ΠΡΟΠΟΛΕΜΙΚΟΣ ΓΑΜΟΣ ΣΤΙΣ ΚΥΔΩΝΙΕΣ ΓΡΕΒΕΝΩΝ
Γυρίζω πίσω 25 χρόνια και βλέπω τα πράματα με το φακό του Εργένη του 1926,της ευτυχισμένης εκείνης εποχής, της πραγματικής Ελληνικής δημιουργίας. Πνευματική ωριμότητα, οικονομική ανθηρότητα, άφθαστη νοικοκυροσύνη και πραγματική εξέλιξη διακρίνουν τα ζηλεμένα αρχοντοχώρια της Δυτικής Μακεδονίας, ιδίως δε της Ανασελίτσας και τα γειτονικά των Γρεβενών. Οι κάτοικοί των φιλοπάτριδες, φιλόξενοι, προοδευτικοί, περήφανοι σε κάθε εκδήλωση της ζωής, ψύχραιμοι κι’ αλύγιστοι στις αντιξοότητες, με την οικονομική ενίσχυση των ξενιτεμένων στα πέρατα του κόσμου κι ιδιαίτερα στην Αμερική, συναγωνίζονται ευγενικότατα, ποιό να ξεπεράσει τ’ άλλο, σε έργο προόδου και πολιτισμού. Θεόρατες εκκλησίες με θαυμάσια τεκτονική τέχνη και πανύψηλα καμπαναριά , μαρμαροπελέκητα καλλιμάρμαρα. Σχολεία, καλντεριμωμένοι δρόμοι, μαρμαρένιες βρύσες με καταγάργαρα νερά, πέτρινα θολωτά γεφύρια, άθικτα στη ροή του καταλύτη χρόνου, καλοδουλεμένα χωράφια, νοικοκυρεμένα αμπέλια, περιποιημένα περιβόλια με λογιών – λογιών οπωροφόρα δένδρα, στολισμένα νεκροταφεία, όμορφα εξωκκλήσια με αιωνόβια και στοιχειωμένα δένδρα γύρω, που το φιλότιμο του τσεκουριού δεν πήγαινε να εγγίσει, ρυθμισμένες βοσκές και καθορισμένες στάνες, με τα σταλοτόπια και τα γρέκια , για την απαραίτητη και πατροπαράδοτη λίπανση των χωραφιών, πρωτοφανή σε ήθη και έθιμα πανηγύρια και τόσα άλλα, έδειχναν ολοφάνερα στον κάθε ξένο επισκέπτη το ποιόν των κατοίκων και το βαθμό της προόδου των.
Μέσα σε τέτοιο ζηλευτό περιβάλλον, νεοδιορισμένος Δάσκαλος, με έμπνευση και ζήλο μα και μ’ απερίγραπτη περηφάνια γιατί, η Κοινωνία που μου εμπιστεύτηκε τα τρυφερά βλαστάρια της για διαπαιδαγώγηση, ένα χειμωνιάτικο, γλυκό, ηλιόλουστο Κυριακάτικο δειλινό, βρέθηκα μπροστά στον φρεσκοασβεστωμένο τοίχο της αυλής της εκκλησίας και του Σχολείου που ήταν το εντευκτήριο των γερόντων κι’ άκουσα τον ευθυτενέστατο γέρο Σιώμο- Στάμο με τα κάτασπρα χολέβια του και τον γέρο Βασίλη Τζήρο με τη γρίβα κάπα του για αδιάβροχο, να παροτρύνουν τα παλληκάρια που με θρησκευτική ευλάβεια, άκουγαν τις διηγήσεις των που τις περισσότερες φορές περιστρεφόταν γύρω απ’ τα κατορθώματά τους στα << χρόνια της πικρής σκλαβιά >> και να τους λέν ανυπόκριτα, αφελέστατα και μ’ όλη τη στωϊκότητα που τους διέκρινε : – Αϊστι παιδιά, τι κάθιστι; Τα κρασιά έστρωσαν, τα τσίπουρα έβρασαν, τ’ τσιόχις τς έσφαξάμι, λουκανίτσις βρίσκοντι, τα τσιόνια είνι φ’να στου Τσουτύλ, τα ζαρζαβατκά μπιτχαβά στ’ Μπουχουρίνα, ου Νάσιους ου Γκόγκους, ου βλιουλτζής μι τουν Σπύρου, στα νύχια κάθουντι, ακόμα καϊτηράτι; Αϊντι. παντριφτήτι τώρα που ζούμι κι’ ημείς, να πιούμι κανα ρακί κι να χαρούμει κι να σας καμαρώσουμι !…
Αν σ’όλους δεν βρήκαν απήχηση τα λόγια τους,όμως στην καρδιά του λεβέντη αρραβωνιασμένου Γιώργου Τσιαπάρα, ρίζωσαν βαθειά κι’ αντικρύζοντας ντροπαλά τον πατέρα του Μπάρμπα-Νικόλα που κάθονταν δίπλα στους γερόντους κι εκείνη τη στιγμή με ικανοποιητικό και μεστωμένο χαμόγελο κοίταζε τον αντρειωμένο γιό του, τ’ κλεψε μια φευγαλέα γελαστή ματιά που ήταν ρητή διαβεβαίωση πως συναινούσε στα λόγια των γερόντων. Κι’ απόδειξη πως ύστερα απ’ ένα αναστέναγμα πώδειχνε ψυχικό ξαλάφρωμα, ο Μπαμπα-Νικόλας στρίβοντας το ιδιοχειρόφτιαστο μπαστούνι του στο μαλακό χώμα, έλυσε τη γλώσσα του και μίλησε:
_ Καλά λέτι ισείς οι παππούδες! Καλλίτιρ’ ιπουχή δεν βρίσκιτι! Ησυχία στο Κράτους έχουμι, φτήνια είνι, δλειές στου σπίτ’ δεν παραέχουμι, όλα τάχουμι θκά μας , μουναχά λίγα ζαρζαβατκά θ΄αγοράσουμι! Ν’ απαραπάν Κυριακή θ΄αποφασίσουμι να τουν παντρέψουμι τουν Γιώργου για να χαρούμι κι’ ημείς μαζί μ’ ισάς.! Τ’ χρόν, για ζούμι για πιθαίνουμι!!..
