συμπλευση

Euromedica

euromedica ygeia

Ορθοδοντικός Δώρα Μπαρτζιώκα

vandal

Φυτώκι Βοΐου

Γράφει ο Τάσος Σεβαστιάδης

Το Βόιο είναι μία πανέμορφη περιοχή του Νομού Κοζάνης που αρχίζει από την ξακουστή Σιάτιστα και φτάνει ως το Επταχώρι και από το βορρά από Καστοριά μέχρι τα πρώτα νότια χωριά των Γρεβενών τον Αϊ Γιώργη, Κληματάκι, Αηδόνια, Κυδωνιές, Αϊ Κοσμά και φτάνει στο Κυπαρίσσι, Δοτσικό, ως την άλλη ξακουστή κωμόπολη, τη «νεράιδα» του Σμόλικα, ή όπως με έλεγε καλαμπουρίζοντας ο Θανάσης Θώμας η «Μύκονος της Πίνδου», εννοώντας τη Σαμαρίνα.
Το ανάγλυφο του Βοΐου χαρακτηρίζεται κυρίως από το ορεινό της περιοχής με βασικό κορμό τα πανέμορφα Όντρια που βρίσκονται από την βόρεια πλευρά του. Ο Τάλαρος από τη δυτική περιοχή του που με τα υψώματα του τη Σκούρτσα, τα χοντρά δέντρα, το Λυκοκρέμασμα και πιο κει τον Προφήτη Ηλία Πενταλόφου, δίνουν μία άγρια ομορφιά στο τοπίο του. Αυτό το τοπίο που το κατοικούσαν ποιμένες με τις φαμελιές τους και τα κοπάδια τους, ήταν φυσικό μέσα από τα σιγοψιθυρίσματα της καρυδιάς και της καστανιάς να αναπτυχθούν ένα σωρό μύθοι για τις νεράιδες και τα ξωτικά που κυριαρχούσαν στις πλαγιές των βουνών και των λόφων που σε αυτές τις πλαγιές κυριαρχούσαν οι δρύες και οι καστανιές.
Εκτός όμως από τους μύθους του το Βόιο πάνω από όλα χαρακτηρίζεται από τους αγώνες των παλικαριών του, όταν αυτό το ζητούσε η πατρίδα του λαού. Από την άλωση του Μεσολογγίου όπου συμμετείχαν «τα παιδιά της Σαμαρίνας» ως την μεγαλειώδη ιστορική μάχη που έδωσε νικηφόρα κυρίως ο λαός του Βοΐου στον Φαρδύκαμπο κατατροπώνοντας και αιχμαλωτίζοντας 603 Ιταλούς στρατιώτες της ιταλικής φρουράς Γρεβενών. Σε όλη την πορεία του ο λαός του Βοΐου έχει γραμμένες τέτοιες περγαμηνές και δεν είχε καμία απαίτηση να εξαργυρώσει τις θυσίες του.
Έκανε το καθήκον του και μετά σιωπούσε. Βέβαια το ‘χουν πάντα αυτό το συνήθειο οι βιγλάτορες αυτής της χώρας, το φιλότιμο πάντα να το ξεχνούν. Έτσι ο τόπος του Βοΐου έμενε πάντα φτωχός και ο λαός του εκτός από τις φτωχοδουλειές που έκανε για να βγάλει το χειμώνα μεταναστεύει από τον Αϊ Γιώργη ως τον Αϊ Δημήτρη να βγάλει τα προς το ζην. Κυρίως μαστόρια σε όλη τη χώρα και το εξωτερικό, αλλά και θεριστάδες στους κάμπους της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας. Αυτόν τον τόπο της δυσκολίας και του πόνου, από τα δυτικά του με ροή προς τα νοτιοανατολικά τον διασχίζει ένας μικρός ποταμός, ο ποταμός της Πραμόριτσας που σφύζει από ζωή, έχοντας λογιών λογιών ψάρια και άλλα αμφίβια και στις όχθες του ζουν πολλά είδη πτηνών και ζώων. Σε πολλά σημεία του ποταμού δημιουργούνται διάφορα πλατώματα και έτσι σχηματίζονται μικρές κοιλάδες που διασχίζοντας τις η Πραμόριτσα τις μετατρέπει σε πηγές πλούτου, κάνοντας ποτιστικά τα χωράφια που καλλιεργούν οι αγρότες.
