Tο “Ματωμένο Ημερολόγιο” του Αχιλλέα Γκούμα.
Η είσοδος του ελληνικού στρατού στην Κορυτσά όπως περιγράφεται στο “Ματωμένο Ημερολόγιο” του Αχιλλέα Γκούμα.
22 Νοεμβρίου 1940 Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ της Κορυτσάς.
Στις 22 Νοεμβρίου 1940 τμήματα του ελληνικού στρατού εισέρχονται απελευθερωτές του βορειοηπειρωτικού διαμερίσματος της Κορυτσάς.
O κόσμος βγήκε στους δρόμους και ζητωκραύγαζε: «Πήραμε την Κορυτσά!». H απελευθέρωση της Κορυτσάς ήταν η πρώτη μεγάλη επιτυχία του Ελληνικού Στρατού στο βορειοηπειρωτικό μέτωπο.
(…) Πρώτο Τάγμα που εισέρχεται εις την Κορυτσάν είναι: « το 1 Τάγμα του 53ου Συντάγματος πεζικού Νεαπόλεως, (1/53 με λόχο του 1/27 Τάγματος πεζικού) το επονομασθέν μετά τας λαμπράς του νίκας Τάγμα των Κολοκοτρωναίων. Ταγματάρχης αυτού ετύγχανε ο αεικίνητος ήρως και πρώτος καταλαβών την ωραίαν Κορυτσάν, Νάσος Παλαιοδημόπουλος». (…)
==========================================================
(…) Κατά το έτος 1940, έτος καθ’ ό εκηρύχθη ο Ελληνοϊταλικος πόλεμος, είχον επιστρατευθή και εγώ με τον βαθμόν του λοχίου και ευρισκόμουν τας παραμονάς του πολέμου ακριβώς εις το χωρίον Οινόη, κείμενον βορειότερον της πόλεως Καστοριάς.
Υπηρέτουν εις τον Λόχον Όλμων, του οποίου διοικητής ετύγχανεν ο έφεδρος ανθυπολοχαγός ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΔΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ με διμοιρίτας, της μεν πρώτης διμοιρίας τον έφεδρον ανθυπολοχαγόν ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΝ, της δε δευτέρας εις την οποίαν υπηρέτουν και εγώ, τον έφεδρον ανθυπασπιστήν ΤΣΟΥΚΑΝ ΓΕΩΡΓΙΟΝ. (…)
(…) Επειδή ο λόχος όλμων αποτελείται από δυο διμοιρίας και επειδή εν καιρώ πολέμου εκάστη διμοιρία προσκολλάται εις τα τάγματα, έπρεπε και η δευτέρα διμοιρία να ακολουθήση κάποιο τάγμα. Η τύχη μας ήτο να ακολουθήση το 1 Τάγμα του 53ου Συντάγματος πεζικού Νεαπόλεως, το επονομασθέν μετά τας λαμπράς του νίκας Τάγμα των Κολοκοτρωναίων. Ταγματάρχης αυτού ετύγχανε ο αεικίνητος ήρως και πρώτος καταλαβών την ωραίαν Κορυτσάν, Νάσος Παλαιοδημόπουλος, του οποίου τα οστά αναπαύονται εις αυτήν. (…)
ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΚΟΡΥΤΣΑΣ
(…) Την 17ην του ιδίου (Νοεμβρίου) και μετά σκληράς μάχας τα Ελληνικά στρατεύματα είχαν κυριεύσει τον Μοράβαν. Από εκεί, εκ του ύψους 1.800 μέτρων, αντίκρυσα την απελευθερωθείσαν Κορυτσάν. Επί του θρυλικού Μοράβα παρεμείναμεν επί τινάς ημέρας, λόγω της ομίχλης, ήτις κατεκάλυψε τα πάντα και δεν μας επέτρεπε να προχωρήσωμεν όπως έπρεπε.
Εκεί ψηλά είχα αισθανθή κάποιαν σημαντικήν αδυναμίαν, προερχομένην από τας συνεχείς αϋπνίας, αλλά και από το πλήθος των φθειρών (ψείρες τουτέστιν) που είχαμε. Από το 33ον φυλάκιον, μεχρις εδώ, έβλεπε κανείς καθ’ οδόν άπειρον εχθρικόν πολεμικόν υλικόν κατεσπαρμένον τήδε κακείσε.
