Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΤΩΝ ΣΚΟΠΙΩΝ
Χρήστου Δ. Βήττου
Υποστρατήγου ε.α.
Οι Σέρβοι, όπως και οι Βούλγαροι, είχαν στο παρελθόν στραμμένα τα βλέμματά τους στη Θεσσαλονίκη. Η σερβική επιβουλή κατά της Ελλάδας φάνηκε καθαρά κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στις αρχές του 1941 οι Γερμανοί, για να κερδίσουν τη φιλία των Γιουγκοσλάβων, προσέφεραν σ’ αυτούς διέξοδο στο Αιγαίο με την παραχώρηση της Θεσσαλονίκης. Την προσφορά αυτή τη δέχθηκαν με μεγάλη προθυμία ο αντιβασιλιάς Παύλος και η κυβέρνηση της Γιουγκοσλαβίας. Έτσι, στις 25 Μαρτίου 1941 ο πρωθυπουργός της Γιουγκοσλαβίας Τσβέτκοβιτς υπέγραφε στο ανάκτορο Μπελβεντέρε της Βιέννης την προσχώρηση της χώρας του στον Άξονα.
Δύο ημέρες μετά την υπογραφή του παραπάνω Συμφώνου, στις 27 Μαρτίου 1941, ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου και αργότερα πρωθυπουργός Ντουσάν Σίμοβιτς, με στρατιωτικό πραξικόπημα, ανέτρεψε την κυβέρνηση Τσβέτκοβιτς, κατάργησε την αντιβασιλεία και ανακήρυξε βασιλιά τον Πέτρο Β΄. Η αιφνίδια αυτή μεταβολή, που ακύρωνε τη συμφωνία με τον Άξονα, ανάγκασε τους Γερμανούς να αποφασίσουν την κατάληψη της Γιουγκοσλαβίας και της Ελλάδας, για να θέσουν υπό έλεγχο τη Βαλκανική. Με την εισβολή των Γερμανών στη Γιουγκοσλαβία ο βασιλιάς Πέτρος Β΄ κατέφυγε στο Λονδίνο, όπου και σχηματίστηκε η εξόριστη Γιουγκοσλαβική κυβέρνηση για να συνεχίσει τον αγώνα.
Η ομοσπονδία της χώρας διαλύθηκε, διότι η Κροατία ανακηρύχτηκε ανεξάρτητο κράτος (βασίλειο της Κροατίας) με πρωτεύουσα το Ζάγκρεμπ, του οποίου την εξουσία παρέδωσαν οι Γερμανοί στον αρχηγό των αυτονομιστών Κροατών (Ουστάτζι) Άντε Πάβελιτς. Στο μεταξύ οι Ιταλοί κατέλαβαν τις περιοχές που κατοικούσαν κατά πλειονότητα άτομα αλβανικής καταγωγής με προοπτική να τις προσαρτήσουν στο προτεκτοράτο της Αλβανίας. Οι περιοχές που γειτνίαζαν με την Αλβανία ήταν: Τέτοβο, Κίτσεβο, Στρούγκα, Ντεμπάρ (Δίβρη), καθώς και το μεγαλύτερο τμήμα του Κοσσόβου (Κοσσυφοπεδίου), όπου και εκεί κατοικούσαν σε ποσοστό 78% Αλβανοί.
Λίγους μήνες μετά τη γερμανική εισβολή εκδηλώθηκε σε ολόκληρη τη Γιουγκοσλαβία ένα ισχυρό επαναστατικό κίνημα με αρχηγούς, από τη μια μεριά το συνταγματάρχη Ντράζα Μιχαήλοβιτς, που υποστηριζόταν από την εξόριστη κυβέρνηση του Λονδίνου, και από την άλλη, τον Κροάτη κομμουνιστή και γενικό γραμματέα του ΚΚΓ Γιόσιπ Μπροζ, ο οποίος έλαβε το ψευδώνυμο Τίτο.
