Η αιχμαλωσία από το λήσταρχο Ζιώγα του γιατρού των Γρεβενών
Ο γιατρός Προκόπης Διογένης καταγόταν από το βλαχόφωνο χωριό Φλαμπουράρι των Ιωαννίνων, το οποίο βρίσκεται δυτικά της Λίμνης των Πηγών του Αώου.
Εγκαταστάθηκε προπολεμικά στα Γρεβενά, όπου ασκούσε το ιατρικό επάγγελμα. Απεβίωσε το Σεπτέμβριο του 1946, σε ηλικία 57 ετών. Δεν είχε παιδιά και είχε υιοθετήσει το παιδί της αδελφής του, τον αείμνηστο γιατρό των Γρεβενών Σπύρο Παπαχαραλάμπους – Προκοπίου. Με το Μακεδονομάχο Ζήση Βέρρο αποτελούσαν το «δίδυμο» των βλαχόφωνων της πόλης των Γρεβενών που αντιμάχονταν με πείσμα και αποφασιστικότητα τη ρουμανική προπαγάνδα, υποβάλλοντας αναφορές στη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας και δημοσιεύοντας επιστολές στις εφημερίδες Κοζάνης και Θεσσαλονίκης. Τα καλοκαίρια ο γιατρός ανέβαινε στο Περιβόλι, όπου αναλάμβανε εθελοντικά και την υγειονομική περίθαλψη των γύρω χωριών. Με την εν γένει συμπεριφορά του και τη φιλότιμη παροχή υπηρεσιών στο χώρο της υγείας είχε καταστεί αγαπητός στους κατοίκους της περιοχής. Στις 2 Σεπτεμβρίου 1928 (ημέρα Κυριακή) συνελήφθη από τον επικηρυγμένο λήσταρχο Απόστολο Ζιώγα, από τη Λάβδα, καθώς μετέβαινε πεζός από την Αβδέλλα στο Περιβόλι. Αφέθηκε ελεύθερος μετά 20ήμερο, αφού ύστερα από επίπονες και επικίνδυνες για τη ζωή του διαπραγματεύσεις τα λύτρα μειώθηκαν κατά πολύ, διότι ήταν αδύνατο να βρεθεί το υπέρογκο χρηματικό ποσό που ζητούσε αρχικά ο λήσταρχος.
Το πρώτο τηλεγράφημα που απεστάλη στις 3 Σεπτεμβρίου 1928 από τη Διοίκηση Χωροφυλακής Γρεβενών στην Ανωτέρα Διοίκηση Χωροφυλακής Μακεδονίας (έδρα Θεσσαλονίκη), για την αιχμαλωσία του γιατρού αναφέρει τα εξής:
«Ο ιατρός Προκοπίου εκ Περιβολίου επιστρέφων εκεί εξ Αβδέλλας χθες την 8ην πρωινήν σκοπίμως απησχολήθη καθ’ οδόν υπό του εκ Λάβδας Αχιλλέα Λόλα μεθ’ ο ηχμαλωτίσθη υπό της συμμορίας Ζώγα ζητούσης λύτρα 600.000 δραχμών, εξ ων αι 30.000 εις χρυσόν. Η συμμορία έλαβε κατεύθυνσιν προς τη δασώδη έκτασιν Λεπενίτσης της Λαβανίτσης. Τα αποσπάσματα Μπεθάνη και Καρδαμίτη μετέβησαν επί τόπου. Το απόσπασμα Κοκκινάκη μετά δυνάμεως εκ Σπηλαίου διετάχθη να ευρίσκεται αύριον εις το δάσος. Ο αντισυνταγματάρχης κ. Αμβράζης μεταβαίνει εις Αβδέλλαν».
