Η λυδία λίθος
Γράφει ο Βαγγέλης Μπάκας
Η λυδία λίθος, μεταφορικά, είναι ο σεβασμός της άποψης του άλλου. Ουσιαστικά όμως είναι μια πέτρα μαύρου χρώματος η οποία χρησιμοποιείται για την εξακρίβωση της καθαρότητας του χρυσού. Η δική μου λυδία λίθος, φυσικά, είναι εμπορευματική.
Όταν στην δεκαετία του ’70 τα μπακάλικα της επαρχίας αύξησαν τα ράφια, οι ρέγκες αντικαταστάθηκαν από τα φρέσκα ψάρια, και τα κοτόπουλα χρειαζότανε ψυγεία, τότε τα μπακάλικα έγιναν μίνι μάρκετ! Καμιά σχέση με μίνι φούστα, και μίνι κούπερ!
Όταν στην δεκαετία του ’80 μπήκαμε στην Ε. Ε, η λόρδα… έγινε ντελόρδα, και οι νηστικοί γίνανε λόρδοι μόνο κατά τις αποκριές, τότε τα μίνι μάρκετ μετακόμισαν σε μεγαλύτερους χώρους. Κάνανε διαδρόμους, βάλανε ταμειακές μηχανές, καρότσια, κλπ. Με δυο λόγια αλλάξανε φίρμα και γίνανε σούπερ μάρκετ.
Δυστυχώς, όμως, τα κέρδη των σούπερ μάρκετ τα μυρίστηκαν τα καταστήματα του κέντρου και έσπευσαν να επωφεληθούν. Κι αφού υπήρχε αρκετή μάσα, πρώτος και καλύτερος ο Μασούτης! Οπότε τα σούπερ μάρκετ γίνανε μπουκιά, χωρίς συχώριο, των τραστ!
Οκαταναλωτισμός έχει πάρει φοβερές διαστάσεις.Η δίψα για αγορά έχει καταντήσει αυτοσκοπός. Σ’ αυτήν την δίψα, λοιπόν, και η οποία άγγιξε τα όρια της υστερίας, τα γνωστά πολυεθνικά κέντρα του μαμμωνά αντιπαρέταξαν όλη την εμπορική ιδιοφυΐα για να εκμεταλλευτούν οικονομικά την κατάσταση.
Πρόσφορο λειτουργικό και γόνιμο έδαφος βρήκαν σε κάποιες χέρσες απλωσιές, λίγο έξω από τις επαρχιακές πόλεις. Εκεί λοιπόν χτίσανε το τεράστιο πολυκατάστημα τους κι από την ημέρα των εγκαινίων άρχισαν οι προσφορές.
Η λίστα των εμπορευμάτων, σε κάποιον πίνακα ανακοινώσεων κοντά στην είσοδο, ήταν το ευαγγέλιο για κάθε πελάτη. Όλοι γράφανε το είδος αριστερά και την τιμή δεξιά. Αυτή η εικόνα θύμιζε τους γονείς οι οποίοι αντέγραφαν την βαθμολογία των πανελληνίων εξετάσεων από τους πίνακες των σχολείων!
Όμως, για κάποιους καταναλωτές κάτι ανάλογο ήταν προβληματικό. Πώς να γράφανε τόσα είδη! Άλλοι δεν είχαν χαρτί! Άλλοι στυλό! Άλλοι ήταν εντελώς αναλφάβητοι κλπ! Οι σοφοί της Σιών… δώσανε αμέσως τη λύση. Τα φυλλάδια των προσφορών, τα οποία τύπωσαν αμέσως, πήγανε σε κάθε σπίτι! Οπότε, η κάθε νοικοκυρά δεν είχε παρά να τα συμβουλευτεί και να κανονίσει το πρόγραμμά της.
Έγινε το έλα να δεις, κι άμα μπορείς μην παίρνεις! Να λοιπόν τι είχε συμβεί: Μόλις γέμισαν τα καρότσια άδειασαν τα πορτοφόλια. Να λοιπόν και η Ευαγγελοπουλάτια προπαγάνδα:
Από Δευτέρα, 1 Απριλίου, υπάρχουν οι παρακάτω προσφορές: Ανδρικά παπούτσια 19,90. Τζάμπα! Πού τα βρίσκεις! Για τράβα να τα πάρεις από έξω! Παντόφλες 9,99! Ούτε δέκα ευρώ καλέ! Μπότες σε εξευτελιστική τιμή δέκα των ευρώ!… Τζάμπα!
Το δεύτερο και σοβαρό πρόβλημα για τον καταναλωτή δεν ήταν το τι ακριβώς θα έπαιρνε, αλλά εάν θα προλάβαινε για να το πάρει. Οι σοφοί της Σιών… είχανε τόση προσφορά, σε ποσότητα, ούτως ώστε να μην επαρκεί για όλους. Οπότε, κάθε πρωί στην είσοδο του πολυκαταστήματος σχηματίζονταν μια ουρά που θύμιζε Λεμούριο! Ενώ το σπρώξιμο θύμιζε διανομή τροφίμων σε σεισμόπληκτη περιοχή.
Κι αφού οι άπληστοι πελάτες γεμίσανε τα σπίτια με είδη ένδυσης, υπόδησης και διαφόρων άλλων μικροσυσκευών και εργαλείων, οι σοφοί της Σιών σκέφτηκαν την αποθήκευσή τους. Διαφορετικά δεν θα παίρνανε άλλα λόγω έλλειψης χώρου.