Πληροφορηθέντες οι εντός της Κορυτσάς Ιταλοί, ότι οι Γραικοί δεσπόζουν εφ’ όλων των υψωμάτων του Μοράβα και του Ιβάν, εθεώρησαν καλόν να την εγκαταλήψουν, αφίνοντες εντός αυτής αφθονώτατον υλικόν παντός είδους, ανερχόμενον εις πολλά δισεκατομμύρια. Έβλεπε κανείς εκ της υψηλοτέρας κορυφής του Μοράβα, να φλέγωνται εις τι χωρίον κείμενον ολίγας ώρας έξωθι της Κορυτσάς, πετρέλαια άφθονα καιόμενα εις τον αέρα. Επίσης έβλεπε κατά μήκος του δημοσίου του άγοντος από Κορυτσάς εις Τίρανα να φεύγουν αρκετά μηχανοκίνητα προς τα Τίρανα. Εις χαμηλότερον ύψος και προς Κορυτσάν είχον τοποθετήσει οι Ιταλοί δυνάμεις τινάς αίτινες σκοπόν είχον την διευκόλυνσιν της οπισθοχωρήσεως των δυνάμεων και των οικογενειών των. Εκεί εδόθη η τελευταία μάχη δια την κατάληψην της Κορυτσάς. Αποτέλεσμα της μάχης αυτής ήτο να φονευθούν περί τους 40 έως 50 Ιταλοί, χωρίς καμμίαν ημετέραν απώλειαν, πλην δυο τραυματιών μας, οίτινες εξ απροσεξίας των ετραυματίσθησαν ελαφρώς εις τους πόδας των.
ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΚΟΡΥΤΣΑΣ
(…) »Τέλος, την 22αν Νοεμβρίου του 1940 διατασσόμεθα να εισέλθωμεν εις Κορυτσάν. Η ημέρα αυτή είναι η ημέρα της απελευθερώσεως της ελληνικωτάτης Κορυτσάς. Με επί κεφαλής τον πάντοτε δρώντα εν τω αγώνι ταγματάρχην μας Παλαιοδημόπουλον εξεκινήσαμεν από ύψος Μοράβα 1.800 μέτρα, περί ώραν 1ην – 2αν μεσημβρινήν με αντικειμενικόν σκοπόν την είσοδον εις την Κορυτσάν.»(…)
Το πρώτον χωριό που διήλθομεν έξωθεν της Κορυτσάς ήτο Ελληνικόν. Η υποδοχή την οποίαν μας επεφύλαξεν ο ολίγος του πληθυσμός δεν περιγράφεται. Η ώρα ήτο 9:30 βραδυνή, περίπου. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά επευφήμουν ζωηρά. Ευρέθημεν προ εκπλήξεως όταν είδαμε ένθεν και ένθεν του δρόμου να κυματίζουν Ελληνικές γαλανόλευκες σημαίες. Που τις ευρήκαν αυτοί οι άνθρωποι είναι να απορή κανείς. Μεγαλυτέραν όμως χαράν αισθάνονταν τα μικρά απελευθερωθέντα Ελληνόπουλα, τα οποία εφώναζον συνεχώς: ζήτω, ζήτω, ζήτω. Γειά σας, γειά σας.
Τέλος συνεχίζομεν τον δρόμον. Ύστερα από μιαν ώραν εισερχόμεθα εις τα πρώτα σπίτια της Κορυτσάς. Οι ορισθέντες πολίται διά την υποδοχήν μόλις μας αντίκρυσαν ήρχισαν να μας διανέμουν δώρα. Τουτέστιν, τσιγάρα, γλυκά, φρούτα και τόσα άλλα. Μετά προχωρούμε διά το κέντρο της. Από την μία άκρη της πόλεως, έως την άλλην είχαν παραταχθή αι χιλιάδες των κατοίκων της διά να μας υποδεχθούν. Το τι συνέβη κατά την νύκτα εκείνη δεν περιγράφεται. Το καλώς ήλθατε και το Ζήτω ηκούετο από χιλιάδες στόματα. Συγκινητικοτάτη υπήρξεν η υποδοχή μας. Από την μεγάλη τους χαρά πολλοί εκ των κατοίκων της έκλαιον. Απ’ όπου κι’ αν περνούσα άφθονα τσιγάρα μας εδίδοντο εκ των πολιτών. Εγώ δε τους έλεγα: «Έλληνες είστε; Έλληνες;» «Ναι, ναι Έλληνες», με έλεγαν.»
