Η σειρήνα
γράφει ο Βαγγέλης Μπάκας
Γουί… γουί… γουί… Με την εμφάνιση του πυροσβεστικού οχήματος στην Γ` Σεπτεμβρίου όλα τα οχήματα τα πήρε ξαφνικά ό άνεμος και τα κόλλησε στη δεξιά μπάντα του δρόμου! Κι όμως, η ασφυκτική κυκλοφοριακή συμφόρηση όλο και κάποιο κώλυμα δημιουργούσε στο τεράστιο και βαρύ όχημα. Οπότε, η ανατριχιαστική σειρήνα με τον περιστρεφόμενο φάρο έφεραν τον πανικό, με αποτέλεσμα να προκύψει κάποια σύγκρουση με γιώτα χι. Ο οδηγός ο οποίος την έφαγε στον πίσω προφυλακτήρα, από το πυροσβεστικό όχημα, το ακολούθησε για τα διαδικαστικά. Φυσικά δεν είχε απαίτηση να σταματήσει, αφού και το δευτερόλεπτο είναι πολύτιμος χρόνος για μια άμεση πυροσβεστική επέμβαση. Να γιατί το ακολουθούσε σαν στρατιωτικός ακόλουθος, κι ας ήταν πολίτης και γέρος! Ο οδηγός έστριψε αριστερά και, κλείνοντας σειρήνα και φάρο, τράβηξε κάθετα για την οδό Φυλής. Προφανώς από την περιοχή αυτή είχε λάβει και την κλήση. Μπαίνοντας αργά αργά στην αμαρτωλή οδό το όχημα σταμάτησε σε μια άκρη, ώστε να μην εμποδίζει, και ο κύριος Ακόλουθος πάρκαρε διακριτικά αρκετά πιο πίσω. Πού να πήγε έτσι ξαφνικά η βιασύνη των πυροσβεστών! Πριν κατεβεί ο παθών έγραψε τα στοιχεία του πυροσβεστικού οχήματος και στη συνέχεια περίμενε υπομονετικά, σαν ντετέκτιβ, για να δει τις ενέργειες του σωτήριου δίδυμου! Τι θα έσβηνε χωρίς καπνό! Κατέβηκαν συνωμοτικά και προχώρησαν με τα πόδια. Κι ενώ το δίδυμο κοιτούσε χαμηλά τις πόρτες, ο κύριος Ακόλουθος κοιτούσε ψηλά για να δει φωτιά ή καπνό! Στην πρώτη πάροδο οδηγός και συνοδηγός έστριψαν δεξιά. Σε λίγο σταμάτησαν στην μισάνοιχτη πόρτα, με την αναμμένη λάμπα ντάλα μεσημέρι, και χωρίς τα κράνη… Κι αφού πλέον νιώθανε ασφαλείς, ο κύριος Ακόλουθος ήταν όλος αφτιά καταγράφοντας στο μαλακό δίσκο του μυαλού του το διάλογο που ακολούθησε μεταξύ τους:
«Θυμάσαι οδό και αριθμό Λουκά; Τι σου είπε ακριβώς ο φίλος σου ο νταβατζής;».
«Οδός φυλής. Αριθμός 147. Και όνομα Μπέμπα! Δεν πιστεύω να θες και επίθετο;».
Φτάσανε στο νούμερο 147. Ένα ισόγειο πεπαλαιωμένο σπιτάκι. Διαβάζουν το όνομα στη σιδερένια μαύρη πόρτα και γράφει Μπέμπα! Ο οδηγός επέστρεψε στο όχημα, και ο συνοδηγός πέρασε στον οίκο ανοχής με προφύλαξη, σαν αντιστασιακός στα χρόνια της δικτατορίας! Σε λίγο περνά και ο κύριος Ακόλουθος. Κι αφού κάθισε δίπλα από δυο νεαρούς ακούει τα σχόλια: Κι ο παππούς γαμίκουλας ρε! Έλα! Δεν το πιστεύω!
Και να! Εμφανίζεται η γυμνόστηθη κοπέλα, με τα αρμεγμένα βυζιά, ίδια λαγάνες, για να επιδείξει τα κάλλη της. Ο αμυδρός φωτισμός παρείχε αρκετή κάλυψη στον κύριο Ακόλουθο, αν και ήταν η πιο αφύσικη παρουσία. Η ηλικία, το χρώμα του προσώπου, το ντύσιμο, η γενικότερη συμπεριφορά του, δεν παρέπεμπαν σε πελάτη, κι ούτε σε νταβατζή! Πιο πολύ σε υπουργό άνευ χαρτοφυλακίου! Η κοπέλα, αν και μίλησε ψιθυριστά στον κύριο Ακόλουθο, ακούστηκε καθαρά από τους δυο νεαρούς. Άλλο ακουστικότητα κι άλλο φωτεινότητα! Να τι του είπε:
«Άργησες μωρό μου. Δεν σου είπα να βάλεις την σειρήνα… Μισή ώρα σε περίμενα στο κρεβάτι… Τώρα, όπως καταλαβαίνεις, ήρθες τρίτος και καταϊδρωμένος… Σειρά έχουν οι νεαροί. Με τι δικαιολογία να τους διώξω! Από τη στιγμή που άναψα το δικό μου φάρο είμαι υποχρεωμένη να τους πάρω! Κι έπειτα, δεν μπορώ να κάνω εξαιρ…».
«Εγώ δεν είμαι της πυροσβεστικής κυρία μου! Είναι ο κύριος οι οποίος μιλάει με την τσατσά!» είπε απολογούμενος ο κύριος Ακόλουθος, αφού την είχε αφήσει να πει όλα όσα τον ενδιέφεραν για την μετέπειτα δίωξη των πυροσβεστών!
