συμπλευση

Euromedica

euromedica ygeia

Ορθοδοντικός Δώρα Μπαρτζιώκα

vandal

Ραμπόζί, τσέτλες και μαντάνια (ΚΑΡΑΜΠΑΤΑΚΗ ΚΩΣΤΑ)

Στα χρόνια της τουρκοκρατίας κι αργότερα ακόμα ως το 1935, πού ό λαός μας παράδερνε μέσα στά σκοτάδια της άγραμματοσύνης και τής αμορφωσιάς, οί τζιομπαναραΐοι, αυτοί οί ξωμάχοι τών χωριών, πού δέν ήξεραν καθόλου γράμματα και δεν μπορούσαν να κρατήσουν λογαριασμό μέ αριθμούς, γράφανε τά σφαχτά του κοπαδιού τους μέ κόκες και μ’ άλλα σύμβολα στις κλούτσες τους.

“Η κλούτσα, ή γκλίτσα ή άγκλίτσα πού τη λέγανε σ’ άλλα μέρη, το απλό και πανάρχαιο τούτο όργανο τοΰ άνθρωπου, πού στάθηκε χρήσιμος και πολύτιμος βοηθός ΚΕ όπλο για την άμυνα χαι την επίθεση του στά πρώτα βήματα της ζωής ταυ, τώρα, γίνεται χαι κατάστιχο στα χέρια των αγράμματων και απλοϊκών ανθρώπων της υπαίθρου.
Σ’ αυτήν γράψανε τα γιδοπρόβατα πού παραλάβαχναν άπο τ’ αφεντικά τους. 2Γ αυτήν γράφανε τά αρνοκάτσικά τους, πού γεννιόνταν μέσα στό χει¬μωνιάτικο εξάμηνο, και σ’ αυτήν γράφανε όσα ψοφούσαν κι όσα έτρωγε ο λύκος μέσα στο εξάμηνο που τάβοσκαν.
Τούτη ή γραφή, πού ήταν γνωστή σ’ όλον τον ποιμενικό κόσμο της Χώ¬ρας μας και σ’ όλους τους βοσκούς της Βαλκανικής, εξυπηρετούσε θαυμάσια τους αγράμματους τζιομπαναραίους παλιότερα.
Μα, για νά κρατήσουν λογαριασμό στο γάλα τό καλοκαίρι, τότε πού έσμι¬γαν τά γαλάρια πολλοί μαζί και όλοι μαζί έκαναν μιά στρούγγα, είχαν άλλο ξύλο πού έγραφαν το γάλα.
Τό πρωτόγονο τούτο ξύλινο κατάστιχο, πού ή ονομασία του ήταν σλαβική, τό λέγανε «ρ α μ π ό ζ ι».
Τούτο το γράψιμο, δεν ήταν απλό, Οπως τό γράψιμο τών σφαχτών μέ τις κόκες. Τώρα, δέν ήταν μόνο τά καρδάρια πού έπρεπε νά γράψει ό γαλαράς. ΤΗταν και οί υποδιαιρέσεις του καρδαριού, που έπρεπε νά τις γράψει μέ ειδικά σύμβολα κι αυτές, γιά νά μπορέσει νά αποδώσει και τήν παραμικρότερη λεπτομέρεια.

Γιά το «ραμπόζι», υπεύθυνος ήταν ό γαλαράς. Αυτός έπρεπε νά ξέρει όχι μόνο το γάλα πού έβγαζε ό καθένας άπ’ τά γαλάρια του σέ κάθε «αράδα» και σέ κάθε γαλομέτρημα, μα να κρατάει και καθημερινό λογαριασμό, και νά ενημερώνει τό κατάστιχο του κάθε μέρα, χωρίς νά κάνει λάθη και χωρίς νά αδικεί κανένα άπ’ τους «μπακαταραίους».
Πριν όμως προχωρήσουμε, γιά νά ιδούμε τί ήταν τό ραμπόζι και πώς και πότε τό χρησιμοποιούσαν, ας ιδούμε πώς χώριζαν τά γαλάρια άπό τά στείρα, πώς περνούσαν τά γαλάρια στις στρούγγες και πώς γινόταν τό πρώτο γαλομέτρημα, γιατί όλα, όσα θά πούμε παρακάτω, έχουν κάποια σχέση και στενή συνάρτηση μεταξύ τους.

ΟΙ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΕΣ ΤΩΝ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΣΤΡΟΥΓΓΕΣ

Οι τσελιγγάδες, όσοι είχαν σκοπό νά στήσουν στρούγγες τό καλοκαίρι, έκτος άπό τά στανοτόπια, πού έπρεπε νά έχουν έτοιμα, έπρεπε νά φροντίσουν νά βρουν τό «Μπάτζιο», πού θά τυροκομούσε τό γάλα στο «μπατζιαρειό», δυό καλούς και έμπειρους γαλαράδες κι έναν «στειράρη», πού θάβοσκε τά ((στείρα», χωριστά άπ’ τά γαλάρια.
Οί γαλαράδες, εκτός άπ’ τό καλό και γρήγορο άρμεγμα, πού έπρεπε νά κάνουν, προσέχοντας νά μή χαλάσουν τά μαστάρια τών γαλαριών, έπρεπε νά προσέχουν νά μή κάνουν ζημιές στα σπαρτά και να ξέρουν άπό βοσκή, γιά νάχουν μεγαλύτερη απόδοση σέ γάλα και περισσότερο «μαξούλι» σε κάθε «αράδα».
Ό ένας άπ’ αυτούς, ό μεγαλύτερος στην ηλικία, αυτός πού εϊχε πιο πολ¬λά χρόνια στο επάγγελμα και είχε μεγαλύτερη πείρα, αυτός θάβοσκε τις προβατίνες. Οί προβατίνες, δέν ανέβαιναν στά βράχια και στά κοντοκλάδια, γιά νάβρουν τήν τροφή τους, δπως οί γίδες, μά τήν τροφή τους τη βρίσκανε χαμηλά κι ό τζιομπάνος πού θά τις ακολουθούσε, έπρεπε νά ξέρει που θά τις πάει και πώς θά τις οδηγήσει στή βοσκή, γιά νάχουν μεγαλύτερη απόδοση σε γάλα.
Ό άλλος, εκείνος πού θάβοσκε τις γίδες, έπρεπε «νάχει ποδάρια γιά τρέξιμο», δπως λέγανε, γιατί οί γίδες, δεν πήγαιναν αργά, δπως οί προβατίνες. Σέ περίπτωση πού θά τάβοσκαν μόνοι τους και δέ θά βάζανε τζιομπαναραίους, πάλι τήν ίδια ταχτική θ’ ακολουθούσαν.
Καμιά φορά, άν τά γαλάρια ήταν πολλά, έπαιρναν και κανένα παιδί, γιά «νά γυρνάει» τά γαλάρια στή βοσκή και νά τά «λαλάει» στή στρούγγα, τήν ώρα πού θάρμεγαν οί γαλαράδες.
Επειδή δμως ένας μικροτσέλιγγας μέ 100 και μέ 200 γαλάρια, όπως ήταν οι περισσότεροι μικροτσελιγγάδες στα γεωργοκτηνοτροφικά χωριά, δέν μπορούσε μόνος του νά πληρώσει τρεις τζιομπαναραίους και το «Μπάτζιο» χωριστά, αναγκαζόταν να σμίξει τα γαλάρια του με άλλον μικρότερο τσέλιγγα και με μικρότερους ακόμα κτηνοτρόφους, πού τους λέγανε «μπακαταραίους». Στην περίπτωση αυτή, τον ένα τον λέγανε τσέλιγγα και τον άλλο παρατσέλιγγα. “Ετσι, όλοι μαζί, τσέλιγγας, παρατσέλιγγας και μπακαταραιοι, συνε¬ταίροι, Οπως ήταν, πλήρωναν μαζί τους τζιομπαναραίους ανάλογα με τά στείρα και τά γαλάρια πού είχε ό καθένας. “Ολα όμως αυτά, τά φρόντιζαν άπ’ τον Άγιώργη ακόμα οι τσελιγγάδες. Τότε τελείωνε τό χειμωνιάτικο εξάμηνο, πού άρχιζε τον Άι-Δημήτρη, και τότε αλλάζανε οι τζιομπαναραίοι αφεντικά.