Μέσα σε μία τέτοια κοιλάδα, σε έναν τέτοιο χώρο ήταν και η γη της επαγγελίας που ονομάζεται Φυτώκι. Το Φυτώκι βρίσκεται μόλις 6,5 χιλιόμετρα από το Τσοτύλι, πόλη που συγκέντρωνε όλη τη δραστηριότητα της αγροτιάς της περιοχής, σε αντίθεση με τη Σιάτιστα που ήταν πιο αστική πόλη που συγκέντρωνε όλες τις εμπορικές δραστηριότητες. Το Φυτώκι το κατοικούσαν λίγοι χριστιανοί που δούλευαν στα κτήματα του Τούρκου τσιφλικά. Με την ανταλλαγή των πληθυσμών του 1922 ήρθαν και εγκαταστάθηκαν 25 οικογένειες προσφύγων, κυρίως του Καππαδόκικου Πόντου και ζούσαν ντόπιοι και πόντιοι μαζί και ποτέ δεν ξεπέρασαν τους 100 με 120 κατοίκους. Το εύφορο χώμα των χωραφιών του Φυτωκίου σε συνδυασμό με το νερό του ποταμού της Πραμόριτσας και την εργατικότητα των κατοίκων του, παλιών και νέων προσφύγων, έκανε το χωριό με πολύ ικανοποιητικό εισόδημα. Οι μπαξέδες με τα ζαρζαβατικά, ντομάτες, μελιτζάνες, πιπεριές, πατάτες, κρεμμύδια, σταφύλια που είχε κάθε σπίτι, τα χωράφια με τα σιτηρά, τα τριφυλλοχώραφα με τις ζωοτροφές, έκανε το χωριό μία γη που οι κάτοικοί του ακύρωσαν την όποια πολιτειακή βοήθεια που έχει υποχρέωση μία ευνοούμενη Πολιτεία προς τους πολίτες της. Οι ντομάτες… Αχ… Εκείνες οι ντομάτες ήταν πεντανόστιμες… Θυμάμαι μία φορά τη γιαγιά μου την Μανουσιάκα που με μία ντομάτα έκανε δύο πιάτα σαλάτα. Ήταν πελώριες και πολύ νόστιμες.
Οι Φυτωκιώτες δεν ασχολούνταν μόνο με τη γεωργία. Το χωριό είχε πολλές γελάδες καθώς και πολλά γιδοπρόβατα. Ήταν δηλαδή μία κοινωνία με πλήρη επάρκεια υλικών αγαθών. Τα Χριστούγεννα δεν υπήρχε ούτε ένα σπίτι να μην έχει το γουρούνι του. Οι κότες υπήρχαν πλήθος σε κάθε σπίτι. Λίγα πράγματα έλειπαν από το κάθε σπίτι που όμως αγοράζονταν κάθε Σάββατο στη λαϊκή αγορά που γινόταν στο Τσοτύλι.
Για τον τρόπο ζωής και της ευφορίας του Φυτωκίου μπορούν να μιλήσουν οι περισσότεροι από 100 νέοι από τα ορεινότερα χωριά που δούλευαν εκεί ως χουσμεκιάρηδες της πενηντακονταετίας των ετών από το 1925 έως και το 1975 όπου κατέρρευσε ο χειρωνακτικός τρόπος παραγωγής παραμερισμένος από τον βιομηχανικό τρόπο, όπου πια κυριαρχούν τα μηχανήματα για την καλλιέργεια των χωραφιών και τη συλλογή της παραγωγής τους.
Σήμερα το Φυτώκι το παραμάζεψε ο αέρας που φυσάει και μαράζωσε όλη την ύπαιθρο της χώρας. Όσοι ζήσαν εκείνα τα χρόνια κουβαλούν μέσα τους τις αναμνήσεις τους. Όμως με βεβαιότητα μπορώ να πω ότι ήταν τα καλύτερά μας χρόνια, όσοι τα ζήσαμε.
Πονάω για τους πιτσιρικάδες που δεν θα έχουν τέτοιες μνήμες και το χειρότερο… Μπροστά στην «αχορτασιά» των κατεχόντων και προκειμένου να κρατήσουν τον πλούτο τους ετοιμάζουν έναν νεομεσαίωνα που η ζωή του φτωχού θα γίνεται όλο και πιο μαρτυρική. Το γραφτό αυτό το έγραψα για τη μνήμη του αδερφού του πατέρα μου Τάσου Σεβαστιάδη που σκοτώθηκε μαχητής του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας στη Μουργκάνα υπηρετώντας στο τάγμα του Σπ. Παπαδημητρίου και το λόχο του λοχαγού Θαν. Νέστορα από τα Κριθαράκια Γρεβενών.
Το Φυτώκι συμμετείχε σε όλους τους αγώνες και σχεδόν όλα τα παιδιά του ή σκοτώθηκαν ή φύγαν πρόσφυγες στις χώρες του σοσιαλισμού.
27/10/2020

Δείτε ακόμα

   Η Ακρόπολη