vandal

συμπλευση

Ορθοδοντικός Δώρα Μπαρτζιώκα

Euromedica

euromedica ygeia

Γραβάτα κουδουνάκι    

        Γράφει ο Βαγγέλης Μπάκας

                                                                     

            Στην δεκαετία του ’70 οι κάτοχοι ΙΧ ήταν ελάχιστοι. Ενώ εκείνοι οι οποίοι  πηγαίνανε με αστικό για μπάνιο στις κοντινές παραλίες της Αττικής ήταν αρκετοί.

            Πρώτος και καλύτερος ο αστυνόμος κύριος Ματσούκας. Μόλις τελείωνε την υπηρεσία του έπαιρνε το αστικό και τραβούσε για μπάνιο κάπου στη Βουλιαγμένη.

            Αν εξοικονομούσε ακόμα λίγα λεφτά θα αγόραζε Ι Χ. Το είχε στο πρόγραμμα.      Αυτή η διαδρομή με το αστικό τον ταλαιπωρούσε πάρα πολύ. Και καλά στον πηγαιμό. Μόλις θα έφτανε στην παραλία θα ξέπλενε τον βρόμικο και αλμυρό ιδρώτα του με τον δροσερό αλμυρό νερό της θάλασσας και θα ανακουφιζότανε.

            Κατά την επιστροφή όμως τι γινότανε, όταν θα έμπαινε μέσα στο λεωφορείο! Ήθελε και πάλι ξαλμύρισμα, λες και ήταν βακαλάος! Τίγκα πάλι στον ιδρώτα!

            Την συγκεκριμένη όμως μέρα, η οποία έμελλε να είναι και σημαδιακή, αφού θα του σημάδευε σώμα και ψυχή, στάθηκε πολύ τυχερός, αλλά κι άτυχος ταυτόχρονα.    Τυχερός, αφού σταμάτησε στη στάση και τον πήρε ένας γνωστός τροχονόμος με την μηχανή τύπου Λαμπρέτα.

            Και άτυχος, για τα όσα ευτράπελα και τραγικά θα επακολουθούσαν σε λίγο.

            Ο τροχονόμος φορούσε πολιτικά και η μηχανή ήταν δική του.

            Μόλις καβαλίκεψε ο κύριος αστυνόμος είπε στον οδηγό:

            «Σαν γνωστός μου φαίνεσαι! Μήπως είσαι ο τροχονόμος Τσου… τσου…

            «Σας παρακαλώ πολύ κύριε Αστυνόμε! Τι κουβέντες είναι αυτές!…».

            «Μισό λεπτό! Το βρήκα! Τσούκας!… να πάρει η ευχή! Κάτω από την γλώσσα σε είχα και έσκαζα εάν δεν το θυμόμουνα!… Εσείς πώς λέγεστε κύριε αστυνόμε;».

            «Ματσούκας!…» συστήθηκε ο αξιωματικός.

«Σας γνωρίζω γι αυτό σταμάτησα. Με την κυρία Ματσούκα τι σχέση έχετε;».

«Είμαστε αδέρφια αλλά από άλλη μάνα και άλλον πατέρα!…».

«Αααα! Είστε συγγενείς δηλαδή! Για πού πάτε να σας πάω κύριε Αστυνόμε;».

            «Πού αλλού μ’ αυτή τη ζέστη! Στην Βουλιαγμένη για μπάνιο! Πού αλλού!».

            «Εκεί πάω κι εγώ. Είστε πάρα πολύ τυχερός… Θα γλιτώσετε το στριμωξίδι του αστικού λεωφορείου, και θα απολαύσετε ένα αεράτο ταξίδι με τη μηχανή!».

            Ξεκινήσανε και η πρώτη ερώτηση του τροχονόμου να ποια ήταν:

            «Ανεβήκατε άλλη φορά σε μηχανή κύριε αστυνόμε;».

            «Όχι! Μόνο μια φορά σε ποδήλατο και έφαγα τα μούτρα μου…».