Το χρονικό της αιχμαλωσίας
Τα γεγονότα, σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία και με όσα ο ίδιος ο γιατρός αναφέρει για την ομηρία του, εξελίχτηκαν ως εξής:
Την 1η Σεπτεμβρίου 1928, ημέρα Σάββατο, ο γιατρός είχε κληθεί στην Αβδέλλα, για να επισκεφθεί κάποιο άρρωστο παιδί και, επειδή παρουσιάστηκαν και άλλοι ασθενείς έμεινε εκεί όλη την ημέρα. Το βράδυ κοιμήθηκε σε ένα από τα φιλικά του σπίτια. Το πρωί της επομένης (Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου), και πριν ακόμη ξημερώσει, τον κάλεσαν στο σπίτι του Μιλτιάδη Σαφογιάννη, τον οποίο είχαν μεταφέρει τη νύχτα μισοπεθαμένο και τραυματισμένο. Ο ασθενής του διηγήθηκε ότι το προηγούμενο βράδυ τον είχε επισκεφθεί ο λήσταρχος Απόστολος Ζιώγας, ο οποίος, αφού τον μαύρισε στο ξύλο, του έκοψε το ένα αυτί, διότι παράκουσε τη διαταγή του και δεν πήγε τα λύτρα που του ζητούσε. Ο γιατρός καθάρισε το κολόβωμα, έκανε την επίδεση και έφυγε βιαστικός για το Περιβόλι, όπου τον περίμεναν οι ασθενείς του.
Η ώρα ήταν επτά και μισή το πρωί. Επέστρεφε πεζός, όπως πάντα, χωρίς φόβο και χωρίς να βάλει κακό στο μυαλό του. Τα δύο χωριά απείχαν μεταξύ τους περίπου μια ώρα. Μπροστά από το γιατρό και σε απόσταση 100 μέτρων βάδιζαν δύο παιδιά της Αβδέλλας, ηλικίας 12-14 ετών, τα οποία κρατούσαν την τσάντα του και πήγαιναν μαζί του στο Περιβόλι, για να τους δώσει φάρμακα για τους ασθενείς του χωριού τους. Βάδισε ένα τέταρτο περίπου μόνος όταν τον συνάντησε ο Αχιλλέας Λόλας από τη Λάβδα, ο οποίος του είπε ότι πήγαινε και αυτός στο Περιβόλι. Όταν έφθασαν στο μέσο της διαδρομής, όπου προ δεκαπενθημέρου είχαν αιχμαλωτίσει τη Νικολέσκο, σύζυγο του γυμνασιάρχη του ρουμανικού γυμνασίου Ιωαννίνων και σχολίαζαν το γεγονός, ένα δυνατό «ψιτ-ψιτ» τους έκανε να γυρίσουν τα κεφάλια τους προς τα πίσω. Κάτω από το δρόμο, πίσω και αριστερά, ο γιατρός διέκρινε έναν άγνωστο φουστανελοφόρο με προτεταμένο το όπλο, ο οποίος τον διέταξε με αυστηρό ύφος να τον ακολουθήσει μαζί με το συνοδοιπόρο του. Ο άγνωστος ήταν ο λήσταρχος Ζιώγας. Αφού βάδισαν μέσα σε φτέρες και ανάμεσα σε πεύκα δύο λεπτά της ώρας, συνάντησαν και άλλο οπλοφόρο, το σύντροφο του Ζιώγα, Χαράλαμπο Χασιώτη από τους Τσουραναίους (Ορθοβούνι) Καλαμπάκας. Ο Χασιώτης ήταν φυγόδικος και λιποτάκτης του στρατού. Επικηρύχτηκε ως ληστής με το ποσό των 150 χιλιάδων δραχμών τον επόμενο μήνα, όταν έγινε γνωστό ότι αποτελούσε μέλος της ληστοσυμμορίας του Ζιώγα.
– Εμπρός, διατάζει ο Ζώγας, τις κάπες και δρόμο.
Έδωσαν μια κάπα στο γιατρό και μια στο Λόλα. Μπροστά βάδιζε ο Ζιώγας με το Λόλα και πίσω ο γιατρός με το Χασιώτη. Φάνηκε αμέσως ότι ο Λόλας είχε παλαιά γνωριμία με το Ζιώγα και, όπως έγινε γνωστό αργότερα, ήταν ξαδέλφια. Ενώ βάδιζαν, ο γιατρός άκουσε το Λόλα να λέει στο Ζιώγα:
– Καλά! Γιατί τον έπιασες τον γιατρό;
– Έχει χρήματα, απαντά ο Ζιώγας.
Εγώ ξέρω ότι δεν έχει, λέγει ο Λόλας και απομακρύνθηκαν συζητώντας χαμηλόφωνα, χωρίς να ακούσει ο γιατρός τη συνέχεια. Ύστερα από πορεία μισής ώρας εντός του δάσους μεταξύ Αβδέλλας και Περιβολίου έκαναν την πρώτη στάση για ανάπαυση. Συνέχισαν την πορεία προς την κορυφή του βουνού και έκαναν τη δεύτερη στάση κοντά σε μια πηγή. Ήταν η ώρα 10 το πρωί και έπρεπε να φάνε. Έκοψαν μερικά κλαδιά από οξιά και έστρωσαν ένα πρόχειρο τραπέζι, στο οποίο εναπόθεσαν από τα σακούλια το ψωμί,, το τυρί και το ψημένο κρέας. Ο γιατρός ευρισκόμενος σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση από την απροσδόκητη ομηρία του, δεν μπόρεσε να αγγίξει τίποτε από το ληστρικό τραπέζι.
