Ο ΜΑΚΕΔΟΝΟΜΑΧΟΣ ΛΟΥΚΑΣ ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΑΠΟ ΤΗ ΡΑΤΟΣΙΝΙΣΤΑ (ΜΕΓΑΡΟ ΓΡΕΒΕΝΩΝ)
Του δασκάλου Ηλία Γάγαλη
Ο οπλαρχηγός Λούκας Κόκκινος γεννήθηκε το 1878 στη Ρατοσίνιστα ή Ραδοσίνιστα Γρεβενών σημερινό Μέγαρο, γιος του Γεώργιου Κόκκινου. Είναι εξακριβωμένο ότι ο πατέρας του Λούκα είχε πολεμήσει στο ρωσοτουρκικό πόλεμο από την πλευρά των Ρώσων στη Θράκη και είχε διακριθεί αμειβόμενος γενναία για το θάρρος του. Αργότερα ο Γεώργιος Κόκκινος χρησιμοποιούνταν από τους Ρώσους για να δημιουργεί ζητήματα στους Τούρκους στο βιλαέτι του Μοναστηρίου. Η μητέρα του Μαρία κατάγονταν από το Δοτσικό και ήταν συγγενής του καπετάν Γκούντα. Γράμματα δεν ήξερε αλλά ήταν έξυπνος. Ήταν θρησκευόμενος. Στον πόλεμο χρησιμοποιούσε περισσότερο το σπαθί του, παρά το όπλο του. Και τα δυο τα είχε κλέψει από ένα Τούρκο αγά του Κάστρου χωριό που κατοικούνταν από Βαλαάδες εξισλαμισμένους χριστιανούς. Ήταν φλοροκαπνισμένα (χρυσοκέντητα) και δεν τα αποχωρίστηκε ποτέ παρά με το θάνατό του.
Ήταν νέος ζωηρός , δεν μπορούσε να υποφέρει τους Τούρκους. Λένε ότι κατεβαίνοντας στον Αχίλλη στα Γρεβενά μ’ ένα θείο του για να πουλήσουν κριάρια ήρθε σε ρήξη με ζαπτιέδες (Τούρκους χωροφύλακες) και εξαφανίστηκε. Άλλοτε κακοποίησε ένα φοροεισπράκτορα. Φεύγει καταδιωγμένος το 1896 και κατατάσσεται στην ομάδα του Διαμαντή Μάνου, γρήγορα όμως κάνει δική του ομάδα. Με τους συντρόφους του γυρίζει τα χωριά των Γρεβενών και της Ανασέλιτσας (Βοΐου).Τον κατηγορούν για κλέφτη ,αλλά είναι βέβαιο ότι ο Λούκας με τους συντρόφους του δεν έκανε καμιά οργανωμένη ληστεία σε βάρος Μακεδόνων Ελλήνων, ούτε κακοποίηση, ούτε φόνο. Είναι και πάλι εξακριβωμένο ότι τα είχε βάλει με τους ρουμανόφιλους τους οποίους κατατσάκισε στα πρόστιμα και στο ξύλο και πολλούς τους πέρασε από το γιαταγάνι του, γιατί άλλοι απ’ αυτούς συκοφαντούσαν Έλληνες στους Τούρκους κι άλλοι δούλευαν προπαγανδιστικά για τους Ρουμάνους.
Ο Λούκας νέος εικοσαετής καπετάνιος στην ομάδα του διατηρούσε γενειάδα, φορούσε μανδύα ,άσπρα χολέβια , πουκάμισο φαρδύ, τσαρούχια κόκκινα και σκούφο ελληνικό ,είχε τέλειο οπλισμό όπως προαναφέραμε και γιαταγάνι. Μαζί του είχε 8-15 νέους ,γειτονικών στο χωριό του περιοχής.