           «Το κατάλαβα γι αυτό σας ρώτησα! Για να μην τα ξαναφάτε, σας παρακαλώ πολύ να μη με τραβάτε από το πουκάμισο στις στροφές. Και κάτι άλλο ακόμα. Όταν πλαγιάζω δεξιά, θα πλαγιάζετε κι εσείς δεξιά! Η γνωστή φυγόκεντρος δύναμις κλπ.».

            «Πάντα δεξιά παιδί μου! Μπράβο! Θα προσπαθήσω να κάνω ό,τι μου είπες!».

            «Καλά, δε μου λέτε! Με στολή και γραβάτα πάτε για μπάνιο;».

            «Και τι γραβάτα λες! Μεταξωτή! Μου την πήρε η πεθερά μου για τα γενέθλια.  Σήμερα έχω διπλή χαρά! Γενέθλια και ονομαστική γιορτή. Κλείνω τα πενήντα και με λένε Παναγιώτη!».

            «Χρόνια πολλά κύριε αστυνόμε! Εάν όμως θέλετε να πάρετε κι άλλα τόσα, να τα εκατοστίσετε δηλαδή, δεν θα με τραβάτε δεξιά, όταν εγώ στρίβω αριστερά!».

            «Πρέπει να στρίβεις οπωσδήποτε δεξιά ή αριστερά! Δεν μπορείς να στρίβεις ίσια!…». Δεν του είπε τίποτα για να μην τον προσβάλει!

            Φτάσανε στον προορισμό τους, κάνανε το μπανάκι τους, δροσίστηκαν αρκετά   και στο γυρισμό ανέλαβε να τους δροσίσει ένα συννεφάκι με αρκετό γλυφό νερό.

            Ο Τσούκας άρχισε πλέον να τρέχει ιλιγγιωδώς για να προλάβουν την μπόρα.   Κι ο κύριος Ματσούκας να τον σφίγγει από τη μέση με λαβή ελληνορωμαϊκής πάλης.

            Σε μια στροφή ο αστυνόμος μπερδεύτηκε κι αντί να πλαγιάσει αριστερά, όπως πλάγιασε ο οδηγός, πλάγιασε απότομα δεξιά τραβώντας με δύναμη τον τροχονόμο. Δυστυχώς ο οδηγός αυτήν την φορά δεν μπόρεσε να κρατήσει την μηχανή. Γλίστρησε κι έφυγε, όπως οι μηχανές στις πίστες των αγώνων ταχύτητας. Αν και είχε προνοήσει   πως από αυτό που φοβότανε δεν θα γλίτωνε! Και τι πέσιμο λέτε! Τραγουδιστικό! Πέσαμε μούτσος…

            Ο αστυνόμος έπεσε νωρίτερα από τη μηχανή, ενώ ο τροχονόμος προχώρησε συρτά επάνω στην άσφαλτο και σταμάτησε δίπλα σε κάτι βατσινιές.

            Εδώ αρχίζει το ευτράπελο του πράγματος… Μόλις σηκώθηκε ο τροχονόμος είδε τον αστυνόμο ναέρχεται κατά πάνω του, σερνόμενος με το στήθος του στην άσφαλτο, σαν τους αθλητές εκείνου του χειμερινού σπορ που τρέχουν μέσα σε κάτι σοκάκια… από χιόνι. Κι ακόμα πιο αστεία, ήταν εκείνη η απεγνωσμένη τροχονομική χειρονομία του αστυνόμου. Συγκεκριμένα, έκανε σινιάλο στον οδηγό με το δεξί του χέρι να τραβήξει την μηχανή στην άκρη για να μην πέσει επάνω της. Τόση γλίστρα!

            Μόλις η πεσμένη μηχανή προσπέρασε τον τροχονόμο, και σταμάτησε λιγάκι πιο πέρα, ο αστυνόμος άρχισε να καλεί σε βοήθεια με χειρονομίες. Δεν μπορούσε να μιλήσει επειδή η μεταξωτή γραβάτα τού είχε γίνει βρόγχος από το σφίξιμο. Ενώ ο τροχονόμος δεν μπορούσε να σκεφτεί, και ούτε να κάνει κάτι από τα γέλια! Κι αφού συνήλθε κάπως, πιάνοντας το στομάχι του και επαναλαμβάνοντας το ‘‘σε καλό να με βγουν’’, είπε: Γραβάτα κουδουνάκι έγινες αστυνόμε! Σαν κι εκείνα τα σκυλάκια!