– Φάε γιατρέ! Θα περάσουμε πολύ καλά, του λέγει με ειρωνεία ο Ζιώγας.
Όταν τελείωσαν το φαγητό συνέχισαν την πορεία προς την κορυφή του βουνού «Κουλέου» (σημερινή ονομασία «Κολεός», η οποία βρίσκεται 3 χιλιόμετρα βορειοδυτικά του Περιβολίου, σε υψόμετρο 1869 μέτρα). Φθάσανε σε κάποιο μέρος που κρίθηκε κατάλληλο για ανάπαυση. Η ώρα ήταν 11η πρωινή και ο Ζιώγας, αφού συνομίλησε μυστικά με το σύντροφό του, έστρωσε την κάπα του και έπεσε για ύπνο, λέγοντας στο γιατρό ότι μπορούσε να κοιμηθεί, αν ήθελε, σαν στο σπίτι του. Παραπλεύρως κοιμήθηκε ο Λόλας, ενώ ο άλλος ληστής λίγο παραπέρα φύλαγε σκοπιά (καραούλι).
Τα αιτούμενα λύτρα για την απελευθέρωση
Πέρασαν 4-5 ώρες, οπότε ξύπνησε ο «καπετάνιος».
– Και τώρα γιατρέ ας κάνουμε και λίγη δουλειά… Ήταν οι πρώτες του λέξεις.
– Πιάσε και γράψε στο σπίτι σου να μας στείλουν λεφτά! Δεν σου τα παίρνουμε όλα… Θα σε αφήσουμε πολλά ακόμη για να ζήσεις καλά και συ. Έχω θετικές πληροφορίες ότι έχεις απάνω από τρία (3) εκατομμύρια, αλλά … είσαι τσιγκούνης και δεν ξοδεύεις δεκάρα!
– Είσαι βέβαιος καπετάνιε, του λέγει ο γιατρός, ότι εγώ είμαι τόσο πλούσιος; Γιατί εγώ σάστισα μόλις άκουσα να λες τα εκατομμύρια…
– Εάν, λοιπόν, γιατρέ, έχεις λιγότερα από τρία εκατομμύρια, σου δίνω το λόγο μου ότι θα σε αφήσω χωρίς να σου πάρω πεντάρα, ήταν η τελευταία απάντηση του λήσταρχου.
– Και τώρα γράψε να στείλουν 600.000 δραχμές, τις μισές σε λίρες και τις άλλες σε δολάρια.
Ο γιατρός ευρισκόμενος κάτω από εκβιασμό και ψυχολογική πίεση, αναγκάστηκε να συμμορφωθεί με τις υποδείξεις του λήσταρχου. Στο γράμμα τέθηκε η υπογραφή του και κάτω από αυτή με πράσινο μολύβι έβαλε την υπογραφή του ο Ζιώγας. Το γράμμα στάλθηκε με το Λόλα στη σύζυγό του εκείνη την ώρα.
