Ορθοδοντικός Δώρα Μπαρτζιώκα

center

Euromedica

euromedica ygeia

Το ρεζιλίκι

(γράφει ο Βαγγέλης Μπάκας)

Από τη μέρα που ο Αρχίδαμος με την Βαρβάρα όρισαν την ημερομηνία του γάμου, ένα ήταν το άγχος τους. Μην τυχόν πάθουν το ρεζιλίκι της Ανθής και του Τάκη. Εάν το πάθημα αυτό το είχε αφηγηθεί στην Βαρβάρα κάποιος άλλος, με τίποτα δεν θα το πίστευε. Έλα όμως που ο καλός της δεν ήταν απλώς αυτόπτης μάρτυρας, σε εκείνον τον τραγελαφικό γάμο, αλλά και μπράτιμος!

Άλλο σοβαρότατο εμπόδιο, του γάμου της χρονιάς στην Κρήτη, ήταν τα ονόματα των νεόνυμφων. Πώς να έλεγε ο παπάς: Στέφεται ο δούλος του θεού Αρχίδαμος, τη δούλη του θεού Βαρβάρα, εις το όνομα του πατρός κλπ! Να γιατί συναποφάσισαν να αλλάξουν τα ονόματά τους. Κάτι για το οποίο δεν δυσκολεύτηκαν, αφού ο Ερωτόκριτος με την Αρετούσα τους ήρθε γάντι.

Τα έθιμα των γάμων ποικίλουν από περιοχή σε περιοχή. Υπάρχουν όμως και αρκετά κοινά στοιχεία. Όπως για παράδειγμα το ντύσιμο του γαμπρού με το στόλισμα της νύφης. Κι όταν η διαφορά είναι ακραία, όπως το άσπρο με το μαύρο, μόνο ένα λαχνός δίνει την λύση. Ο Ερωτόκριτος δεν ήθελε να φορέσει άσπρο κοστούμι. Είχε τους λόγους του! Τον τρόμαζε το ρεζιλίκι του Τάκη! Η Αρετούσα όμως το θεωρούσε αδιαπραγμάτευτο! Ταύτιζε το μαύρο κουστούμι, με αυτά των τεσσάρων βαστάζων οι οποίοι απαιτούνται για να στείλουν κάποιον στον αγύριστο! Ουσιαστικά, ένα φάιναλ φορ σε κηδεία!… Να και το τελεσίγραφο της νύφης: Ερωτόκριτε! Ή φοράς άσπρο κουστούμι στη στέψη! Ή εγώ μαύρο νυφικό! Άλλη σκέψη δεν δέχομαι!

Τελικά κανένας δεν μπόρεσε να εξηγήσει το χρησμό αυτό. Ούτε μέντιουμ, κι ούτε τσιγγάνα!

Και να το κακό προηγούμενο της Ανθής και του Τάκη:

Ο Ερωτόκριτος ήταν ο μπράτιμος, ο οποίος είχε βοηθήσει τον Τάκη να φορέσει το λευκό κουστούμι στην τουαλέτα. Και μόλις ο γαμπρός έκανε την εμφάνισή του στο σαλόνι, οι βλάμισσες πέσανε επάνω του, σαν τα κοράκια, για το στόλισμα. Παπιγιόν, ζώνη, μανικετόκουμπα, κόκκινο μαντηλάκι, αλά Ζάχου Χατζηφωτίου, κλπ.

Το πρώτο πρόβλημα, και θανατηφόρο, ήταν το σιάξιμο της τσάκας του παντελονιού. Το σιδέρωσαν οι βλάμισσες ξανά, και στη συνέχεια όλες περάσανε τις παλάμες τους από το γοφό μέχρι στα μπατζάκια. Δηλαδή τον παλαμάριασαν! Κι όπως ήταν φυσικό, προέκυψε ένα θανατηφόρο ερέθισμα στην περιοχή των βουβώνων! Εάν το κουστούμι ήταν μαύρο, ως συνήθως, δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα. Κι ο λεβέντης γαμπρός θα είχε όλους τους λόγους να νιώθει περήφανος για τον ανδρισμό του! Έλα όμως που το κουστούμι ήταν λευκό, κι από περήφανος ένιωσε κατουρημένος!…

Το παντελόνι του είχε αλλάξει χρώμα. Είχε σχηματίσει ένα μικρό νησί, γύρω από το φερμουάρ, ίδιο Ποντικονήσι! Ενώ τα υγρά λίπαιναν τα μπούτια του ένθεν κακείθεν!