Τη μέρα αυτή, πού χώριζαν τα στείρα άπ’ τά γαλάρια και κρεμούσαν τά κυπριά και τά κουδούνια στά γίδια και στά πρόβατα, «γιά νά μορφήν'(ι) ού τόπους κι νά χαιρουντι τά γαλάρια στη βουσκή», κρεμούσαν και τά μεγάλα κουδούνια και τά «διπλοκύπρια» στά τραϊά και στά κριάρια, πού κρατούσαν γιά «γκισέμια». Τοΰτα τά χοντροκούδουνα, μέ τό βαρύ χαρακτηριστικό τους ήχο, καθώς πήγαιναν τά «γκισέμια» μπροστά, τραβούσαν δλο τό κοπάδι πί¬σω τους και βοηθούσαν τά σφαχτά νά μη χαθούν μέσα στό σκοτάδι της νύχτας και μέσα στ’ άρμάνια την ήμερα. Τά «γκισέμια», ήταν οί μπροστάρηδες και οί οδηγοί του κοπαδιού στη βοσκή. “Οπου πήγαιναν αυτά, εκεί πήγαινε κι ολο τό κοπάδι, εκτός από μερικά «ανάποδα», πού ξεκόβονταν άπ’ τό κοπάδι και πήγαιναν δπου ήθελαν αυτά. Τά τέτοια «ανάποδα» σφαχτά ή τάσφαζαν ή τάτρωγε ό λύκος και ησύχαζαν. Γι’ αυτό και λένε γιά τους στραβούς κι ανά¬ποδους ανθρώπους, πού ξεκόβονται άπ’ τους άλλους και κάνουν του κεφαλιού τους: «Τό πρόβατο που ξεκόβεται άπ’ τό κοπάδι, λύκος το τρώει».
Στά χωριά των Βεντζίων, την ώρα πού χώριζαν τά στείρα και ξεκινού¬σαν τά γαλάρια νά φύγουν, ό τσέλιγγας έριχνε μιά, δυο ντουφεκιές στον αέρα, «για να σκιαχτούν» και την ίδια ώρα, Ολοι όσοι ήταν εκεί, έπαιρναν χώμα από κάτω μέ τά δυό τά χέρια και τά κυνηγούσαν λέγοντας:
—”Ωρα καλή ! “Ωρα καλή! Καλό καλοκαίρι! Καλό μαξούλι! Και τά γαλάρια, αρματωμένα με τα κυπροκούδουνα, τά ταιριασμένα στους ήχους άπ’ τους τζιομπαναραίους, έφευγαν γιά άλλο μέρος, αφήνοντας πίσω τους τά παιδιά τους νά βελάζουν, σάν νάνιωθαν τον παντοτινό χωρισμό από τις μάνες τους.
Ό Άι-Γιώργης γιά τους κτηνοτρόφους ήταν ό προστάτης “Αγιος τους, Οπως ό Άι-Δημήτρης γιά τους γεωργούς.
Τή μέρα αυτή, τή γιόρταζαν με χορούς και μέ τραγούδια δλοι οί κτη¬νοτρόφοι, καθώς συγκεντρώνονταν και χώριζαν τά γαλάρια και κρεμούσαν τά κυπροκούδουνα στό λαιμό τους. Τό ϊδιο έκαναν κι οί άλλοι στό μεσοχώρι, ΰστερ’ άπό τό γιόμα, πού έπιαναν διπλό χορό με τα τραγούδια και τα λαλούμενα. Μπροστά έμπαιναν οι γυναίκες μέ τά κορίτσια, και πίσω οι άντρες με τα παλικάρια του χωρίου, γιά να μπορούν να κάνουν «φούρλες», «κατσιές», και διάφορα τσακίσματα, δείχνοντας έτσι τη λεβεντιά τους και την παλικα¬ριά τους.

Στη γιορτή του Άι-Γιώργη, Οχι μόνο πανηγύριζαν με χορούς και μέ τραγούδια οι κτηνοτρόφοι, κάτω από τους παχιούς ίσκιους των δέντρων και πάνω στα δροσερά χορτάρια της άνοιξης, μα κι έσφαζαν τά καλύτερα αρνιά και τα πιο παχιά «σουγκάρια», που τά κρατούσαν επίτηδες γι’ αύτη τη μέρα. γιά νά γιορτάσουν και νά τιμήσουν τή μνήμη του. Τότε, μαζί μέ τ’ άλλα τα τραγούδια, πού τραγουδούσαν χορεύοντας, άνοιγαν το γλέντι μέ το τραγούδι των «δυο άδερφιών», πού μάλωναν και τσακώνονταν μεταξύ τους, Οπως μά¬λωναν και τσακώνονταν οι γεωργοί με τους κτηνοτρόφους, πού τους τρώγανε τα σπαρτά τους με τα κοπάδια τους.

“Ως τώρα, 6σο ξέρουμε άπ’ τή μυθολογία, οι Θεοί ήταν εκείνοι πού βά-ζανε τους ανθρώπους νά τσακώνονται και νά πολεμούν μεταξύ τους. Τώρα, δέν είναι οί Θεοί, μά οι απλοί άνθρωποι, πού βάζουν τους άγιους τους νά τσα¬κώνονται μεταξύ τους, φορτώνοντας σ’ αυτούς Ολες τις ανθρώπινες αδυναμίες και τους εγωισμούς, πού έχουν οί ίδιοι.

Τά δυο αδερφάκια μάλουναν, Άι-Γιώργης κι Άι-Λημήτρης.
—Άι-Γιώργη, Άι-Γιώργη βούργαρε και σκροποφαμελίτη.
Έσύ σκορπάς τις φαμιλιές κι εγώ τις σιμμαζώνου.
Μαζώνον μάνις μι πιδιά, γιναίκις με τους άντρες,
μαζώνουν κι τ’ αντρόγυνα τα πολυαγαπημένα.
Γυρίζη Άι-Γιώργης κι τουν λέει, γυρίζει κι τουν κρένει:
—Τι μι μαλώνεις Άι-Δημήτρ(η) κι τι μέ κακοσέρνεις;
Ίγώ φέρνον την άνοιξη κι συ μου τή στεγνώνεις.
Ίγώ φέρνου τά πρόβατα κι συ τά διαγουμίζεις.
Ίγώ φέρνου τζιουμπαναραίοι λαλώντας τις φλουγέρις.
—Ίγώ κοιμοϋμι σ’ απλουμα και συ στά πορναρίτσια.
—Ίγώ τρώου παχιά αρνιά και συ παλιοπροβάτνες.
—Ίγώ τρώου άφρόψωμα και συ σκληρή μπομπότα.
—Ίγώ τρώου άφρόγαλο και φρέσκο βουτυράκι.
—Ίγώ π’ινου γλυκό κρασί και συ νιρό ‘π’ τις μπάρες.

Ό Άι-Γιώργης, καθώς κι ό Άι-Δημήτρης, οί δυο πολεμικοί “Αγιοι της χριστιανοσύνης, πού στέκονται ορόσημα μέσα στά δυο εξάμηνα του χρόνου θεωρούνται οι πιο μεγαλύτεροι “Αγιοι στα χωριά, που τους γιορτάζουν και τους τιμούν με ιδιαίτερη αγάπη και σεβασμό.
Σύμβολο και ορόσημο του καλοκαιριού ο ένας. Σύμβολο και ορόσημο του χειμώνα ό άλλος. Νικητές και τροπαιούχοι και οι δυό. Κι οι δυο καβαλλαραίοι πάνω στα άγρια και ατίθασα άλογα τους.
Γρίβο τ’ άλογο του ‘Αι-Γιώργη, σαν το λευκό φως του καλοκαιριού. Κόκκινο τ’ Άι-Δημήτρη, σαν τις χειμωνιάτικες φλόγες των τζακιών και σαν τις φθινοπωριάτικες συννεφιές, που φέρνουν τη μπόρα και προμηνάνε το χειμώνα.

“Ετσι τους φαντάζεται ό λαός. “Ετσι τους βλέπει ζογραφισμένους στις εκκλησιές κι έτσι τους τιμάει και τους λατρεύει και τους δυο. Σάν δικούς του “Αγιους. “Αγιους των ποιμένων και των γεωργών.
‘Από τούτη τη μέρα, κι ως τον ‘Αι-Δημήτρη, όλα τα χειμωνιάτικα μαν¬τριά ρημάζανε, και μόνο οι ράχες και τα βοσκοτόπια χαίρονταν τή μουσική των κοπαδιών, που τη συνόδευαν οι γλυκόλαλες νότες της φλογέρας κάποιου τζιομπάνου, που μ’ αυτήν εξωτερίκευε τους πόθους, τις λαχτάρες, τους καημούς και τον έρωτα, μέσα στη μοναξιά του.

Η ΣΤΡΟΥΓΓΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΠΑΤΖΙΑΡΕΙΟ
“Υστερ’ από το χώρισμα των γαλαριών, και μέσα στο διάστημα πού μεσο¬λαβούσε άπό τον Άι-Γιώργη, ώς τήν Πρωτομαγιά, ό τσέλιγγας και ό παρατσέλιγγας μαζί με άλλους, έκαναν κοντά σε καμιά βρύση και κάτω άπό με¬γάλα και πυκνόφυλλα δέντρα τή στρούγγα και το μπατζιαρειό, γιά νάχουν δροσιά το καλοκαίρι και νά μή χαλάει το «μαξούλι» άπο τή ζέστη.
Πρώτα έμπηγαν κάτω στη γη ένα παλούκι, και δένοντας άπ’ αυτό μια μεγάλη τριχιά, έκαναν ένα μεγάλο κύκλο στο χώμα μ’ ένα άλλο ξύλο, πού έδεναν στην άλλη άκρη της τριχιάς. “Υστερα, κάρφωναν κάμποσα μεγάλα, ξύλινα παλούκια και πάνω σ’ αυτά, έκαναν ένα φράχτη, με πράσινα, φουντωτά κέδρα και κλαριά άπό δέντρα. Το φράχτη αυτόν τόν έκαναν ως ενάμισι μέτρο ψηλόν, γιά νά μή μπορούν νά τόν πηδήσουν τά γίδια, και φεύγουν χω¬ρίς νά τ’ αρμέξουν. Αυτόν το φράχτη τον λέγανε «κόρδα». Στο μπροστινό και στο πίσω μέρος της κόρδας, άφηναν δυό «ποριές», γιά να μπαίνουν και να βγαίνουν τα γαλάρια.
“Εξω από την κόρδα, στή μπροστινή ποριά, εκεί πού θά κάθονταν ν’ αρ¬μέξουν οί άρμεχτάδες, έκαναν ένα «τσιαρδάκι» με τέσσερες μεγάλες, ξύλινες φούρκες και μέ κάμποσα «διπλάρια» και το σκέπαζαν με χειρόβολα και με πράσινα κλαριά, για να κρατάει ίσκιο και να μη περνάει η βροχή.
Κάτω άπό το «τσιαρδάκι», στη μπροστινή «ποριά», εκεί πού θα κάθον¬ταν ν’ αρμέγουν οι γαλαράδες, βάζανε δυο μεγάλες ορθογώνιες πέτρες στη μια μεριά και στην άλλη της ποριάς, πού τις λέγανε «στρουμπιά» ή «πρωτοσκάμνια». Πιο μπρος άπ’ αυτές, βάζανε δυό, τρεις άλλες σειρές από πέτρες και δυό μικρούς πασσάλους άπό πίσω, γιά νά κάθονται οί μπακαταραΐοι στο γαλο-μέτρημα.
Δίπλα στή στρούγγα, και στο δεξί μέρος της κόρδας, έφτιαχναν τό «μπατζιαρειό», με μεγάλες, ξύλινες φούρκες και διπλάρια και τό σκέπαζαν με χειρόβολα και πράσινα κέδρα, γιά να κρατάει δροσιά και να μη μπαίνει μέσα ή βροχή και η σκόνη.
Στό τέλος, γιά να εξασφαλίσουν τον εαυτό τους και τα γαλάρια από τους κεραυνούς, έφτιαχναν ένα μεγάλο σταυρό με το τσεκούρι στον κορμό του δέντρου, κι !τσι ήταν σίγουροι, πώς δε θα μπορούσε να τους αστραποκάψει το «βόλι πού θάπεφτε από τα σύννεφα».

ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΩΝ ΓΑΛΑΡΙΩΝ ΣΤΙΣ ΣΤΡΟΥΓΓΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΓΑΛΟΜΕΤΡΗΜΑ
Τό πέρασμα των γαλαριών στις στρούγγες, καθώς και τό πρώτο γαλομέτρημα του καλοκαιριού ήταν το αποκορύφωμα της όλης δουλειάς και προσπάθειας των κτηνοτρόφων. Τότε άρχιζαν νά γεύονται τους καρπούς των κόπων τους. Τότε θ’ άρχιζαν να παίρνουν το γάλα τους, πού μ’ αυτό θάκαναν το βού¬τυρο, το μπάτζιο, το τυρί, εκτός από τ’ αρνιά και τα κατσίκια πού έτρωγαν και πουλούσαν, κι έκτος από το μαλλί, πού μ’ αυτό έφτιαχναν τά ρούχα τους και τά σκεπάσματα τους. Για αυτό και βωλόδερναν μέσα στις λάσπες και στά χιόνια γι’ αυτό κι έτρωγαν τα κρύα και τις βροχές το χειμώνα.
Τη μέρα αύτη, την περίμεναν με τόση χαρά οι κτηνοτρόφοι, όπως περί¬μεναν το Πάσχα και τις άλλες μεγαλογιορτές.
Ή Πρωτομαγιά γι’ αυτούς ήταν ή μεγάλη μέρα, ή αφετηρία και τό ξεκί¬νημα, δπως ό θέρος και ό τρύγος.
Ή μέρα αύτη, συνδυασμένη μέ τά κλήδονα», πού τά γιόρταζαν μέ χαρές και μέ τραγούδια τά κορίτσια, καθώς και μέ τό πέρασμα τών γαλαριών στις στροΰγγες, θεωρούνταν «άγιόμερα» σ’ δλα τά χωριά τών Βεντζίων. Γι’ αυτό, τήν ώρα πού βάζανε και βγάζανε ((τά κλήδονα» άπ’ τό «κανάτι» τά κορίτσια τραγουδούσαν:
Το τίνος εϊν’ τά κλήδονα — τ’ Άγιου Μαγιού. Της τάδε ‘ναι τά κλήδονα — τ’ Άγιου Μαγιοϋ. Νά βγουν καλά καλόκαρδα — τ’ Άι-Θανασιου.
Παλιότερα, σ’ όλα τα χωριά τών Γρεβενών, δλοι οί κτηνοτρόφοι αυτή τή μέρα περνούσαν τά γαλάρια στις στροΰγγες. Σάν άλλαξε όμως το ημερολόγιο και χωρίστηκαν οί άνθρωποι σε παλιοημερολογίτες και νεοημερολογίτες, τότε άρχισαν ν’ αλλάζουν και οί ημερομηνίες στο ζήτημα αυτό. Πολλοί περίμεναν νάρθει ή Πρωτομαγιά εέ τό παλιό, και τότε τα περνούσαν. “Αλλοι τά περνούσαν μέ τό νέο ημερολόγιο, κι άλλοι τήν πρώτη Κυριακή, υστερ’ άπ’ τήν Πρωτομαγιά.
Την ίδια αναστάτωση έφερε και στό χώρισμα τών γαλαριών ή αλλαγή του ημερολόγιου.
Σ’ όλα τά χωριά, τήν Πρωτομαγιά, δέν τή γιόρταζαν, όπως στις πόλεις πού έβγαιναν και γλεντούσαν μέ τις οικογένειες τους στην εξοχή, μά όσοι είχαν σφαχτά και πήγαιναν να γαλομετρήσουν τά γαλάρια τους, τό Μάη τόν γιόρταζαν στις στρούγγες.

Τα κορίτσια πάλι, για να δώσουν κάποια πανηγυρική και χαρούμενη όψη στή φυσιολογική τούτη γιορτή των λουλουδιών και. της άνοιξης, μαζί με το στόλισμα τών σπιτιών με πρασινάδες και στεφάνια από λουλούδια, στόλιζαν και τα καρδάρια, καθώς και τις στρούγγες και τα «μπατζιαρειά», γιά να πάρουν γιορταστική και χαρούμενη όψη κι αυτά.

Τή μέρα τούτη, μια τσελιγγοπούλα άπό κάθε τσελιγγόσπιτο, πού θάχε μάνα και πατέρα «πρωτοστέφανους», έπαιρνε το στολισμένο καρδάρι, αυτό πού έφερνε το πρωί άπό τή βρύση, κι ανάμεσα στις λυγαριές και στ’ αγριο¬λούλουδα, έβαζε λίγα κόκκινα τριαντάφυλλα και κάμποσα «νερογάλαζια σκαντάλια» της εποχής. “Υστερα, δλα μαζί, τάδενε με μιά ασπροκόκκινη, μάλλινη κλωστή, πού μέσα της περνούσε ένα ασημένιο δαχτυλίδι, σύμβολο αρραβώνων και πλούτου, ένα «άφορο», καινούργιο καρφί, σύμβολο υγείας, κι ανάμεσα τους έβαζε μερικές νιόβγαλτες τσουκνίδες, «να βγάζουν τα μάτια τών όχτριών γιά να μή μπορούν να ματιάσουν τα γαλάρια».
Γιά τον ίδιο σκοπό, κρεμούσε κι ένα φρέσκο σκόρδο, και σκέπαζε τον πάτο του καρδαριοΰ με λίγο νερό, γιά νά μήν είναι άδειο «και στύψουν τά γαλάρια».
“Ολα τοΰτα τά σύμβολα, πού το καθένα είχε και το δικό του σκοπό, ήταν απαραίτητα τούτη τή μέρα, πού θά γινόταν το πρώτο γαλομέτρημα, γιατί πίστευαν, πώς «ολα τά μάγια τήν Πρωτομαγιά γένονταν κι ολα τά κακά άπό τήν πρώτη μέρα θά ξεκινούσαν». ΙΥ αυτό, κι έπρεπε νά εξασφαλίσουν τά γαλάρια άπό κάθε κακό, πού θά μπορούσε νά τους συμβεί μέσα στο καλοκαίρι.
“Ετσι, σάν ερχόταν ή ώρα νά ξεκινήσουν γιά τή στρούγγα και συγκεν¬τρώνονταν δλοι οι μπακαταραΐοι, ή τσελιγγοπούλα έπαιρνε το στολισμένο καρδάρι στο κεφάλι και ξεκινούσε μπροστά άπό τους άλλους.
Ό τσέλιγγας, καβάλλα στ’ άλογο, με τό δισάκι γεμάτο πίτες, μπογάτσιες, τυρί, κρασί, ρακή και ο,τι άλλο χρειάζονταν, πήγαινε μπροστά κι δλοι οι άλλοι ακολουθούσαν άλλοι πεζοί κι άλλοι καβάλλα.
Τούτη τή μέρα, όλα τά έξοδα ήταν του τσέλιγγα, άσχετα αν τά πλήρωναν όλοι μαζί, χωρίς νά τό καταλαβαίνουν.
Σάν έφταναν στή στρούγγα, «ό μπάτζιος», πού πήγαινε «βαθιά χαραή» εκείνη τή μέρα κι ετοίμαζε τις κάδες και τά καρδάρια, γιά νά δεχτεί τό πρώτο γάλα, τους καλωσόριζε έναν-ένα και τους εύχονταν «καλό καλοκαίρι».
Σε λίγο, έρχονταν και τά γαλάρια, χτυπώντας τά κυπροκούδουνα.
Τό πέρασμα τών γαλαριών στη στρούγγα άρχιζε με τρεις ντουφεκιές, πού έριχνε ό τσέλιγγας στον αέρα, «νά σκιαχτούν τά γαλάρια, γιά νά μή νηστάζουν τό καλοκαίρι στή βοσκή». “Αϊντε, καλό καλοκαίρι, φώναζε. Καλό μαξούλ(ι) νά μας δώσ’ ου Θιός!
Και τά γαλάρια, σκιαγμένα άπό τις ντουφεκιές, άρχιζαν «ν’ άναδρομώνονται» χτυπώντας με θόρυβο τά κουδούνια τους.