Τον τιμούσαν για αρχηγό τους και ήσαν όλοι μεταξύ τους σαν αδέρφια. Τον καπετάν Λούκα με τα παλικάρια του τον βρίσκουμε παντού. Σήμερα στην Πλέσια (Μελίσσι Γρεβενών) κοντά στα σύνορα και αύριο στο Βεδιλούστι (Δαμασκηνιά Βοΐου) στα Καστανοχώρια. Απόψε στο σχολείο στο Βαντσκό (Κυδωνιές Γρεβενών) και αύριο στην εκκλησία στο Δοτσικό (πατρίδα της μητέρας του Μαρίας).Δεν έλειπε από γάμους ,ούτε από πανηγύρια. Έδινε θάρρος στους ιερείς και στους δασκάλους και βοηθούσε χρηματικά τους φτωχούς, τις ετοιμόρροπες εκκλησίες και την προικοδότηση κοριτσιών. Έλυνε με την επιβολή του δίκαια διαφορές και πάντοτε συνιστούσε να απευθύνονται στους Δεσποτάδες των Γρεβενών και της Σιάτιστας για τις υποθέσεις τους και όχι στα τουρκικά δικαστήρια[1]. Για τους Οθωμανούς ληστές τους περίφημους «Κατσάκηδες» ήταν το φόβητρο. Άλλους τους είχε πετσοκόψει και αυτοί που είχαν μείνει είχαν εξαφανιστεί εκτός του τομέα του. Με το Μακεδονικό κομιτάτο στην Αθήνα και με τα Τρίκαλα πάντα έρχονταν σε επαφή με γράμματα ή απεσταλμένο του. Όταν στη Μακεδονία έρχονταν επίσημα απεσταλμένοι αρχηγοί και ανταρτικά σώματα, ο Λούκας έρχονταν σε επαφή μ’ αυτά και έδινε οπαδό του για οδηγό ή σύνδεσμο.
Το 1904 με τους καπετάνιους Πάυλο Κύρου , Στέφο , Διαμαντή Μάνο και Γκούμα Αθανάσιο (αγγελιοφόρος) το Μάρτιο οδήγησαν την ομάδα του Παύλου Μελά (Μίκη Ζέζα) στην Κοζάνη, στη Σιάτιστα και μέσω Βογατσικού στη Βορειοδυτική Μακεδονία.
Το ίδιο έγινε και στη Γριά (Άνοιξη Γρεβενών) όπου στις 15 Σεπτεμβρίου του 1905 μπαίνει στη Μακεδονία ο Αντώνιος Βλαχάκης (Νάκης Λίτσας) ,ανθυπολοχαγός του στρατού από το Γύθειο Λακωνίας. Ο Λούκας τον περιμένει και πηγαίνουν στη συνέχεια στα Βλαχοχώρια κι από κει στα Καστανοχώρια για να εμψυχώσουν τους κατοίκους. Αργότερα όταν ο Λούκας ξεκαθάρισε την περιφέρειά του από τους ρουμανόφιλους ενώθηκε με το σώμα του Νάκη Λίτσα (Αντώνιος Βλαχάκης) και αποτέλεσε με τους άντρες του διμοιρία με αρχηγό τον ίδιο. Μαζί με το Βλαχάκη στράφηκαν προς την Καστοριά ενάντια στους Κομιτατζήδες.
Όλο το σώμα τότε του Νάκη Λίτσα με 85 άντρες, με οπλαρχηγούς το Λούκα ,τους Πετροπουλάκηδες και τον Ακύλλα άρχισαν εντατική δράση. Γύριζαν τα χωριά και με λόγους πρώτα προσπαθούσαν να πείσουν τους χωρικούς να μην επικοινωνούν με τους κομιτατζήδες, να μένουν πιστοί στην Ορθοδοξία και να έχουν πίστη και ελπίδα ότι πολύ σύντομα ο τόπος θα ελευθερωθεί από τους Τούρκους. Όπου δεν ίσχυαν τα λόγια, ίσχυε η βία.