Τα ανταρτικά σώματα του Μιχαήλοβιτς, που ονομάζονταν «Τσέτνικς», αποτελούνταν κυρίως από αξιωματικούς και οπλίτες του διαλυθέντος στρατού και αναγνώριζαν την εξόριστη κυβέρνηση του Λονδίνου. Μεταξύ των Τσέτνικς του Μιχαήλοβιτς και των παρτιζάνων του Τίτο άρχισε έντονος ανταγωνισμός που εξελίχτηκε σε εμφύλιο πόλεμο. Στην αρχή οι Σύμμαχοι είχαν αναγνωρίσει μόνο το Μιχαήλοβιτς και δυσπιστούσαν για τον Τίτο, παρά τις διαβεβαιώσεις του ότι διεξάγει αγώνα αντίστασης και ότι δεν πρόκειται να επιδιώξει τη δημιουργία κομμουνιστικού κράτους. Ο Τίτο, έχοντας τη βοήθεια του μηχανισμού του κομμουνιστικού κόμματος, υπερείχε σε οργανωτική ικανότητα και φιλολαϊκά συνθήματα, οπότε επικράτησε του Μιχαήλοβιτς. Στη συνδιάσκεψη της Τεχεράνης (28.11.43 – 1.12.43), ο πρωθυπουργός της Αγγλίας Ουίστον Τσόρτσιλ έπεισε το Στάλιν και το Ρούσβελτ ότι ο Τίτο ήταν εκείνος που διεξήγαγε πραγματικό αγώνα αντίστασης στη Γιουγκοσλαβία εναντίον των Γερμανών και Ιταλών και υπήρχε απόλυτη ανάγκη να ενισχυθεί στρατιωτικά.
Από τότε άρχισαν να στέλνονται από τους Άγγλους στους παρτιζάνους του Τίτο μεγάλες ποσότητες πολεμικού και υγειονομικού υλικού. Παράλληλα άρχισε η ενίσχυση του Τίτο με πολεμικό υλικό από τη Σοβιετική Ένωση. Ύστερα από αυτό ολόκληρη η οργάνωση των Τσέτνικς του Μιχαήλοβιτς διαλύθηκε, μετά από τις αιματηρές συγκρούσεις που είχε με τους παρτιζάνους.
Η ανακήρυξη της «Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας»
Στις 2 Αυγούστου 1944 πραγματοποιήθηκε μεγάλη συγκέντρωση στο μοναστήρι Prohor Ptinjski, όπου οι κομμουνιστές του Τίτο ανακήρυξαν τη «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας», ενταγμένη στους κόλπους της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας. Βασική επιδίωξη ίδρυσης του κρατιδίου αυτού ήταν η μελλοντική κατάληψη της ελληνικής Μακεδονίας και η επέκτασή του μέχρι το Αιγαίο (Μακεδονία του Αιγαίου). Το κρατίδιο αυτό στις 30 Απριλίου 1945 εντάχθηκε ως έκτο κράτος στην Ομοσπονδιακή Γιουγκοσλαβία. Οι άλλες πέντε ομόσπονδες δημοκρατίες ήταν: Σερβία, Μαυροβούνιο, Κροατία, Βοσνία – Ερζεγοβίνη και Σλοβενία.
Μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς, επικράτησε η παράταξη του Τίτο, ο οποίος ανακηρύχτηκε στρατάρχης του γιουγκοσλαβικού στρατού. Με την καθοδήγηση και τον έλεγχο της Σοβιετικής Ένωσης το κομμουνιστικό κόμμα που ονομάστηκε «Εθνικό Μέτωπο» ανέλαβε την εξουσία και στις 29 Νοεμβρίου 1945 ανακήρυξε τη Γιουγκοσλαβία σε Ομοσπονδιακή Λαϊκή Δημοκρατία. Για να περιορίσει τη σερβική επιρροή, ο Τίτο δημιούργησε τις αυτόνομες επαρχίες της Βοϊβοντίνας και του Κοσσυφοπεδίου.
Η γιουγκοσλαβική Συντακτική Συνέλευση, που συνεδρίασε στις 20 Δεκεμβρίου 1945, εξέλεξε το προεδρείο της με πρόεδρο τον Τίτο και κήρυξε έκπτωτη τη μοναρχία, χωρίς τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος. Στις 31 Ιανουαρίου 1946 ψήφισε Σύνταγμα, σύμφωνα με το οποίο δημιουργούνταν ένα ομοσπονδιακό κράτος κομμουνιστικού τύπου. Πρώτο μέλημα του Τίτο ήταν να καθαρίσει τη χώρα από τα κυριότερα αντικομμουνιστικά στοιχεία. Ο αρχηγός της Αστυνομίας Ράνκοβιτς συνέλαβε και φυλάκισε χιλιάδες άτομα που δεν ήταν προσκείμενα στον κομμουνισμό. Μεταξύ των ατόμων αυτών ήταν και ο στρατηγός Ντράζα Μιχαήλοβιτς, ο οποίος συνελήφθη στις 24 Μαρτίου 1946 και δικάστηκε με την κατηγορία ότι συνεργάστηκε με τον εχθρό και ότι πολέμησε τους παρτιζάνους. Το δικαστήριο τον καταδίκασε σε θάνατο και εκτελέστηκε την επόμενη ημέρα του πέρατος της δίκης, στις 16 Ιουλίου 1946. Η θανάτωσή του προκάλεσε διεθνείς αντιδράσεις και πολλοί, δυτικοί κυρίως, υποστήριξαν ότι οι κατηγορίες εναντίον του υπήρξαν ατεκμηρίωτες και καρπός πολιτικής σκοπιμότητας.
