συμπλευση

Euromedica

euromedica ygeia

Ορθοδοντικός Δώρα Μπαρτζιώκα

vandal

 Η συνέχεια της “Πάνινης” πόλης!

Γράφει ο Βαγγέλης Μπάκας

                                           

            Τελικά είχε απόλυτο δίκιο η γιαγιά. Ήξερε κι αυτή… Σε κάποια τσιγγάνικη σκηνή κάτω στο πάρκο συνεχιζότανε οι μετασεισμικές κουνήσεις… με επίκεντρο το κοντάρι της σκηνής και μουσική υπόκρουση από το τσιφτετέλι του Χαλιλόπουλου. Το ταρακούνημα αυτό το παρατήρησε ένας μικρούλης μπαλαμό και έσπευσε πλέον  να ζητήσει εξηγήσεις από τον πατέρα του:

            «Μπαμπά! Μπαμπά! Σεισμός!… Πόσα Ρίχτερ λες να είναι;».

            «Αυτός παιδί μου είναι τεκτονικός σεισμός! Μη φοβάσαι!».

            «Είναι κακός αυτός ο σεισμός καλέ μπαμπά;»

            «Αυτός ο σεισμός δε σκοτώνει ανθρώπους παιδί μου, αλλά γεννά παιδιά…».

            «Μπαμπά, γιατί οι τσιγγάνοι έχουν μεγάλες σκηνές;».

            «Γιατί είναι πλούσιοι! Πουλάνε τα σίδερα και μαζεύουν πολλά λεφτά! Άκου τους: Έλο παλιατζή, αλομίνια, σίδερα, κουζίνες αγοράζω, αυλές καθαρίζω! Έλ…».

            «Να πουλήσουμε κι εμείς σίδερα καλέ μπαμπά!».

            «Άι παράτα με κι εσύ… Ρωτάς και ρωτάς συνέχεια λες και είμαι δάσκαλος!».

            Την απάντηση στο μικρό την έδωσε ο γείτονας, για να την ακούσει ο τρανός:

«Η ζωή συνεχίζεται παιδί μου! Ο κόσμος έφυγε από τα σπίτια για να αποφύγει  το πλάκωμα, κι αυτά τα γομάρια πλακώνονται μπροστά στον κόσμο! Άκου τρίξιμο!».

Έφυγαν από τον χώρο των Σοδόμων και των γομαριών! Κάπου κάπου όμως ο πατέρας έριχνε μια κρυφή ματιά πίσω, σαν τον Λωτ, για να εκτιμήσει τα σεξουαλικά ρίχτερ… σιγοτραγουδώντας ταυτόχρονα Νταλάρα:

«Πικρός καφές και μαύρο το φλιτζάνι, και οι Ρομά με Ντάτσουν εκδρομή!».

            Πιο πέρα ο Ξερόλας έπαιρνε συνεντεύξεις από σεισμοπαθείς. Την προσοχή του τράβηξε κάποιος πολίτης ο οποίος είχε παρατήσει την σειρά του βρίζοντας! Τον πλησίασε λοιπόν ο κύριος Ξερόλας και να τι προέκυψε:

            «Συγγνώμη κύριε. Γιατί βρίζετε; Μήπως σας πήρανε τη σειρά;».

«Κάτι χειρότερο. Τη μπουκιά από το στόμα!…».

«Γίνεστε πιο σαφείς σας παρακαλώ;».

«Τι να πεις μωρέ! Εδώ ο άνθρωπος είναι άπληστος πέρα για πέρα!»

«Δηλαδή!…».

«Τι δηλαδή… Τον κάναμε ζάπλουτο όσο ζούσε στα Γρεβενά, κι αφού βγήκε στη σύνταξη πήγε στην Αθήνα να κάνει τη μεγάλη ζωή! Γιατρός να σου τύχει!».

«Κι αυτό είναι αιτία να τον μισήσετε τόσο πολύ;».

«Αλλού είναι το πρόβλημα. Μόλις άκουσα πως έχει έρθει, φαντάστηκα πως το έκανε για να μας συμπαρασταθεί και να βοηθήσει τους πιο φτωχούς συμπατριώτες του. Έψαξα να τον βρω για να τον συγχαρώ, και πού λες να τον βρήκα!…».