Αυτήν όμως την μεγάλην υποδοχήν που μας επεφύλαξεν ο πληθυσμός της ήλθαν να της δώσουν μεγαλυτέραν ζωήν οι ήχοι της καμπάνας της Μητροπόλεως. Όταν άρχισε η καμπάνα να κτυπά γλυκά τότε δεν ηδυνήθην και εγώ να συγκρατήσω τα δάκρυα μου. Στιγμές αλησμόνητες. Η Κορυτσά πλέον είχε περιέλθη εις τας χείρας μας. Ήτο το δώρον που εδίδαμεν εις την μητέρα μας Ελλάδα, η οποία όταν φεύγαμε από αυτήν μας είχε δώση τις καλλίτερες ευχές.
Επειδή όμως υπήρχον πιθανότητες να υπάρχουν και κακοποιά στοιχεία πέριξ της πόλεως, εθεώρησε καλό ο ταγματάρχης μας να καταυλισθώμεν έξωθι αυτής. Ενώ είχαμε καταυλισθή εις τίνα περιοχή της μας έρχεται εκεί ένα μεγάλο φως το οποίον προήρχετο από την έναντι ημών μεγάλην φλεγόμενην πετρελαιοαποθήκην.
Εκείνο το βράδυ αφού βγάλαμε σκοπούς ησυχάσαμε καλά. Όταν έδωσε ο θεός την ήμεραν, ανεβήκαμε εις το δάσος. Εκεί προσωρινώς εστήσαμε τα αντίσκηνά μας. Εγώ με κάποιον δεκανέαν κατεβήκαμε πρώτοι εις την πόλιν.
Τα γένια μας τα είχε μεγαλώσει ο Μοράβας και είχαν γίνει σαν την γενειάδα του ιερέως και καλογήρου. Η πρώτη μας δουλειά ήτο να ξυριστούμε. Όταν εισήλθομεν εις το κουρείον μια μικρή πολύ μικρή κοπελίτσα, μας παίρνει με τάξι τας χλαίνας μας και μας τις κρεμάει.(…)
Αφού ξυρισθήκαμε αμφότεροι βγάλαμε να πληρώσουμε. Αλλά τι να πληρώσουμε; Τα λεφτά μας δεν είχαν τεθή σε κυκλοφορίαν. Εκεί τον λόγον είχον τα αλβανικά και τα ιταλικά λέικ. Τέλος εδέχθησαν τα χρήματά μας. Το κάθε λέικ αντιστοιχούσε με 7 τοιαύτας ιδικάς μας δραχμάς, δηλ. εκείνο ήτο πραγματικό ξύρισμα. Πληρώσαμε ο καθείς μας από 35 δραχ. μαλλιά και ξύρισμα.
Εις την Κορυτσάν εμείναμε 4-5 ημέρες. Περιήλθαμε όλα τα τοπία της. Τα λάφυρα που εκυριεύσαμε εντός αυτής ήσαν άπειρα. Περί τα 200 αυτοκίνητα των είχαν εγκαταλειφθή εντός της πόλεως. Μοτοσυκλέττες, τρακτέρ, ποδήλατα, όπλα, άλευρα, ιματισμός, τρόφιμα και παντός είδους υλικόν μας είχε προσφέρει η τόσον καλή διοίκησις του Καισαρομανούς Ντούτσε.
Όταν επισκεφθήκαμεν το αεροδρόμιο τους, ευρήκαμε περί τα 7-8 εγκαταλελειμμένα πουλιά τους. Άλλα ήταν επιβατικά, άλλα καταδιωκτικά και άλλα βομβαρδιστικά. Μεγαλυτέραν εντύπωσιν μας έκανε ένα μεγάλο επιβατικό το οποίον είχε 32 θέσεις. Τούτο ήτο άθικτον και ως επληροφορήθημεν αργότερον μετεφέρθη παρά των ημετέρων εις Αθήνας ένθα και ευρίσκεται εν χρήσει. Ημείς επειδή ήτο λίγο κρύο καταυλισθήκαμεν εις τους ιταλικούς στρατώνας. Εκεί έβλεπε κανείς τα πάμπολλα λάφυρα.