…Στ’ άκουσμά τους ο Γιώργος, σαν βελονιασμένος πετάχτηκε επάνω απ’ το μπασαμάκι του τοίχου και στηριγμένος στην κεντημένη καινούργια πυξαρίσια γκλίτσα του και στηρίζοντας το δίκανο στον ώμο του γιατί, πρέπει να ξέρετε ήταν νεοδιορισμένος αγροφύλακας, πήδηξε κάτω και χωρίς να κοιτάξει γύρω του σκόνταψε στη μάνα του την κυρά Τάνα, που σκουμπουμένη ως τον αγκώνα με διπλωμένα τα κάτασπρα μανίκια του πουκαμισιού της που τώχε υφάνει με τα χέρια της η μάνα της Βαρσάμαινα όταν , αυτή ήταν στην κούνια ακόμα και διπλωμένη πίσω στην σημογάϊτανη φλοκάτα και πιασμένη με τα’ ασημένια πιάστρα, περνούσε κείνη τη στιγμή με δυό κακάβια στα χέρια και πήγαινε για τη βρύση, σβαρνίζοντας <<τα πατίκια >> της , πατώντας ξώφτερνα στα χρυσοκέντητα << μέστια >> που μ’ ενδιάμεση κόκκινη τσόχα ,τάχε γαρνίρει ο μερακλής Φουρκιώτης τερζής Αλέξης Μαρανής από τη Μπόρσια. Ξαφνιασμένη απ’ το λαφοπήδημα του γιού της ξεφώνισε:
– Σιγά βρέ παιδί μ’! Δε γλέπς μπροστά σ’ ; Μι πήρις σβάρνα! Κόμ’ λίγου θα μι γκρεμούσις κατ’ κι θα γιλούσιν ου κόσμους μι τ’ ημάς!
– Τ’ χαρά πώχει αυτός, συμπεθέρα, δε γλιέπ’ ντίπ μπροστά τ’! Τα ξέχασάμι τα θ’ κά μας; Διέκοψε γελαστά ο γέρο-Τζήρος.
_ Τ’ είπις συμπέθιρι; Μι του συμπάθιου. δεν άκουσα καλά:
_ Τι να πώ; Να : Σ’ λέου πως τιλείωσαν τα βάσανα σ’ κι λίγες μέρες ακόμα θα κουβαλάς μι τα κακάβια νιρό !
_ Δε σι καταλαβαίνου συμπέθιρι, τι θέλτσς να πείς !
_ Να ! λέου πως γλήγουρα θα παντρέψτι τον Γιώργου κι θα πάρτι ν’ Τριανταφλιά μας να παρ’ μπροστά τς δλειές τ’ σπιτιού! Τι άλλου θέλς;
_ Ποιός τώπει συμπέθιρι;
_ Να τώρα τούπιν αμπρουστά τ’ ου πατέρας τ’ κι τνάθκι σα φιδιασμένους κατ’ απ’ του ντβάρ !
Αφησε τα κακάβια καταγής η μπρατσομένη και ροδοκόκκινη νοικοκυρά, που τα κοπάναγε ίσα – ίσα τα κρασοπότηρα με τον Μπάρμπα-Νικόλα και γυρίζοντας με ευλάβεια προς την Εκκλησία σταυροκοπήθηκε κι’ απάντησε στο στεβαστό γέροντα.
– Απ του θκός του στόμα κι στ’ Θιού τ’ αυτιά,συμπέθιρι.! Αϊ! Αϊ – Θανάς μ’, κάνι του θάμα σ’. Μακάρ να γέν’ μια ώρα αρχίτηρ’ η δλειά, να ξανασάνου κι’ ιγώ η μαύρ’ .Ξέρς, συμπέθιρι, γιατί του σπίτ’ μας έχ’ βαρειές δλειές κι βαρειά χουσμέτια ! Πρόβατα, γίδια, γιλάδια, κότις, γουρούνια, σκλιά, μαντριά, χουράφια, αμπέλια, κι δεν έχουμι ντίπ σταματμό. Πότι ν’αρθ ικείν η ώρα !
_ Πάν τα ψέματα συμπεθέρα, μπίτσιν η δλειά. Σι λίγις μέρες θάχς ν’ Τριανταφλιά μας κοντά σ’ κι δε θα σι μέλ’ για τίπουτα. Κι δε σι πουνάει του κιφάλ’ .Μουναχά,αναγκάστι τώρα πούνι καλός κιρός, να γίν’ ου γάμους.!
