Σχώρνα με
Κλώσ’ το
Αναδημοσιεύοντας λίγα όμορφα λόγια για τον “εσπερινό της συγχώρεσης” (Φωτεινό Τρικάλων: σχωρεμένα ), κάθομαι να γράψω, ξημερώνοντας Καθαρά Δευτέρα. Πέρασε η Κυριακή της τρανής της Αποκράς, όπως λέμε, ή , αλλιώς, της Τυρινής, η αρχή ουσιαστικά της Μεγάλης Σαρακοστής. Σε κάθε γωνιά της χώρας, σε πόλεις, σε χωριά, αναβιώνουν έθιμα ή γεννιούνται καινούργια. Η αλήθεια είναι πως είμαι λάτρης της παράδοσης, των παλιών συνηθειών και όχι των νεοελληνικών, που κάνουν κάθε γιορτή να μοιάζει με την άλλη, καθώς χαρακτηρίζεται από άφθονο πιοτό, με παρόμοια μουσικά ακούσματα. Ειδικά στις πόλεις, χάνεται η μαγεία του διαφορετικού, αυτού που έκανε να ξεχωρίζουν τα Χριστούγεννα απ’ την Πρωτοχρονιά, τα Φώτα απ’ την Αποκρά, το Πάσχα απ’ τον Δεκαπενταύγουστο. Η μόδα επιτάσσει να κλείνεται ο κόσμος σε μπαρ και κλαμπ, να ακούει τα ίδια, να χορεύει παρόμοια, να επαναλαμβάνεται, σε γλέντια τραγικά όμοια.
Σε πόλη γεννημένος και μεγαλωμένος, μεν, έχοντας την τύχη, δε, να περιτριγυρίζομαι από παππούδες, θείους και θείες με άρωμα επαρχίας και χωριού, πρόλαβα το έθιμο του χάσκα. Μια παλιά Κυριακή, σαν χτες, θυμάμαι την θεια την Ρήνα να δένει ένα βραστό αυγό στην άκρη μιας κλωστής και αυτήν την τύλιξε σ’ έναν κλώστη, απ’ αυτόν που άπλωνε το φύλλο για την πίτα η γιαγιά. Τν έκλωθε!
Πάντα μ’ άρεσε να βλέπω την γιαγιά να απλώνει φύλλο για να κάνει πίτα. Δεν έχω φάει πουθενά καλύτερη πρασόπτα ή απ’ τν άλλ’ ντ πίτα, μι τς λουβουδιές και τα λάπατα! Είχε και κόθαρο!!
Επιστρέφω στην θεια την Ρήνα και θυμάμαι πως μας γυρνούσε το αυγό, από παιδί σε παιδί και μετά στους μεγαλύτερους, μπας και το πιάσει κάποιος με το στόμα που έχασκε ανοιχτό, εξ ου και το χάσκα και το χάψει, αλλά τίναζε επιδέξια την κλωστή η θεία και δεν θυμάμαι ποιος ή ποια κέρδισε. Όλοι είχαμε τα χέρια πιασμένα στς πλάτες και είχε πολύ γέλιο.
“Με αυγό κλείνει το στόμα το βράδυ της Αποκράς, με αυγό ανοίγει την Ανάσταση”, όπως σηματοδοτεί το έθιμο αυτό, το τόσο διαφορετικό απ’ όσα είχα δει ως τότε και έτσι νοηματοδοτούνταν και η νηστεία της περιόδου που έρχονταν.
Άφεση
Την ίδια μέρα, την Κυριακή, λίγο πριν κάτσουμε στο τραπέζι είδα και άκουσα για πρώτη φορά το πώς σχωρνιούνταν οι δικοί μου. Πήγαιναν μία-μία η μάνα μου και οι αδερφές της στον παππού και τον φιλούσαν στο χέρι και έλεγαν “σχωρεμένα” κι αυτός το επαναλάμβανε και το κάναμε κι εμείς, αγκαλιάζοντας ο ένας τον άλλο, προσπαθώντας να αναβιώσουμε αυτό που στα χρόνια τα παλιά ήταν θεσμός στο Πανόραμα και στην ευρύτερη περιοχή. Κάθονταν οι γεροντότεροι, οι παππούδες ή αν δεν ζούσαν αυτοί, καμιά μπάμπου που ήταν η κυρά του σπιτιού, στην κόχη απ’ το τζάκι και περνούσαν οι νεότεροι και ζητούσαν συγχώρεση.
” Άλλαξαν τα χρόνια Κώτσο. Δεν κάθεται τώρα ο γέρος ζντ κόχ’ “, είπε μια χρονιά ο παπα-Θύμιος στον Κώτσο τΝτούλη, που τον είχα προπάππο και εγώ θα ‘μουν πέντε, μπορεί και έξι, αλλά μου ‘καναν εντύπωση αυτά τα λόγια. Τι πάει να πει αυτό; Πέρασε καιρός για να φιλοσοφήσω πάνω στην κουβέντα, να αντιληφθώ τις έννοιες σεβασμός στον γεροντότερο, σιωπή καμιά φορά στις παραξενιές του και φυσικά τοποθέτησή του σε θέση που του αρμόζει, δηλαδή ισχύος, έστω και για το φαίνεσθαι. Έχει την σημασία του, για έναν άνθρωπο που ως τα χτες είχε δύναμη και τώρα την έχει χάσει, να νοιώθει την αναγνώριση.