Ή ((τσέτλα» ή τσέτουλα πού τή λέγανε σ’ άλλα μέρη, δέν ήταν μέτρο χωρητικότητας, δπως ό «κούτουλος» και τό καυκί, μα ένα ξυλαράκι ώς 15 πόντους μακρύ, μέ 13 κόκες στη ράχη του, πού κάθε κόκα ισοδυναμούσε μέ μια οκά.

Γιά νά μετρήσουν τό γάλα μέ τήν τσέτλα, τή βάζανε όρθια μέσα στό καυ¬κί και όσες κόκες σκέπαζε τό γάλα, τόσες οκάδες γάλα θα έπαιρνε ό νοικοκύρης•
Ό ((κούτουλος» ή αρχαία κοτύλη και τό καυκί, ήταν τά δυό βασικά μέτρα πού μετρούσαν τό γάλα όλοι οι κτηνοτρόφοι. Και τά δυό ήταν ξύλινα, μέ μονοκόμματο χερούλι, πού τάφτιαχναν μόνοι τους. Τό καυκί μάλιστα, πού τό χρησιμοποιούσαν και γιά ποτήρι, τοφτιαχναν άπό χοντρή ρίζα πυξαριοΰ. γιά νάναι κίτρινο, και τό «ξόμπλιαζαν» μέ διάφορα σχήματα και παραστάσεις άπό τό γύρω περιβάλλον τους, μόνο μέ τό μαχαίρι και τό «τρυπτάρι», πού τά φύλαγαν στό σελάχι τους.
Σέ μερικά χωριά των Γρεβενών, του Βοίου και της Κοζάνης είχαν λίγο μεγαλύτερα καυκιά, πού έπαιρναν 133 δράμια, και τό κάθε καυκί τό υπολό¬γιζαν μέ ένα καρδάρι των 12 οκάδων. Τά καυκιά αυτά, τά λέγανε και λίτρες.
Στά χωριά της Δεσκάτης, είχαν κι άλλα δυό ξύλινα βοηθητικά μέτρα πού μετρούσαν τό γάλα. Τή «γκούμπζα» και τή «βιδούρα». Και τά δυό ήταν ξύλινα, όπως και τ’ άλλα. Ή «γκούμπζα» έπαιρνε μισή οκά και τήν υπολό¬γιζαν μ’ ενάμισι καρδάρι των 12 οκάδων. Τή βιδούρα πού έπαιρνε δυό οκάδες, τήν υπολόγιζαν μέ 6 καρδάρια τών 12 οκάδων.
Τον υπολογισμό αυτόν, τον έκαναν μόνο στις δυό πρώτες «αράδες», πού τό γάλα ήταν μπόλικο. Τήν τρίτη αράδα, τήν υπολόγιζαν μέ ένα καρδάρι τών 10 οκάδων. Έδώ επίσης, τήν πρώτη και τή δεύτερη αράδα τήν υπολόγιζαν μέ τρία καρδάρια τήν οκά, ένώ τήν τρίτη, μέ ενάμισι.

ΤΟ ΡΑΜΠΟΖΙ
“Αν τό καρδάρι, ό κούτουλος και τό καυκί ήταν μέτρα υγρών, πού μ’ αυτά οι κτηνοτρόφοι μετρούσαν τό γάλα, τό «ραμπόζι» ήταν τό κατάστιχο της στρούγγας.

Τό πρωτόγονο και πανάρχαιο τούτο πανάρχαιο κατάστιχo, πού σ’ αυτό έγρα¬φε το γάλα τοϋ τσέλιγγα και των άλλων «μπακαταραίων» ό γχλαράς, ήτταν ένα ξύλο ως 40 πόντους μακρύ, πελεκημένο με το μαχαίρι απο τις τέσσερες πλευρές, πού έμοιαζε με χάρακα. Τό ξύλο του ήταν άπο λεύκα ή ιτιά γιά να μπορεί νά κόβεται ευκολότερα με το μαχαίρι. Σ αυτό λοιπόν το ξύλο, πού ήταν γνωστό σ’ δλους τους βοσκούς της Βόρειας ‘Ελλάδας και των Βαλκανίων, πού άλλοι τό λέγανε ραμπόζι, άλλοι ράμποσι και. αραμπόζι, έγραφαν τό γάλα σε κάθε γαλομέτρημα, χαράζοντας με την κόψη τοϋ μαχαιριού τους ορισμένα σύμβολα, πού άντικαταστούσαν τους αριθμούς, πού δεν ξέρανε νά τους γράψουν.

“Ετσι, γιά νά γράψει τον αριθμό 15 ό γαλαράς, χάραζε πάνω στο ραμπό¬ζι ενα Χ κεφαλαίο γιά τό δεκάρι και μιά λοξή, ίσια γραμμή γιά τό πεντάρι ( /) πού ήταν τό ένα σκέλος του Χ και φανέρωνε τό μισό δεκάρι ( Χ / ) = 15.
Τά μονά καρδάρια, πού ήταν κάτοι άπό τά 5, τάγραφε με κόκες στη γω¬νιά (ακμή) τοϋ ξύλου και τά κακαβιά των δυό οκάδων, στή μέση της επιφάνεια; τοϋ ξύλου με «μυτιές», πού τις έ’κανε με τή μύτη του μαχαιριού.
“Αν π.χ. ήθελε νά γράψει 38 καρδάρια και τέσσερες οκάδες, χάραζε ( Χ Χ Χ ), πού φανέρωναν τά τρία δεκάρια, μιά λοξή, ϊσια γραμμή ( / ), πού φανέρωνε τό πεντάρι, τρεις κόκες στή γωνιά τοϋ ραμποζιοΰ ( V V V ), πού φανέ¬ρωναν άλλα τρία μονά καρδάρια και τέσσερες μυτιές ( = = ).
Κάθε όνομα πού τελείωνε κι έ’κλεινε ό λογαριασμός του, τό χώριζε μέ μιά οριζόντια γραμμή και άπό κει και κάτω, έγραφε άλλο όνομα.
Γιά νά ξέρει δμως τή σειρά τοϋ καθενός, επειδή δεν ήξερε νά γράψει τά ονόματα τους, πρώτον έγραφε τον τσέλιγγα, πού είχε τά πιο πολλά καρδάρια, υστέρα τον παρατσέλιγγα, κατόπι τον άλλο πού είχε τά περισσότερα καρδά¬ρια άπό τους άλλους κι υστέρα μέ τή σειρά, όλους τους άλλους.
“Οταν τήν άλλη μέρα άρχιζαν νά παίρνουν τό γάλα, πάλι έ’τσι τους έγρα¬φε στην άλλη μεριά τοϋ ραμποζιοΰ και μέ τον τρόπο αυτόν, μπορούσε νά δώσει λογαριασμό οποία ώρα τοϋ τον ζητούσαν, χωρίς νά παραλείψει και τήν παρα-μικρότερη λεπτομέρεια. “Ετσι, τά σύμβολα αυτά πού σήμαιναν μονάδες, δεκάδες, εκατοντάδες κλπ. γράφονταν τόσες φορές, δσες μονάδες, δεκάδες, εκα¬τοντάδες κλπ. υπήρχαν στον αριθμό.
Οί ποιμενικοί λαοί των Βαλκανίων, πού έζησαν κάτω άπό τις ίδιες ιστο¬ρικές συνθήκες και κάτω άπό τις ίδιες επιρροές τών Ρωμαίων, τών Βυζαντινών και τών Τούρκων, δάνεισαν και δανείστηκαν διάφορα σύμβολα πού άλλα άπ’ αυτά τά προσάρμοσαν ανάλογα μέ τις ανάγκες τους και άλλα τά έπενόησαν μόνοι τους, γιά νά μπορούν νά άποδόσουν μέ κάθε λεπτομέρεια τις υποδι¬αιρέσεις της μεγάλης ποιμενικής μονάδας, δπως ήταν τό καρδάρι.
“Υστερ’ άπό τό γαλομετρημα και τό γράψιμο τών καρδαριών στο ραμπο¬ζι, δλοι οί μπακαταραΐοι, καθώο και ό τσέλιγγας και ό παρατσέλιγγας, έβγαζαν τΙς τσουκνίδες και τά λουλούδια, μαζί με τις πρασινάδες πού είχαν στο¬λισμένα τά καρδάρια και τά κακαβιά τους, και τάριχναν πάνω στο «τσιαρδάκι» της στρούγγας, «για να μη ματιάζονται τά γαλάρια».