_ Καλά λές συμπέθιρι! Τώρα είνι κιρός, γιατ’ ύστερα θ’ αρχίσ’ ου γένους, ου κλάδους κι τα σκαψίματα στ’ αμπέλια, τα ουργώματα κι’ ένα σουρό δλειές απανουθιές κι τι θα προυτουκάνου; Τ’ αρνιά να προφτάσου, τα μαντριά να σκουπίσου, τ’ αχούρ’ να ξιαρίσου, να φέρου κλαδί ή τα χουσμέτια τ’ σπιτιού να κοιτάξου; Ισια – ισια δε θα προκάνου να κουβαλάου νιρό τς’ εργάτις !
_ Αμ’ έτσ’ είνει Τζιάνουμ ! Σας χρειάζιτι άνθρουπους ! Σύχασι συμπεθέρα κι’ ‘όλα θα σιάξουν !
_ Οπους είπις κι’ η αφεντιά σ’ ανάγκασι τ’ συμπεθέρα να τουμάσν’ του κουρίρς κι να κάνουμε ι τον σταυρό μας όπους όλους ου κόσμους!
…Ξανασταυροκοπιέται η θεοσεβούμενη γυναίκα κι’ αποτελειώνοντας το διάλογο παίρνει τα κακάβια στα σκουμπωμένα χέρια της κι’ αποχαιρετάει το συνομηλητή της με τούτα τα λόγια:
Μιγάλ’ η χαρά τα’ ! Ου Αϊ Θανάϊς άς τα φέρ’ βουλκά! Καλοβράδς συμπέθερι! Προυσκνήματα τς’ συμπεθέρς κι άστι να κάτσουμι !,..
Εδώ τελειώνει ο εχέμυθος διάλογος της συμπεθέρας κι’ ο γέρο-Τζήρος σα να ξανάνιωσε ,στηριγμένος στο κρανίσιο δεκανίκι του, ξεκίνησε τον ανήφορο γεμάτος χαρά κι’ ικανοποίηση γιατί όσα είπε για την εγγονή του την Τριανταφυλλιά δεν ήτανε ψέματα. Την είχε μεγαλώσει στα χέρια του .Ζυμωμένη με την αγροτική ζωή, ψημένη στη δουλειά, ήταν η πρώτη στις νοικοκυρούλες του χωριού. Τίποτε δεν της έπεφτε απ’ το χέρι.! Πλύσιμο, ζύμωμα, λανάριασμα, γνέσιμο, αργαλειός, οργώματα, τσαπίσματα, θερίσματα, αλώνισμα, λύχνισμα κι’ ένα σωρό δουλειές του σπιτιού. Κι’ ‘ηταν απ’ τα πρώτα σπίτια το Τζηράδικο. Χρόνια γκοτζιάμπασης ο γέρο-Τζήρος.! Φιλοξένησε Καϋμακάμηδες και Σουφαρήδες ! Ζαπτιέδες και Πασιάδες ! Τούρκους κι’ Αρβανήτες ! Αρματωλούς και Κλέφτες ! Αντάρτες και Καπεταναίους ! Και λίγες φορές δε συρθηκε στα μπουντρούμια των Μπιτωλιών μαζί με άλλους πρόκριτους Βαντσιώτες για την Εθνική του Δράση.! Πέρασε μπόρες που τον ατσάλωσαν και τον θέριεψαν. Ξεκληρισμένη η γενιά του από τη Φούρκα Κονίτσης στα χρόνια τ’ Αλή- Πασά κι’ απ’ τον Τσέρο αργότερα κατέληξε στο Βαντσικό -νυν Κυδωνιές- που με τον ιδρώτα του δημιούργησε περιουσία κι αναδείχτηκε πρώτος στα γειτονικά χωριά .Χωράφια πολλά, αμπέλια, ζευγάρι γερό,μεγάλο τσελιγκάτο, επαφή με μεγάλα πρόσωπα, και οι περιπέτειες της ζωής τον έκανα τόσο πεπειραμένο ώστε τον συμβουλεύονταν σ’ όλα, όχι μόνον οι χωριανοί του, αλλά και τα γύρω χωριά. Με το δίκιο του λοιπόν περηφανεύονταν για την εγγονή του κι εκείνη νοιώθοντας την αξία της γενιάς της καμαρωτά- καμαρωτά περπάταγε και με διπλή απ’ τον παππού της περηφάνεια , έσχιζε σα σουσουράδα τους δρόμους του χωριού ενώ στις πλάτες της ανεμόδερναν σαν καινούργιο θυμιατό οι πλεξούδες της με τ ασημένια κάτασπρα τούρκικα νομίσματα στις θυσανωτές άκρες τους και με το κωδούνισμά τους ξύπναγαν τους νέους που κάθονταν στα πεζούλια! Με το δίκιο της κι η κυρά Τάνα δεν κοιμήθηκε εκείνο το βράδυ που ύστερα από οικογενειακό συμβούλιο πάρθηκε η τρανή απόφαση του γάμου για την άλλη Κυριακή που συνέπιπτε τ’ Αϊ- Θανασιού. Δεν χωρούσε πια αμφιβολία κι άρχισαν οι ετοιμασίες. Άσπρισμα των σπιτιών, καθαρίσματα, ραψίματα κουστουμιών και φουστανιών. Παν τα ψέματα. ο Γιώργος θα παντρευτεί.