«Να μοιράζει κάποια είδη πρώτης ανάγκης!…».

«Να μοιράζεται! Το άκουσες καλά; Να μοιράζεται!… Ήμουνα δέκατος στην ουρά και όταν κοίταξα πίσω τι να δω! Ο κύριος αυτός μπορεί να ήταν και εικοστός! Αλλά εκεί, σταθερός! Περίμενε υπομονετικά στην ουρά για να πάρει ένα τετράκιλο λάδι! Να γιατί έφυγα. Για να πάρει το δικό μου κάποιος φτωχότερος! Αν τον πεις γύφτο τον τιμάς! Πού να φτάσει αυτός τους διπλανούς συνανθρώπους μας οι οποίοι μας συμπαραστάθηκαν σαν αδέρφια μας. Ό, τι είχαν και δεν είχαν μας το δώσανε οι άνθρωποι. Την λεκάνη που κρατώ αυτοί μού την κάνανε δώρο. Κι από φρούτα…».

«Άσε μας βρε φίλε που βρήκες ανθρώπους να παινέσεις!». Είπε κάποιος που παρακολουθούσε το διάλογο.

«Τι συμβαίνει κύριε; Προς τι αυτός ρατσισμός;» του είπε ο Ξερόλας.

«Τους δώσαμε ένα σωρό ρούχα και παπούτσια και για το ευχαριστώ μας πήρανε το κασετόφωνο από το αμάξι… Γράψ’ το κι αυτό κύριε δημοσιογράφε!»..

Την προσοχή του Ξερόλα τράβηξε μια γριούλα. Καθισμένη ανακούρκουδα μπροστά στη σκηνή κοιτούσε τα καλούδια που της είχε δώσει μια ομάδα βοηθείας, κι αντί να χαρεί έκλαιγε απαρηγόρητα:

«Καλησπέρα γιαγιά. Γιατί κλαις; Σου δώσανε λίγα; Σε αδίκησαν κι εσένα!».

«Ιγώ ρα πιδί μ’ δεν ήθιλνα τίπουτας, αλλά μι τάδουκαν μι του ζορ… Γι αυτό κλιαίου. Μ’ έκαμαν ζιουτλιάρα!… Σαν τ’ γειτόντσα παραδίπλα. Όλη μέρα καπνίζ κι λιεει τ’μοίρα. Δε σκώθκι ντιπ απού καταή να καμ’ κανα χουσμέτ. Τι μι λείπ’ κι μ’ έφιραν τόσα πράματα! Σων’ κι καλά να μι κα’ν γιούφτσα!…

«Τι ήθελες να σου φέρουνε γιαγιά;».»

«Καντίπουτας. Να μ’ άφ’ναν απάν στου χουριό μ’! Απ’ όλα τα καλά είχα».

«Αυτού στην τσάντα τι σου δώσανε, αν επιτρέπεται…».

«Για να ιδώ!… Ούι ούι ούι!… Τι είν’ τούτου μωρ! Πρωτ’ φουρά είδα σιαλβάρ μέχρι τα νύχια!».

«Είναι κολλάν γιαγιά! Προφανώς σας το δώσανε για την εγγονή σας!».

«Πού να τ’ βρω! Στ’ Γιρμανία! Δεν έχ’ν ικεί κουλάνια!».

«Κουράγιο γιαγιά. Μόνη σου μένεις στη σκηνή;»

«Α μπα! Έχου κι τ’ Ριβέκα!»

«Εγγονή σας κι αυτή προφανώς!»

«Δεν τ’λιεν προυφανό! Ριβέκα τ’λιέου τ’ γατούλα μ!…».

«Καλό βράδυ γιαγιά».