Οι δύο ληστές με το γιατρό μετακινήθηκαν από τη θέση τους και, μόλις βράδιασε, βρέθηκαν στην κορυφή του «Κολέου». Από εκεί άρχισαν τη νυκτερινή πορεία, η οποία τους απομάκρυνε από το Περιβόλι περισσότερο από πέντε ώρες. Το πρωί της 3ης Σεπτεμβρίου ο γιατρός βρισκόταν στο πρώτο κανονικό «λημέρι» των ληστών. Οι ληστές του φέρθηκαν με ευγένεια, δεν του έκαναν τη συνηθισμένη έρευνα στα θυλάκια ούτε τον ρώτησαν τι πράγματα είχε επάνω του. Ο Χασιώτης, σύμφωνα με την ομολογία του γιατρού, του φέρθηκε όχι ως εχθρός, όχι ως ληστής, αλλά ως άνθρωπος που είχε ξεχάσει την ιδιότητά του και είχε θυμηθεί τον προηγούμενο καλό εαυτό του. Τον συμπάθησε, πείστηκε στα λόγια του και τον ενθάρρυνε. Και αυτό ήταν πολύ σημαντικό σε στιγμές απελπισίας. Τη δεύτερη ημέρα από την παραμονή τους στο λημέρι ο Ζιώγας απουσίασε λέγοντας ότι πηγαίνει να πληροφορηθεί για τις ενέργειες της συζύγου του γιατρού για τα λύτρα. Όταν επέστρεψε, ήταν δύσθυμος και με ύφος αυστηρό είπε: «γιατρέ δεν τα βλέπω καλά τα πράγματα». Μόλις νύχτωσε, ξεκίνησαν, για να πιάσουν άλλο ασφαλέστερο λημέρι. Ύστερα από πορεία τεσσάρων περίπου ωρών, κατά τη διάρκεια της οποίας ο γιατρός έπεσε αρκετές φορές, έφθασαν κατάκοποι σε μια απότομη πλαγιά με μερικές αραιές οξιές. Εκεί κάθισαν δέκα περίπου ημέρες και έτσι σταμάτησε προσωρινά το μαρτύριο των νυκτερινών πορειών. Η μεγάλη στενοχώρια που είχε ο γιατρός επέδρασε τόσο πολύ στον οργανισμό του που άρχισε να εμφανίζει πυρετό, ο οποίος τον εξάντλησε τόσο πολύ, μέχρι του σημείου να εξασθενήσει και η όρασή του. Αν και το φαγητό περιελάμβανε καθημερινά κρέας, ο γιατρός δεν μπορούσε να το βάλει στο στόμα του γιατί του προξενούσε αηδία. Ανά διήμερο και μόνο το μεσημέρι έτρωγε 60 δράμια ψωμί και λίγο τυρί. Κάθε πρωί ο Χασιώτης άναβε φωτιά, για να ψήσει το κεμπάπ και για να ζεσταθούν. Σημειώνεται ότι οι ληστές δεν άναβαν ποτέ φωτιά τη νύχτα, για να μην εντοπιστούν.
Η δεύτερη επιστολή
Ο γιατρός ευρισκόμενος υπό το κράτος ενός αόριστου φόβου, λόγω καθυστερήσεως καταβολής των λύτρων, παρακάλεσε το λήσταρχο να του επιτρέψει να στείλει ένα γράμμα ακόμη προς τη σύζυγό του, με το οποίο θα την ικέτευε να σπεύσει να δανειστεί χρήματα από διαφόρους φίλους του, για να τελειώσουν τα βάσανά του. Το γράμμα αυτό το παρέλαβε ο ίδιος ο Ζώγας και έφυγε για να το στείλει απουσιάζοντας δυόμισι ημέρες έως ότου λάβει απάντηση. Όταν έφευγε είπε: «Θα κάνω και αυτόν τον κόπο γιατρέ, αλλά αν δεν έλθουν ευνοϊκά τα πράγματα, θα έχουμε κακά ξεμπερδέματα». Ο πυρετός βασάνιζε το γιατρό και η έλλειψη τροφής συμπλήρωνε την εξάντληση, αλλά η απελπισία ήταν εκείνη που τον έκανε ζωντανό πτώμα. Ο γιατρός αναφέρει επί λέξει: «Η ζωή εκείνες τις ημέρες μου φάνηκε περιττή. Θα ήθελα να μην είμαι άνθρωπος. Τις τραγικές εκείνες ημέρες θα τις θυμάμαι πάντοτε».
Η επιστροφή του Ζιώγα και τα κακά μαντάτα
Η επιστροφή του Ζιώγα συνέτριψε σωματικά και ψυχικά το γιατρό. Δεν έλαβε ευνοϊκές ειδήσεις και με άγριο ύφος είπε: « Φαίνεται ότι σε βαρέθηκαν, γιατρέ, στο σπίτι σου. Δεν σε θέλουν». Τη στιγμή εκείνη ο γιατρός του ζήτησε ως τελευταία χάρη να βαδίσουν προς το Περιβόλι, για να συνεννοηθεί καλύτερα με τη σύζυγό του. Ύστερα από αρκετή ώρα μετριάστηκε ο θυμός του λήσταρχου και άρχισε να διηγείται διάφορα επεισόδια της ζωής του πριν γίνει ληστής. Στη συνέχεια αναφέρθηκε και στην αιχμαλωσία της Νικολέσκου, επιδεικνύοντας εθνική ευαισθησία και ελληνικό φιλότιμο, λέγοντας τα εξής:
– Να σου πω γιατρέ! Είμαι ληστής και πρέπει να ζήσω από τις ληστείες, αλλά ποτέ δεν θα έπαιρνα σκλάβο έναν ξένο υπήκοο για να εξευτελιστεί… η Ελλάς! Ο ληστής θέλει να δείξει ότι ενδιαφέρεται για το γόητρο της Ελλάδας. Του θίγεται το Ρωμεϊκο φιλότιμο… μη αισθανόμενος ότι αυτός καταξευτελίζει την πατρίδα του με τις πράξεις και ενέργειές του, με τις αγριότητες και ταμερλανισμούς με τους οποίους αναστατώνει την κοινή γνώμη και των οποίων η φήμη κάθε άλλο παρά εις τα στενά όρια της πατρίδος του περιορίζεται.
