Η Μαρία που Έγινε Κάλλας
Γράφει ο Βαγγέλης Μπάκας Στην κυρία Γιώτα
Μαρία, Σοφία, Άννα, Καικιλία.
Τέσσερα μικρά ονόματα της αείμνηστης Καλογεροπούλου! Ένας ατέλειωτος σιδηρόδρομος με μπούσουλα τις Ουράνιες νότες της Μαρίας Κάλλας!
Γεννήθηκε στις 2 Δεκέμβρη του 1923 στην Νέα Υόρκη! Ήταν ποτέ δυνατό να είχε γεννηθεί μια τόσο σπουδαία και πολλά υποσχόμενη Ντίβα στην παλιά Υόρκη!
Καμιά απολύτως σχέση με την ιμιτασιόν Μαρία που υποδύεται την Ορίτζιναλ Μαρία Κάλλας στην νέα τηλεοπτική σειρά! Να τι μου θυμίζει! Μια από τις αδερφές του Θανάση Βέγγου στην ταινία ο Παπατρέχας!
Ούτε και με το ομώνυμο αλάτι κάλλας προσομοιάζει! Η αυθεντική Μαρία, φίλες και φίλοι, δεν ήταν αλμυρή, ούτε ξινή, ούτε πικρή! Ήταν πιο γλυκιά από μέλι!
Κι όμως, εμένα θα με απασχολήσει η θανάσιμη ζήλια της Μαρίας Καριώτη, προς την γειτόνισσά της Πολυξένη Τσάκαλου! Μια ζήλια που δεν έχει προηγούμενο, ίσως κι επόμενο! Κι ο λόγος! Επειδή οι φτωχοί πήραν ένα Ι.Χ μάρκας Ντάτσουν!
Λαμποργκίνι το βάφτισε Αριστείδης Τσάκαλος, επειδή λάμπει και αστράφτει από το καθημερινό πλύσιμο. Ευτυχώς που δεν έπαθε ακόμα κάποιο κρυολόγημα!
Ο Αριστείδης, ένας οικοδόμος παρεξηγήσιμα μελαχρινός, λόγω της πολύωρης έκθεσής του στον ήλιο, παρκάρει μόνιμα το Ντάτσουν στην είσοδο της οικοδομής! Και μόλις το αντικρίζει η Μαρία της πιάνει κόλπος από τη στενοχώρια! Καμιά σχέση με τον κόλπο των χοίρων! Ούτε και των δυο χήρων της οικοδομής! Άλλωστε αυτή έχει ατσαλένιο σύζυγο! Ο Αριστείδης λυγίζει τα σίδερα σαν τον Κουταλιανό!
Ως πρώτη αντίδραση τού είπε να μην ξαναβάλει το αμάξι του μπροστά στην οικοδομή, και στη θέση βάζει ο εγγονός της το ποδήλατο. Κι αφού δεν εισακούστηκε
αυτή, ακούστηκε σε λίγο ο Γιώργος Νταλάρας, ντάλα μεσημέρι, και στην διαπασών! Η Μαρία είχε ανεβεί στο σπίτι και πυροβολούσε ασταμάτητα με το σαρανταπεντάρι της! Όχι το πιστόλι φυσικά, αλλά τον δίσκο των σαράντα πέντε στροφών. Ακούστε τον: Πικρός καφές και μαύρο το φλιτζάνι και η γυφτιά με Ντάτσουν εκδρομή!
Η Μαρία δεν της έκανε μήνυση για τα φαιδρά υπονοούμενα του στίχου, αλλά για διατάραξη κοινής ησυχίας. Ήθελε να αποκλείσει την ζήλια της στους γύφτους!
Την ημέρα που το μαγνητόφωνο έπαιζε αυτό το τραγούδι στη διαπασών, στο σπίτι της Μαρίας Καριώτη βρισκότανε και η Κάσιντυ. Μια πανέμορφη Γαλλιδούλα η οποία έκανε φροντιστήριο στην κόρη της Δάφνη στα Γαλλικά. Και η φιλόλογος κόρη της έκανε φροντιστήριο στην Κάσιντυ στα ελληνικά!
Κι αφού η κυρία Κάσιντυ ήταν αυτήκοος μάρτυρας του τραγουδιού, κλήθηκε να καταθέσει στο δικαστήριο: Ότι δηλαδή το τραγούδι του Νταλάρα, και η γυφτιά με Ντάτσουν εκδρομή, δεν ακουγότανε δυνατά ώστε να ενοχλεί.
Κι ενώ η Δάφνη κόντευε να μάθει άπταιστα τα γαλλικά, η γαλλιδούλα δεν είχε καταφέρει να προφέρει σωστά ούτε το όνομα της Δάφνης. Εκτός από τον τονισμό, μπέρδευε και την προφορά του δέλτα! Το έλεγε Ντ! Νταφνή δηλαδή! Να λοιπόν γιατί η Μαρία αναγκάστηκε να μιμηθεί την Μαρία που έγινε Κάλλας και να γίνει χαμός:
Η Δάφνη που έγινε Δαφνί
Όταν πλησίαζε η μέρα της δίκης η Δάφνη κάλεσε την Κάσιντυ στο σπίτι τους για να της κάνει το τελευταίο φροντιστήριο προφοράς. Κυρίως όμως για να της πει τι ακριβώς θα έλεγε στο δικαστήριο.