…Σαν γείτονάς τους, κι’ επειδή τον Μπαρμπα-Νικόλα τον είχαν σχολικό Ταμία και τον Γιώργο φίλο και συνομήλικο, συνάμα δε και συνεργάτη, – γιατί τον υπολόγιζα και τον υπολογίζω τον αγροφύλακα του χωριού κοινωνικό παράγοντα ιδιαίτερα για την εξωσχολική συμπεριφορά των παιδιών- έπρεπε να συμμερισθώ κι’ εγώ τη χαρά τους και να συμμετάσχω στο μεγάλο γιορτάσι του σπιτιού τους. Για να με τιμήσουν περισσότερο, ένα βράδυ ήρθε μόνος του ο Γιώργος και με κάλεσε με μπουγάτσια και με την τσιότρα γεμάτη κρασί και στολισμένη με βασιλικό για να πάω στο σπίτι τους να με φιλέψουν. Μπορούσα ν’ αρνηθώ τίποτε στο Γιώργο πούταν το δεξί μου χέρι και τον είχα σαν δεύτερο παιδονόμο ύστερα από τον μακαρίτη Παπακώστα; Μήπως στις ενέργειές του και στις υποδείξεις του δεν οφειλόταν η εξαιρετική περιποίηση εκ μέρους όλων των οικογενειών κι ερχόταν βραδιά που συγκρούονταν επτά πίτες στη σκάλα του διόροφου σχολειού με χοιρινές τηγανιές, λουκάνικα, παγούρια με ρακιά και τσιότρες με κρασιά που αν δεν έβαζαν χέρι τα’ αποσπάσματα του Βάλα και ξυπόλυτου κι’ ο Κουσουρής Αλέξης με τον Αλέξη Κυρατζόπουλο, Πρόεδρο της Σχολικής Εφορείας, σίγουρα ακόμα θα μύριζε μούχλα όλο το Σχολειό που ευτυχώς μονάχα αυτό σεβάστηκαν οι βάρβαρες των Ούννων Ορδές !!
Αφού ρουφήξαμε το ρακί απ’ το παγούρι, πήγαμε με το Γιώργο στο σπίτι του, όπου ύστερα από γερό φαγοπότι μου ανακοίνωσαν την απόφαση του γάμου και το σπουδαιότερο, ότι τιμής ένεκεν με βάζουν μπράτιμο κι’ απ’ την επομένη που ξημέρωνε Παρασκευή, έπρεπε να αναλάβω υπηρεσία. << Αμ’ έπος,αμ έργον .
Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκα απ’ τη χαρά μου γιατί, θα παρακολουθούσα τα ήθη και έθιμα του χωριού και διερωτόμουν ποια άραγε θα ήταν τα καθήκοντά μου, αλλά το πρωϊ με κατατόπισε ο Βάσος Τσιάτας που είχε μπεί μεγάλος μπράτιμος κι είχε το βέτο.
Την Παρασκευή λοιπόν πρωϊ-πρωϊ στο σπίτι του κυρ Τσιαπάρα αρχίζει ο γάμος του Γιώργου! Κουβαλήματα νερού, κοσκινίσματα, ζυμώματα, μεγάλες ετοιμασίες! Το απόγευμα κάλεσαν το Ν ο υ ν ό και με τους Μπρατίμους και πλησιέστερους συγγενείς έπιασαν τα << π ρ ο ζ ύ μ ι α >> κι’ η Μπρατίμισσα κατ’ εθιμοτυπία με ζώντας γονείς κι’ αδέρφια, σκουμπουμένη με την καινούργια σταυρωτή μπροστά ποδιά,– δώρο του γαμβρού – κοσκίνισε και ζύμωσε κουλούρες για τους καλεσμένους, ενώ τραγουδούσαν το εξής τραγούδι :
Κόρη για βάλε ζύμωσε να καλοκοσκινίσεις
Πάρε καινούργιο κόσκινο να πρωτοκοσκινίσεις
Με μάνα με πατέρα μ’ αδέρφια με ξαδέρφια!
Κάμε κουλούρες ‘νιβατές με την ψυλή τη σίτα
Για να καλέσω τον παπά και τον καλό Νουνό μου
Για να καλέσω μπράτιμους και τη Μπρατίμισσά μου
Ναρθούν στο γάμο του ταχιά για να με στεφανώσουν.
Τελειώνοντας το ζύμωμα, χόρεψαν τρείς χορούς γύρω από τη σκάφη με γαμήλια τραγούδια κι’ ολη η γειτονειά βοηθούσε στις δουλειές. Στο σπίτι της νύφης επί παρουσία όλων των συγγενών μαζεύεται η προίκα στα μπαούλα και όλο με τραγούδια τα κορίτσια συγυρίζουν το σπίτι που θα δεχθεί τους συμπεθέρους κι’ η γαμήλια χαρά απλώνεται σ’ όλο το χωριό που συμμετέχει πραγματικά στο ευχάριστο γεγονός.
