ANTE PORTAS…
-Αφέντη μ’, αφέντη μ’…
Η μαυροφορεμένη γυναίκα έσφιξε την μπαρμπούλα της και σταμάτησε να πάρει μια ανάσα.
-Τι είναι χριστιανή; Ο παπάς βγήκε στο κατώφλι του χαμηλού σπιτιού του, πίσω του η γυναίκα του με την εγγονή του. Ο Αϊ -Ταξιάρχης , αφέντη μ’, δεν μ’ αφήνει να μπω…
Η Χρήστινα (γυναίκα τ΄ Χρήστου) ήταν υπεύθυνη να ανάβει τα καντήλια της Μονής. Τρεις καντήλες έκαιγαν όλο το χρόνο. Του Χριστού, της Παναγίας και του Αϊ -Ταξιάρχη. Έτσι και τούτο το βράδυ είχε πάει να ανάψει τα καντήλια αλλά δεν μπορούσε να μπει στο Καθολικό της Μονής.
Η αλαφιασμένη κουστωδία διέσχισε με γρήγορες δρασκ΄λιές την απόσταση μέχρι τη Μονή. Η μικρή Βάια σχεδόν δεν πατούσε στο χώμα.Ήταν μαξούμ’ ακόμα αλλά γνώριζε καλά ότι ο προστάτης του χωριού ο Αϊ -Ταξιάρχης έμενε στο Μοναστήρι. Από εκεί φύλαγε και προστάτευε το χωριό και την γύρω περιοχή. Τα ατελείωτα βράδια του χειμώνα άκουγε τον παπά παππού της που της διηγούνταν τα θαύματα του. Τις καυτές μέρες του καλοκαιριού που μάζευαν τα γεννήματα του Μοναστηριού μαζί με άλλους χωριανούς στα χωράφια δίπλα στο Μοναστήρι ένιωθε την παρουσία του…
Μπήκαν στον περίβολο και τράβηξαν κατά το καθολικό. Η Χρήστινα έβαλε το κλειδί και ξεκλείδωσε. Προσπάθησε να ανοίξει την πόρτα. Τίποτα. Έσπρωξε με όλη τη δύναμη της τίποτα. Ο παπάς πίσω της κατάλαβε… Άρχισε να διαβάζει τα γράμματα. Η γυναίκα του και η μικρή εγγονή του κουλουριασμένες δίπλα του. Η Χρίστινα έσπρωξε την πόρτα και μπήκε…
-Τον είδα, μουλουγούσε μετά από μέρες η Χρήστινα, τον είδα κατά την αριστερή πλευρά από το Ιερό, είδα τον ίσκιο του. Ήταν ο Αϊ -Ταξιάρχης και πά΄ενι κατά το Ιερό.
Δεν ήταν τίποτα το περίεργο για τους Κουσκώτες. Ο ΑΪ -ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ ΕΜΕΝΕ ΣΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡ’.
Ρωτήστε σήμερα του μεγάλους στον Ταξιάρχη. Όλοι θα σας πουν ότι έφυγε ο Αϊ Ταξιάρχης. Σήμερα εμείς του κλείσαμε την πόρτα και όχι μόνο του Καθολικού αλλά και όλης της Μονής…
Κλωνάρας Θόδωρος