Στο Ιζερέτς (Πετροπουλάκη Καστοριάς) την Πρωτοχρονιά του 1906 επιτέθηκαν νύχτα ,γιατί εκεί πίστευαν ότι κρύβεται ο αρχικομιτατζής Μήτρο Βλάχος, αλλά δεν ήταν εκεί. Όσοι κομιτατζήδες βρίσκονταν στο χωριό σκοτώθηκαν και το χωριό το τύλιξαν οι φλόγες ,αλλά φεύγοντας έπεσαν σε τουρκική ενέδρα τρίτη μάχη σε 15 μέρες .Εκεί σκοτώθηκαν 3 μακεδονομάχοι και τραυματίστηκαν 8,η τουρκική δύναμη διαλύθηκε.
Τον Ιανουάριο του 1906 ο Λίτσας καταφεύγει στη Ελλάδα για να ξεκουραστεί και ο Λούκας αναλαμβάνει ομαδάρχης επικεφαλής στη μια από τις πέντε ομάδες του σώματος Λίτσα.
Υπήρχαν πληροφορίες το Μάιο του 1906 ότι ο Μήτρος Βλάχος είναι στην Οσνίτσανη (Καστανόφυτο).Ο Νάκης Λίτσας είχε επανέλθει και προτείνει να επιτεθούν στην Οσνίτσιανη. Ο Λούκας υποστήριξε ότι μπορεί να ήταν παγίδα αυτές οι πληροφορίες. Στις 7 Μαΐου επιτίθενται κατά του χωριού πριν χαράξει, τους περιμένουν κομιτατζήδες στα υψώματα και μια διλοχία τουρκικού στρατού. Στη μάχη αυτή από τις φονικότερες του Μακεδονικού αγώνα φονεύονται 24 μακεδονομάχοι και 11 τραυματίζονται ,μεταξύ των νεκρών ο Νάκης Λίτσας (Αντώνιος Βλαχάκης) και ο οπλαρχηγός Λεωνίδας Πετροπουλάκης. Στη μάχη αυτή σκοτώνονται 9 Κομιτατζήδες και περίπου 144 Οθωμανοί αξιωματικοί και στρατιώτες. Τα πράγματα θα ήταν ακόμη χειρότερα αν δεν επενέβαινε ο καπετάν Μπέλος που βρίσκονταν στη Δαμασκηνιά για να τους βοηθήσει να απεμπλακούν. Ο Λούκας με τα παλικάρια του και τους τραυματίες βάδισε προς το Ζουπάνι (Πεντάλοφο Βοΐου).Από εκεί με το γραμματέα του Δημήτρη Τζιουβάρα, έγραψε γράμμα στον αδελφό του αρχηγού του Λεωνίδα Βλαχάκη στο Γύθειο αναγγέλλοντας το θάνατό του και τις λεπτομέρειες της μάχης , έστειλε παράλληλα συλλυπητήρια και στις οικογένειες των νεκρών της μάχης στην Οσνίτσανη (Καστανόφυτο) .
Το χειμώνα του 1906-1907 με άλλους οπλαρχηγούς επισκέπτονται χωριά της Καστοριάς και τα επαναφέρουν στο Πατριαρχείο ,στη συνέχεια πηγαίνουν στο Παλαιοχώρι Εορδαίας (Φούφας) όπου διαλύουν τους κομιτατζήδες. Εκεί σκοτώθηκε ο Ζαχαρίας Παπαδιάς (καπετάν Φούφας).Τον Ιούνιο του 1907 επανέρχονται στην περιοχή Καστοριάς και χτυπούν το χωριό Κονοπλάτι (Οξυά) απ’ όπου κατάγονταν ο βοεβόδας Κούζος. Δεν καταφέρνουν να τον βρουν γιατί επεμβαίνουν ισχυρές τουρκικές δυνάμεις, καταφέρνουν και ξεφεύγουν στις 13 Ιουνίου και συμπτύσσονται στην περιοχή Λεχόβου. Δεν ειδοποιούν ούτε την επιτροπή Λεχόβου για την παρουσία τους εκεί. Το πρωί της 14ης Ιουνίου 1907 τουρκικός λόχος που διανυκτέρευε στο Λέχοβο ξεκινά για να επιστρέψει στη Βασιλειάδα όπου έδρευε. Κατά σύμπτωση έπεσε πάνω στα φυλάκια του Χρήστου Αργυράκου ή Μπαστιά (Κίτσου Μουρίκη).Από τους Έλληνες μετά από μάχη 11 σκοτώνονται ,μεταξύ αυτών και ο Μουρίκης,4 τραυματίζονται, μεταξύ αυτών και ο Λούκας Κόκκινος στο μάτι. Καταφέρνουν να απεμπλακούν.