Το Σάββατο πρωϊ ,βαθειά χαραυγή, ο μεγαλύτερος Μπράτιμος Βάσος Τσιάτας έστησε το μπαϊράκι δηλαδή το φλάμπουρο -που από πατριωτικό ενθουσιασμό αντικαταστάθηκε με τη γαλανόλευκη – στο ψηλότερο σημείο του μπαλκονιού ενώ, ταυτόχρονα ο μόνος που είχε άδεια οπλοφορίας, μανιώδης κυνηγός Σταύρος Μπουκατσέλας ,έριχνε τρείς πυροβολισμούς για το χ α ϊ ρ λ ί δ ι κ ο και τα κορίτσια τραγουδούσαν γλυκά :
Φλάμπουρο ποιός σε κέντησε, ποιός σ’ έχει ζωγραφίσει;
-Οι πέρδικες με κέντησαν κι’ αετοί με ζωγραφίσαν
και το Σταυρό στη μέση μου Χριστός τον έχει στήσει
για να φυλάξει το γαμπρό και τη χρυσή τη νύφη
μαζί με τα πεθερικά κι’ όλους τους σπιτικούς.
Αφού ήπιαν λίγα ρακιά κι’ ευχήθηκαν οι άνδρες, αποσύρθηκαν για να νοικοκυρέψουν οι γυναίκες και τα’ απόγευμα οι Μπρατίμοι πήγαμε και καλέσαμε τους οργανοπαίχτες απ’ τους οποίους ευτυχώς οι Κυδωνιές ποτέ δεν είχαν έλλειψη και για συμπλήρωση της λαϊκής τους ορχήστρας και για καλλίτερη εμφάνιση έπαιρναν μαζί τους και τους φημισμένους των γειτονικών χωριών. Για να αποθανατίσω λίγο τους παραγκωνισμένους αυτούς βιρτουόζους της ζωής που συνοδεύουν και ζωντανεύουν κάθε εκδήλωση χαράς στη ζωή μας κι’ ακόμα μας ξεπροβοδούν στο αιώνιο και αγύριστο ταξίδι, μα κι’ από ιδιαίτερη συμπάθεια προς αυτό το στοιχείο καθ’ ‘ο – κι’ ο υποφαινόμενος βιολίστας , σημειώνω με τον εντονότερο χρωματισμό πως θυμάμαι σαν και τώρα _ έρμα νειάτα _ τους βιολιτζήδες Σπύρο και Νάσιο Νασιόβα με τα ξακουσμένα παιδιά τους Θωμά, κλαρινίστα και Ανδρέα με την κορνέτα που χωρίς να πιεί μεθά τον κόσμο, τον βιολίστα Μπούλαρη από το Ροδοχώρι,τον φημισμένο κλαρινήστα Στέργιο από τη Λούβρη και τον τιμπανιστή Βραγκαλίδα απ’ το Κριμήνι, που μόλις ξεκινήσαμε χάλασαν τον κόσμο και σήκωναν τον πεθαμένο, που λέει ο λόγος, κι’ όταν φθάσαμε στο σπίτι του γαμβρού, η κυρά-Τάνα η πεθερά, με πεταγμένη πέρα τη φλοκάτα και μόνο στο φουστάνι το μακρύ,το μάλλινο σκούρο καφέ με δυό σειρές κατιφεδάκια κάτω, έδεσε στα όργανά τους από ένα μαντήλι τον καθένα. Τότε πιά ξεσήκωσαν τα κεραμίδια της γειτονιάς και μαζεύτηκε ο κόσμος όλος ! Πήγαμε και πήραμε το Νουνό και κατόπιν στείλαμε την << ίκνα >> στη νύφη την οποία έβγαλαν στολισμένη στην αυλή της και χόρεψε ,ενώ εμείς οι Μπρατίμοι με τον γαμπρό παρακολουθούσαμε απ’ τον π λ ο κ ό και κεράσαμε τά όργανα, το συνηθισμένο χρηματικό φιλοδώρημα. Αφού χόρεψαν 4-5 κορίτσια της συνοδείας της νύφης, γύρισε η γυναικεία μας αντιπροσωπεία περήφανα και καμαρωτά με δώρα κρεμασμένα στ’ ασημένια τους ζωνάρια με πατούνες κάτασπρες μάλλινες με κεντημένα κλωνάρια στις μύτες και στις φτέρνες και τριανταφυλλάκια στους αστράγαλους, ενώ μπροστά τους προηγείτο εφτάχρονο αγόρι με πανέμορφη αρχαία κανάτα με κρασί σύμβολο αθωότητας, αγνότητας, χαράς και ευτυχίας.
Το Σαββατόβραδο προσκαλέσαμε όλο το χωριό από σπίτι σε σπίτι με τα όργανα και το δείπνο κάθισαν οι προσκεκλημένοι σε πλούσιο τραπέζι στο οποίο σερβιρίστηκαν καλομαγειρεμένα από ειδικές μαγείρισσες φαγητά, κατά κανόνα το μοσχαρίσιο γιαχνί,το κριαρίσιο ατζέμ πιλάφι, το ζυγουρίσιο ψητό, χωρίς να λογαριάσουμε το χοιρινό με λάχανο, τα λουκάνικα, τα κάστανα, τα καρύδια κι άλλους γαργαλιστικούς μεζέδες.! Οι τσιότρες και οι κανάτες άδειαζαν αράδα απ’ το μαύρο μοσχάτο,Βελλιώτικο κρασί κι’ οι Μπρατίμοι βρήκαμε το μπελά μας με τις αινιγματικές απαιτήσεις του Νουνού που κάθε λίγο ξεφώνιζε :
_ Αϊ σκλιά του γαμπρού .Φέρτει μι δυό καλουέρ μη τα γένια!