Η προπόνηση της προφοράς είχε ξεκινήσει από την εικονική κατάθεσή της κυρίας Κάσιντυ, και στην συνέχεια εξελίχθηκε σε φαρσοκωμωδία! Απολαύστε την:
Κάσιντυ: Νταφνή, τι λέει εγκώ το ντίκη;
Δάφνη: Ότι είσαι για το Δαφνί! Δάφνη! Δάφνη! Δάφνη! Σου το είπα χίλιες φορές. Έτσι και μου πεις Δαφνί μέσα στο δικαστήριο, θα μας πάρουν στο ψιλό! Κατάλαβες; Και η δίκη θα εξελιχθεί πλέον σε επιθεώρηση! Δάφνη θα με προσφωνείς! Για πες το κι εσύ;
«Ντααα…φνή…».
«Τσμ… Άντε τώρα να μην το πω ολόκληρο, γιατί έτσι κι αλλιώς εσύ δεν θα το καταλάβεις! Δου… Δα… Δάφνη! Για πες το;».
«Ντου… Ντα… Νταφνή!».
«Ντου… λέμε στο λύκο! Μου φαίνεται Κάσιντυ πως είσαι για δέσιμο».
«Ντεσιμό!… Τι είναι ντεσιμό Νταφνή;…».
«Για σένα τίποτα απολύτως. Για μένα όμως πάρα πολλά! Εγώ έντεσα… Πες το τουλάχιστον Ντάφνη και όχι Νταφνή…».
«Ντάαα… φνή… Είπε καλά εγκώ τώγα!…».
«Τα ίδια και χειρότερα! Θα με σκάσεις μα, το κατάλαβες; Εγώ… λέμε, κι όχι εγκώ… Γου… Όπως λέμε γουρούνι…».
«Γουγούνι! Είπε καλά εγκώ τώγα;…».
«Τέλεια!…».
«Είντες που είπε καλά!…».
«Κάσιντυ, είσαι όρνιο! Με συγχωρείς για τη φράση μου, αλλά μ’ έσκασες…».
«Τι είνι όγνιο Νταφνή;».
«Πουλί!…».
«Χα χα χα!…».
«Μη γελάς… Δεν είναι το πουλί που νόμισες. Όλο εκεί τον έχεις το νου σου βλέπω… Αυτό είναι πουλί πετούμενο, κατάλαβες;».
Η Δάφνη έκανε πως πετάει με τα χέρια, για να της δώσει να καταλάβει, και η γαλλιδούλα συνέχισε τα δικά της:
«Λέει καλό τγαγκούντι αυτό πουλί Νταφνή!…».
«Όχι! Μόνο κγά κάνει…».
«Είναι όμογφο;».
«Για να κάνει κγά… Καλά, ούτε το ρο δεν θα προφέρεις σωστά σήμερα; Τι είσαι εσύ τέλος πάντων!… Τζάμπα χαράμισα τόσο κόπο με τα ιδιαίτερα!…».
«Τι είναι χα… γάμισά Νταφνή;…».
«Άστο!… Τι κάθομαι και παιδεύομαι! Εσύ μια λέξη έμαθες όλο κι όλο σωστά, και πάλι την μπερδεύεις στον τονισμό…».
«Ξέγω ξέγω. Το μαλακάς!…».
«Μαλακάσα κι ανάσα… Κάσιντυ! Άμα σε πω ξανά όρνιο θα μαγαρίσω το πουλί! Πού είπαμε βάζουμε τον τόνο!…».
«Στο παγαληγουσά;…».
«Άστο κι αυτό Κασίδου! Για πες μου: Πώς λέμε τα σταφύλια που σ’ αρέσουν τόσο πολύ!…».
«Μοσκατά!…».
«Μπράβο… Μια ολόκληρη μέρα σε μάθαινα να τα λες μοσχάτα κι εσύ μου τα μουσκάτωσες πάλι!».
«Εξκιουζέ μουά…».
«Για πες μου!… Τελευταία ερώτηση: Πού κάνουμε μπάνιο όταν πηγαίνουμε στο ξενοδοχείο Αχίλλειον;».
«Στο πισινά;».
«Τα πισινά τα πλένουμε! Μπάνιο όμως κάνουμε στην πισίνα όρνιο! Κάσιντυ, δεν επι-δε-χεσαι βελτίωση. Τελεία και παύλα… Πες τα όπως νομίζεις! Ά παπα…».
«Επι-ντέ… χέσε… Τι λέει αυτό Νταφνή;».
«Χέσε στο μπιντέ!…».
«Τι είναι το πιντέ Νταφνή;».
«Πρωθυπουργός!… Κατάλαβες τώρα;».
«Το όμογφο κυγίο Τσιπγάς Αλέξης!!!». (το άρθρο γράφτηκε επί Τσίπρα…)
«Όχι! Το Ζογμπάς για να χορέψεις!…».
Η Κάσιντυ άρχισε να μουρμουρίζει και ταυτόχρονα να χορεύει το συρτάκι. Κι αφού η μάρτυρας ήταν σκέτο βούρλο, ήταν αναμενόμενο να χαθεί και η δίκη.