Ο βαρκάρης του Βόλγα
Γράφει ο Βαγγέλης Μπάκας
Ο Κίμωνας με την Αμαλία ήταν ένα αγαπημένο ζευγάρι. Για να ήταν όμως και ευτυχισμένο έπρεπε να αντιμετωπίσουν θετικά πρόβλημα της τεκνοποίησης. Κι αφού η επιστήμη δεν τα κατάφερε επικαλέστηκαν την βοήθεια του Χριστού.
Εισακούστηκαν τελικά, και να ο μικρός Χριστάκης ανήμερα Χριστουγέννων του 1993. Ήταν δυνατόν να του δίνανε άλλο όνομα!
«Πάρα πολύ έξυπνο μωρό! Παιδί θαύμα σας λέω» λέγανε οι γονείς του καθώς μεγάλωνε. Ενώ η ευφυΐα του είχε φτάσει μέχρι ψηλά στου Ζωγράφου, όπου έμενε η αδερφή της κυρίας Αμαλίας. Και να τα παινέματα. Και να οι υπερβολές! Μέσα στο χρόνο περπάτησε. Στα δυο του μίλησε. Και στα τέσσερα διαβάζει και Αγγλικά!
Από πού τα έμαθε άραγε; Τόση ήταν η αφέλειά τους που το είχανε πιστέψει. Κι όταν κάλεσαν μια καθηγήτρια αγγλικών για να τους κάνει την μετάφραση να τι τους είπε: Η γλώσσα αυτή είναι αλαμπουρνέζικα!* Επειγόντως σε ειδικό γιατρό!…
Ο μικρός Χριστάκης μεγάλωνε στο σώμα και μίκραινε στο μυαλό. Κι αφού το παιδί θαύμα έχανε χρονιές, έφτασε στην έκτη δημοτικού στα δεκαεφτά του χρόνια.
Μεγάλο βάσανο. Πώς να το πείσουν να μην πάει φέτος στα κάλαντα για να αποφύγει το μπούλινγκ! Κι αφού θα πηγαίνανε οι συμμαθητές του, αυτός γιατί όχι;
Τα Χριστούγεννα του 2010 υποσχέθηκε στους γονείς του πως δε θα πήγαινε κάλαντα. Ενώ στους φίλους του είπε να μην τον προδώσουν. Θα πήγαινε κρυφά. Και για να μην προδοθεί από τα λεφτά που θα μάζευε, θα τα μοίραζε στους φτωχούς. Θα γινότανε ένας από τους τρεις μάγους με τα δώρα. Ο Ξανθός μάγος!
Ξεκίνησε από τον Βαρκάρη του Βόλγα. Έτσι λέγανε τον Ιβάν. Ένα νεαρό ρώσο ο οποίος καθότανε μόνιμα στην ίδια γωνιά κι έπαιζε τα κύματα του Δουνάβεως με ακορντεόν. Ανάμεσα στα πόδια είχε δυο πλαστικά ποτηράκια. Ένα μισογεμάτο με βότκα. Κι ένα μισοάδειο με φτηνά κέρματα από την ελεημοσύνη των περαστικών.
Πάντα έκανε στάση στον Ιβάν για να απολαύσει το ωραίο μουσικό κομμάτι. Εκείνο όμως το οποίο τον συγκίνησε ιδιαίτερα δεν ήταν η ζητιανιά του, αλλά το λινό πουκάμισο που φορούσε. Ήταν πρωί, ανήμερα των Χριστουγέννων, και έκανε αρκετό κρύο. Να και ο σύντομος διάλογός του με τον Βαρκάρη του Βόλγα!.
«Πόσο το πήρες αυτό το ακορντεόν Ιβάν; Θέλω να πάρω κι εγώ!».
«Πήρε πατέρα μου όταν πηγκαίνει εγώ στην πανεπιστημίο!».
«Τι ωραία που παίζεις Ιβάν;».
«Τι καλό πουφάν έχει Χριστάκη;».
«Θέλεις να σου το δώσω;».
«Νιέτ».
«Μήπως πεινάς;».
«Πεινάει και ντιψάει…». Και πήρε μια γουλιά από το πλαστικό ποτηράκι του.