            Όταν όμως άκουσε κάποιο μουγκρητό, σαν ρόγχο θανάτου, κατάλαβε πως η κατάσταση ήταν πολύ σοβαρή για να την αντιμετωπίζει με χιούμορ. Προσπάθησε να λύσει τον κόμβο, αλλά τίποτα. Η γραβάτα, από την τριβή στην άσφαλτο, είχε καεί και είχε μείνει μόνο ο κόμπος. Οπότε ο Τσούκας λειτούργησε ψύχραιμα και πρακτικά. Έγινε Μεγαλέξανδρος. Πήρε βιαστικά το μαχαίρι από τη μηχανή και, μόλις έκοψε το ακριβό γενέθλιο δώρο, ο αστυνόμος πήρε την μεγαλύτερη ανάσα της ζωής του. Ούτε μετά από μακροβούτι είχε πετύχει τόση βαθιά εισπνοή. Αλλά και τα υπόλοιπα ρούχα του δεν ήταν για κόσμο. Είχαν γίνει κουρέλια από την τριβή.

            «Τώρα τι γίνεται τροχονόμε; Όταν σου έλεγα μην τρέχεις τόσο πολύ! Κόντεψε να σκοτωθούμε την ημέρα των διπλών εορτών μου…».

            «Η πεθερά σας φταίει. Εάν η γραβάτα δεν ήταν μεταξωτή θα κοβότανε και δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα αναπνοής! Κατάλαβες;».

           «Λοιπόν τροχονόμε! Άκουσέ με προσεκτικά. Θα πας στο σπίτι μου, αυτή εδώ είναι η διεύθυνση, και θα ζητήσεις από τη σύζυγό μου ρούχα για να αλλάξω… Κι αν δεν σε πιστέψει, και νομίσει πως πρόκειται για φάρσα να, πάρε και τον κόμπο!…».

            «Αμέσως κύριε αστυνόμε» του είπε και εξαφανίστηκε μαρσαριστά!

            Ο αξιωματικός περίμενε κρυμμένος μέσα σε κάτι βατσινιές, και μέχρι να επιστρέψει ο τροχονόμος προσπαθούσε να επουλώσει τις πληγές του με τα πιο αγνά φάρμακα της φύσης. Με κάτι φύλλα μουριάς.

            Να μην αργούσε ο τροχονόμος, αφού για να πείσει τους δικούς του πως δεν του είχε συμβεί κάτι σοβαρό είδε και έπαθε! Κι όταν τους ζήτησε άλλο κουστούμι και γραβάτα, οι άνθρωποι νομίσανε πως τα χρειαζότανε για το νεκροτομείο!

            Να λοιπόν και τα χειρότερα. Όταν η πεθερά του, η κυρία Τούμπου, είδε τον κατακρεουργημένο κόμπο κουδουνάκι, έβγαλε ένα ουρλιαχτό σαν κραυγή ελέφαντα:    «Έλιωσε η γραβάτα, και θα άντεχε το κορμάκι του;…» είπε και λιποθύμησε.

            Περιττό να αναφέρω πως ο αστυνόμος, μόλις άλλαξε, επέστρεψε στο σπίτι με αστικό. Όσο κι αν τον παρακάλεσε ο τροχονόμος να καβαλικέψει στην μηχανή! Θα περίμενε το αστικό. Μια φορά την πάτησε με το ποδήλατο. Δεύτερη με τη μηχανή. Η  τρίτη και φαρμακερή δεν αποκλείεται να ήταν και θανατηφόρα! 

     Υ.Γ. Αυτή η ιστορία δεν θα είχε κανένα ενδιαφέρον, και δεν θα την κατέθετα ποτέ, εάν δεν ήταν αληθινή. Τόσο αληθινή, μάλιστα, όσο αληθινό είναι και το παρατσούκλι του οδηγού της μηχανής! Τσούκας! Άκου Tσου… Tσού!… Αστυνόμε! Tι είναι αυτά!