Ορθοδοντικός Δώρα Μπαρτζιώκα

center

Euromedica

euromedica ygeia

Ο οπλαρχηγός καπετάν Κόκκινος και η μάχη του Όρλιακα.

Διαμάντης Μάνος του Αθανασίου (1862-1908).

Ο οπλαρχηγός Διαμάντης Μάνος ή καπετάν Κόκκινος  γεννήθηκε στο Σπήλαιο το έτος 1862. Αναγνωρίστηκε ως Ομαδάρχης του Μακεδονικού Αγώνα (Α.Ν.76/36). Ο λαός των Γρεβενών του είχε δώσει το ψευδώνυμο «Κόκκινος», λόγω του χρώματος του προσώπου και των μαλλιών του , αλλά το Κομιτάτο, για να μη γίνεται σύγχυση…

με τον οπλαρχηγό Λούκα Κόκκινο, από το Μέγαρο, του έδωσε το ψευδώνυμο «Ντίμπρας» ή τον αποκαλούσε απλώς «Διαμάντη».

 

      

Ο οπλαρχηγός Διαμάντης Μάνος (Κόκκινος)

 οπλαρχηγός Διαμάντης Μάνος (Κόκκινος)Χρησιμοποιήθηκε στις 11 Ιουλίου 1905 ως οδηγός του σώματος του καπετάν Βέργα (υπιλάρχου Πέτρου Μάνου), ο οποίος με σώμα 45 ανδρών έμπαινε για δεύτερη φορά στη Δυτική Μακεδονία με αποστολή να εισβάλει στην Αβδέλλα, για να συλλάβει και τιμωρήσει συγκεκριμένα άτομα ρουμανιζόντων και στη συνέχεια να κατευθυνθεί προς τα Καστανοχώρια, για να δράσει εναντίον των βουλγαρικών συμμοριών.

Αργότερα ο Διαμάντης συγκρότησε δική του ομάδα και δρούσε στην περιοχή Γρεβενών είτε ως ανεξάρτητος είτε ως οπλαρχηγός μέσα σε ελληνομακεδονικά σώματα, που είχαν επικεφαλής αξιωματικούς.

Το Μάιο του 1906  ο Διαμάντης Μάνος εντάχθηκε με την ομάδα του (15 άνδρες) στο νεοεισερχόμενο στην περιοχή Γρεβενών σώμα των 15 ανδρών του καπετάν Ζάκα (ανθυπολοχαγού Γρηγορίου Φαληρέα). Επειδή ο Ζάκας δεν άκουγε τα δίκαια παράπονα των ανδρών του Διαμάντη για την πληρωμή των καθυστερούμενων μισθών από διατεταγμένη υπηρεσία και η εν γένει συμπεριφορά του ήταν έναντι αυτών προκλητική και απαράδεκτη, αναγκάστηκαν να τον εγκαταλείψουν, όπως και ο Διαμάντης.

Τον Ιούνιο του 1907 η ομάδα του Διαμάντη εντάχθηκε στο σώμα του καπετάν Τσάρα (ανθυπολοχαγού Γεωργίου Στημωναρά), ο οποίος εισήλθε στην περιοχή Γρεβενών για  να καταδιώξει τις ρουμανικές συμμορίες και να εξοντώσει τους ληστές που λυμαίνονταν την περιοχή. Μετά την αποχώρηση από τα Γρεβενά του σώματος Τσάρα, το Δεκέμβριο του 1907, ο Διαμάντης παρέμεινε ο μόνος υπεύθυνος οπλαρχηγός της περιφέρειας Γρεβενών. Συνελήφθη αιχμάλωτος από τουρκικό απόσπασμα στο Μοναχίτι, στις 8 Φεβρουαρίου 1908, μετά από προδοσία κάποιου κατοίκου του χωριού που ήταν πληροφοριοδότης του ρουμανίζοντος μισέλληνα της Κρανιάς Δημητρίου (Μήτρου) Τσακαμά. Δεμένος οδηγήθηκε στα Γρεβενά. Εκεί ανακρινόμενος ομολόγησε λεπτομερώς τη δράση του εναντίον των Τούρκων και Ρωμούνων. Από τα Γρεβενά οδηγήθηκε στο Μοναστήρι, όπου καταδικάστηκε σε θάνατο με απαγχονισμό, με κύρια κατηγορία τους φόνους των Τούρκων στρατιωτών στον Όρλιακα στις 29 Απριλίου 1906. Απαγχονίστηκε στην πλατεία Αζ Παζάρ (αγορά αλόγων) του Μοναστηρίου μαζί με τον οπλαρχηγό Γεώργιο Καμηλάκη στις 25  Απριλίου 1908.  Άφησε πίσω τη γυναίκα του Πανάγιω και πέντε ανήλικα παιδιά, τρία αγόρια και δύο κορίτσια [τον Κώστα, τον Θανάση, τον Γιώργο, την Ελένη και την Θεολογία].