Κι όταν μια βλάμισσα, με αρκετούς βαθμούς μυωπίας, έσκυψε για να δει το μέγεθος του λεκέ, τι λέτε να είχε δει ο γαμπρός στο αποκαλυπτικό ντεκολτέ της! Δυο τροφαντά βυζιά, σαν αβγά στρουθοκαμήλου! Να λοιπόν κι άλλα πυκνόρρευστα… δάκρυα για την Ηλέκτρα… Ενώ η βλάμισσα ξεφώνισε ένα τρομακτικό: Ααααααααα!… λες και είχε δει φίδι.

«Τώρα τι μέλει γενέσθαι!» είπε ο Ερωτόκριτος, σφόδρα προβληματισμένος, στο αφτί της Μολόχας! Έτσι προσφωνούσε τον κρητικό μπράτιμο Λάκη, επειδή εζυναικούλιζε μια ολιά!…

«Μη στενοχωρζιέσαι πράμα ντελικανή μου! Εδώ είμαι εγώ!…».

Τη λύση την έδωσε τελικά η αρσενική Μολόχα! Και για να παρηγορήσει τον γαμπρό, του είπε πως σε λίγο θα ήταν πιο καθαρός κι από πρώτα. Πώς όμως, αφού αποχώρησε χωρίς να πάρει το παντελόνι! Κι όταν τον φώναξε ο Ερωτόκριτος για κάποια εξήγηση, τού είπε ψιθυριστά στο αφτί! Τι του είπε; Μόνο ο Ερωτόκριτος το άκουσε και συναίνεσε με χαρά λέγοντας!

«Ω γκέι Μολόχα!…» και περίμενε με αγωνία την επιστροφή του.

Η ώρα περνούσε. Σε δέκα λεπτά να και η Μολόχα ασθμαίνουσα με το παντελόνι στον καρπό, σαν ράφτης, λέγοντας στον γαμπρό:

«Τάκη! Κοίτα τι σου έχω βρει! Έλα στην τουαλέτα να το φορέσεις» και του έδειξε το ολόιδιο λευκό δικό του παντελόνι!

Η αργοπορία έφερε και τα κουτσομπολιά. Να τι είπε κάποιος μπράτιμος:

«Πολύ ύποπτη μου φαίνεται αυτή η καθυστέρηση!… Λέτε…».

Ο Λάκης όμως τον άκουσε, αφού είχε ζαγαρίσια ακοή, και του φωνάζει από μέσα: «Τι λες βρε βλαμμένε βλάμη! Τώρα θα δεις ποιος είναι ο αληθινός κούκλος! Ποιος Κλούνεϊ, κούνια που τον κλούναε… και παραμύθια!».

Μόλις βγήκαν, ο Τάκης ήταν τόσο χαλαρός και ευδιάθετος, που κάλεσε τις βλάμισσες να του σιάξουν και πάλι την τσάκα στη βουβωνική χώρα λέγοντας:

«Κική μου! Εδώ μπροστά με τραβάει λιγάκι. Μήπως δεν είναι τραβηγμένο καλά το φερμουάρ;…».

Την απορία της Κικής και των υπολοίπων την έλυσε και πάλι η Μολόχα λέγοντας:

«Το εσωτερικό κουστούμι, δεσποινίδες, είναι αδιάβροχο! Τώρα πιάστε τον από όπου θέλετε! Κι όταν λέω από όπου θέλετε, ακόμα κι από το κερκέλι!» (Λαβή).

Εννοώντας το προφυλακτικό, με το οποίο είχε αποκλείσει οποιαδήποτε διαρροή.

