Ορθοδοντικός Δώρα Μπαρτζιώκα

center

Euromedica

euromedica ygeia

22 Νοεμβρίου 1975 – Όταν ήρθε ο γιός της μπάλας (VIDEO)

Στις 26 Οκτωβρίου του 1954, στην Τασκένδη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης (νυν Ουζμπεκιστάν) γεννήθηκε ένας άνθρωπος που έμελε να αλλάξει την ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου, χαρίζοντας πλούσιες στιγμές θεάματος στους απανταχού φιλάθλους.

 

Το «αιώνιο» ερώτημα “Μαραντόνα ή Πελέ”…

 

 

{youtube}9eW52rNnkH8|600|380{/youtube}

 

.. (αναφορικά με τον κορυφαίο ποδοσφαιριστή όλων των εποχών), θα μπορούσε κάλλιστα να… επεκταθεί σε “Μαραντόνα, Πελέ ή Χατζηπαναγή”’; Είναι, λοιπόν, ο δικός μας «Βάσιας», όχι μόνο των Ηρακληδέων, αλλά και όλων όσων αγαπούν το «Βασιλιά των Σπορ».

 

Αλλά, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Πρόσφυγες με κυπριακή καταγωγή οι γονείς του Βασίλη Χατζηπαναγή ήταν, όπως προαναφέρθηκε, κάτοικοι της Σοβιετικής Ένωσης, όταν τον έφεραν στη ζωή. Έτσι, τα «νεογνά» του βήματα στο ποδόσφαιρο τα έκανε με τη φανέλα της τοπικής Δυναμό Τασκένδης, όπου αγωνίστηκε για τρία χρόνια και φρόντισε από την πρώτη κιόλας στιγμή να δείξει δείγματα από το αστείρευτο ταλέντο του. Έτσι, δεν άργησε να κληθεί στις μικρές εθνικές (Εφήβων και Ελπίδων) της Ε.Σ.Σ.Δ., με τις οποίες έφτασε τις 10 συμμετοχές και λίγο αργότερα στην Εθνική Ανδρών και την Ολυμπιακή Ομάδα της ενιαίας τότε χώρας, όπου έπαιξε συνολικά άλλες 15 φορές. Από το 1972 και για τα τρία επόμενα χρόνια, αγωνίστηκε με τα χρώματα της Παχτακόρ Τασκένδης, αυξάνοντας τις… μετοχές του, κάνοντας ευρέως γνωστό το όνομά του. Μάλιστα, στη Σοβιετική Ένωση, τον θεωρούσαν ως τον διάδοχο του άλλου μεγάλου «θρύλου» τους, του Όλεγκ Μπλαχίν, διάκριση ιδιαίτερα τιμητική αν σκεφτεί κανείς την τεράστια αξία του νυν ομοσπονδιακού τεχνικού της Ουκρανίας και προπονητή της Ντιναμό Κιέβου.

 

Στις 22 Νοεμβρίου 1975, έρχεται στην Ελλάδα ο Βασίλης Χατζηπαναγής από την Παχτακόρ της Τασκένδης.

 

Το 1975 ήταν η χρονιά που άλλαξε το ρου της ιστορίας των ελληνικών γηπέδων, με τον «Βάσια» να ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στην καριέρα του, να αποδεικνύει σε όλους πως αισθανόταν περισσότερο Έλληνας και να δέχεται τη συνεργασία που του προτείνει για λογαριασμό του Ηρακλή ο τότε πρόεδρός του Νίκος Ατματζίδης. Με τη φανέλα του «Γηραιού» καθιερώθηκε στη συνείδηση των Ελλήνων -και όχι μόνο- φιλάθλων ως μετρ του μεσοεπιθετικού παιχνιδιού, ο οποίος με μία κίνησή του μέσα στον αγωνιστικό χώρο μπορούσε να διαλύσει οποιαδήποτε άμυνα και να δημιουργήσει καταστάσεις υπεροχής για τους συμπαίκτες του. Όσο για τη «σπεσιαλιτέ» του; Τα γκολ από απευθείας κόρνερ. Ναι, καλά διαβάζετε. Ήταν κάποτε ο Κώστας Φραντζέσκος ή Βασίλης Τσιάρτας από Έλληνες και ο Ντέιβιντ Μπέκαμ από Ευρωπαίους, στις ομάδες των οποίων οι αντίπαλοι «φοβούνταν» τις εκτελέσεις των φάουλ τους έξω από την περιοχή. Οι αντίπαλοι του Βασίλη Χατζηπαναγή φοβούνταν τα πάντα από αυτόν, ακόμη κι ένα γκολ από απευθείας κόρνερ.