Στη δεκαετία του 1960 άρχισε ο επαναπατρισμός των Ελλήνων κομμουνιστών από τα κράτη του Ανατολικού Συνασπισμού. Τότε οι περισσότεροι σλαβόφωνοι που ζούσαν στην Ελλάδα πριν τον πόλεμο, αντί να μεταβούν στα χωριά τους, εγκαταστάθηκαν στη «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας», όπου έγιναν ευμενώς δεκτοί από τον Τίτο και κατέλαβαν διάφορες θέσεις στον κρατικό μηχανισμό. Τα παιδιά των περισσοτέρων από αυτούς, καθώς και εκείνων που κατέφυγαν εκεί επί Κατοχής κυβερνούν σήμερα το κράτος των Σκοπίων. Μετά το 1950 άρχισε από την Γιουγκοσλαβία του Τίτο μια συντονισμένη ανθελληνική προπαγάνδα, με όργανα τους σλαβόφωνους μετανάστες του Καναδά και της Αυστραλίας. Το ελληνικό κράτος δεν έδωσε τη δέουσα σημασία, για να εξουδετερώσει την προπαγάνδα «εν τη γενέσει της», με αποτέλεσμα επί σαράντα χρόνια (1950- 1990) οι Σκοπιανοί να περνούν εύκολα τις θέσεις τους στα διάφορα κέντρα αποφάσεων και το λήμμα «Μακεδονία» να καταντήσει συνώνυμο του κράτους των Σκοπίων. Η μόνη ελληνική αντίδραση προήλθε από μεμονωμένες φιλότιμες προσπάθειες κάποιων ατόμων που εργάζονταν στην Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών (καθηγητής Βαβούσκος κ.λπ.), καθώς και από οργανώσεις Ελλήνων μεταναστών του Καναδά και της Αυστραλίας. Αλλά, εφόσον το ελληνικό κράτος δεν συμμετείχε τα κρίσιμα εκείνα χρόνια ενεργά στον αγώνα, για να συντονίσει και βοηθήσει οικονομικά (με μυστικά κονδύλια) τις προσπάθειες των εθελοντικών οργανώσεων των Ελλήνων μεταναστών και να ενημερώσει υπεύθυνα τις κυβερνήσεις των διαφόρων κρατών, φθάσαμε στο σημερινό πολιτικό αδιέξοδο και στην αδιαλλαξία των Σκοπιανών.
Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας μετά το θάνατο του Τίτο
Η Γιουγκοσλαβία άρχισε να διαλύεται μετά το 1991, όταν η Σλοβενία, η Κροατία, η Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας και η Βοσνία – Ερζεγοβίνη, αποσχίστηκαν από τη γιουγκοσλαβική ομοσπονδία. Η Κροατία και η Σλοβενία ανακήρυξαν την απόσχισή τους στις 25 Ιουνίου 1991, η Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας το Δεκέμβριο του 1991, η Βοσνία – Ερζεγοβίνη το Φεβρουάριο – Μάρτιο του 1992.
Η Σερβία του Μιλόσεβιτς ήταν η πρώτη που αναγνώρισε το κράτος των Σκοπίων με το όνομα «Μακεδονία», χωρίς να αντιδράσει καθόλου για την κήρυξη της ανεξαρτησίας του, όπως έκανε με τις άλλες ομόσπονδες δημοκρατίες. Τα λόγια του Μιλόσεβιτς προς τον Γκλιγκόροφ, όταν η ΠΓΔΜ ανακοίνωσε την ανεξαρτησία της ήταν: «Ωραία, λοιπόν, αδέλφια σας εύχομαι κάθε επιτυχία στον δρόμο για την ανεξαρτησία και σας βεβαιώνω ότι η Σερβία δεν θα λάβει κανένα μέτρο κατά της χώρας σας».