Σε πέντε λεπτά ξεκίνησαν με τα πόδια για την εκκλησία, επειδή ήταν πολύ κοντά. Και σε δέκα λεπτά, αφού υποδέχθηκε ο Τάκης την Ανθή με ένα θερμό φιλί, και της έδωσε τα κρίνα στα χεράκια, την οδήγησε μέσα στην εκκλησία για το μυστήριο του γάμου.

Οι εικόνες των αγίων και του ίδιου του παντοκράτορα, ο οποίος δέσποζε βλοσυρός επάνω στον τρούλο, του δημιούργησε εντελώς διαφορετικά συναισθήματα. Κι όπως ήταν αναμενόμενο άρχισε η αντίστροφη κατάσταση. Η καταστολή! Για την ώρα όμως δεν είχε πρόβλημα. Το προφυλακτικό τον προστάτευε πιο πολύ κι από αδιάβροχο. Μόλις άρχισε το «Ησαϊα χόρευε», ένιωσε να χορεύει μαζί του και το υπερχειλισμένο προφυλακτικό! Και καθώς κατηφόριζε, σαν γυμνοσάλιαγκας, ένας τρόπος υπήρχε να το φρενάρει. Να το σφίγγει ανάμεσα στα μπούτια του για να αποτρέψει το ρεζιλίκι! Ο παπάς όμως, γκέι κι αυτός, του είπε καθώς τον έσερνε σχεδόν με το ζόρι:

«Έλα βρε! Γιατί μουλάρωσες έτσι! Αν το μετάνιωσες προλαβαίνεις να την κάνεις!…».

Τι να έκανε τώρα ο καημένος ο Τάκης, ο οποίος ήταν ανήσυχος σαν χεσμένο μωρό! Το προφυλακτικό είχε φτάσει τέρμα κάτω, και σε λίγο έπεσε στα πλακάκια!

Το πήρε κάποιος βόμπιρας και το φούσκωσε. Το άρπαξε κάποιος άλλος και το έδεσε κόμπο. Κι ο τρίτος, ο οποίος δεν το είχε προλάβει, του δίνει μια και σκαλώνει στον πολυέλαιο. Ντροπή! Ιεροσυλία! Ρεζιλίκι! Όλος ο κόσμος έκανε πως στρίβει αλλού το κεφάλι, αλλά όχι και τα μάτια!… Και τα δυο εστίαζαν στο επίμηκες μπαλονάκι, λες και ήταν κιάλια!

Να κι ο επίτροπος με το κοντάρι, σαν την ακοντίστρια Σακοράφα. Εκείνο με το οποίο σβήνει τα κεριά. Με το που σπρώχνει το προφυλακτικό να ανεβεί πιο πάνω, μπας και να πέσει, αντιστάθηκε. Η δεύτερη σουβλιά το τρύπησε, κι αφού αερίστηκε, αφήνοντας έναν αγενέστατο θόρυβο, σαν μπρρζζζρτσούφ, σηκώνεται για λίγο στον αέρα και στη συνέχεια, πέφτοντας, κολλάει στο μέτωπο του κουμπάρου! Ίδιο χαρτονόμισμα σε μέτωπο οργανοπαίχτη! Οπότε ακούγεται κάποια παραποιημένη φωνή:

«Άρχισαν τα κεράσματα! Θα μας χάσει ο θεός! Ντροπή! Ρεζιλίκι!».

«Θα μας βρει ο διάβολος!» είπε η Μολόχα!

Οπότε, του δίνει ο παπάς μια ανάστροφη, που ήταν όλη δική του. Και πριν αποχωρήσει κλαίγοντας, λέει στον παπά: Είσαι και πολύ βάρβαρος αδερφή! Βαρβάρα έπρεπε να σε λένε!

Κι ο παπάς, σφόδρα ετοιμόλογος, του απαντά: Το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο τέκνον μου!

Υ. Γ. Ακόμα κι ο παράδεισος έχει ως πρώτο συνθετικό τον παρά! Τι να πει κανείς! Σώνονται αυτά καμιά φορά!