Και σπάζαμε το μυαλό μας να βρούμε πως οι καλόγεροι ήσαν τα πράσα που καθ’ ομολογίαν του αοιδίμου Παπακώστα κόβουν το μεθύσι όπως λέει κι’ η μπεκρίδικη παροιμία: << Φάϊ πράσσου κι τράβα κράσου >>!
Μετά το φαγοπότι έπαιξαν τα όργανα το – νουμπέτι- δηλαδή τον επιτραπέζιο σκοπό σε όλα τα δωμάτια που ήταν φούλ κι αναγκαστήκαμε να βάλουμε τους οργανοπαίχτες απάνω στ’ αμπάρια απ’ όπου δυσκολεύονταν να γυρίσουν ευγενικά το δίσκο της αργυρολογίας. Τελειώνοντας τους επιτραπέζιους σκοπούς τα όργανα, άρχισε το τραγούδι πρώτος ο Νουνός με επωδό : γραμμένα μάτια παρδαλά και κάθε στίχος του επαναλαμβανόταν απ’ την αντικρινή κόχη που γύρω στην ανταύγεια, τη γραφικότητα και ποιητικότητα που σκόρπιζε τ’ αναμμένο τζάκι, πολλοί,πιο ζεστοί απ’ το κρασί, ίδρωναν κι’ έριχναν νερό στη φωτιά, ενώ ο Νουνός στρίβοντας τ’ αριμάνειο μουστάκι , κελαηδούσε :
Μέσα σ’ιτούτον τον σουφρά ,σ’ ιτούτο του τραπέζι
Τρείς μαυρουμάτες μας κιρνούν,κι οι τρείς καλές κοπέλες
Η μια κιρνάει μη του γυαλί κι’ η άλλη μη την κούπα
Η Τρίτη ν’ η μικότερη μη μαστραπά ‘σημένιουν.
Κι όσα ποτήρια μας κιρνάει όλα κρασί μουσχάτου
Κέρνα μας κόρη, κέρνα μας, κέρνα ώσπου να φέξει.
Μετά το Νουνό τραγούδησαν κι’ αλλοι σ’ ‘όλα τα δωμάτια. άνδρες και γυναίκες διάφορα γαμήλια τραγούδια απ’ τα οποία δεν έλειπαν τα εθνικά, ηρωϊκά κι’ αστεία και πάντα με απαράμιλλη σειρά, τάξη ,ευγένεια και πειθαρχία πούναι απόδειξη ανωτέρου πολιτισμού.
Υστερα από τα τραγούδια άρχισαν οι χοροί κρατώντας σειρά προτεραιότητος, καθ’ ηλικίαν και συγγενικό βαθμό, κατά πατροπαράδοτον δε έθιμον προηγείτο πάντοτε το << συγκαθιστό >> με την άδεια του Νουνού _ μι του ιζίν σας κυρ-Νόυνι_ που το χόρευαν κι ακόμα το χορεύουν ανα δυό-δυό συνομήλικοι με τα μαντήλια, ενώ οι οργανοπαίχτες έπαιζαν και τραγουδούσαν :
Έχασα μαντήλι μικατό φλουριά
μούπαν πως του βρήκε μια νοικοκυρά
μωρ καλή κυρά,μωρ’ νοικοκυρά
Βάστα το μαντήλι κι δώσ’ μου τα φλουριά.
Αϊ μωρή μηλιά και τριανταφυλλιά
Μώβαλες μαράζι και ντέρτι στην Καρδιά.
Ακολούθησε η μάντρα με τα τσαλίμια των χορευτάδων υπό τα χειροκροτήματα των θαμώνων ενώ ανάμεσα κερνιόντουσαν από κανένα κρασάκι. Κατόπι χόρεψαν ανάμικτα ως τα χαράματα, οπότε σκόρπισαν για να ησυχάσουν λίγο και πάρουν κουράγιο για τα’ άλλο βράδυ.
Ξημέρωσε η Κυριακή κι’ ‘όλο το χωριό πήρε οψη χαρούμενη, πανηγυρική. Μετά τη θεία λειτουργία, στείλαμε τους Καλεστήδες με τα νυφικά δώρα στο σπίτι της νύφης για να τους ειδοποιήσουν ότι σε λίγο έρχεται το συμπεθεριό να πάρει τη νύφη και πρέπει να ετοιμαστεί .Μετά το συνηθισμένο κέρασμα των Καλεστάδων και τις ευχές τους ,έβγαλαν την νύφη στην αυλή και τη χτένισαν και στόλισαν τα συγγενικά κορίτσια κι’ οι φιλενάδες της υπό τους ήχους της Μουσικής που συνοδεύονταν με σχετικά για το στόλισμα τραγούδια. Κατόπιν χόρεψαν λίγα κορίτσια και στο τέλος έβαλαν και τη νύφη για δοκιμαστικό χορό και προηγουμένης της μουσικής και ακολουθούντων των Καλεστάδων με τα δώρα επ’ ωμου, γύρισαν στο σπίτι όπου άρχισε το λούσιμο και το ξύρισμα του γαμπρού, ενώ το συγγενολόγι τραγουδούσε :
Λούζεται τα’ αρχοντόπουλο σ’ ένα χρυσό λιγένι!