Τον βαριά πληγωμένο Λούκα τον βρίσκουν ημιθανή μετά 24ωρο τον ανακάλυψαν οι χωρικοί του Λεχόβου στη χαράδρα ημικεκαλυμμένο με νερό και χώματα. Αργότερα το πρωτοπαλίκαρο του Μήτρος Τζουβάρας από το Μαυρονόρος Γρεβενών, τον οδήγησε στα χωριά της Ανασέλιτσας και Γρεβενών και νοσηλεύτηκε. Η πάθηση όμως φαίνονταν ανίατη και στάλθηκε για νοσηλεία στην Αθήνα στο Νοσοκομείο Ευαγγελισμού για ένα εξάμηνο. Όταν γύρισε πίσω ήταν με ένα μάτι και η επικατάρατη φθίση τον είχε κυριεύσει. Το θάρρος του όμως δεν τον είχε εγκαταλείψει και είχε τακτική επικοινωνία με τους λοιπούς οπαδούς του.
Ανάμεσα στους μακεδονομάχους ξεχωρίζουν και οι μορφές δυο συγχωριανών του από το Μέγαρο Γρεβενών: ο Βασιλόπουλος ή Τέγος Βασίλειος & ο Γκούμας Αθανάσιος[2].
Μετά το οθωμανικό σύνταγμα του 1908 αμνηστεύεται μαζί και με όλους τους άλλους Μακεδονομάχους ,αλλά ήδη είχε πολλούς εχθρούς Οθωμανούς και ρουμανόφιλους. Φοβόταν για τη ζωή του ,γιατί δολοφονούνται κρυφά Μακεδονομάχοι όπως ο Περδίκας στη Σιάτιστα και ο Κουροπούλης που αναγκάστηκε να φύγει στην ελεύθερη Ελλάδα όπου δούλευσε ως κτηνοτρόφος.
Το 1908 παντρεύεται στο Δεριλή (Γόνους) Λάρισας, αποκτά γιο που πεθαίνει μικρός και μια κόρη την Ελένη. Αυτή παντρεύεται κάποιο Σολωμό στην Ελάτη Κοζάνης και αποκτά δυο γιους ,τον Ιωάννη και το Θανάση και 5 κόρες. Το 1910 η αρρώστια του επιδεινώνεται ,επιστρέφει στη Ρατοσίνιτσα (Μέγαρο Γρεβενών). Το 1911 με την παλιά του ομάδα σκοτώνουν κάποιους από τους δολοφόνους του Μητροπολίτη Γρεβενών Αιμιλιανού (το αναφέρει ο Νικόλαος Κανούτας από το Τσούρχλι πως έγινε στο ημερολόγιό του)
Σύμφωνα με το ημερολόγιο του Νικολάου Κανούτα από το Τσούρχλι (Άγιο Γεώργιο Γρεβενών) στης Πανάγιως το πηγάδι ομάδα Οθωμανών ,που κάποιοι συμμετείχαν στη δολοφονία του μητροπολίτη Γρεβενών Αιμιλιανού Λαζαρίδη, μετά από λαφυραγωγία και οινοποσία δέχθηκε την επίθεση κοντά στο χωριό Κριθαράκια Γρεβενών από τους Μάνθο Κιούρο,Νέστορα από τα Κριθαράκια,Νικόλαου Κανούτα,του Μανώλη του Κρητικού και δυο οπαδών του Λούκα Κόκκινου. Στην επιχείρηση συμμετείχε και η ομάδα του Λούκα Κόκκινου με 30 νοματαίους. Το αποτέλεσμα η πλήρης εξόντωση της αντίπαλης ομάδας[3] .
