δηλ για ποιους λόγους τους διέγραφαν)
Η έννοια του χρόνου υπάρχει πριν ακόμη ξεκινήσουν οι ιστορίες, στην αφιέρωση, με τις λέξεις μνήμη και θύμηση. Χτίζεται εδώ μια γέφυρα ανάμεσα στον συγγραφέα μια τη συνοδοιπόρο του απ’ τη μια μεριά και τα κορίτσια τους απ’ την άλλη, που λειτουργεί ως κρίκος στην αλυσίδα των γεγονότων που συνέβησαν στο παρελθόν, αλλά που πρέπει να γνωρίζουν για να διασφαλιστεί η συνέχεια, η ταυτότητα, οι ρίζες, η αίσθηση του «ανήκειν». Ακολούθως, στο μότο από το Μυθιστόρημα του Σεφέρη, οι λέξεις μοίρα και αγαπήσαμε, εμμέσως αναφέρονται στην παράμετρο του χρόνου και των καταστάσεων που ο άνθρωπος ζει μέσα στην πορεία του.
Συνεχίζω το ξεφύλλισμα, διαβάζω τα περιεχόμενα και ένα ποίημα ξεδιπλώνεται μπροστά μου καθώς οι τίτλοι διαδέχονται ο ένας τον άλλο. Κάποιοι περιέχουν ονόματα, και τα αριθμητικά πριν από αυτά (πρώτος, δεύτερος, τελευταίος Κόλας) δίνουν το στίγμα των γενεών που συγκροτούν τη μνήμη του γράφοντος. Οι λέξεις στους τίτλους του τέλους σηματοδοτούν κλιμακωτά και το τέλος της ιστορίας ή του κύκλου των ανθρώπων που έχουν περάσει πια στη μνήμη: το τελευταίο βλέμμα/ η καθυστερημένη νοσταλγία/ οι ανακομιδές/ η τελευταία βόλτα.
Ας μη πισογυρνάω όμως! Το βιβλίο διατρέχουν τέσσερις γενιές, με αυτή του γράφοντος να είναι τρίτη στη σειρά- και των δικών του απογόνων να θίγονται τόσο όσο χρειάζεται για να κλείσει ο κύκλος.Θα μπορούσαμε, χωρίς να υπερβάλουμε, να πούμε πως οι προσωπικές ιστορίες των ανθρώπων είναι μια μικρογραφία- μπονζάι της μεγάλης Ιστορίας. Η αρχή της αφήγησης γίνεται με την ιστορία των παππούδων, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα και η εναρκτήρια φράση στα βλάχικα «αλιγκάτς, γίνου μποαρμπάτσιλι ντι λα πόλεμου» (τρέξτε, έρχονται οι άντρες απ’ τον πόλεμο) πολύ εύστοχα και λακωνικά μας τοποθετεί στον χώρο, τον χρόνο και τις επικρατούσες τότε συνθήκες. Το ίδιο πυκνά και λακωνικά, αυτή η πρώτη ιστορία διατρέχει τις γενιές και φτάνει στο παρόν, δηλώνοντας έμμεσα μ’αυτόν τον τρόπο το περιεχόμενο και εξέλιξη του βιβλίου.Στην Λένω, τρίτη κατά σειρά ιστορία του βιβλίου, μέσα από τα συμβάντα στη ζωή της πρωταγωνίστριας, γιαγιάς του συγγραφέα, σκιαγραφείται ολόκηρη σχεδόν η ιστορία του ενός αιώνα (γύρισμα 19ου-20ου), αρχής γενομένης από την απελευθέρωση της Ηπείρου, τη μικρασιατική εκστρατεία, την κατοχή και τον εμφύλιο, αλλά και τις κοινωνικες αλλαγές και μετακινήσεις που βίωσε, μέχρι που στο τέλος, κατα παραγγελία της ξαναγύρισε οριστικά στη γη των προγόνων. Τα πρόσωπα είναι όλα πραγματικά, όμως κάποιες φορές ο συγγραφέας επιλέγει να υιοθετήσει και κάποια στοιχεία μυθοπλασίας. Αυτό, καθώς και η τριτοπρόσωπη αφήγηση, συνειδητά ή ασυνείδητα, μεταφέρουν την εστίαση από τον συγκεκριμένο πρωταγωνιστή και τον μετατρέπουν σε λογοτεχνικό χαρακτήρα, που δεν χρειάζεται να γνωρίζεις για να ταυτιστείς μαζί του, να εν-συναισθανθείς!