Ο Βασίλης Χατζηπαναγής αγωνιζόταν στη θέση «10» για τους παλιούς, στη θέση του επιθετικού μέσου, δηλαδή, για τους νεότερους (αφού πια το νούμερο στη φανέλα δεν πάει ανάλογα με τη θέση που αγωνίζεται κάποιος, όπως συνέβαινε συνήθως παλιότερα) και του attacking midfielder για τους λάτρεις των pc games. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι, αν έπαιζε σήμερα ποδόσφαιρο, θα μπορούσε να σταθεί στα κορυφαία club του κόσμου, συμπεριλαμβανομένης ακόμη και της αγαπημένης μου Μπαρτσελόνα. Είμαι μόλις 21 ετών και, δυστυχώς, δεν τον πρόλαβα να αγωνίζεται. Από τα διάφορα αποσπάσματα που έχω δει, ωστόσο, νομίζω πως δεν έχει κάτι να ζηλέψει από τον Τσάβι Ερνάντεζ, τον Αντρές Ινιέστα ή τον Σεσκ Φάμπρεγας. Ούτε καν από τον Λιονέλ Μέσι (αν και δεν αγωνίζονται ακριβώς στην ίδια θέση) ή τον Κριστιάνο Ρονάλντο. Και η υπεραξία του «Βάσια» έγκειται, ακριβώς, σε αυτό, στους ύμνους που πλέκει γύρω από το όνομά του ένας ΠΑΟΚτσής (και χιλιάδες, αν όχι εκατομμύρια, άλλοι φίλαθλοι, εκτός φυσικά από τους Ηρακλειδείς που λογικό είναι να τον λατρεύουν).

Ο Χατζηπαναγής έγινε η σημαία του Ηρακλή, καθώς οι εκάστοτε διοικήσεις των Θεσσαλονικέων αρνούνταν πεισματικά να τον πουλήσουν, αν και δεν ήταν λίγες οι φήμες που έκαναν λόγο για ενδιαφέρον απόκτησής του από την αγγλική Άρσεναλ, την ιταλική Λάτσιο, τη γερμανική Στουτγκάρδη, την πορτογαλική Πόρτο κ.α. Δε θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά, αφού το ταλέντο του διέρρευσε πολύ γρήγορα και εκτός ελληνικών συνόρων. Οι σχέσεις λατρείας, όμως, που ανέπτυξε με την κερκίδα του ιστορικού ελληνικού συλλόγου κατέστησαν απαγορευτική την οποιαδήποτε σκέψη για παραχώρησή του. Ήταν, άλλωστε, ο άνθρωπος που οδήγησε την ομάδα στο μοναδικό της τίτλο, αυτόν του Κυπέλλου Ελλάδας, στις 9 Ιουλίου του 1976. Πιο συγκεκριμένα, με δύο δικά του τέρματα, είχε συμβάλλει στο τελικό 4-4 κόντρα στον Ολυμπιακό, για να της χαρίσει αργότερα και το τρόπαιο στη διαδικασία των πέναλτι. Ήταν ο άνθρωπος για τον οποίο παραληρούσαν τα πλήθη και ο λόγος για τον οποίο γέμιζε κάθε φορά το «Καυτανζόγλειο» και μάλιστα όχι μόνο από οπαδούς του «Γηραιού». Όσοι από μας δεν το ζήσαμε, μπορούμε, έστω, να φανταστούμε τι έγινε στο επίσημο ντεμπούτο του με την κυανόλευκη φανέλα (7 Δεκεμβρίου 1975) σε εντός έδρας αγώνα με αντίπαλο των Ατρόμητο Αθηνών στη Βέροια (λόγω τιμωρία του «Καυτανζογλείου»), αλλά και στο πρώτο του εν Ελλάδι γκολ στις 28 Μαρτίου του 1976 στο Εθνικό Στάδιο της Θεσσαλονίκης. Εννέα χρόνια αργότερα (1984-1985) οδηγεί τον Ηρακλή στην κατάκτηση του Βαλκανικού Κυπέλλου, σκοράροντας, μάλιστα, σε όλα τα παιχνίδια.