Η Πατρίδα μαζί με την ισόβια σύνταξη ανθυπολοχαγού-οπλαρχηγού που χορήγησε στη γυναίκα του, του απένειμε και το Μετάλλιο του Αγώνα.

Στις 28 Μαΐου 2000 έγιναν στη γενέτειρά του, το Σπήλαιο, τα αποκαλυπτήρια της προτομής από το Νομάρχη Γρεβενών. Στην τελετή παραβρέθηκαν οι πολιτικές και στρατιωτικές αρχές του Νομού και πλήθος κόσμου.  

  οπλαρχηγός Διαμάντης Μάνος (Κόκκινος)

 

Η μάχη του Όρλιακα

(29 Απριλίου 1906)

 

Το Νοέμβριο του 1905 ο μητροπολίτης Γρεβενών Αγαθάγγελος Κωνσταντινίδης ανακλήθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην Κωνσταντινούπολη για να δικαστεί,  διότι οι ρουμανίζοντες των Γρεβενών τον κατήγγειλαν στους Τούρκους ότι συνεργάζεται με τα ελληνομακεδονικά σώματα και διεγείρει το λαό σε επανάσταση. Στην Κωνσταντινούπολη ο Αγαθάγγελος δικάστηκε από την Ιερά Σύνοδο και αθωώθηκε, πλην όμως κρατήθηκε εκεί μέχρι την άνοιξη του 1909 (τρία και πλέον έτη) και δεν του επετράπη να επιστρέψει στην έδρα του, διότι θεωρήθηκε από τους Τούρκους επικίνδυνος. Απουσιάζοντος του Αγαθαγγέλου τοποθετήθηκε ως αρχιερατικός επίτροπος της Μητροπόλεως Γρεβενών ο πρωτοσύγκελος Αθανάσιος Τσάμης, ο οποίος   τον Απρίλιο του 1906, σε ένα «ξέσπασμα οργής» κατά των ρουμανιζόντων, που πολεμούσαν καθημερινά την Εκκλησία, συνεννοήθηκε με τον οπλαρχηγό Διαμάντη Μάνο ή καπετάν Κόκκινο, να δώσει ένα μάθημα στους ρουμανίζοντες, για να τους αναγκάσει να αναστείλουν τη δράση τους και να περιορίσουν τις αυθαιρεσίες τους.

Την τελευταία εβδομάδα του Απριλίου 1906, δεκαπέντε οικογένειες ρουμανιζόντων της Αβδέλλας και του Περιβολίου, που παραχείμαζαν στη Θεσσαλία, πέρασαν από τα Γρεβενά με προορισμό το χωριό τους. Τις οικογένειες αυτές συνόδευε τουρκικό απόσπασμα 40 περίπου στρατιωτών με επικεφαλής μουλιαζίμη (ανθυπολοχαγό). Εκτός από τους στρατιώτες όπλα έφεραν και οι ρουμανίζοντες με τους αγωγιάτες τους, που αποτελούσαν συνολικά μία δύναμη 24 ανδρών. Μόλις οι οικογένειες έφθασαν στα Γρεβενά ο αρχιερατικός επίτροπος έστειλε σημείωμα στο Διαμάντη με τον Γεώργιο Ταρλατζή από το Σπήλαιο και τον ενημέρωσε για την πορεία τους.

Στις 28 Απριλίου οι ρουμανίζοντες διανυκτέρευσαν στους Μαυραναίους και το πρωί της επομένης (29 Απριλίου, ημέρα Σάββατο) ακολούθησαν το δρομολόγιο Μαυραναίοι- Ζάκα- Αβδέλλα – Περιβόλι.

Την ίδια ημέρα, στη θέση «Καραστέργιος» της οροσειράς του Όρλιακα, είχε στήσει καρτέρι (ενέδρα) και περίμενε τους ρουμανίζοντες ο οπλαρχηγός Διαμάντης Μάνος (Κόκκινος) με 22 άνδρες, μεταξύ των οποίων ήταν οι Δημήτριος Ράμμος, Νικόλαος Γκαλντερίμης, Αλέξης Λύρας, Χρήστος Κάραντος (Κατσικώνης) και Γεώργιος Βήττος από το Σπήλαιο, ο Κωνσταντίνος Βερβέρας και ο Ιωάννης Γκαντέμης (Φλώρος) από το Ζιάκα, ο Περιστέρης από το Μαυρονόρος και ο Βασίλειος Ζαρκάδας από τους Μαυραναίους. Στην περιοχή είχε σπεύσει για ενίσχυση και ο Γεώργιος Τσουκαντάνας από το Περιβόλι με μερικούς οπαδούς του.