ΤΟ ΓΛΕΝΤΙ
“Τστερ’ άπό το γαλομέτρημα, ό τσέλιγγας έδινε εντολή στά παιδιά νά βράσουν ενα κακάβι γάλα, γιά νά φάνε και νά πάρουν και οι μπακαταραΐοι στά σπίτια τους, γιατί ήταν κρίμα ν’ αρμέξουν τά γαλάρια τους και νά μή πά¬ρουν «ένα χλιάρι γάλα» γιά τά παιδιά τους.
Ό στειράρης, μαζί μέ το γαλαροπαίδι, στράγγιζαν στή «τζαντίλα» 4-5 οκάδες γάλα σ’ ενα μεγάλο κακάβι, περνούσαν ενα δεκανίκι στό χερούλι του κακαβιοΰ και πιάνοντας ό ένας άπό τό Ινα μέρος κι ό άλλος άπό τό άλλο, κρα¬τούσαν το κακάβι πάνω άπό τις φλόγες της φωτιάς πού είχαν ψήσει το αρνί, ώσπου νά βράσει και νά φουσκώσει. Το υπόλοιπο γάλα, το παραλάβαινε ό μπάτζιος, και τδβαζε στή γαλόκαδη, μέσα στό μπατζιαρειό, γιά ν’ αρχίσει κι αυτός άπό τήν άλλη μέρα τή δουλειά του.
Ό γαλαράς, γιά νάναι σίγουρος, σημείωνε τό γάλα στό ραμπόζι του κι όλοι μαζί πήγαιναν και κάθονταν σταυροπόδι κάτω άπ’ τόν παχύ ίσκιο του δέντρου, πού είχαν διαλέξει γιά νά φάνε.
Τό ψητό, περασμένο στή σούβλα, ήταν έτοιμο, άκουμπησμένο δρθιο στον κορμό του δέντρου, γιά νά κρυώσει.
Πάνω στις φρεσκοκομμένες φτέρες και στά πράσινα κλαδιά της βαλα¬νιδιάς, πού είχαν στρώσει γιά τραπέζι, περίμενε αχνιστό και καλοψημένο τό κοκορέτσι, και δίπλα του δυο πιάτα μέ τυρί κι ένα παγούρι μέ μεταβγαλμένη ρακή, άνοίγανε πιο πολύ τήν ορεξη των μπακαταραίων και του τσέλιγγα. —”Αιντε, σ’ υγεία! “Ελεγε ο τσέλιγγας, κάνοντας τήν αρχή, μέ τό παγούρι σηκωμένο ψηλά. Νάστε καλά! Νά ζήστε! Καλό καλοκαίρ(ι) νά περάσουμε! Καλό μαξούλ(ι) νά μάς δώσ(ι) ου Θιός! Νά τό ξοδέψουμε μ’ υγεία, μέ ευτυχία, μέ νύφες, μέ γαμπρούς, μ’ άγγόνια και μ’ δλα τά αγαθά του Θεού! —Αμήν! Απαντούσαν οί άλλοι, περιμένοντας τή σειρά τους.
Ό τσέλιγγας, τραβώντας δυό, τρεις ρουφηξιές ρακή, έδινε τό παγούρι στό διπλανό του κι έπαιρνε μέ τό χέρι του ένα κομμάτι κοκορέτσι.
Τό ΐδιο έκαναν κι οί άλλοι. Κι δταν τό παγούρι έκανε δυό, τρεις γύρους ανάμεσα τους, ό τσέλιγγας έπαιρνε και «λιάνιζε» τό κρέας πάνω στά κλαδιά, κι άρχιζαν κι έτρωγαν, κάνοντας πρώτα τό σταυρό τους.
Κρέας, τυρί, γιαούρτι, πίτες, μαζί μέ μιά μεγάλη καθάρια μπογάτσια, ψημένη στή γάστρα και μιά τσίτσα μέ κρασί, γέμιζαν τό τραπέζι, κι δλοι τρώγανε μέ μεγάλη όρεξη και συναγωνισμό, γιατί οί περισσότεροι, δέν βλέπανε κρέας στά μάτια τους, παρά μονάχα τά Χριστούγεννα και τό Πάσχα.

Ή τσίτσα μέ το κρασί, δλο και γύριζε άπό χέρι σε χέρι και άπό στόμα σέ στόμα, όπως συνηθίζανε τότε, κι δλο τους άναβε τά αίματα και τους ανέ¬βαζε την δρεξη γιά τραγούδι και ξεφάντωμα. Και με το δίκιο τους.

Τούτη ή μέρα, δέν ήταν μονάχα μέρα των λουλουδιών και της άνοιξης, πού έπρεπε νά τη γιορτάσουν, όπως ταίριαζε, μά και μέρα χαράς και πανηγυριού, γιατί το πέρασμα των γαλαριών στη στρούγγα, δέν ήταν, παρά αρχή και κάλο ξεκίνημα γιά τους κτηνοτρόφους. Τώρα θάρχιζαν νά γεύονται τους καρπούς των κόπων τους και τώρα θά χαίρονταν τη δουλειά τους, πού τόσες πίκρες και στενοχώριες δοκίμαζαν δλη τη χρονιά, παλεύοντας με τά κρύα, τις λάσπες, τά χιόνια και τά ντουρλάπια του χειμώνα, γιά νά κρατήσουν τά ζώα τους στη ζωή και νά τά βγάλουν πέρα ζωντανά.
Τούτη ή μέρα, συνδυασμένη μέ την Πρωτομαγιά και τά Κλήδονα, πού γιόρταζαν τά κορίτσια, γιά νά ιδούν την τύχη τους και το ριζικό τους, έδινε την ευκαιρία σ’ δλους τους ανθρώπους, μικρούς και μεγάλους, νά τή γιορτά¬σουν, δπως μπορούσαν καλύτερα και νά χαρούν μέσα στην αγκαλιά της φύσης. πού τόσο πλούσια και τόσο απλόχερα σκόρπιζε τά κάλη της και τις ομορφιές της γύρω τους.
‘Ύστερ’ άπό το φαγητό, και το ανέβασμα του πυρετού άπ’ το κρασί, ό τσέλιγγας, σηκώνοντας το κορμί του, και σκουπίζοντας τά μουστάκια του μέ τήν ανάστροφη του χεριού του, άρχιζε και τραγουδούσε, κρατώντας την τσίτσα άκουμπησμένη στο γόνατο:
“Ενα παλικαοάχι, ρονσο κι έμορφο, καβάλλα περπατούσε και μόν’ τοαγονόεϊ και μέ τό νου τον λει, ανάμαν τσέλιγγας! Νάχα και χίλια γίδια, χίλια πρόβατα, νά στήσω τή στοουγγίτσα σέ ψηλά Ιβουνί. Νάχα κι τ Βαγγελίτσα, νά κερνάει κρασί. Νάχα κι εν’ άμπλι μέσ στή Νιάσνστα, νά κάμ’ άσπρα σταφύλια και γλυκό κρασί, νά πίν τά παλικάρια, νά ζονρλαίνουντι».
—”Αιντε, βίβα! Πάντα τέτοια νάχουμε!
Κι ή τσίτσα, όλο γύριζε ανάμεσα τους άπό στόμα σέ στόμα, ανάβοντας πιο πολύ τά αίματα.
Τά παιδιά, πού δέν έπιναν κρασί, «γιά νά μή ξεχάσουν τά γράμματα», χό¬ρευαν και τραγουδούσαν κάτω άπό τον ίσκιο, κι έπιναν ξυνόγαλο άπό τό γαλο-δέρματο, πού τους έδινε ό στειράρης μέ τό καυκί, κουνώντας το μέ τά δυό του χέρια πέρα, δώθε, γιά ν’ ανακατευτεί τό βούτυρο.
“Ενα τραγούδι, σέ ένα τέτοιο γλέντι, και μάλιστα σέ μιά τέτοια μέρα, δέν ήταν αρκετό. Κάποιος άρχιζε μέ τή φλογέρα τό τραγούδι της Παναγιωτούλας όλοι ακολουθούσαν τον πρώτο πού τραγουδούσε:

Πήρε ό Μάρτης δώδεκα — Παναγιωτούλα μου, κι Απρίλης δεκαπέντε.
Και τα κοπάδια κίνησαν δλα με την αράδα.
Τον Παναγιώτη ή κοπή, δε φάνηκε να έρθει.
Στους κάμπους βόσκουν έρημα, στους κάμπους, στα τσιαΐρια,
άπότιστα, άκούρευτα, δίχως κάναν αφέντη.
Παναγιωτούλα τ άκουσε, κι άλλη δψη της ήρθε.
Νύχτα σελώνει τ’ άλογο, νύχτα το καλιγώνει.
Στο δρόμο ν από πάαινε, στο δρόμο που πααίνει
τα παλικάρια σταύρωσε και τα καλημερνοϋσε:
—Καλημέρα σας βρε παιδιά και σεις βρε παλικάρια.
Παιδιά μ γιατ είστε λέρεβα, γιατ’ είστε λερωμένα;
—Τα πρόβατα χορέψαμε κι είμαστε λερωμένα.
—Παιδιά μ το πουν ό Παναγιώτας, πούναι τ’ αφεντικό σας;
—Ό Παναγιώτης πέθανε, ό Παναγιώτης χάθ’κε,
και τα κοπάδια γκεζεροϋν στους κάμπους, στα τσιαΐρια.
“Ετούτος 6 ντουνιάς, ετούτος ό ντουνιάς,
ετούτος ο ντουνιάς, δεν είναι για τ’ εμάς.
Και το ρωμέϊκο γλέντι έκλεινε με μιά, δυό ντουφεκιές, πού έριχνε ό τσέ-λιγγας στον αέρα.

