συμπλευση

Euromedica

euromedica ygeia

Ορθοδοντικός Δώρα Μπαρτζιώκα

vandal

Ζαχαροπλαστείον “Χι μπατζή…”

(γράφει ο Βαγγέλης Μπάκας)

Έτσι λέγαμε κάποτε τον Χαρίλαο Μπατζή, ιδιοκτήτη του ζαχαροπλαστείου ο Κρίνος: Χι-μπατζή! Το κατάστημα βρισκότανε κοντά στη θέση του πρώην πρακτορείου προπό του κυρίου Μπατάρα. Μα είναι ποτέ δυνατόν να το ξεχνούσα, μετά από το χουνέρι το οποίο είχα πάθει το 1960!

Είχαμε κατεβεί στα Γρεβενά να φοιτήσουμε στο γυμνάσιο για να πραγματοποιήσουμε τα μεγάλα μας όνειρα. Η πιο απίθανη όμως επιθυμία ήταν του φίλου μου Παναγιώτη. Δεν ήταν όνειρο αλλά ευχή. Αυτός δεν ήθελε να γίνει κάτι, αλλά να ήταν! Τι να ήταν! Γιος του Χιμπατζή, ή κάποιου μπακάλη. Στην πρώτη περίπτωση θα έτρωγε όλες τις σοκολατίνες! Και στη δεύτερη, ένα τσουβάλι ζάχαρη… Φανταστείτε τι υπογλυκαιμία υπήρχε εκείνη την εποχή!

Όταν πέρασα για πρώτη φορά από το συγκεκριμένο δρόμο, δεν κοντοστάθηκα στη βιτρίνα του Χιμπατζή… με τις λαχταριστές σοκολατίνες, αλλά στρατοπέδευσα… Και στο εξής, αν και δεν ήταν στο δρόμο μου για το σχολείο, πάντα περνούσα μόνιμα από εκεί κι έκανα τη γνωστή προγραμματισμένη στάση. Κι όταν η ηδονοβλεψία βαρούσε κόκκινο, αποχωρούσα για να εμποδίσω την έξοδο του σάλιου! Θέλετε να μάθετε και τον τρόπο; Σαλιοκατάπινα κλείνοντας αεροστεγώς τα χείλη! Τόσος διακαής πόθος!

Τα οικονομικά μου δεν αρκούσαν ούτε για μια σοκολατίνα, αφού υπήρχαν κι άλλες υποχρεώσεις. Εκείνο όμως το οποίο δεν μπορούσε να μου στερήσει κανείς ήταν το όνειρο. Κι αν αποκτούσα ξαφνικά αρκετά λεφτά, θα αγόραζα όλο το ταψί.

Για να συνέβαινε όμως κάτι παρόμοιο, και μάλιστα στην ηλικία των δεκατριών ετών, μόνο με παιδικά αναδρομικά θα υλοποιούνταν! Οπότε, υπήρχαν μόνο τρεις γόρδιες… λύσεις: Να μου έδινε ο πατέρας ένα ολόκληρο πενηντάρι! Πράγμα αδύνατο! Να το έκλεβα από κάποιο κατάστημα, τραβώντας το συρτάρι την ώρα που το αφεντικό θα είχε πλάτη προς το μέρος μου! Ούτε κι αυτή η δυνατότητα υπήρχε, αφού ήμουν καλό παιδί! Και τρίτο, να έβρισκα ένα πορτοφόλι με ένα πενηντάρι, ή και σκέτο, κάτω στο δρόμο. Πού τέτοια τύχη! Κι όμως, τη μέρα εκείνη μου χαμογέλασε. Και τύχη είχα, και θα διάβαινα προς την υλοποίηση του κορυφαίου ονείρου μου!

Το βιβλιοχαρτοπωλείο του κ. Παπανικολάου ήταν εκεί όπου είναι σήμερα η πιτσαρία του κ. Τσαπατσάρη. Ανέβηκα τα τρία πέτρινα σκαλιά, πέρασα μέσα, κι αφού είπα μια ντροπαλή καλημέρα συνέχισα με τα φτωχά μου ψώνια:

        «Θέλω ένα τετράδιο!». «Ορίστε!». «Πόσο κάνει;». «Μισή δραχμή! Τίποτα άλλο;». «Όχι…».

Σε λίγο να με πάλι.

        «Θέλω και ένα μολύβι! Το είχα ξεχάσει…». «Ορίστε κι αυτό».

Το πήρα και αποχώρησα. Είχα ακόμα τρεις δραχμές, αλλά σκεφτόμουν να αγοράσω κάτι που να ήταν πιο φθηνό, και να βρισκότανε σε ψηλό ράφι.

Μπήκα μέσα στο βιβλιοπωλείο, ακόμα πιο ντροπαλά, και ζήτησα δυο κόλλες γλασέ από το πιο ψηλό ράφι.

        Ο βιβλιοπώλης ψυλλιάστηκε κλοπή κι ανέβαινε στη σκάλα χωρίς να πάρει το βλέμμα του από πάνω μου. Όμως, μου είπε κάτι και τρομοκρατήθηκα:

        «Δε μου λες μικρέ, γιατί έρχεσαι και ζητάς ένα ένα τόσα πράγματα;»

        «Δεν είναι όλα για μένα, αλλά επειδή είμαι μικρός με αγγαρεύουν συνέχεια». Η ετυμολογία νόμισα πως με έβγαλε από τη δύσκολη θέση. Στην ουσία όμως ένιωθα σαν ένας μικρός Ρασκόλικοβ!