Ο νέος αιχμάλωτος Βασίλειος Γκισάκης
Την τελευταία βραδιά (νύχτα 16/17 Σεπτεμβρίου) που βρίσκονταν σ’ αυτό το λημέρι, ο Ζιώγας ύστερα από απουσία πέντε ωρών έφερε μαζί του ως νέο όμηρο και το Βασίλη Γκισάκη, ένα νεαρό παιδί 17 ετών από το Δοτσικό. Από την οικογένεια των κτηνοτρόφων Γκισάκη ζητούσε να του καταβληθεί το υπέρογκο ποσό των 600 χιλιάδων δραχμών σε χρυσό εντός πενθημέρου, πράγμα που γνώριζε ότι δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, αλλά ήθελε να το χρησιμοποιήσει ως δικαιολογία, για να φονεύσει το παιδί. Είχε προηγούμενα με την οικογένεια, από την περίοδο που ήταν ληστής ο μεγαλύτερος αδελφός του Βασίλειος Ζιώγας. Έψησαν μια προβατίνα τη βραδιά εκείνη, έφαγαν όλοι μαζί και ξεκίνησαν με προορισμό την περιοχή Περιβολίου. Βάδισαν αρκετές ώρες μέσα στο σκοτάδι και έφθασαν ύστερα από επίπονη πορεία σε βραχώδεις κατωφέρειες, ενός πυκνού δάσους από οξιές. Εκεί κοιμήθηκαν και έμειναν και ολόκληρη την επόμενη ημέρα. Το βράδυ η πορεία συνεχίστηκε σε δύσβατα μέρη. Ο γιατρός βάδιζε με πυρετό 40 βαθμών, αλλά ο φόβος τον έκανε να έχει δυνάμεις. Ξημέρωσαν σε άλλο σημείο και εκεί έμειναν όλη την ημέρα, για να συνεχίσουν την πορεία πάλι τη νύχτα.
Η απόφαση να φονευθεί ο γιατρός
Το πρωί της 19ης Σεπτεμβρίου βρίσκονταν πάνω από την Αβδέλλα σε πυκνότατο δάσος. Το απόγευμα αναχώρησε ο Ζιώγας, για να στείλει άνθρωπο στο Περιβόλι να ανταμώσει τη σύζυγο του γιατρού, αφού συνεννοήθηκε με το σύντροφό του σε ποιο σημείο έπρεπε να συναντηθούν τη νύχτα. Μόλις έδυσε ο ήλιος, ο Χασιώτης με τους δύο ομήρους άρχισαν να κατεβαίνουν προς την Αβδέλλα και περί την 10η νυκτερινή συναντήθηκαν με το Ζιώγα, ο οποίος τους οδήγησε έξω από το μεγάλο νεόκτιστο σχολείο της Αβδέλλας και εκεί τους έδωσε διαταγή να περιμένουν. Μετά μία ώρα επέστρεψε ο Ζιώγας με τον απεσταλμένο της συζύγου του γιατρού και με το δικό του απεσταλμένο. Ο γιατρός βλέπει το λήσταρχο τρομερά άγριο και το σώμα του ολόκληρο διατρέχει ρίγος. « Γιατρέ δεν είμαστε καλά. Απόψε είναι η τελευταία σου». Ο γιατρός τα έχασε και δεν ήταν σε θέση να ρωτήσει ή να απαντήσει. Τον κατέλαβε σκοτοδίνη. Ο Ζιώγας κατευθύνθηκε προς το σύντροφό του και άρχισε ζωηρή συζήτηση μεταξύ τους. Αποφασιζόταν η τύχη του γιατρού εκείνη τη στιγμή. Ρίχτηκε κλήρος για το ποιος θα τον φόνευε. Ο κλήρος έπεσε στο Χασιώτη. Ο γιατρός είχε τύχη. Η συμπάθεια που έτρεφε ο Χασιώτης στο πρόσωπό του τον έσωσε. Η απόφασή του Χασιώτη να τον σώσει μετέπεισε το Ζιώγα, ο οποίος άρχισε να καταπραΰνεται. Είχε εξαγριωθεί, γιατί η σύζυγός του γιατρού δεν μπορούσε να στείλει παρά μόνο 12.000 δραχμές το βράδυ εκείνο. Ο γιατρός ζήτησε προθεσμία μιας ημέρας, αφού συμφώνησε με το λήσταρχο ότι με το ποσό των 40.000 δραχμών θα αφεθεί ελεύθερος το επόμενο βράδυ. Συνεννοήθηκε με τον απεσταλμένο της συζύγου του, τον εξόρκισε να φροντίσει για την οπωσδήποτε εξοικονόμηση του ως άνω ποσού, για να απαλλαγεί από τον εφιάλτη.