Η πάπια φέρνει το νερό κι’ η χήνα το σαπούνι
Κι’ η αδερφή η αγλήγορη φέρνει χρυσό μαντήλι….
Για το αντέτι, ο Νουνός ξύρισε ελαφρά- ελαφρά τον γαμπρό, τον πουδράρισε και τον αρωμάτισε, ρίχνοντας από λίγο άρωμα σ’ όλα τα κορίτσια που τον τριγύριζαν, τραγουδώντας !
Αργυρό ξυράφι σέρνε αγάλια – αγάλια
Τρίχα μη ραγίσει και την πάρει ο ξένος
Και την κάνει μάγια και χαθεί στα ξένα.!
Κι ακολούθως χτενίζοντας τον γαμπρό :
Αργυρό μου χτένι, σέρνε αγάλια-αγάλια κτλ……
Μετά το λούσιμο και χτένισμα, αποσύρεται ο γαμπρός στον οντά όπου μετά την ευλογία των ρούχων από τον παπά, ντύνεται, καλλωπίζεται απ’ τους Μπρατίμους και μπρατίμισσες κι’ είναι όλα έτοιμα για να ξεκινήσουν να πάρουν τη νύφη. Δίδεται το σύνθημα της εκκινήσεως απ’ τον Νουνό κι’ ‘ολοι μαζεύονται στην αυλή όπου με συγκινητικότατα τραγούδια χαιρετούν τον γαμπρό που φιλώντας το χέρι των γονιών ανεβαίνει σε σελωμένο άλογο στολισμένο με τα ωραιότερα κελίμια, υφαντά και κεντητά και με λουλούδια της εποχής, κατά κανόνα δε βασιλικό και μετά τρείς πυροβολισμούς ξεκινούν με τη σειρά, ιεραρχικά, προηγουμένης της σημαίας, της μουσικής, του παπά και του Νουνού και ακολουθούσης όλης της γαμήλιας πομπής ,ενώ ταυτοχρόνως τραγουδούν τα παρακάτω τραγούδια ,ακολουθώντας δρόμο προς τα δεξιά που στο γυρισμό, δεν πρέπει να σταυρωθεί.
Που θα πάς βρέ Σύρο μου, Σύρο και Καπετάνιε;
– Στη Μακρυνίτσα βρε παιδιά, και στου παπά το σπίτι.
– Παπά μ’ ψωμί,Παπά μ’ τυρί,Παπά μ’ τη θυγατέρα……..
Πλησιάζοντας δε στο σπίτι της νύφης:
Μωρή Μαρία Βεργολιά με ταπολλά τα νάζια
Σίντας πααίνς στην Εκκλησιά δεν κάνεις το σταυρό σου
Μον’ μπαίνεις ,βγαίνεις και τηράς ,κοιτάς τα παλληκάρια.
Το παλληκάρι το καλό θέλει καλή γυναίκα
Να ξέρει ρόκα κι’ αργαλειό, να ξέρει να υφαίνει,,,
Φθάνοντας στην αυλή της νύφης που προβάλλονται διάφορα εμπόδια και παραμερίζονται με φιλοδωρήματα του Νουνού, μας υποδέχονται στη γραμμή όλοι οι καλεσμένοι της νύφης και μας οδηγούν στον τρανό τον οντά, τον δε γαμπρό σε ιδιαίτερο για να τελεσθούν ορισμένα έθιμα << του ζωσίματος >> και να φάει τη γλυκόπιτα, οι δε Μπρατίμοι << καλιγώνουν τη νύφη, δηλαδή της φορούν τα νυφιάτικα παπούτσια.
Ώσπου να ετοιμαστούν τα κεράσματα, ο γερο-Χρήστος Κλεισιάρης αρχίζει το παρακάτω τραγούδι σε τόνο υψηλό που δεν τον φτάνει κανένας :
Αγάς ήρθε και κόνεψε στη μέση από τη χώρα (τρυγονίτσα μου )
Και την τρυγόνα γύρεψε και θέλει να την πάρει.
Κι’ αυτή λουλούδια μάζευε, πεσκέσι να τα στείλει…….
Μόλις ξεπρόβαλε η νύφη με το δίσκο για να μας κεράσει,Ο Σταύρος Μπουκατσέλας άρχισε :
Που ήσαν περιστερούλα μου τόσον καιρό χαμένη;
-Ημουν στα πλάϊα πώβοσκα,στους κάμπους γκιζερούσα
Και τώρα το χεινόπωρο, κοντά στον Αϊ-Δημήτρη
Πήγα να μάσω κάστανα με τα’ άλλα τα κορίτσια………..
Μετά το κέρασμα και τη διαλογική συζήτηση για τα εμπόδια της διαδρομής κτλ, στρώθηκε πλούσιο τραπέζι στους συμπεθέρους και καλεσμένους της νύφης, μετά το οποίο ακολούθησαν τα ίδια και άλλα επιτραπέζια τραγούδια και χόρεψαν 3 -4Ζευγάρια. Αφού γίνηκε μεγάλη κατανάλωση κρασιού και μεζέδων,το απόγευμα
Βγήκαμε από το σπίτι της νύφης, η οποία φθάνοντας στο κατώφλι, σταματά και τη
Χαιρετούν όλοι οι συγγενείς υπό τους ήχους των οργάνων που τραγουδούν :
Ολοι μ’ έδιωχναν και όλοι μου λένε φεύγα
Ως και η μάνα μου,κι’ αυτή μου λέι φεύγα
Φεύγω κλαίγοντας κι’ όλο παραπονιώντας!