.Το 1912 με την ομάδα του επιχειρεί στην περιοχή Γρεβενών απελευθερώνει τα χωριά: Κάστρο, Ντόβρανη (Έλατο) και Τριβένι (Σύδενδρο) που κατοικούνταν από Βαλαάδες, το πρώτο αμιγές μουσουλμανικό και τα άλλα δυο μεικτά σε πληθυσμό χωριά που αποτελούνταν από μουσουλμάνους και χριστιανούς.
Τα κατορθώματα του Λούκα δοξάστηκαν από τη λαϊκή μούσα και τραγουδιούνται σε γάμους, χαρές και πανηγύρια :
-Καλά’σουν ,Λούκαμ’ στα βουνά και στα Καστανοχώρια,
τι γύρευες,τι χάλευες στο Λέχοβο στη ράχη;
-Πάηνα για το Μορίχοβο και για την Καρατζόβα
γιατί με κατηγόρησαν Ζιάκας και Παπαδήμας
δεν καν’ ο Λούκας γι’ Αρχηγός, δεν καν’ για καπετάνιος
μον’ καν’ ο Λούκας για κλεψιά γι’ αρνάκια σουβλισμένα[4].
Αυτό το τραγούδι το άκουσε λίγο πριν αφήσει την τελευταία του πνοή σ’ ένα δωμάτιο (τρώγλη) σ’ ένα χάνι στα Γρεβενά. Το έπαιζε μια ορχήστρα από γαμήλια πομπή συμπέθερων που πήγαιναν να πάρουν τη νύφη.Πέθανε ξεχασμένος από την πατρίδα, όπως τόσοι άλλοι επώνυμοι και ανώνυμοι ήρωες λέγοντας:
-Αν με απαρνήθηκε ή πατρίδα μου ή με ξέχασε ,τούτος ο κόσμος με τίμησε με το παραπάνω ας είναι καλά[5].

Ο θάνατός του συνέβη το φθινόπωρο του 1913 σε ηλικία μόλις 35 ετών, προφταίνοντας να δει την πατρίδα του ελεύθερη. Κηδεύεται δημοσία δαπάνη στο Μητροπολιτικό ναό Αγίου Γεωργίου στο Βαρόσι με τιμές και παρουσία πλήθος κόσμου. Λίγο αργότερα πριν το 1934 ο αδερφός του Βασίλης μεταφέρει τα οστά του και τα ενταφιάζει στην ιδιαίτερή του πατρίδα το Μέγαρο Γρεβενών .Ο εκπολιτιστικός σύλλογος του χωριού του έστησε στην πλατεία του Μεγάρου το 1992 την προτομή του, σαν ελάχιστο φόρο τιμής στην προσφορά του στην πατρίδα.
Ο Λούκας Κόκκινος ήταν μια μορφή του Μακεδονικού αγώνα που θυσίασε τη ζωή του στη λευτεριά της Μακεδονίας μας αφήνοντας μια ήσυχη ,βολεμένη ζωή και ακολουθώντας τον παλμό της καρδιάς και της ψυχής του. Ας μείνει το όνομά του αιώνια χαραγμένο στο δένδρο της λευτεριάς.
Άγιος Γεώργιος Γρεβενών,29 Απριλίου 2025
[1] Ημερολόγιον Δυτικής Μακεδονίας 1934,Δημήτριος Γκαβανάς (Ελλαδίτης),σ.σ.153-156,Βόρειος Ελλάς. [2] Γάγαλης Ηλίας (2012)Από το Μακεδονικό Αγώνα στον Εθνομάρτυρα μητροπολίτη Αιμιλιανό,100 χρόνια Ελεύθερα Γρεβενά Κέντρου Πολιτισμού του Δήμου Γρεβενών [3] Μακεδονική Ζωή (1977)τ.129,Φάσσας Σωτήριος,το ημερολόγιο ενός Μακεδονομάχου. [4] Βοϊακή Ζωή (1978)Παπαϊωάννου Λάζαρος,τ.30,Καπετάν Λούκας Κόκκινος. [5] Βοϊακή Ζωή (1978),τ.35,Μπαδέμας Στέργιος, ο καπετάν Λούκας Κόκκινος.