Ο διάλογος συνεχίστηκε με τον συνοδηγό του πυροσβεστικού οχήματος λέγοντας ακριβώς τα ίδια. Να και η απάντηση-δικαιολογία του λάγνου πυροσβέστη:
«Είχε πολύ κίνηση μωρό μου. Το ξέρεις πως για να σε πάρω πρώτος χτύπησα μια μερσεντές; Χαλάλι σου όμως. Είσαι πολύ ανώτερη κι από αυτή που μου περιέγραψε ο συνάδελφος… Σκέτη κούκλα! Σκέτο μανεκέν! Ταμάμ για μανίκι!…».
Η κοπέλα αθέτησε την προτεραιότητα, αφήνοντας να εννοηθεί πως ο συνοδηγός ήταν ρεζερβέ! Οπότε οι νεαροί λακίσανε, για να συνεχίσουν τη γνωστή μπουρδελότσαρκα! Τους ακολούθησε όμως βιαστικά ο κύριος Ακόλουθος .
Βγαίνοντας τους κάλεσε και τους πρότεινε να καταθέσουν ως αυτόπτες μάρτυρες, για τα όσα είχαν διαμειφθεί ενός του οίκου ανοχής. Φυσικά με το γενναίο αζημίωτο! Κι αφού τον βεβαιώσανε πως είχανε ακούσει, και μάλιστα δις, αυτά τα οποία είχε πει η κοπέλα στο αφτί του συνοδηγού, δέχθηκαν να καταθέσουν χωρίς δεύτερη κουβέντα. Η προκαταβολή έπεσε πάραυτα. Ενώ η εξόφληση, η οποία θα δινότανε μετά τη δίκη, θα ήταν ακόμα πιο γενναιόδωρη.
Και να η εκδίκαση της υπόθεσης η οποία βρίθει από ψευδομαρτυρίες:
«Ακόλουθος: Κύριε πρόεδρε, μόλις το όχημα σταμάτησε και παρκάρισε κάπου στην οδό Φυλής, εγώ περίμενα να βγάλει τη μάνικα για την κατάσβεση κάποιας πυρκαγιάς. Ο συνοδηγός όμως, περνώντας με μεγάλη προφύλαξη στον παρακείμενο οίκο ανοχής, θα έβγαζε άλλου είδους μάνικα, για να κατασβήσει άλλου είδους φωτιά με το ευρών πυρ!… Κι όσον αφορά την προσωπική μου παρουσία, στον οίκο ανοχής, είχε εντελώς διαφορετικό σκοπό! Έπρεπε να βεβαιωθώ για το θεάρεστο έργο της υπηρεσίας! Ίσως να υπήρχε κάποια ασήμαντη εστία φωτιάς στην κουζίνα! Οπότε, δικαιολογημένη και η επαγγελματική επίσκεψη του πυροσβέστη!».
«Νεαροί: Εμείς δεν είδαμε κανένα πυροσβέστη μέσα στον οίκο ανοχής! Αυτό μόνο!».
Προφανώς είχανε πάρει περισσότερα από τον κατηγορούμενο!
«Μπέμπα: Εκείνη την ημέρα δεν μου επισκέφτηκε κανείς ηλικιωμένος κύριε πρόεδρε. Μόνο καμιά δεκαριά νεαροί!…».
Ήταν ποτέ δυνατόν να έλεγε ψέματα μια πόρνη!
«Συνοδηγός: Εγώ κύριε πρόεδρε δεν είχα καμιά εμπλοκή! Δεν κατέβηκα καθόλου από το πυροσβεστικό όχημα! Ήμουνα τσιλιαδόρος! Προστάτευα το συνοδηγό μου!».
«Πρόεδρος: Άρα είχατε εμπλοκή! Θα πει επί τέλους κάποιος από σας την αλήθεια!».
«Μα δεν πήρα ούτε μάτι! Πώς το λένε;…».
«Μπανιστήρι! Ωχ! Συγγνώμη! Με παρέσυρε το ερωτηματικό σας… Η πράξη όμως αυτή έβγαζε μάτια! Οπότε, θα πάρετε κι εσείς κάποιο δώρο ως τσιλιαδώρου!…».
Κι ο οδηγός τι να πει; Από την στιγμή που διαπίστωσε πως ο πελάτης-Κύριος του οίκου ανοχής ήταν ο ιδιοκτήτης της μερσεντές, την οποία είχε τρακάρει, δεν έφερε καμιά αντίρρηση. Ανέλαβε όλη την ευθύνη για την αποκατάσταση της ζημιάς. Ακόμα και την ηθική! Για μια τιμή ζούμε!… Αλίμονο!…
Η κουβέντα όμως που θα κάνει αξέχαστο το ρεζιλίκι του, είναι μια ατάκα και η οποία θα γίνει βάϊραλ εφεξής στο χώρο των οδηγών! Επαγγελματιών και μη:
Κάθε φορά που κάποιο πυροσβεστικό όχημα βάζει μπρος τη σειρήνα, να τι λένε στον οδηγό του πυροσβεστικού οι συνάδελφοι οδηγοί: Δεν πάτε σε μπουρδέλο! Σίγουρα!
Κι εγώ τι να πω; Καμιά απολύτως σχέση η σειρήνα του πυροσβεστικού οχήματος με την ποδοσφαιρική ομάδα του χωριού μου! Αυτή γράφεται με κεφαλαίο (Σ). 26/2/24