Ορθοδοντικός Δώρα Μπαρτζιώκα

center

Euromedica

euromedica ygeia

ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΑΝΤΑΝΙΑ: Η αρμονία ξύλου – νερού

Του Δημήτρη Θεοδωρίδη

Ήταν το Φθινόπωρο του 1981 όταν το Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Μα­κεδονίας μου ανέθεσε την εκθε­σιακή παρουσίαση του μαντανιού στην σκήτη Αγίας Άννης στο Αγιον Όρος. Δύο χρόνια αργότε­ρα ακολουθώντας τις μαρτυρίες φίλων βρέθηκα στις δύσβατες κα­ταπράσινες όχθες του ποταμού Βενετικού στο Σπήλαιο Γρεβενών και αποτύπωσα ένα ακόμα πα­λαιότερο μαντάνι.

 

Η παρούσα μελέτη σκιαγραφεί αυτά τα ξύλινα μηχανήματα, τα μαντάνια, που αξιοποιώντας την δυναμική ενέργεια του νερού συμ­μετείχαν στην παράγωγη μάλλι­νων υφασμάτων (μάλλινα παντε­λόνια, κάπες, τσέγρες, μπατανίες, βελέντζες, τσόλια κ.α,). Στην Μα­κεδονία απομένουν λιγοστά: εκτός των δύο προαναφερθέντων που προσωπικά μελέτησα (στην σκήτη της Αγ. Αννης και το Σπήλαιο Γρεβενών) μαντάνια διασώζονται στην Σαμαρίνα της Πίνδου, τους Καλαρρύτες των Ιωαννίνων και τον Ελαιώνα Σερρών. Είναι αυ­τονόητο ότι έχουν από πολλά χρό­νια περιέλθει σε αχρηστεία, έχουν τεθεί «εκτός παραγωγής». Πλη­ροφορούμαι ότι διασώζεται σε λει­τουργία και μόνο στη Δροσοπηγή. Έτσι γράφοντας για τα υδροκίνητα αυτά ξύλινα μηχανήματα, τα μαντάνια, τις ντριστέλλες, τους νερόμυλους έχω έντονο το συναίσθημα ότι αποτείω έναν τα­πεινό φόρο τιμής και αναζητώ να ξεπληρώσω ένα χρέος.

Πρόκειται για τα περήφανα και σιωπηλά βουνά μας που σή­μερα καίγονται και λεηλατούνται, τα ποτάμια με το καθάριο δροσε­ρό νερό που σήμερα μολύνονται και που στερεύουν, τα μηχανήμα­τα που κινούνται με τις «ήπιες μορφές ενέργειας», το νερό, τον άνεμο, τον ήλιο.

 

Εδώ ο φτερωτός τροχός αντέχει ακόμη και τούτο το μαντάνι

Η κοινότητα του Σπηλαίου Γρεβενών βρίσκεται 30 περίπου χλμ. ΝΔ των Γρεβενών κτισμένη σε μιαν απότομη βραχώδη πλαγιά της κεντρικής Πίνδου. Χαμηλότε­ρα, μέσα στη χαράδρα, κυλούν ορμητικά τα νερά του ποταμού Βενετικού. Τα νερά ενός μικρού παραποτάμου κινούν διαδοχικά ένα μαντάνι, ένα νερόμυλο και τέσοερις ντριστέλλες.

Η βασική αρχή της λειτουργίας του μαντανιού είναι η εξής: το νερό, μέσω της «φτερωτής» θέτει σε   κίνηση   τέσσερα   «κοπάνια». Πρόκειται για βαριά ξύλινα σφυ­ριά που κτυπώντας ρυθμικά το μάλλινο ύφασμα σφίγγουν τους κόμπους και το  νήμα και του προσδίδουν αντοχή. Ακολουθεί το νεροτρίβισμα στην ντριστέλλα. Η περιστροφική δίνη της νεροτριβής αναμαλλιάζει το ύφασμα και το κάνει αφράτο. Έχει ιδιαίτερο κα­τασκευαστικό ενδιαφέρον καθώς όλα του τα εξαρτήματα είναι ξύ­λινα. Αποτελεί την διαδεδομένη μορφή, όμοιο με όλα της Δ. Μα­κεδονίας,   Ηπείρου   καθώς   και αυτά που περιγράφει ο Λουκόπουλος στην Αιτωλοακαρνανία.