«Πάρε τρία ευρώ για να πάρεις ένα σάντουιτς, κι αργότερα θα σου φέρω πιο πολλά για να πάρεις και μπουφάν. Μέχρι τότε κράτα το δικό μου. Εγώ, εκτός από το μάλλινο πουλόβερ, φοράω από μέσα και μάλλινη φανέλα. Θα περπατήσω όλη την Ζωγράφου. Κι όταν θα φτάσω επάνω στη θεία, θα μου δώσει ολόκληρο πενηντάρι…».
Σε λίγο ακούστηκαν σειρήνες. Στην ίδια περιοχή και στην οδό Παπάγου είχε γίνει ληστεία. Ο ληστής, απειλώντας με πιστόλι την πωλήτρια του καταστήματος, είχε πιάσει κουβέντα μαζί της και ο κλοιός των αστυνομικών όλο και έσφιγγε.
Έπρεπε πάση θυσία να αποφευχθεί κάποια αιματοχυσία. Η κοπέλα μόλις είχε συνέλθει από προηγούμενη ληστεία, εξ αιτίας της οποίας είχε νοσηλευθεί στο ΚΑΤ για κάτι μήνες, και ήταν φυσικό να είναι τρομοκρατημένη από τη θέα του πιστολιού.
Ο αστυνόμος πατέρας της πληροφορήθηκε την ληστεία τηλεφωνικά. Κι όταν άνοιξε την τηλεόραση και είδε το κατάστημα της κόρης του Ελίνας περικυκλωμένο από περιπολικά, άρπαξε το πιστόλι και έσπευσε έντρομος για βοήθεια.
Όταν πλησίασε στον τόπο της ληστείας δεν του επιτρέψανε να παραβιάσει τον κλοιό, αλλά μόλις τους έδειξε την ταυτότητα του αξιωματικού τον αφήσανε.
Με προφύλαξη πλησίασε την κολώνα της τζαμαρίας και έκανε σινιάλο στην κόρη του να πέσει κάτω. Εκείνη αρνιότανε. Και μόλις ο ληστής κατάλαβε πως κάτι συνέβαινε πίσω από την πλάτη του έστριψε το κεφάλι. Ευκαιρία λοιπόν για δράση… Ένα μπαμ, κι ο ληστής έπεσε κάτω ανάσκελα. Κάτω έπεσε και η κοπέλα λιπόθυμη!
Ο αστυνομικός βγήκε έξω, με την κάννη του πιστολιού να καπνίζει ακόμα, και με χειρονομία έκανε σινιάλο στους συναδέλφους του πως όλα είχανε τελειώσει.
Όλοι μιλούσανε για τον ήρωα αστυνομικό. Και φυσικά όλοι λέγανε πως καλά τον είχε κάνει, και διάφορες άλλες κουβέντες και κατάρες της εκδίκησης.
Ο ληστής στο ένα χέρι κρατούσε το πιστόλι και στο άλλο τα πενηντάρι. Το πιστόλι του το άρπαξε κάποιος άλλος αστυνομικός, αλλά όχι και το πενηντάρι. Δεν το άφηνε με τίποτα. Κι αν το τραβούσε πιο δυνατά θα σκιζότανε.
Η πρώτη έγνοια των αστυνομικών ήταν η ύπαρξη συνεργού. Να τι είπαν:
«Κύριοι! Γνωρίζει κανείς από σας αυτό το κάθαρμα! Αυτόν τον λήσταρχο;».
«Πάτα τον στο καρύδι μωρέ τον κωλοαλβανό, που τον αφήνεις και μαγαρίζει το μαγαζί της κόρης σου με το βρωμοαίμα του…» είπε κάποιος στον πατέρας της Ελίνας, καθώς προσπαθούσε να συνεφέρει την κόρη από το σοκ. Κι εκείνη είπε:
«Μην τον βρίζετε μπαμπά! Δεν είναι κακός! Δεν με λήστεψε. Μου ζήτησε ένα μπουφάν για το φίλο του. Και επειδή δεν έχω αντρικά, του έδωσα ένα πενηντάρι για να το αγοράσει από κάποιο άλλο κατάστημα. Και μόλις τελείωνε τα κάλαντα θα μου το έφερνε πίσω. Μου είχε ορκιστεί! Τον γνωρίζει ο Ιβάν μπαμπά. Είναι ο ρώσος που παίζει πιο κάτω τα κύματα του Δουνάβεως με το ακορντεόν. Μου είπε πως περνάει κάθε μέρα από το πόστο του και ακούει αυτήν την μουσική» είπε η Ελίνα ψύχραιμα.