ΤΟ ΓΙΑΛΙΑΤΚΟ
“Ετσι, όπως κάθονταν σταυροπόδι και γλεντούσαν κάτω άπ’ τον παχύ ίσκιο των δέντρων, και τά γαλάρια ξαπλωμένα στο στάλο «μαρκιούνταν» αναμασώντας την τροφή τους, ό τσέλιγγας, για να πάρει και τή γνώμη τών άλλων, άνοιγε κουβέντα για το «γιαλιάτ’κο» ή «άιλιάτ’κο» όπως το βλεπαν σ’ άλλα χωριά, κι έλεγε:
«Καλά έφαγάμι κι ήπιαμι, καλά τραγούτσαμι κι γλέντσαμι, μά Ινα πράγ¬μα άστόχσαμι νά ποΰμι. Τού γιαλιάτ’κου. Τώρα, ας κουβεντιάσουμι κι γι’ αυτό, γιατί ή στρούγγα μας έ’χ(ι) πουλλά εξουδα, κι αυτά, θά πρέπ(ι) νά τά πλερώσουμι.
“Ολα τά χρόνια, οι παπουδις μας κι οί προσπάποι μας, υστιρα άπου τού πρώτου γαλουμέτρημα —σάν καλή ώρα έμεϊς— τού γάλα άπου τού σμίξιμου, τού γάλα άπου τού πρώτου γαλουμέτρημα, κι τού γάλα τ’ς άλλης τ’ς μέρας, τόβγαζαν δλου γιά «γιαλιάτκου».
Τά γαλάρια, καθώς κι τά στείρα, θέλ’ν άλας, πίτυρα κι σκάρφ(ι) τού καλουκαίρ(ι). Δέν μπορούμι νά τ’ άφήκουμι άνάλατα τά σφαχτά. Τά σκ’ληκιάρκα θέλ’ν άξ(ι)φο κι κριουλίνη. Τά ψώραβα θέλ’ν κατράν(ι). Νά μή δώσ(ι) ου Θιος κι τά πιάσ(ι) καμιά παρμάρα, κρατμάρα ή τσαταλάς, γιατί εξον από του γάλα πού θα χάσουμι, θα χρειαστούν κι άλλα έξουδα να τά πληρώσουμι κι αυτά.

Τού γαλαρουπαίδ(ι), δέν μπουρεϊ να τρέχ(ι) ξυπόλτου στά αγκάθια και στα «σντρουβόλια». Θέλ(ι) τσαρούχια κι αυτό. Έκτος α¬νά βγαλουμι κι δυό καλές άρμιχτάρις γιά τού στειράρ(ι), γιατί δε μπορεί νάρχιτι κάθι μέρα, νά τρώει στ’ στρούγγα. Δυό γίδις τούν φτάν’ γιά ξυνόγαλου. Τού γαλουδέρματου τόχ(ι)! Τά στείρα, δέν πρέπ(ι) νά πατοϋν ίκε -παν τά γαλάρια. —Τί λέτι γιά δλ’ αυτά;
—Τί νά ποΰμι! Έτσ(ι) τού βρήκαμι άπ’ τ’ς παποΰδις μας, κι ετσ(ι) θά τ’ άφήκουμι.
—”Αιντε, βίβα, λοιπόν! Καλό καλοκαίρ(ι) νά πιράσουμι! Καλό μαξούλ(ι) νά μας δώσ(ι) οι Θιός!
Και γιά νά βεβαιωθεί, και νά σφραγιστεί ή ομόφωνη απόφαση των μπακαταραίων, ή τσίτσα μέ τό κρασί έ’κανε τον τελευταίο γύρο, κι δλοι σηκώνον¬ταν κι ετοιμάζονταν γιά νά φύγουν.
Τήν άλλη μέρα, σάν άρχιζαν νά παίρνουν τό γάλα μέ τη σειρά, ό καθένας ήταν υποχρεωμένος νά πάει γιόμα και δείπνο στους γαλαράδες, και «πιτυρο-ψώματα» γιά τά σκυλιά.
Οι γαλαράδες, γιά νά ξέρουν πόσο γάλα έπαιρνε ό καθένας, έγραφαν πάλι μέ κόκες και μέ χάρακες στο πίσω μέρος του ραμποζιοΰ κι δταν τελείωνε ή πρώτη «αράδα», έφτιαχναν άλλο ραμπόζι.
Τήν πρώτη αράδα, πρώτος έπαιρνε τό γάλα ό τσέλιγγας κι υστέρα ό παρατσέλιγγας, γιατί τό γάλα ήταν πολύ και θά τδδιναν στο μπατζιαρειό, γιά νά βγάλει ό μπάτζιος τό βούτυρο και τό μπάτζιο.
Τό μπατζιαρειό κρατούσε μονάχα 40 μέρες, και στις 40 αυτές μέρες, δσοι ήταν νά βγάλουν βούτυρο, έπρεπε νά τό βγάλουν, γιατί ύστερα τό γάλα λιγόστευε και δέν είχαν κανένα συμφέρο νά πληρώνουν τό Μπάτζιο μέ τόσο λίγο γάλα.
Σάν τέλειωναν αυτοί, κι άρχιζαν νά παίρνουν τό γάλα οι μπακαταραΐοι, έπρεπε νά πάνε κι αυτοί, δπως ό τσέλιγγας και δ παρατσέλιγγας γιόμα και δείπνο στους γαλαράδες και νά πλένουν και τά καρδάρια μέ ζεστό νερό, γιά νά μη τους κοπεί τό γάλα και πάει χαμένος ό κόπος τους.
“Οσοι ήταν μερακλήδες κι είχαν γυναίκες νοικοκυρές, πήγαιναν γρήγορα στή στρούγγα, άναβαν μέ «τσάκνα» φωτιά, ζεμάτιζαν κι έπλεναν καλά τά καρδάρια, κι ύστερα, γιά νά πάρει καλή μυρουδιά τό γάλα, κάπνιζαν τά καρδά¬ρια μέ πράσινο κέδρο και τό γάλα, καθώς και τό τυρί μοσκοβολούσαν.
Πριν τελειώσει ακόμα ή πρώτη «αράδα», οι γαλαράδες ειδοποιούσαν μέ τον τελευταίο μπακατάρη και τους άλλους, και πήγαιναν ν’ αρμέξουν τά γαλάρια τους γιά δεύτερη και για τρίτη «αράδα», αν ή χρονιά τους πήγαινε καλά.

Τις αράδες αυτές, δεν τις γιόρταζαν πανηγυρικά, δπως την πρώτη, γιατί τότε άρχιζε ο θέρος και τ’ αλώνια κι οί άνθρωποι κύτταζαν πιό πολύ τις δουλειές, παρά τά γαλομετρήματα με τα πανηγύρια.

ΟΙ ΤΣΕΤΛΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΜΑΝΤΑΝΙΑ
Παρόμοιο ξύλο, σάν το ραμπόζι, πού εξυπηρετούσε τους ίδιους σκοπούς και τις ίδιες ανάγκες των ανθρώπων, είχαν και σ’ άλλα διαμερίσματα της Χώρας μας, πού τά λέγανε «τ σ έ τ λ α».
«Ό τσέτλας γράφει ό Δημήτρης Λουκόπουλος στά Ποιμενικά της Ρού¬μελης και στη σελίδα 157 ήταν ξύλο κεδρίσιο καλοπελεκημένο και φκιασμένο απάνω κάτω, σάν το χάρακα πού χαρακίόνουμε στο χαρτί. Είναι το δευτέρι των αγράμματων τσιοπάνηδων ό τσέτλας’ σημειώνουν με χαρακιές τις καρδάρες το γάλα, πού παίρνει ό καθένας στον καιρό στ’ άράδια. Χαρά¬ζουν με το μαχαίρι. Τελειώνοντας ή σειρά πελεκάνε και σβύνουν τις χαρακιές* ύστερώτερα ξαναχαράζουν μιά, δυό . . . δσες καρδάρες γάλα πήρε ό αραδιάρης».
Στ’ “Αγραφα και στά χωριά της Καρδίτσας, το ξύλο αύτο το λέγανε «παΐδα». Κι αυτοί, γράφανε το γάλα μέ χαρακιές σ’ ενα ξύλο μακρύ ώς 60 πόντους, πού έμοιαζε μέ παΐδα σαμαριοϋ. Κάποιος, φαίνεται, πρωτόγραψε το γάλα σέ καμιά «παΐδα» άπο χαλασμένο σαμάρι και άπο τότε, οχι μόνο το όνομα του ξύλου κράτησαν, μά και το σχήμα του.
Στην Ανατολική Θράκη και ιδιαίτερα στά χωριά του Ούζούν Κιοπροΰ”, της σημερινής Μακρυγέφυρας, το ξύλο πού γράφανε μέ κόκες το γάλα πού βγάζανε άπ’ τά «μαντάνια», το λέγανε τσέτλα, άλλα σέ θηλυκό γένος και όχι σέ αρσενικό, όπως στή Ρούμελη.
Ή τσέτλα, το άπλο και ασήμαντο τοϋτο ξύλο, πού δεχόταν άγόγγιστα δλες τις έγκοπές του μαχαιριού του τζιομπάνου στή ράχη του, γιά νά εξυπηρετήσει επί αιώνες τήν αδυναμία και το συμφέρο των αγράμματων ανθρώπων του βουνού και του κάμπου, πήρε το ονομά της άπο το λατινικό cetula, πού θά πει απόδειξη, μετρητής.
Ή τσέτλα ή τσέτουλα ήταν γνωστή σ’ δλη τήν Ελλάδα παλιότερα και εξυπηρετούσε διάφορους σκοπούς και ανάγκες των αγράμματων ανθρώπων της εποχής.
Στην Κωνσταντινούπολη, στην Πελοπόννησο, στην Κρήτη και στά Εφτάνησα, ή τσέτουλα, δέν άλλαξε όνομα και δέν έπαθε καμιά παραφθορά ή λέξη. Στις βόρειες όμως περιοχές, πού κόβουν τά φωνήεντα και συντομεύουν τΙς λέξεις, ή τσέτουλα έγινε «τσέτλα».