Είμαστε στην εποχή που υπάρχουν πολλά, εν αφθονία, είτε αυτό αφορά αγαθά, είτε πληροφορίες, κυρίως μέσω διαδικτύου. Παρόλα αυτά, λόγω της πίεσης του χρόνου, στον οποίο εγκλωβίζεται ο άνθρωπος, ο χώρος είναι στενός. Αυτή είναι μια περιγραφή της στενοχώριας. Μου αρέσουν τα συν στη ζωή, οι προσθέσεις και γι’ αυτό η λέξη συγχώρεση απέκτησε από πάντα ιδιαίτερη αξία μέσα μου. Η πλειοψηφία μας κι εγώ, ως πολύ πρόσφατα, θαρρούμε πως συγχωρεί αυτός που του έχει γίνει κακό ή προσβολή, όταν του ζητάνε συγνώμη ή όταν του απολογούνται. Ότι είναι μια κίνηση μονόπλευρη του θιγμένου προς τον μετανοημένο. Κι όμως, το άνοιγμα, για να συνυπάρξουν, για να χωρέσουν δύο ή περισσότεροι άνθρωποι είναι κίνηση αμφίδρομη. Η συγχώρεση απαιτεί κατανόηση και αγκάλιασμα και των δύο πλευρών. Αυτή είναι η βασική διαφωνία μου με την στάση των παλιών, των παππούδων εκείνων που (έτσι έμαθαν οι άνθρωποι, βέβαια) απαιτούσαν το χειροφίλημα για να δώσουν “άφεση των αμαρτιών” και συγχώρεση.
Καίγομαι-καίγομαι
Φαίνω πάει να πει φωτίζω, λάμπω, φέγγω, ακτινοβολώ και εκεί έχει την ρίζα της η λέξη φανός. Φαίνω, φαίνομαι, έρχομαι στην ζωή, πρωτοεμφανίζομαι, γεννιέμαι, αλλά και γίνομαι στην πορεία, με την συμπεριφορά μου, μετασχηματίζομαι, αλλάζω. Μεγάλη φωτιά, εξαγνισμού για τα πρωτύτερα, για να μπεις καθαρός στα ύστερα, αφού καείς κι εσύ στην φλόγα της. Έβαζαν φανό την τρανή την αποκρά, σν απάν ντΠλατεία και έκαιγαν κέδρα και κλαδαριές, που τα κοβαν και τα κουβαλούσαν απνΟξιά κι απ’ τα “δυο τα δέντρα”. Έλεγαν και κανένα τραγούδι σαν “τον παππού τον Ραγκαβέλα”, με πολλές αχαριές κι ασκησιές μέσα και τα χρόνια τα παλιά ήταν δύσκολο να βρίσκονται οι γυναίκες σε αυτόν. Ειδικά σε μικρά μέρη, όπως το χωριό, ήταν αδύνατο.
” Ταχιά το πρωί πρέπει να βρείτι φωλιά εξάπαντος από μκρο πλι, τσον ή ασπρόκωλο για να σας προέψουν οι μάνις σας. Πραγματικές φωλιές, όχι απευτές ανάμεσα σα σκέλια. Τέτοιης φουλιές έχ’ σκρουφούλ του πηγάδ κι τς λαγουγαμίστρες*, στα κουματσιούλια τΤάκη τΚαλμέρα”…
…Έλεγαν στα παιδιά οι τρανοί κι αυτά είχαν σημαδεμένες τς φωλιές κατ’ το Κοζήλιο και πάαιναν εκεί και κυνηγούσαν πλια και αυγά και γίνονταν εξερευνητές του τόπου και των μυστικών της φύσης. Μύστες της γης τους!
Αντί επιλόγου
Ξημερώνει Καθαρά Δευτέρα, στην πόλη. Χαρταετοί, λαγάνες, νηστίσιμα φαγητά, βόλτα λίγο παραέξω απ’ το κέντρο, μουσικές από ορχήστρες σε εκδηλώσεις που διοργανώνουν οι Δήμοι. Κάπως έτσι, πολυπολιτισμική είναι η μέρα αυτή εδώ. Συννεφιασμένος, βροχερός ο καιρός φέτος. Ίσως μπορέσουμε να ανταμώσουμε πάνω τ’ χρον’, να κάψουμε και κάνα κέδρο, να πιαστούμε γύρω από κάναν φανό, να ζήσουμε λίγο απ’ το τότε, το διαφορετικό.
Με ήχους γρεβενιώτικους, από ένα τραγούδι που είναι αφιερωμένο στις γυναίκες που για χρόνια δεν επιτρέπονταν να διασκεδάζουν τέτοιες μέρες…
Καλή Σαρακοστή να ‘χετε και αν αστόησα να σας το πω… Σχωρεμένα!
Πανοραμίξ…