Μέσα στις λίγες σελίδες του βιβλίου θίγεται μια πληθώρα θεμάτων, που το καθ’ ένα είναι ένα επιστημονικό κεφάλαιο από μόνο του.
Ξεκινώ με το θέμα της καταγωγής, αλλά και του αυτοπροσδιορισμού. Για ανθρώπους που έζησαν γενιές ολόκληρες στον ίδιο τόπο, το ζήτημα δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο. Γι’ αυτούς όμως που έφυγαν, από ανάγκη ή και – αργότερα – από επιλογή, και μετεγκαταστάθηκαν σε τόπο εντελώς διαφορετικό απ’ αυτόν της απώτερης καταγωγής, ποια είναι η αίσθηση της ταυτότητάς τους; Πόσους πολιτισμούς κουβαλάνε μέσα τους, τι πρέπει ή αναγκάζονται ν’ άφήσουν και τι νέο να ενστερνιστούνε; Τι κόστος έχουν οι μεταβολές αυτές; Στην εποχή της μεγάλης εσωτερικής μετανάστευσης της δεκαετίας του ’60, όταν οι γονείς του συγγραφέα πήγαν στην Αθήνα με τα δύο μεγάλα κορίτσια και αφήνοντας αυτόν στο χωριό με τη γιαγιά μέχρι να φτάσει σε ηλικία για το σχολείο, οι αλλαγές που βίωσαν οι άνθρωποι δεν αφορούσαν μόνο τη στενοχώρια του αποχωρισμού από αγαπημένα πρόσωπα. Η μητέρα, εμβληματική φυσιογνωμία για πολλούς λόγους, με το λειψό της χέρι ξενοδούλεψε, φρόντισε νοικοκυριό, χάιδεψε, πάντρεψε, κηδεψε, ανάστησε εγγόνια και όταν το παιδί της μετανάστευσε στο εξωτερικο, έμπειρη από την αντιγραφή πλεκτών μοτίβων με το βελονάκι, κατάφερνε – αν και σχεδόν αναλφάβητη- να μεταφέρει σωστά την ξενικη σύσταση σ’εναν φάκελο που πάντα εφτανε στον αποδέκτη. Ο πατέρας, δεκαπεντάχρονο παιδί στην κατοχή, έρχεται απο νωρίς αντιμέτωπος με τις δυσκολίες της σκληρής βιοπάλης και αργότερα, με γυναίκα και παιδιά αναζητά καλύτερη μοίρα στην πρωτεύουσα. Εκεί, το φυσικό περιβάλλον, απ’ το απλωμένο των κορυφογραμμών και τη μυρωδιά των δέντρων έγινε το περιορισμένο του τσιμέντου και η μυρωδιά της αστικής σκόνης. Ο χρόνος μετριόταν πια με το ρολόι και όχι με το πρώτο και τελευταίο φως της ημέρας, και οι εποχές με το ημερολόγιο και όχι με το πότε έδεναν καρπούς οι κερασιές ή έπεφταν τα πρώτα χιόνια.
Ο συγγραφέας, στο μεταίχμιο της προνεωτερικής με την μετανεωτερική εποχή, από παιδί του ορεινού όγκου, με μητρική γλώσσα τα βλάχικα, βρίσκεται πεντάχρονος στην πρωτεύουσα άφωνος και με έναν ορίζοντα που τον τύφλωνε, έμαθε την νέα γλώσσα και «το –πρώτο- Πάσχα τα κόκκινα μαγουλάκια ξεφύσησαν ένα ποίημα στα ελληνικά», ενσωματώθηκε, έκανε φίλους παιδιά άλλων ελληνικών καταγωγών, σπούδασε, έγινε κοσμοπολίτης και επέστρεψε τελικώς –τύχη αγαθή- κοντά στον γενέθλιο τόπο. Τι είμαστε τελικά; Γιατί ο συγγραφέας αφήνει αυτή την παρακαταθήκη στα κορίτσια του, ώστε «να γνωρίζουν ο,τι δεν γίνεται να θυμούνται»; Έχω την αίσθηση πως είμαστε παλίμψηστα, μωσαϊκά των ψηφίδων που μπήκαν πριν από εμάς για εμάς, κι εμείς αποφασίσαμε και καθορίσαμε την τελική μας εικόνα. Δεν μπορώ σ’αυτό το σημείο να μην ανακαλέσω κάτι προσωπικό, την αγωνιώδη ερώτηση του 4χρονου τότε μεγάλου μας γιού, όταν επιστρέφοντας στην Αγγλία μετά τις καλοκαιρινές μας διακοπές μας ρώτησε «εγώ τώρα τι είμαι», καθώς και την απάντηση «βλάχος από την Αγγλία» που έδωσε ο μικρός σ’έναν κύριο που τον ρώτησε από πού είναι.