Τσέτλα χρησιμοποιούσαν οί τζιομπαναραΐοι της Δυτικής Μακεδονίας,

rompozi2

 

Για νά μετρήσουν το γάλα στα γάλομετρήματα. Τσέτλες χρησιμοποιούσαν χ» β! «μανταντζήδες» της Ανατολικής Θράκης, για νά μετρήσουν και να γράψουν μέ κόκες το γάλα, πού έβγαζαν άπό τά «μαντάνια». Τσέτλες όμως χρησιμοποιούσαν και οι «μανταντζήδες» των ορεινών χωρίων των Γρεβενών στά μαντάνια τους, για νά μπορούν νά ξεχωρίζουν τά υφαντά που τους πή¬γαιναν άπό τά διάφορα χωριά γιά «κάμωμα».

Έδώ, μπερδεύονται κάπως τά πράγματα.
Τά Θρακιώτικα «μαντάνια» έβγαζαν γάλα, πού τογραφαν οι «μανταντζήδες» στην τσέτλα. Τά μαντάνια δμως των Γρεβενών, δεν έβγαζαν γάλα, μά επεξεργάζονταν διάφορα μάλλινα υφαντά, πού ύφαιναν οί γυναίκες τών χωριών στους αργαλειούς τους.
Τσέτλες, μαντάνια και μανταντζήδες είναι ΐδιες λέξεις, μέ τήν ϊδια ακουστική, μά μέ διαφορετικό νόημα και περιεχόμενο.
Στην Ανατολική Θράκη και ιδιαίτερα στά χωριά της Μακρυγέφυρας (Ούζούν Κιοπροΰ), μαντάνια λένε τά βουβάλια και μανταντζή το βοσκό τών βουβαλιών. Στην περιοχή όμως τών Γρεβενών, και γενικά τής Δυτικής Μα¬κεδονίας, μαντάνια λένε τά πρωτόγονα, νεροκίνητα εργοστάσια, πού επεξεργάζονται μάλλινα υφαντά και βελέντζες, και «μανταντζή» τον ιδιοκτήτη ή τόν ενοικιαστή τών μαντανιών.
Τοΰτα τά μαντάνια, στην Ανατολική Θράκη τά λένε «ντουλάπια» και μαντάνια λένε τά βουβάλια.
Ή λέξη «μαντά», είναι τούρκικη και θά πει βουβάλι. Μαντάνια είναι ό πληθυντικός του «μαντά», δπως σχηματίστηκε άπό τους “Ελληνες της Ανα¬τολικής Θράκης στή γλώσσα τους.
Στην περιοχή Γρεβενών λειτουργούσαν πολλά μαντάνια παλιότερα, δπως στή Σαμαρίνα, στή Σμίξη, στο Περιβόλι, στην Αβδέλλα, στο Σπήλιο, στο Τρίκωμο και άλλου. “Ολα αυτά, κινούνταν μέ τά νερά πού κατέβαιναν ορμητι¬κά άπό τις δασωμένες πλαγιές τής ανατολικής Πίνδου κι έβαζαν σέ κίνηση τή φτερωτή του μαντανιοΰ κι εκείνη, δλον το μηχανισμό μέ τις «παταριές» και τά «κοπανάρια». Μέ τή βοήθεια του νερού και τ5 απανωτά χτυπήματα, μέσα σέ 24-50 ώρες έ’καναν τις μάλλινες κλωστές νά σφίξουν και νά πήξουν και νά γίνουν τά «άδίμ’τα», πού τά χρησιμοποιούσαν νά φτιάχνουν τά αντρικά ρούχα.
Το ΐδιο γινόταν και μέ τις «ντριστέλες», μά σ’ αυτές βάζανε μόνο τις κάπες, τις φλοκάτες και τά σαίσματα. Οί ντριστέλες, δέν είχαν ούτε «πατα¬ριές», ούτε «κοπανάρια». Ή επεξεργασία τους γινόταν μόνο μέ τή δύναμη τοΰ νερού και τό στροβίλισμα τους μέσα στή μεγάλη χαβούζα, πού τή λέγανε και «νεροτριβή».
Επειδή δμως και στά μαντάνια και στις ντριστέλες έπεφταν πολλά υφαν¬τά, άπό πολλά και διάφορα χωριά της περιοχής, καΐ πολλά έ’μοιαζαν και στο Χρώμα και στο μεγεθος μεταξύ τους, ό μανταντζής, μόλις τα παραλάβαινε πρίν ακόμα ακόμα τα ρίξει ττό νερό, έκοβε ένα ξυλαράκι ενός πόντου πάχους και πέντε ώς εξι πόντους μάκρος κι έκανε την τσέτλα. Για νά γίνει όμως ή τσέτλα άποδειχτικό στοιχείο του υφαντού, ό μανταντζής έκανε με την κόψη του μαχαιριοΰ του δυό, τρεις κόκες απάνω της άλλες ‘ίσιες και άλλες λοξές. » έσκιζε το ξύλο κατακόρυφα στα δυό. Το ένα από τα ξυλαράκια τόδινε στον κάτοχο του ύφαντοΰ και τ’ άλλο το κρατούσε αυτός, πού τοραβε στέρεα σέ μιά γωνιά του ύφαντοΰ για νά το γνωρίζει. “Οταν τώρα ερχόταν ή ώρα νά το παρα¬δώσει «καμωμένο», στον κάτοχο του, ό μανταντζής, έπαιρνε τις δυό τσέτλες, τις εφάρμοζε τή μιά στην άλλη, κι αν έβλεπε πώς οι τσέτλες ταίριαζαν στο πάχος, στό μάκρος και στις κόκες, τότε βεβαιωνόταν πώς αυτό ήταν το υφαν¬τό πού ζητούσαν και τοδινε στό νοικοκύρη, χωρίς καμιά άλλη γραφειοκρατική διαδικασία και επιφύλαξη.

Και στις δυό αυτές περιοχές όπως είδαμε παραπάνω οι μανταντζήδες χρησιμοποιούσαν τσέτλες, πού δέν έμοιαζαν όμως μεταξύ τους.
Έκτος από τις τσέτλες πού είδαμε, ό λαός μας, αγράμματος όπως ήταν, χρησιμοποιούσε και άλλου είδους τσέτλες μέ διαφορετική δμως μορφή και διαφορετικό γράψιμο. Οί μπακάληδες, οι καφετζήδες, οι φουρνάρηδες, οί λαδάδες, οί κρασοπώλες και άλλοι, πού έδιναν «βερεσέ», είχαν κι αυτοί τις τσέτλες τους. Οί φουρνάρηδες μάλιστα, πού μοίραζαν στις πόλεις τά ψωμιά στά σπίτια, μαζί μέ τά ψωμιά πού είχαν φορτωμένα στά κοφήνια, είχαν κρε¬μασμένες και τις τσέτλες στό πίσω μέρος του σαμαριοΰ του ζώου. Κι όταν έδιναν σέ κάποιο σπίτι το ψωμί, ό πωλητής, έγραφε το ψωμί πού έδινε στή δική του τσέτλα κι υστέρα τογραφε και στην τσέτλα του αγοραστή μέ κόκες, γιά νά μή σβήνουν. “Ετσι μοίραζαν το ψωμί στην Άδριανούπολη, ως τήν ανταλ¬λαγή των πληθυσμών, όπως μούλεγε ό κ. Απόστολος Αποστολίδης, Πρόεδρος του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου, πού κατόρθωσε κι έφερε στή Θεσσαλονίκη άπ’ τή χαμένη πατρίδα του μιά τεράστια βιβλιοθήκη μέ πολλά βιβλία και σπά¬νιες εκδόσεις.
Έκτος άπό τους καταστηματάρχες τροφίμων, τσέτλες χρησιμοποιούσαν και διάφοροι επαγγελματίες, πού είχαν εργατικό προσο^πικό, Οπως οί τσαγγα-ράδες, οί ραφτάδες και άλλοι. Στις τσέτλες τους αυτοί γράφανε «τή μπροστάν-τζα», δηλαδή τήν προκαταβολή πού έπαιρναν οί εργάτες, πριν ακόμα κλείσει ή εβδομάδα, γιά νά πάρουν το «βδομαδιάτικο». Κι όταν τους ρωτούσε κάποιος, πώς τά βγάζουν πέρα μέ τή ζωή, αυτοί απαντούσαν: Τή βγάζουμε τσέτουλα! Δηλαδή μέ προκαταβολή.
Παρόμοιο ξύλο, πού εξυπηρετούσε τους ίδιους σκοπούς και τις ίδιες ανάγκες τών ανθρώπων είχαν και οί αρχαίοι, πού το λέγανε «σχίδη», δηλαδή σκίζα. Πάνω σ’ αυτή γράφανε κι εκείνοι το ψωμί, το κρασί, τό γάλα κλπ. πού έπαιρναν οί πελάτες μέ πίστωση, γιά νά τά πληρώσουν ολα μαζί αργότερα.