Μια των ημερών εκείνων, ενώ ευρισκόμεθα όλο το τάγμα συγκεντρωμένο, έρχεται ο διοικητής του Συντάγματος μας όστις θερμώς μας συνεχάρη φιλών μας, δια τας λαμπράς νίκας που του προσφέραμε.
Εγώ με έναν συγχωριανόν μου και μεταγωγικόν μου ονόματι ΛΟΛΑΝ ΑΧΙΛΛΕΑ εθεωρήσαμεν καλόν να επισκεφτώμεν το Νοσοκομείον, διότι είχαμε πληροφορηθή ότι υπήρχον εκεί τραυματίαι Ιταλοί.
Εις την θύραν του Νοσοκομείου εφύλλατε ένας υπενωμοτάρχης ιδικός μας. Αφού εισήλθομεν εις το προαύλιον, εγώ μεν κατευθύνθηκα προς την γωνίαν, ένθα ευρίσκοντο εγκαταλελειμμένες Ιταλικές μοτοσυκλέτες, ο δε συγχωριανός μου κατευθύνθηκε προς μιαν ολόασπρη μάλλινη κουβέρτα,
την οποίαν και πήρε. Εγώ κατά καλήν σύμπτωσιν ευρίσκω επί της Ιταλικής μοτοσυκλέτας ένα ωραιότατον περίστροφον τύπου Σμιθ το οποίον και έχω.
Είναι το πρώτον μου λάφυρον.
Η ολιγοήμερος εκεί παραμονή μας υπήρξε θαυμασία. Γλέντι αρκετό είχαμε. Ενώ μια βραδιά επήγαινα εις ένα καφενείον να πάρω τον καφέ μου αίφνης συναντώ στο δρόμο μου έναν λοχία της διμοιρίας μας, ο οποίος με λέγει ότι φεύγουμε. Αμέσως τρέχω στις στρατώνες κι’ απ’ εκεί περί ώραν 1-2 νυκτερινήν ξεκινούμε (…)
(…)Ο Αχιλλέας Γκούμας γεννήθηκε το 1917 στο Μέγαρο Γρεβενών. Φοίτησε στα δημοτικά σχολεία Μεγάρου και Γρεβενών και στο Ιστορικό Γυμνάσιο Τσοτυλίου, ως υπότροφος του κράτους, διότι ήτο γιος του Μακεδονομάχου Αθανασίου Γκούμα. Στη συνέχεια γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Επιστρατεύτηκε το 1940 ενώ έδινε πτυχιακές εξετάσεις και πήρε μέρος στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο.
(…) Ο Αχιλλέας Γκούμας ήταν ένας από τις πολλές χιλιάδες Ελλήνων που προμάχησαν για το μεγαλείο και τη δόξα της Ελλάδας και τη ντροπή και τον εξευτελισμό των εισβολέων. Είχε όμως την ένδοξη μοίρα να βρει το θάνατο λίγες μέρες πριν τελειώσει ο πόλεμος. Εκεί στο Μνήμα της Γριάς, σε υψόμετρο 2.120 μ., που ήταν το πιο προχωρημένο φυλάκιο του μετώπου, τραυματίστηκε θανάσιμα από βόμβα ιταλικού αεροπλάνου, και σε λίγο υπέκυψε.(…)
(…) Το Ματωμένο Ημερολόγιο του λοχία Αχιλλέα Αθανασίου Γκούμα είναι ένα σημειωματάριο τσέπης με κόλλες κατρ-ριγέ και με διαστάσεις 0,14×0,10 εκατ. Στα πρώτα φύλλα έχει γραμμένες διευθύνσεις φίλων του και στη συνέχεια, αριθμώντας από τη σελίδα 1, αρχίζει το Ημερολόγιο, που το επιγράφει ο «Ελληνοϊταλικός πόλεμος»
Το ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ γράφτηκε κάτω από το κροτάλισμα των πολυβόλων, τις εκρήξεις των όλμων, των οβίδων του πυροβολικού και των βομβών των εχθρικών αεροπλάνων, κάτω από δυσμενείς καιρικές συνθήκες, κάτω από αντίσκηνα θαμμένα στο χιόνι, με το τρεμουλιαστό φως ενός σπαρματσέτου, μέσα σε χιονοθύελλα και στο τρελό φυσομάνι του βοριά.
επιμέλεια Γαλάτεια Βασιλοπούλου