Τα υφάσματα μεταφέρονταν με ζώα από τα γύρω χωρία και το κοπάνισμα και το νεροτρίβισμα κρατούσαν μέρες και οι χωρικοί, περίμεναν με τη σειρά τους για να δώσουν τα προικιά και τα γεννή­ματα. Τα βράδια, με την ψύχρα του φθινοπώρου και της άνοιξης οι γυναίκες άπλωναν τα στρωσί­δια στο ανώι του νερόμυλου και γύρω από το τζάκι. Ο μυλωνάς προσφέρε ψωμί και κρασί ενώ στη ζεστή στάχτη ψήνονταν η σταχτότουρτα. Οι λιγοστοί γέροι που απέμειναν ακόμη να διαφεντεύ­ουν το χωριό» θυμούνται χαμογε­λώντας τα γέλια και τα χωρατά που ακούγονταν μέχρι αργά, ανακατεμένα με τον ήχο των μυ­λόπετρων και το βρόντηγμα του μαντανιού που έσκιαζαν την σιωπή της χαράδρας και συντρό­φευαν τον ύπνο τους.

Το μαντάνι στο Σπήλαιο στα­μάτησε να λειτουργεί το 1979-80 ενώ οι ντριστέλλες λειτουργούν ακόμη.

Η σκήτη της Αγίας Άννης βρί­σκεται πριν το ακρωτήρι του Άθω, μετά την Ι.Μ. Αγιου Παύλου και κάτω από την κορυφή του Άθω σε υψόμετρο 500-800 μ. Αποτελείται από αρκετά σπίτια που κατοικού­νται από 50 περίπου μοναχούς, χωρισμένους σε ομάδες 1-5 μο­ναχών ανά σπίτι και κάτω από την πνευματική καθοδήγηση του Δικαίου.

Η περιοχή έχει άφθονα νερά που κατεβαίνουν από τον Άθω, Δυο – τρεις πηγές συγκλίνουν και πηγάζουν μέσα από την μικρή σπηλιά. Από εκεί τροφοδοτούν τις φτερωτές του μαντανιού και ενός νερόμυλου.

 

Η ξύλινη φτερωτή, φαγωμένη από τον χρόνο και την εγκατάλειψη

Το μαντάνι (ή μπασήρι, όπως  το ονομάζουν οι μοναχοί) είναι το μοναδικό μηχάνημα όπου κτυ­πούσαν (έμπαζαν) τους μάλλι­νους καλογερικούς σκούφους. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των μονάχων, χρονολογείται του­λάχιστον από τον 19ο αιώνα και είχε πελάτες από ολόκληρη την

Ελλάδα και την Τουρκία. Το δού­λευαν 7-8 σπίτι με συνολική πα­ραγωγή 1600-2000 σκούφους την ημέρα. Μια μαρμάρινη ωστόσο εγχάρακτη πλάκα εντοιχισμένη στην είσοδο του κτίσματος που στεγάζει το μαντάνι αναφέρει: Ι.Σ.Χ.Ρ. 1928. Αν λάβουμε υπόψη και τα τεχνικά δεδομένα του μη­χανήματος (μεταλλική φτερωτή και ενισχύσεις) αλλά και το γεγο­νός ότι το μαντάνι δεν μπορούσε να προϋπάρχει του κτίσματος, τότε αυτή φαίνεται και η πιθανό­τερη χρονολογία του μαντανιού.

Είναι ωστόσο περίπου βέβαιο ότι η διαδικασία παραγωγής των μάλλινων μεταλλικών σκούφων είναι πολύ παλιότερη.

Αρκετά μεταλλικά τμήματα και η σκάφη είναι λαξευμένη σε συμπαγές λευκό μάρμαρο. Έτσι αποτελεί ενδιάμεση μορφή από το ξύλινο μαντάνι (στο Σπήλαιο Γρεβενών) στο σύγχρονο μεταλλι­κό μαντάνι (στην Ελαιώνα Σερ­ρών).