Η απελευθέρωση του γιατρού
Την επομένη (21 Σεπτεμβρίου) το βράδυ βρέθηκαν στον Άγιο Νικόλαο Περιβολίου, και την 11η νυκτερινή, αφού κομίστηκαν τα λύτρα που συμφωνήθηκαν, ο γιατρός αφέθηκε ελεύθερος και έφθασε στην οικία του στο Περιβόλι, όπου ανήσυχοι τον ανέμεναν η ατυχής σύζυγός του και μερικοί στενοί φίλοι του. Οι ληστές τον αποχαιρέτησαν και του έδωσαν για το «γούρι» 500 δραχμές. Αποτελούσε συνήθεια των ληστών να δίνουν ένα συμβολικό ποσό για «γούρι» μετά τα λύτρα. Τα τελευταία λόγια του Ζιώγα ήταν: «Πήγαινε στο καλό γιατρέ, και μην έχεις παράπονο από μένα. Άλλοι με έβαλαν και είχες τύχη να γλιτώσεις δύο φορές από το σκότωμα. Αυτοί οι άνθρωποι είναι από το Περιβόλι, αλλά τα ονόματά τους δεν σου τα λέω».
Ο γιατρός πίστεψε στα τελευταία λόγια του λήσταρχου, ότι η αιχμαλωσία του οφειλόταν σε προσωπικά ελατήρια τρίτων προσώπων και το ανακοίνωσε στις Αρχές. Η εκδοχή αυτή επαληθεύτηκε, όταν κάποιος έδωσε κατάθεση και ανέφερε το όνομα ενός εξ αυτών που εννοούσε ο λήσταρχος. Από εκεί και πέρα ήταν υποχρέωση των Αρχών να κάνουν το καθήκον τους. Οι ληστές, έχοντας μαζί τους το Βασίλη Γκισάκη, έφυγαν προς άγνωστη κατεύθυνση επωφελούμενοι του σκότους. Έπειτα από μία εβδομάδα ο Ζιώγας έσφαξε το νεαρό Βασίλη έξι χιλιόμετρα νοτιοανατολικά του Δοτσικού, στη θέση Καλύβια της Οξιάς, για να εκδικηθεί την οικογένειά του.
Ο Ζιώγας φονεύθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 1929 κοντά στην Κρανιά Ελασσόνας από τους αδελφούς Παπαευθυμίου, που τον φιλοξενούσαν στη στάνη τους. Στον ένα χρόνο της ληστρικής του δράσης προέβη σε σωρεία ειδεχθών εγκλημάτων. Η προσφιλής του μέθοδος ήταν να σφάζει τα θύματά του με το μαχαίρι. Έκοβε μύτες, αυτιά, κεφάλια και λοιπά μέλη του σώματος, γεγονός που δείχνει ότι επρόκειτο για μια διαταραγμένη ψυχικά προσωπικότητα με πωρωμένη συνείδηση.
Ο κτηνοτρόφος Παπαευθυμίου με το κεφάλι του λήσταρχου Αποστόλη Ζιώγα στην Ελασσόνα.
Δεξιά το κομμένο κεφάλι του Ζιώγα.
Χρήστος Δ. Βήττος
Υποστρατήγος ε.α. – συγγραφέας