Αφού ακολούθησαν ακόμα δυο ψηλοαγορές… κι ο βιβλιοπώλης είχε προσέξει το ύποπτο βλέμμα μου να εποφθαλμιά τον κάλαθο των αχρήστων, μου λέει:

        «Για να μην ξοδευτείς κι άλλο, ορίστε, πάρτο!…

Έβαλε το χέρι του μέσα στο καλάθι και, παίρνοντας το πενηντάρι, μού το έδωσε με περισσή απλοχεριά.

Η χαρά μου δεν περιγράφεται! Ολόκληρο πενηντάρικο δικό μου! Τώρα μπορούσα να κάνω τα ψώνια της ζωής μου, αφού το πενηντάρικο εκείνης της εποχής αντιστοιχούσε με κάποια μεροκάματα!

Οι σιελογόνοι αδένες μου βρισκόταν σε εγρήγορση. Η βουλιμία να απολαύσω εκείνες τις σοκολατίνες έβαλαν φτερά στα πόδια μου και πέταξα για το ζαχαροπλαστείο του κυρίου Μπατζή. Τώρα πλέον ήταν κύριος! Κι αν έχανα την πρώτη ώρα, δεν χάθηκε ο κόσμος. Θα εκπλήρωνα όμως τη μεγαλύτερη επιθυμία της ζωής μου!

Μπήκα μέσα φουριόζος, κάθισα αναπαυτικά, και παρήγγειλα δυο σοκολατίνες, σαν να ήμουνα τρανός, λέγοντας:

«Κυρ Μπατζή! θέλω δυο σοκολατίνες με μπόλικη σοκολάτα…».

«Γιατί; Υπάρχουν και σοκολατίνες με μπόλικο κακάο;».

Δεν είχα χρόνο για κουβέντα. Κι αφού τις καταβρόχθισα στο λεπτό, του είπα να μου τυλίξει και δυο για το σπίτι.

Εκείνη την ώρα ένιωσα πλούσιος, και ισότιμος, γι αυτό και τον αποκάλεσα κύριο. Εξέλειπε πλέον η ζήλια. Ούτε και με το νου μου τον αποκάλεσα Χιμπατζή!

Και να το χουνέρι που προανέφερα! Να το ρεζιλίκι ολκής! Την ώρα που τράβηξα το πενηντάρι από την τσέπη, σαν εξάσφαιρο, για να πληρώσω τις σοκολατίνες, μου λέει ο σκέτος, πλέον, Μπατζής:

«Θέλεις να πάρω την αστυνομία τώρα, για να σε κλείσει στη φυλακή! Τον καθηγητή σου να σε αποβάλλει! Ή θα μου ορκισθείς πως δεν θα το ξανακάνεις;».

«Μα τις σοκολατίνες που έφαγα! Και μα την Παναγία. Δεν το έκλεψα το πενηντάρι».

Τι αξία είχε η Παναγία εκείνη τη στιγμή είπα από μέσα μου! Από έξω μου… όμως, να τι του είπα:

       «Γιατί; δεν έχεις ρέστα; Τότε να αγοράσω κι άλλες!».

        «Το πενηντάρικο αυτό είναι ψεύτικο! Ποιος σου το έδωσε; Είσαι πονηρούλης  ε; Μήπως το πήρες από το περίπτερο, για εκείνο το παιχνίδι, και προσπάθησες να με ξεγελάσεις;».

«Δεν το ήξερα πως είναι ψεύτικο! Θα σε πληρώσω με κέρματα» του είπα τρέμοντας.

Μέτρησα, ξαναμέτρησα τις πενταροδεκάρες που είχα μέσα στην τσέπη, και με λύπη διαπίστωσα πως δεν φτάνανε ούτε για τα κερασάκια των σοκολατίνων! Οπότε του λέω παρακλητικά:

«Κράτα τις σοκολατίνες που μου τύλιξες! Δεν θα τις πάρω. Ορκίζομαι όμως πως αυτές που έφαγα θα τις πληρώσω το Σάββατο, όταν θα έρθει ο μπαμπάς μου στο παζάρι».

Ποτέ μου δεν το είχα φαντασθεί πως ήταν δυνατόν να βγουν οι σοκολατίνες τόσο πικρές!… Και να η ανθρωπιά! Και να η μεγαλοψυχία! Και να η γαλαντομία του κυρίου Χαρίλαου Μπατζή:

«Πάρε τις σοκολατίνες παιδί μου. Πάρε και τις πενταροδεκάρες σου. Μου φαίνεσαι ειλικρινής. Δεν μου χρωστάς τίποτα. Αλλά άλλη φορά να προσέχεις…».
Έσκυψα το κεφάλι, συγκινημένος από την απρόσμενη μεγαλοψυχία αυτού του ανθρώπου, και τον ευχαρίστησα από τα βάθη της καρδιάς μου. Από τα μάτια μου κύλησαν δυο χονδρά δάκρυα, σαν τα κερασάκια των σοκολατίνων, αλλά καμιά σχέση με τη γεύση τους. Ετούτα ήταν αλμυρά. Ήταν δυο δάκρυα καυτά, και τα αισθάνθηκα να βγήκαν με τη βοήθεια ενός πολύ πολύ δύσκολου αναστεναγμού… Τα σκούπισα με το μανίκι και τράβηξα για το σχολείο με μια ευχή. Να μην μου τραβήξει το αυτί η κυρία Διαμαντίδου για την κοπάνα μιας ώρας! Το έτριβε κιόλας…