 

 οπλαρχηγός Διαμάντης Μάνος (Κόκκινος)Όταν, κοντά στο μεσημέρι, οι ταξιδιώτες πέρασαν το χωριό Ζάκα και έφθασαν στην τοποθεσία  «Καραστέργιος», ο Διαμάντης Μάνος έστειλε αγγελιαφόρο με τον οποίο διεμήνυσε τους Τούρκους ότι είναι περικυκλωμένοι από τους αντάρτες και να μην αντιδράσουν, γιατί δεν είχε σκοπό να τους πειράξει και το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν η σύλληψη των ρουμανιζόντων. Οι Τούρκοι αρνήθηκαν κάθε συμβιβασμό και άρχισαν να πυροβολούν εναντίον των ανταρτών, με αποτέλεσμα να επακολουθήσει σκληρή μάχη που διήρκεσε τρεις ώρες.

Τα πυκνά και εύστοχα πυρά των Μακεδονομάχων επέφεραν σοβαρές απώλειες στο Τούρκους, που τελικά αναγκάστηκαν να παραδοθούν.

Οι απώλειες των αντιμαχόμενων  πλευρών ήταν οι εξής:

Τούρκοι: Νεκροί 13 (11 επί τόπου και δύο που υπέκυψαν στα τραύματά τους κατά τη μεταφορά τους στα Γρεβενά), τραυματίες 16 μεταξύ των οποίων και ο μουλιαζίμης. Οι 11 Τούρκοι ενταφιάστηκαν στον τόπο της συμπλοκής και μέχρι πρόσφατα φαίνονταν οι τάφοι τους.

Ρουμανίζοντες: Νεκρός 1, των υπολοίπων τραπέντων σε άτακτη φυγή. Από τα διασταυρούμενα πυρά και τις αδέσποτες σφαίρες σκοτώθηκαν 2 γυναίκες και 3-4 παιδιά.

Έλληνες: Νεκροί 2, ο Περιστέρης από το Μαυρονόρος και κάποιος άλλος αγνώστων στοιχείων και τραυματίες ο Βασίλειος Ζαρκάδας από τους Μαυραναίους και ο Ιωάννης Γκαντέμης (Φλώρος) από το Ζάκα.

Οι αιχμάλωτοι στρατιώτες αφέθηκαν ελεύθεροι μαζί με τον οπλισμό τους, αφού τους αφαιρέθηκαν μόνο τα φυσίγγια. Στον τραυματισμένο μουλιαζίμη παρασχέθηκαν οι πρώτες βοήθειες, έγινε επίδεση των τραυμάτων και μεταφέρθηκε έφιππος στα Γρεβενά.

Ο λαός των Γρεβενών τη μάχη του Όρλιακα την αποθανάτισε με το παρακάτω τραγούδι:

 

Σάββατο μέρα κίνησες, Διαμάντη μ’ Κόκκινε,

στον Όρλιακα να πάεις, βρε Περιστέρη μου.

Διαταγή ελάβαινες από το Κομιτάτο

Να πας ’πάνω στον Όρλιακα, ψηλά στον Καραστέργιο.

Εκεί θα διάβαιν’ η Τουρκιά, οι δόλιοι Ρουμάνοι

να βγούνε στα ψηλά βουνά, ψηλά στο Περιβόλι.

Ήταν η ώρα δώδεκα κατά το μεσημέρι,

βρε Περιστέρη μου, Διαμάντη μ’ Κόκκινε.

Τα καραούλια έβαζες το μέρος, για να πιάσεις

και κάθοσαν και ορμήνευες σα μάνα σαν πατέρας:

-« Παιδιά μ’ να μη κιοτέψετε, παιδιά μ’ μη φοβηθείτε,

πιάστε τον τόπο δυνατά, πιάστε τα μετερίζια,

εδώ θα γίνει πόλεμος με Τούρκους, με πασάδες».

Σαν πιάστηκες στον πόλεμο, τρεις ώρες πολεμούσες.

Βουίζανε οι λαγκαδιές και τρίζανε τα βράχια.

Κι εσύ, Διαμάντη μ’ φώναζες από το καραούλι:

-«Παιδιά μ’ τραβάτε το σπαθί και πάψτε τα ντουφέκια

γιουρούσι για να κάνουμε, να πιάσουμε του Τούρκους».

Πικρό γιουρούσι έκαμαν, πικρό φαρμακωμένο

τον Περιστέρη βάρεσαν, το πρώτο παλικάρι,

το Φλώρο μας τον λάβωσαν μαζί με το Ζαρκάδα.

Πιάνουν τους Τούρκους ζωντανούς και τους αιχμαλωτίζουν.

 

Χρήστου Δ. Βήττου

Υποστράτηγου ε.α.