Το πρόβλημα που προέκυψε με την Ελλάδα μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας ήταν όταν ανεξαρτητοποιήθηκε το κράτος των Σκοπίων και θέλησε να αναγνωριστεί διεθνώς με το όνομα «Μακεδονία», τη στιγμή που κατέχει μόνο το 39% της εδαφικής έκτασης του συνόλου του γεωγραφικού χώρου της Μακεδονίας, έναντι 51% της Ελλάδας και 10% της Βουλγαρίας (Μακεδονία του Πιρίν). Η Ελλάδα αντέδρασε αμέσως και επιδίωξε να βρεθεί μια αμοιβαία αποδεκτή λύση στο θέμα της ονομασίας, αλλά συνάντησε την αδιαλλαξία της κυβέρνησης των Σκοπίων. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την προπαγάνδα των Σκοπιανών που εμφανίζει αλυτρωτικές τάσεις και διακηρύττει συνεχώς ότι η ελληνική Μακεδονία βρίσκεται υπό την κατοχή των Ελλήνων και πρέπει να απελευθερωθεί από τους «Μακεδόνες» και ότι αυτοί είναι απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου (ενώ είναι Σλάβοι), δημιούργησε ένταση στις σχέσεις των δύο χωρών.
Όπως είναι γνωστό τα περισσότερα κράτη, που δεν ενδιαφέρονται για την ιστορική πραγματικότητα, αναγνώρισαν τα Σκόπια ως «Μακεδονία», ενώ η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων δεν δέχεται να περιλαμβάνεται η λέξη αυτή στην ονομασία του κράτους των Σκοπίων, για λόγους ιστορικούς και εθνικούς. Το θέμα της ονομασίας βρίσκεται σε εξέλιξη υπό την αιγίδα του ΟΗΕ.
Οι Σκοπιανοί μέχρι σήμερα είναι αδιάλλακτοι και προκλητικοί στο ζήτημα του αλυτρωτισμού. Έφθασαν μάλιστα σε σημείο να προτείνουν ως ονομασία του κρατιδίου τους τη «Μακεδονία του Ίλιντεν», που παραπέμπει ιστορικά στην εξέγερση των Βουλγάρων εναντίον των Τούρκων στις 20 Ιουλίου 1903 με σύνθημα «Η Μακεδονία στους Μακεδόνες». Η εξέγερση αυτή είχε ως αντικειμενικό σκοπό την προσάρτηση ολόκληρης της Μακεδονίας στη Βουλγαρία. Αυτό αποτέλεσε την αιτία και αφορμή για να αρχίσει η ελληνική Κυβέρνηση τον ένοπλο Μακεδονικό Αγώνα (1904-1908) μέσα στο οθωμανικό έδαφος, για να αποτρέψει τις κατακτητικές βλέψεις των Βουλγάρων στην ελληνική Μακεδονία. Στους Βαλκανικούς όμως πολέμους (1912-13) την περιοχή του σημερινού κράτους των Σκοπίων την κατέλαβε η Σερβία, με αποτέλεσμα οι Μεγάλες Δυνάμεις, όταν καθόρισαν τα σύνορα των βαλκανικών κρατών με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1913), να δώσουν σε κάθε κράτος τα εδάφη που είχε καταλάβει. Έτσι φθάσαμε σε σημείο πρώην ελληνικά εδάφη, για τα οποία χύθηκε ελληνικό αίμα κατά το Μακεδονικό Αγώνα, όπως οι περιοχές Μοναστηρίου, Μοριχόβου, Περιστερίου κ.λπ. να περιέλθουν υπό σερβική και αργότερα γιουγκοσλαβική κατοχή.
Σε ό,τι αφορά τις σημερινές διαπραγματεύσεις, σε περίπτωση που η Ελλάδα δεχθεί να παραμείνει στο όνομα του κράτους των Σκοπίων η λέξη «Μακεδονία» υπάρχει κίνδυνος κάποια μεγάλη δύναμη να θελήσει μελλοντικά να χρησιμοποιήσει ως προτεκτοράτο το χώρο της γεωγραφικής Μακεδονίας και με πρόσχημα τις αλυτρωτικές βλέψεις των Σκοπιανών, εφαρμόζοντας τη «μέθοδο του Κοσόβου», να πετύχει την «ανεξαρτησία» της Μακεδονίας και να δημιουργήσει τη «Μακεδονία του Αιγαίου», όπως την ονειρεύονται οι Σλάβοι των Σκοπίων.