Εκτός από το θέμα της ενσωμάτωσης ετερογενών στοιχείων στη μεγαλούπολη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, στο βιβλίο θίγονται ζητήματα όπως αυτό των στερεοτύπων και του ρόλου της ενδυμασίας, της γλώσσας και κωδίκων επικοινωνίας, των επαγγελμάτων, του εθιμικού δικαίου που καθόριζε τη δομή και λειτουργία των οικογενειών (ο γάμος της αρχής), την ιεραρχία στην οικογένεια καθώς και τους διακριτούς ρόλους των δύο φύλων. Κοινά χαρακτηριστικά όλων εκείνων των ανθρώπων ήταν η στωικότητα και εγκαρτέρηση, η σκληραγώγηση και εργατικότητα, η υπομονή και επιμονή, η συνεχής προσπάθεια, η ταπεινότητα και αξιοπρέπεια, ο σεβασμός στον άνθρωπο και το περιβάλλον. Οι άνθρωποι αποδέχονταν χτυπήματα της μοίρας, όπως το τραγικό της παιδικής θνησιμότητας, ακολουθούσαν αποτροπαϊκά τελετουργικά να εξευμενίσουν τα κακώς μελλούμενα, οι γυναίκες πρωτοστατούσαν στις οικογενειακές μάχες του θανάτου, ενώ οι άνδρες στις συλλογικές των πολέμων. Ο στόχος για βελτίωση των συνθηκών ζωής, μαζί με μια σειρά κοινωνικο-πολιτικο-οικονομικών συγκυριών, μας πάει στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, όπου το τοπίο και οι άνθρωποι (όπως προανέφερα) αλλάζουν. Η πορεία του πρωταγωνιστή αποκαλύπτεται μέσα από αυτές τις ιστορίες, και χαρακτηρίζεται από τη δίψα του για μάθηση, την ευγνωμοσύνη του σε δασκάλους, την εκτίμηση για τον μόχθο των γονιών, την αγάπη για το διάβασμα – ειδικά της λογοτεχνίας και ιστορίας, και αργότερα την εκμάθηση ξένων γλωσσών, πάντοτε όμως πατώντας σταθερά στην αφετηρία του, την οποία ούτε στιγμή δεν υποτίμησε ή απαξίωσε. Κι εδώ ακριβώς έγκειται η επιτυχία, στην εκτίμηση και διατήρηση της απαρχής, στις στέρεες ρίζες που στη συνέχεια θεμελιώνουν γερά δέντρα!
Οι ιστορίες αλέθονται με φίνο, περιεκτικό λόγο. Οι λέξεις είναι ζυγισμένες στο δράμι και δεν περισσεύει ούτε μία, ακολουθώντας ο συγγραφέας όχι τη λεκτική δεινότητά του αλλά τις επιταγές της οικονομίας, της δωρικότητας που προανέφερα, του τόπου του. Οι προτάσεις σύντομες, σαν να θέλει να παίρνει ενδιάμεσες ανάσες, χωρίς όμως να λαχανιάζει στιγμή. Κάποια τραύματα εξομολογούνται με διακριτικότητα, σχεδόν νοσταλγία, εν τη ρυμη του λόγου: «Φοράει ποδιά μπλε. Χρειάστηκε να περάσουν μήνες για να καταλάβει ότι ήταν κοριτσίστικη, κάπως μακριά, ενώ τα υπόλοιπα αγόρια, ευτυχώς πλην ενός, φορούσαν κάτι σε μέγεθος σακακιού. Ούτε λόγος όμως να διορθωθεί το σφάλμα των αδαών και ενδεών γονέων. Προστέθηκε κι αυτό στις υπόλοιπες πληγές που τον διαφοροποιούσαν από τα άλλα παιδιά».
Ευχαριστώ τον πολυπράγμονα Στέργιο Πουρνάρα για την πρόσκληση να είμαι σήμερα εδώ, τον Αντώνη Παπαβασιλείου για την πνευματική συμπόρευση και βεβαίως τον Αγαθοκλή ή Αγαθοδαίμονα που με εμπιστεύτηκε να μοιραστώ σήμερα μαζί σας τις μνήμες του, όπως ευχαριστώ την «αγαθή μου τύχη» να διασταυρωθούν οι δρόμοι μας.
Το τελευταίο ευχαριστώ είναι δικό σας!
Φανή Μπαλαμώτη,
Φιλόλογος Μουσικού Σχολείου Τρικάλων