Το μεγαλύτερο παράπονο του «Βάσια» είναι ότι δεν αγωνίστηκε ποτέ σε επίσημο παιχνίδι με τη φανέλα της Εθνικής Ελλάδας. Το κώλυμα προέκυψε, εξαιτίας της συμμετοχής του σε επίσημα ματς με την Εθνική Σοβιετικής Ένωσης. Μήπως, όμως, θα παρακάμπτονταν από την ΕΠΟ η συγκεκριμένη «λεπτομέρεια», αν δεν αγωνιζόταν στον «άσημο», βάσει τίτλων, Ηρακλή, αλλά σε κάποια από τις μεγάλες ομάδες της πρωτεύουσας; Εικασία, αφού αυτό, έτσι κι αλλιώς, δεν μπορεί να αποδειχτεί κάπως και καλό είναι να μην επικεντρωνόμαστε σε τέτοιου είδους θεωρίες συνομωσίας. Δύο ματς έκανε με το ελληνικό «εθνόσημο» στο στήθος και «μάγεψε» σε αμφότερα. Το πρώτο, ήταν στις 6 Μαΐου του 1976, σε φιλική αναμέτρηση με αντίπαλο την Πολωνία στη Λεωφόρο (κερδίσαμε 1-0). Το δεύτερο, εννέα χρόνια αφότου εγκατέλειψε την ενεργό δράση (14 Δεκεμβρίου του 1999), σε φιλική αναμέτρηση κόντρα στην Γκάνα (σκορ 1-1) που διεξήχθη προς τιμήν του στο «Καυτανζόγλειο Στάδιο». Τι πρόλαβε να κάνει ο 45χρονος Χατζηπαναγής στα 21 λεπτά που αγωνίστηκε; Να προσφέρει, απλά, μια τελευταία «παράσταση» στο ποδοσφαιρικό κοινό της Θεσσαλονίκης που τόσο τον αγαπά, δημιουργώντας στο 13’ της συνάντησης το μοναδικό γκολ της Εθνικής μας. Στις 26 Οκτωβρίου 1990 και σε ηλικία 36 ετών, αποφάσισε να βάλει τέλος στην καριέρα, αγωνιζόμενος για πρώτη και τελευταία φορά σε ευρωπαϊκό παιχνίδι με τον Ηρακλή που αντιμετώπιζε τη Βαλένθια για το Κύπελλο UEFA.

Θα μπορούσα να γράφω με τις ώρες για τον Βασίλη Χατζηπαναγή, ωστόσο δεν ξέρω, δεν γνωρίζω τα όρια της ανθεκτικότητας στη γραφικότητα του καθενός από τους αναγνώστες του παρόντος κειμένου, επομένως μπαίνω σιγά-σιγά στον επίλογο. Η πιο χαρακτηριστική ατάκα που έχει ακουστεί για τον «Βάσια» είναι ότι μπορούσε να ντριπλάρει ακόμη και σε… τηλεφωνικό θάλαμο. Το Νοέμβριο του 2003 τιμήθηκε από την ΕΠΟ ως ο κορυφαίος Έλληνας ποδοσφαιριστής των τελευταίων 50 ετών, στο πλαίσιο του εορτασμού του μισού αιώνα από την ίδρυση της UEFA. Η μεγαλύτερη τιμητική διάκριση γι’ αυτόν όσο βρισκόταν σε ενεργή δράση ήταν η συμμετοχή του στη Μεικτή Κόσμου, σ’ έναν ματς που έλαβε χώρα στις 22 Ιουνίου του 1984 και για 36 λεπτά οι Φρανς Μπεκενμπάουερ, Ρούντι Κρολ, Φέλιξ Μάγκατ και Μάριο Κεμπες είχαν την τιμή να τον έχουν συμπαίκτη.

 

Βασίλης Μαυρόπουλος