Έκτος άπό τις τσέτλες αυτές, οι έκφορτοτές στά λιμάνια και σε διά¬φορες αποθήκες, πού τά δέματα ή τά τσιουβάλια ηταν πολλά, γιά νά μη κά¬νουν λάθη στην καταμέτρηση και χάσουν το λογαριασμό, ένας από αυτούς, κρα¬τούσε ένα ξύλο κι ένα μαχαίρι στο χέρι και σε κάθε τέσσερες κόκες ορίζοντας έκανε και μια κάθετη . Με τον τρόπο αυτό, σχηματιζόταν ένα πεντάρι, πού τον ευκόλυνε στο μέτρημα. “Αλλοι πάλι, έκαναν τέσσερες τρύπες μέ τη μύτη του μαχαιριού στο ξύλο και ύστερα ένωναν τις τρύπες με τέσσερες ίσιες γραμμές και μέσα στο τετράγωνο πού σχηματιζόταν, τραβούσαν διαγώνιες. Τέσσερες τρύπες και τέσσερες γραμμές γίνονταν όχτώ καί δυο διαγώνιες, δέκα. Κι υστέρα μετρούσαν δεκάρια για ευκολία.
Έκτος άπό τις ξύλινες τσέτλες, έκαναν τσέτλες και στ’ αυτιά τών γι¬διών και τών προβάτων, όταν τή Μεγάλη Πέμπτη σημάδευαν τ’ αρνιά και τά κατσίκια, γιά νά τά γνωρίζουν και νά τά ξεχωρίζουν άπό τ’ άλλα. Τά σημάδια αυτά, ήταν οί ταυτότητες τώ ζώων, πού αν χάνωνταν ή τά κλεβε κανείς, θά μπορούσαν νά τά γνωρίσουν. Την τσέτλα στ’ αυτιά τών ζώων την έκαναν, σάν ορθή γωνία. Ή τσέτλα και ή κόκα, ήταν τά δυο βασικότερα σημάδια πού έκαναν δλοι οί κτηνοτρόφοι στά ζώα τους, συνδυάζοντας τα και μ’ άλλα σημάδια, πού ήταν πάρα πολλά.

Με λίγα λογία

1) Τό ραμπόζι, πού ή ονομασία του είναι σλαβική, είναι ξύλινο, πρωτό¬γονο κατάστιχο, πού γράφανε τό γάλα στις στρουγγες τό καλοκαίρι οί αγράμματοι τζιομπαναραϊοι της περιοχής Γρεβενών.
2) Οί τζιομπαναραϊοι, παλιότερα, έ’καναν συμφωνία γιά τήν πληρωμή τους δυο φορές τό χρόνο. Μιά τον ‘Αι-Δημήτρη γιά τή χειμερινή περίοδο και μιά τον Άι-Γιώργη γιά τή θερινή.
3) Τον ‘Αι-Γιώργη χωρίζανε τά γαλάρια άπό τά στείρα και κρεμούσαν τά κυπριά και τά κουδούνια στά γιδοπρόβατα. Τότε κρεμούσαν και τά μεγάλα διπλοκούδουνα και τά χοντροκούδουνα στά γκισέμια του κοπαδιού.
4) Ό ‘Αι-Γιώργης γιά τους κτηνοτρόφους ήταν ό προστάτης “Αγιος τους, Οπως ό ‘Αι-Δημήτρης γιά τους γεωργούς. Γι’ αυτό και σφάζανε τά καλύτερα αρνιά πού είχαν και τον γιόρταζαν μέ μεγάλες χαρές και πανηγύρια.
5) “Τστερ’ άπό τό χώρισμα τών γαλαριών, έ’φτιαχναν τις στροΰγγες και τά μπατζιαρειά κοντά σέ καμιά βρύση καί κάτω άπό μεγάλα, αιωνόβια δέντρα, γιά νά κρατάνε δροσιά καί νά μή χαλάει τό μαξούλι άπό τις ζέστες.
6) Τό πέρασμα τών γαλαριών στις στροΰγγες καί τό πρώτο γαλομέ-τρημα του καλοκαιριού γινόταν τήν Πρωτομαγιά, κι Ολοι οί μπακαταραϊοι πήγαιναν καί άρμεγαν τά γαλάρια τους, γιά νά ίδοΰν καί νά ξέρουν πόσο γάλα θά έπαιρναν τήν πρώτη αράδα του καλοκαιριού.
7) Το μπχτζιαρε’.ο ήταν το τυροκομείο της στρούγγας και ο μπάτζιος .
8) Το γάλα στο γαλομέτρημα το μετρούσαν μέ το καρδάρι, πού έπαιρνε 16 οκάδες, μέ τον κούτουλο, πού έπαιρνε μια οκά, και μέ το καυκί, πού έπαιρνε 100 δράμια. Κάθε μισή οκά, τήν υπολόγιζαν μ’ ένα καρδάρι.
9) Σ’ άλλα χωριά, είχαν και τήν τσέτλα, πού μετρούσαν τις μικρές ποσότητες, βάζοντας μέσα στο κακυκί δρθια τήν τσέτλα μέ τις 13 γραμμές, πού ή κάθε μιά απείχε έναν πόντο άπο τήν άλλη. Μ’ αυτήν μετρούσαν τις οκάδες. Κάθε γραμμή και μιά οκά.
10) Στο τέλος του πρώτου γαλομετρήματος, έσφαζαν ένα αρνί ή κατσίκι και γλεντούσαν 8λοι μαζί. Τότε κανόνιζαν και τό «γιαλιάτ’κο», για τά έξοδα της στρούγγας τό καλοκαίρι και γιά ένα ζευγάρι τσαρούχια για τό γαλαρο-παίδι, πού δούλευε μόνο γιά το φαί του.
11) Σ’ άλλα μέρη, δπως στην Ανατολική Θράκη, τή Ρούμελη κι άλλου, το ραμπόζι τό λέγανε τσέτλα. Τσέτλες άλλου είδους χρησιμοποιούσαν και οί μανταντζήδες της Δυτικής Μακεδονίας, γιά τά υφαντά και γιά τις φλοκάτες. “Αλλοι, όπως οι μπακάληδες, ο’ι φουρνάρηδες, οί νταβερνιάρηδες, οί καφετζή-δες κλπ. χρησιμοποιούσαν άλλες τσέτλες και μ’ αυτές έκαναν τή δουλειά τους. Οί τσέτλες ή τσέτουλες ήταν γνωστές σ’ ολη τήν Ελλάδα, τότε πού ό λαός μας ήταν αγράμματος.

 

ΚΑΡΑΜΠΑΤΑΚΗΣ ΚΩΣΤΑΣ

Γεννήθηκε στη Σαρακίνα Γρεβενών το 1906, σπούδασε δάσκαλος και διορίστηκε το 1930. Υπηρέτησε ως δάσκαλος σε πολλά σχολεία των Γρεβενών .Με την βοήθεια των γεροντοτέρων και των παιδιών των σχολείων συγκέντρωσε πλούσιο λαογραφικό υλικό Το υλικό αυτό το μετέφερε με την πένα του σε βιβλία. Ετσι το 1940 του απονεμήθηκε ο Α’ έπαινος για τη λαογραφική μελέτη του «Το παιδί». Το 1968 βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών για το βιβλίο του «Γάμος του Παλιού Καιρού», με ήθη και έθιμα το γάμου. Αλλα βιβλία του που εκδόθηκαν είναι «Η μάνα και το παιδί τα παλιότερα χρόνια», «Μάρτης και χελιδονίσματα», «Ο δράκος του Θέρου» «Δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων»και «Εθιμα της Θεσσαλίας». Πήρε μέρος σε πολλά λαογραφικά συμπόσια του Ινστιτούτου Μελετών Χερσονήσου Αίμου (ΙΜΧΑ) και έδωσε πολλές λαογραφικές διαλέξεις. «Ραμπόζι,τσέλτες και μαντάνια», « Ο Γιάγιαννος στη Λιτσίτσα του Ορτακοί της Ανδριανούπολης».
Ήταν μέλος της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας και της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, της οποίας με ομόφωνη απόφαση ανακηρύχτηκε επίτιμος πρόεδρος το 1997.
Το 1936 του απονεμήθηκε έπαινος από το υπουργείο Παιδείας για τη συλλογή και οργάνωση μικρού αρχαιολογικού μουσείου στα Γρεβενά, που αργότερα καταστράφηκε από τους Γερμανούς.
Μέλος του ΚΚΕ από το 1936, πολέμησε στο Αλβανικό Μέτωπο (1940-41) και αργότερα εντάχθηκε στην Εθνική Αντίσταση.
Πέθανε στις 29 Δεκεμβρίου του 2000 αφήνοντας πίσω ένα μεγάλο λαογραφικό εργο

 

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΣΑΚΗΣ ΠΕΤΡΟΥ

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ζωντανές πηγές
1. Γούλας Λάζαρος – Σαρακίνα Γρεβενών 77.
2. Βαγγέλης Γκοτζαμπασόπουλος – Σαρακίνα Γρεβενών.
3. Βασίλης Κολτσίδας – Σαρακίνα Γρεβενών 47.
4. Φάνης Λωρίδας – Σαρακίνα Γρεβενών 54.
5. Γούλας Άθ. Ντάγκας – Σαρακίνα Γρεβενών 75.
6. Σκρέκας Βάΐος – Παλιοχώρι Γρεβενών (Βεντζίων).
7. Βαγγέλης Εύαγγελόπουλος – Σύδενδρο Γρεβενών.

Γιά τή Θράκη
1. Αθανάσιος Μπιριντζής – Ασημένιο Διδυμοτείχου.
2. Μιχάλης Γουσμεράκης – Φέρρες Έβρου.
3. Απόστολος Αποστολίδης – Άδριανούπολη.

 

Δείτε ακόμα