Μεταξύ των προσφορών υπήρχαν και κάτι ωραιότατες πτυσσόμενες ντουλάπες στην εξευτελιστική τιμή των 50 ε! Οπότε, με το που άνοιγε το πολυκατάστημα γινότανε το έλα να δεις κι αν προλάβεις πάρε!
Την τελευταία ντουλάπα, από το πολύ τράβηγμα, την μοιράστηκαν πέντε άτομα! Κι ο πιο άτυχος από όλους πήρε μόνο το φερμουάρ. Όσο για την ζημιά, μηδαμινή… Ήτανε όλες σχεδόν ιμιτασιόν!
Να ο κλασικός διάλογος ενός ανδρόγυνου μετά την επιστροφή από πολυκατάστημα:
«Αυτό τι το ήθελες βρε γυναίκα! Εκείνο γιατί το πήρες; Ετούτο είναι παραπανήσιο! Το άλλο είναι άχρηστο! Αυτό εδώ είναι γι αυτούς που έχουν αυτοκίνητο! Ετούτο, γι αυτούς οι οποίοι έχουν δικό τους σπίτι. Η ομπρέλα, είναι γι αυτούς που πηγαίνουν διακοπές στη θάλασσα…».
«Όταν θα πάρουμε αυτοκίνητο και σπίτι πού θα τα βρούμε; Κι ύστερα, αν δεν πάμε θάλασσα, την βάζουμε και στη βεράντα την ομπρέλα. Αντί να μου πεις μπράβο που πρόλαβα και την πήρα…».
Κι όταν η κουβέντα έφτασε στις επί μέρους τιμές, η απάντηση της συζύγου ήταν για όσκαρ αγαθότητας και αφέλειας: Μα αφού τα είχαν τζάμπα!… Παίρνεις χαλί σήμερα με εκατό δραχμές!…
«Δεν έχει εκατό δραχμές γυναίκα! Αν είχε τόσο, θα σου έλεγα να πάμε να πάρουμε κι άλλο!… Έχει εκατό ευρώ!…».
«Και πόσες παράδες μας κάνουν τα εκατό ευρούδια;».
«Πάνω από τριάντα χιλιάδες δραχμές!…».
«Θα το πάω πίσω τότε… Ο τσιγγάνος, το ίδιο ακριβώς, ίσως και μεγαλύτερο, μου το έδινε είκοσι ευρώ και δεν είχε σταματήσει να το κατεβάζει».
«Άλλο να σε πιάσει τον πισινό ο τσιγγάνος γυναίκα, με το παλιό Ντάτσουν, κι άλλο ο κομψότατος νεαρός του πολυτελέστατου καταστήματος. Καλά, εκείνο το μπουτόν πεζοπορίας τι το ήθελες δε μου λες!».
«Μπαστόν πεζοπορίας το λένε καλέ. Προέρχεται, ως φαίνεται, από το μπαστούνι. Το διάβασα! Για σένα που περπατάς το πρωί είναι ένα κι ένα. Είδες πως σε προσέχω;».
«Τις μπότες τι τις ήθελες; Θα πας για ψάρεμα;».
«Για ψάρεμα είναι αυτές οι μπότες;».
«Εμ τι; για να τις φοράς και να πηγαίνεις στο ιχθυοπωλείο;».
«Δεν το κατάλαβα. Είδα τους άλλους να παίρνουν και είπα, ας πάρω κι εγώ. Για να σου πω την πάσα αλήθεια δεν θα τις έπαιρνα, εάν δεν είχε μείνει μόνο ένα ζευγάρι… Αυτές θα τις πάω πίσω για να μην γκρινιάζεις…».
Ο δημοσιογράφος, κύριος Στέφανος Γκοργκόλας, με την αναστάτωση την οποία είχε φέρει στην πόλη το παγκοσμιοποιημένο κατάστημα, αποφάσισε να διασκεδάσει την υστερία αυτή με την κλήρωση κάποιων πολύτιμων λίθων προς δέκα ευρώ το κομμάτι. Στη συνέχεια θα γινόταν ο ειδικός έλεγχος για την εξακρίβωση του χρυσού, κι όποιος είχε την Λυδία λίθο θα την εξαργύρωνε με ένα πολυτελέστατο αμάξι μάρκας ΒΜW!
Αφού τις αγοράσανε όλες και περιμένανε με αγωνία την κλήρωση, ο κύριος Στέφανος επέστρεψε όλα τα λεφτά λέγοντας πως οι λίθοι αυτοί ήτανε για ηλίθιους! Ήταν όλοι τους μέιντιν Επτά Λάκκοι!… Οπότε αποχώρησαν πετώντας όλους τους λίθους στο παρακείμενο ρέμα!
Πάλι καλά που δεν λιθοβόλησαν τον κύριο Στέφανο Γκοργκόλα ίνα πραγματοποιηθεί η αναπαράσταση του λιθοβολισμού του απόστολου Στέφανου, κατά τας γραφάς!…
Σε μηδέν χρόνο λακκίσανε άπαντες! Νομίζανε πως είχαν σηκωθεί οι πολύτιμοι λίθοι και τους πετροβολούσαν. Άκου ήταν πέτρες από τους Εφτά Λάκκους! Ένα πνίξιμο τους έσωζε, κι ας είχε λίγο νερό το ποταμάκι! Ένιωθαν τον καταναλωτισμό να τους πετροβολά ανελέητα, μέχρι που τρύπωσαν στα σπίτια τους. Ενώ η απληστία με τον άκρατη λαιμαργία για αγορά, υπέστη ανήκεστον βλάβην!…
Γκοργκόλας, όνομα και πράμα! Τι λες κι εσύ Γκόκο;