Το βράδυ οι οικοδομές της πόλης μοιάζανε να καίγονται από τη βάση τους, αφού φωτιζότανε μόνο οι καφετερίες με τα φαγάδικα. Οι υπόλοιποι όροφοι έχασκαν όλοι τους βουβοί και σκοτεινοί. Μια μικρή και πικρή γεύση από Πομπηία… Οι ελάχιστοι κάτοικοι που κυκλοφορούσαν ήταν όλοι τους αμίλητοι και σκεπτικοί. Οι πιο τολμηροί αρπάζανε βιαστικά μερικά πράγματα από το σπίτι, σαν να τα έκλεβαν, και τραβούσαν για το τσαντίρι.

Εκεί κοντά ήτανε και η υπαίθρια αποθήκη της ΔΕΗ, της οποίας υπεύθυνος ήμουνα εγώ.

Να κι ένα τσιγγανάκι το οποίο λιμπιζότανε τις κουλούρες χαλκού έξω από τη σήτα, Οπότε το ρωτάω:

«Πώς σε λένε παιδί μου;».

«Μανολάκη!».

«Πόσων χρονών είσαι;».

«Ντέκα…ντεκαπέντε!… Τόσου!».

«Ακριβώς δηλαδή!… Από πού είσαι;»

«Απού Αθήνα, απού Πάτρα, απού Τρίκαλα, απού Βόλου απού κει! Ισύ θείου»

«Από Γρεβενά! Ντόπιος».

«Μόνου απού Γριβινά;».

«Τι να κάνουμε, φτώχεια. Μόνο από Γρεβενά!… Λοιπόν, να πας στο σχολείο. Ζωή είναι αυτή στο τσαντίρι χωρίς θέρμανση και τουαλέτα!».

«Του χειμώνα τείου βάνουμι αγραέριου στην Αγιαβαρβάρα!…».

«Άκουσες τι σου είπα; Να πας στο σχολείο οπωσδήποτε».

«Τα πάου θείου. Γκιατί, άμα ντεν έχεις αντικτικό, ντεν παίρνεις ντίπλουμα για Ντάτσουν!».

«Πάλι το Ντάτσουν σκέφτεσαι; Πώς θα νικήσετε τη μοίρα σας όταν όλα τα όνειρά σας είναι φορτωμένα επάνω σε μια καρότσα!…».

«Τα μας βοηθήσει η γιαγιά τείου!… Αυτή ξέρει καλά του μοίρα».

«Όταν μιλάς σε μένα θέλω να με κοιτάζεις μέσα στα μάτια! Εσένα μιλάω! Πού κοιτάς!».

«Στο καλώντια αφιντικός! Είσι κάνουμι τράμπα καλώντια μι χαλιά!…».

Εκείνη τη στιγμή χτύπησε ξαφνικά το κινητό μου:

«Παρακαλώ κύριε διευθυντά!»

«Έχουμε κανένα νεώτερο για τα κλοπιμαία της ΔΕΗ! Τι είπε η αστυνομία!».

«Ουδέν νεώτερον από το δυτικόν μέτωπον… Έριχ Μαρία Ρεμάρκ!».

«Την διαβάζεις κι εσύ βλέπω την Μαρία! Εγώ τρελαίνομαι…».

Τι να του έλεγα! Πως ο Έριχ Ρεμάρκ είχε αλλάξει το όνομά του, κι από Πολ το είχε Μαρία, προς τιμήν της μητέρας του και στην μνήμη των Γάλλων προγόνων του!   

Κλειδώνοντας την αποθήκη να τι είπα στο Μανολάκη:

«Κακομοίρη μου! Έτσι και κόψεις τη σήτα, ή και την κλειδαριά, και μπεις μέσα για να πάρει τον χαλκό, θα σε κλείσω στη φυλακή για εκατό χρόνια!…

Να και η απάντηση για Όσκαρ αφέλειας!

«Όκι τείο! Πατέρα μου έκει πουλλά κλειντιά!». Προφανώς αντικλείδια!

Είχε παραγίνει το κακό με τους Ρομά. Είχανε ρημάξει όλα τα αντλιοστάσια στην ύπαιθρο, και τις σχάρες στην πόλη!

«Πικρός καφές και μαύρο το φλιτζάνι και οι Ρομά με Ντάτσουν εκδρομή!».

Δείτε ακόμα