Οι αρχές λειτουργίας και κα­τασκευή του είναι παρόμοιες με το μαντάνι στο Σπήλαιο. Διαφέρει ωστόσο η ορολογία των εξαρτη­μάτων του. (βλέπε σχέδια και συγκριτικό πίνακα).

Κάθε σπίτι, ανάλογα με τις παραγγελίες που είχε αγόραζε μάλλινα νήμα και ύφαινε σκού­φους.

Οι σκούφοι διπλωμένοι στα τέσσερα και δεμένοι ανά δύο ρί­χνονται για μούσκεμα στη γούρνα με κρύο νερό. Ανά 50 ρίχνονται στις δύο κοπάνες και κτυπιούνται επί δύο μερόνυχτα με συνεχή ύγρανση. Αφού τελειώσει το κοπάνισμα τα δέματα αφήνονται να στραγγίσουν σε μια πέτρινη γούρ­να. Από εκεί οδηγούνται σε ξύλινο πάγκο όπου βάφονται, περνούν στο καλούπι και σιδερώνονται.

Κατά την επίσκεψη μου το 1981, η στέγη του κτίσματος ήταν ετοιμόρροπη, οι τοίχοι είχαν ρηγ-ματώσεις, κουφώματα δεν υπήρ­χαν. Καθισμένος στο μαρμάρινο πάγκο έβλεπα απέναντί μου το πολύχρωμο γυαλιστερό κορμί μιας μεγάλης δενδρογαλιάς που κρεμασμένη από το κλαδί της αγριοσυκιάς έκανε αργούς ηδονι­κούς κύκλους αιωρούμενη στον αέρα παίζοντας με τις πρωινές ηλιαχτίδες.

Η κοινότητα Γρίβα βρίσκεται ΒΔ. του Κιλκίς προς τα Ελληνογιουγκοσλαβικά σύνορα. Δύο χι­λιόμετρα έξω από το χωριό βρί­σκεται μια περιοχή κατάφυτη με βελανιδιές, καστανιές και πλατά­νια που διασχίζεται από παραποτάμους του ποταμού Αλιάκμονα. Κατά μήκος των υδάτινων δια­δρομών συναντάμε έξη ή επτά ντριστέλλες που ακόμη και σήμε­ρα λειτουργούν νεροτριβίζοντας βελέντζες και στρωσίδια, συχνά προικιά των κοριτσιών των Σαρα­κατσάνων. Οι ιδιοκτήτες περιο­δεύουν στα γειτονικά χωριά με αυτοκίνητα και παραλαμβάνουν τα υφάσματα.

Η κατασκευή της ντριστέλλας (νεροτριβή) είναι απλή, ένας κε­κλιμένος αγωγός διοχετεύει ορμη­τικά το νερό με μια κωνική κοιλό­τητα με ξύλινη επένδυση και σύστημα υπερχείλησης, ώστε να δημιουργείται περιστροφική δίνη. Τα υφάσματα συρραμένα σε σακκιά στροβιλίζονται με τρόπο όμοιο με τα σημερινά πλυντήρια, επί 8-24 ώρες και ρίχνουν μαλλί, αφρατεύουν.

Τελειώνοντας εκφράζω την ελ­πίδα για ουσιαστικότερη έρευνα και ανάπτυξη της τεχνολογίας που αφορά την αξιοποίηση των ήπιων μορφών ενέργειας. Αποτε­λεί σημαντική συμβολή στην απο­κατάσταση της τραυματισμένης ισορροπίας στη σχέση του ανθρώ­που με το φυσικό περιβάλλον.

 

ΔΗΜ. ΘΕΟΔΩΡΙΔΗΣ

Αρχιτέκτων

Εκφράζω θερμές ευχαριστίες στον δρ Στέλιο Παπαδόπουλο (πρώην διευθυντή του Λαογραφικού και Εθνολογικού Μου­σείο Μακεδονιας και νυν ειδικό διευθυντή του Πολιτιστικού Τμήματος της ΕΤΒΑ, καθώς και τις κ.κ Βικτωρία Νικήτα και Φωτεινή Οικονομιδου ερευνήτριες του Λ.ΕΜΜ.για την  βοήθεια τους.

Επιμέλεια-αντιγραφή : Σάκης Πέτρου

“Μακεδονική Ζωή”