Καλέσανε τον Ιβάν και μόλις αντίκρισε το ληστή αναφώνησε:
«Αυτό κυρίο είναι φίλο μου Χριστάκη!!!» είπε και πλάνταξε στο κλάμα.
Ο ληστής… ανασκίρτησε, άνοιξε τα μάτια και προσπάθησε να δώσει στο φίλο του το πενηντάρικο. Δεν τα κατάφερε όμως και μόλις ξεψύχησε του τα έκλεισε ο Ιβάν για πάντα. Στη συνέχεια έσκυψε και τον φίλησε στα ματωμένα ξανθά του μαλλιά.
Η ομορφιά με τη γαλήνη στο πρόσωπο του Χριστάκη θύμιζε αγγελική μορφή. Τελικά είχε κρατήσει την υπόσχεσή του. Είχε επιτελέσει το χριστιανικό του καθήκον.
Ο Ιβάν έδωσε το πενηντάρικο στην Ελίνα, αφού το χρωστούσε, αλλά εκείνη δεν το δέχτηκε. Να τι του είπε: Τα χρήματα αυτά προορίζονταν για σας για να πάρετε μπουφάν. Εάν είχα ανδρικά ρούχα θα το αγόραζε από μένα. Μάλιστα μου είπε να μην πω τίποτα, και σε κανέναν, και πως μόλις θα συμπλήρωνε το πενηντάρικο από τα κάλαντα θα μου το επέστρεφε… Άρα αυτό δεν ήταν κλεμμένο!
Το όπλο ήταν νεροπίστολο. Οι κατάρες γίνανε ευχές: Ο θεός ας αναπαύσει την ψυχή του. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που θα το σκεπάσει κλπ.
Μέχρι να έρθει το ασθενοφόρο όλοι είχανε πλαντάξει στο κλάμα. Ακόμα και οι αστυνομικοί. Κι όταν πληροφορήθηκαν πως ο Χρήστος είχε μυαλό μικρού παιδιού, ο δράστης ένιωσε Κορκονέας!…
Ούτε κι ο κύριος Κίμωνας θα ζητήσει την δίωξη του αστυνομικού.
Η κηδεία θα γίνει πάνδημη την επομένη στο Ρουφ. Ο Χριστάκης γιόρταζε τα γενέθλια, κι αντί για ευχές λέγανε στους γονείς του λόγια παρηγοριάς. Το τηλέφωνο χτυπούσε ασταμάτητα. Κι όταν μια φωνή από πολύ μακριά θα τους ευχηθεί να τα εκατοστίσει, θα του το κλείσουν αγενέστατα. Ήταν ο αδερφός του Κίμωνα από την Αμερική. Ο άνθρωπος νόμισε πως είχε κάνει λάθος. Κι όταν ξανακάλεσε και άκουσε πως ο αγαπημένος του ανιψιός ήταν νεκρός, τότε η θλίψη πέρασε αυτοστιγμεί στην άλλη άκρη του Ατλαντικού. Του έπεσε το ακουστικό από τα χέρια!
Η πράξη όμως που θα κάνει τους ανθρώπους της περιοχής να χύσουν κι άλλα δάκρυα είναι η εξής: Ο κ. Κίμωνας θα αγοράσει ένα πανάκριβο ζεστό μπουφάν για τον ξανθό βαρκάρη του Βόλγα και στη συνέχεια θα τον υιοθετήσει. Μάλιστα θα τον προσφωνεί Χρίστο! Ούτε Ιβάν κι ούτε Χριστάκη! Κι αφού ήταν Χριστιανός, ήταν πλέον αναμενόμενο το ειδύλλιο μεταξύ Ελίνας και Ιβάν.
Όποιος περνούσε κοντά από το σπίτι του Κίμωνα και της Αμαλίας και άκουγε το τραγούδι, Καλίνκα Καλίνκα μαγιά, έκανε μια στάση για να το απολαύσει.
Ο Χρίστος όμως θα το ακούει και θα απολαμβάνει τα Κύματα του Δουνάβεως από κει ψηλά, αφού θα πλημμυρίζουν το υπερπέραν!
*Αλα-Μπουρνέζικα: Αφορούν γλώσσα της περιοχής Μπούρνα του Σουδάν.
O τίτλος, ο βαρκάρης του Βόλγα, είναι του Ρώσου συγγραφέα Ιβάν Μπελούκιν.
Χρόνια Πολλά με Υγεία και Ειρήνη.