Σαν σήμερα: 6-7-46
(Σοβαρά και ευτράπελα) Του Βαγγέλη Μπάκα
Παρότι εκείνες τις μαύρες μέρες μαίνονταν ο εμφύλιος, τα σιτάρια δεν μπορούσαν να περιμένουν άλλο. Έπρεπε να θεριστούν για την διασφάλιση του επιούσιου. Κάποιοι μάλιστα παρομοίαζαν τον θερισμό αυτό με ειρηνικό πόλεμο! Και οι νικητές, φυσικά, θα έλυναν το βασικό πρόβλημα της επιβίωσης. Το παραδοσιακό ξεκίνημα του θέρους μόλις είχε ξεκινήσει. Στις αρχές Ιουλίου, σαν σήμερα!
Ο κυρ Βασίλης έλυσε το γιώτα χι… από το παλούκι του αλωνιού, ελευθερώνοντας το τετράποδο οργανικό όχημα! Παρόλα αυτά, ήταν κι αυτό ένα 4Χ4 με παλινδρομικές κινήσεις! Ο γαϊδουράκος του!
Στη συνέχεια κρέμασε την μπούκλα με το δρεπάνι από το σαμάρι, πέρασε το όπλο στον ώμο αντάρτικα και, πριν ξεκινήσει για το Σταυρό, ένα χωράφι τρία χιλιόμετρα ανατολικά του χωριού, είπε στη σύζυγό του:
«Μαρίνα! Κοίτα μην τυχόν κι στείλ’ς του μισμέρ του φαϊ μι τ’ Θουδουρούλα! Να του φέρ’ς ισύ, για να μι βγάλ’ς κι καέναν όργου! Θα κάμ’ πολύ ζέστα σήμερα. Άξεις;».
Άκουσε, αλλά για πρώτη φορά παράκουσε η κυρά Μαρίνα, αφού τελικά του έστειλε το φαγητό και το νερό με την δωδεκάχρονη κορούλα τους.
Η μικρή, από τον αριστερό ώμο είχε κρεμασμένο τον τορβά με το φαγητό. Κι από τον δεξί, την φτσέλα με το κρύο νερό. Κι ας γινότανε τσάι μέχρι να φτάσει στο χωράφι.
Από τη μια η κούραση κι από την άλλη η πείνα, έκαναν τον κυρ Βασίλη να κοιτάζει κάθε τόσο προς το δρόμο για να δει την σύζυγό του. Ουσιαστικά τον ερχομό του γεύματος, αφού πεινούσε σαν λύκος. Και του κρύου νερού, αφού είχε κορακιάσει από τη δίψα. Το νερό της μπούκλας δεν πινότανε!
Η σιλουέτα που αντίκρισε από μακριά δεν παρέπεμπε σε γυναίκα, αλλά σε κοριτσάκι! Ευχήθηκε να μη ήταν η Θοδωρούλα. Να ήταν κάποιο άλλο παιδάκι. Καθώς πλησίαζε, όμως, όλο και έμοιαζε με την Θοδωρούλα. Κι όταν βεβαιώθηκε πως ήταν αυτή, δεν είχε υπομονή να την περιμένει μέχρι να φτάσει! Τη φώναξε νευριασμένα:
«Θοδωρούλα! Γιατί δεν ήρθι η μάνα σ’ πιδί μ’;».
«Γέν’τσι μπαμπά!».
«Κι τι έκαμι;».
«Πιδί! Μια στάλα, κι ούλου κλιαίει μπαμπά! Ουά ουά ουά…!».
«Να μας ζήσ’ άμα είνι!».
Οπότε ο κυρ Βασίλης συνέχισε να θερίζει βιαστικά, μέχρι να φτάσει η κόρη του και να αποθέσει το νερό με το φαγητό κάτω από τον παχύ ίσκιο της βαλανιδιάς.
(Το θέρος, με το κουβάλημα των δεματιών, διαρκούσαν όλον σχεδόν το μήνα Ιούλιο. Να γιατί ο μήνας αυτός λεγότανε θεριστής από τους γεωργούς των Γρεβενών! Νότια, φυσικά, από την Καλαμπάκα και κάτω, θεριστής ήταν ο Ιούνιος. Είδε κανείς σήμερα, 6-7-23, παρότι έχει παρέλθει ο Ιούνιος, έστω και ένα χωράφι θερισμένο; Πώς να τον ονομάσεις θεριστή!
Κι όσο αφορά τον παραδοσιακό αλωνισμό, αυτός γινότανε μέσα στον Αύγουστο. Να γιατί οι γεωργοί μας λέγανε τον Αύγουστο και Αλωνάρη!
Όταν όμως ήρθαν οι θεριζοαλω-νηστικές μηχανές, στα Γρεβενά, κατά τις αρχές της δεκαετίας του ’60, δεν χόρταιναν άχυρο και σιτάρι! Τόση λαιμαργία! Θερισμός κι αλωνισμός γινότανε και γίνεται ταυτόχρονα. Μάλιστα, δε, ο αλωνισμός ολοκληρώνεται πολύ πριν εκπνεύσει ο Ιούλιος.
Αυτά λοιπόν για την ιστορία, από κάποιον ο οποίος όργωσε με το αλέτρι, έσπειρε με το χέρι, θέρισε με το δρεπάνι, και αλώνισε με το ζευγάρι των βοδιών, ντάλα μεσημέρι, και μήνα Αύγουστο!)
Τις επόμενες μέρες, κι αφού η κυρά Μαρίνα είχε σαραντίσει, βοηθούσε τον σύζυγό της στον αλωνισμό.
Κι αν το μωρό ήταν φασκιωμένο, νηστικό, λερωμένο και κατουρημένο, μέσα στο αναποδογυρισμένο σαμάρι, και σπάραζε στο κλάμα , ποιος νοιαζόταν! Προείχε η εργασία. Εάν όμως δεν έλεγε να σταματήσει, τότε το επισκέπτονταν η μάνα του στον ίσκιο της κορομηλιάς για να το θηλάσει! Κι αν δεν είχε γάλα, το θήλασε μια γαλαντόμος γυναίκα της γειτονιάς! Να λοιπόν και το τυχερό μου εξ απαλών ονύχων!
Αυτό το κλαψιάρικο μωρό, δεν ήταν άλλο από την αφεντιά μου!
Ο Βασίλης με τη Μαρίνα ήταν οι γονείς μου.
Και η Θεοδώρα, το πρώτο από τα δέκα αδέρφια μου! Εν ζωή μόνο τρία! Εγώ και δυο αδερφές.
Κι αφού περνώ κάθε μέρα δίπλα από το χωράφι αυτό, είναι δυνατόν να ξεχάσω σήμερα την ημερομηνία γέννησης! Κι αφού η ημερομηνία γέννησης συμπίπτει με το πέρασμα του ΚΤΕΟ, είναι δυνατόν να το ξεχάσω κι αυτό!