Το πώς να πώ έχετε γειά, πώς να σας χαιρετήσω!
Αφήνω γειά μανούλα μου, αφήνω γειά πατέρα!
Αφήνω γειά τα’ αδέρφια μου κι όλους τους συγγενείς μου !
Τελειώνοντας έβαλαν τη νύφη στ’ άλογο καβάλα,ενώ ο γαμπρός την έρανε με κουφέτα τρείς φορές και δίνοντας μια σπηρουνιά τ’ αλόγου του, ξεκινά με την ακολουθία του κι’ ακολουθεί το συγγενολόγι της νύφης, ενώ οι του γαμπρού συμπέθεροι, τραγουδούν :
Αητός την κόρη άρπαξε απ της μάνας τα χέρια !
Κλαίει,μαδιέται η μάνα της κι’ αυτή παραπονιέται.
Μη κλαίς,Τρυγόνα μου,μη κλαίς και μη παραπονιέσαι.
Στο σπίτι τώρα που θα πάς θα βρεις καινούργια μάνα,
Θα σ’ αγαπά, θα σε τιμά, θα σ’ έχει θυγατέρα. …..
Προχωρώντας η συνοδεία για την εκκλησία, όλο τραγουδούσε εύθυμα και επίκαιρα τραγούδια και κουτσόπινε από την τσιότρα το μπρούσκο κρασί, ενώ στο δρόμο όλες οι νοικοκυρές είχαν βγεί με κανάτες και κερνούσαν τον κόσμο.
Τα όργανα στ’ αποκορύφωμά τους φθάνουν στο εκκλησιαστικό προαύλιο, όπου κατεβάσαμε τη νύφη αφού πρώτα αγκάλιασε και φίλησε βρέφος συγγενικό του
Γαμπρού κι οδηγήσαμε τους νεόνυμφους μέσα στην εκκλησία του Αγίου Αθανασίου, όπου έγινε η στέψη. Προηγουμένου κατόπιν του ιερέως βαδίσαμε προς το σπίτι του γαμπρού, ενώ η γαμήλια πομπή τραγουδούσε :
Έβγα μάνα μ’ στα κάγκελα να ιδείς το γιό σ’ απούρχεται
πως πάει μονός κι’ ήρθε ζευγάρ’ που σούφεραι μια πέρδικα…
Φθάνοντας στην πόρτα του σπιτιού, η πεθερά υποδέχτηκε τη νύφη μ’ ‘ένα ψωμί, άσπρο μαλλί, βούτυρο και μέλι και μ’ ασημένια αντικελιμενα.ενώ οι πέριξ
Τραγουδούσαν :
Θα σε ρωτήσω πεθερά, θα σε ρωτήσω μάνα
Το τίνος είν’ τα πρόβατα, το τίνος είν’ τα γίδια
Το τίνος είν’ τ’ άλογα,που βόσκουν στο λειβάδι,
-Δικά μας είνι νύφη μου, δικά μας θυγατέρα μ’…
Προτού μπουν στο σπίτι τα νιόγαμπρα, η νύφη φυλάει το ψωμί και το χέρι της πεθεράς για ένδειξη υποταγής κι’ αλείφει με το δάκτυλο τρείς φορές με βούτυρο το
Πανωπόρτι, ενώ η πεθερά καρφώνει κάτω τρία καρφιά για να πατήσει η νύφη και
Αυτό γι νάναι γερή σαν το σίδερο και να στεριώσει το σπίτι.
Οδηγήθηκαν κατόπιν οι νεόνυμφοι στον << καλό τον Οντά >> όπου έγινε ο ασπασμός των στεφάνων και του Ιερού Ευαγγελίου εκ μέρους όλων των συγγενών και υπο τάς ευχάς της Εκκλησίας, γίνηκε η λύσις των στεφάνων κι’ ακολούθησε χορός των νέων, ενώ οι άλλοι αποσύρθηκαν στα σπίτια τους για να ετοιμάσουν τα Κανίσκια.
Μόλις νύχτωσε , άρχισαν να έρχονται οι συγγενείς με τα κανίσκια και τα δώρα, που
αποτελούνταν από μεγάλη κουλούρα με ταβά ψητού κρέατος, με κανάτα κρασιού
και ενός μαγειρικού σκεύους ή άλλου αντικειμένου για συμπλήρωση του νοικοκυριού των νεόνυμφων. Όταν συγκεντρώθηκαν οι περισσότεροι, πήγαμε και πήραμε το Νουνό με τα όργανα, το δε κανίσκι του ήταν αρνί της σούβλας κι όταν φτάσαμε στο σπίτι του γαμπρού, στρώθηκε πλουσιότατο τραπέζι στο οποίο παρατέθηκαν πρώτα τα φαγητά του σπιτιού απαράλλαχτα και καλλίτερα από το Σαββατόβραδο και στο τέλος τα κανίσκια των καλεσμένων. Φαγοπότι, γλέντι, τραγούδια, χοροί, στο αποκορύφωμά τους με αδιάπτωτο κέφι, ως το πρωϊ της Δευτέρας οπότε, κοντά στα χαράματα ξεπροβοδίσαμε το Νουνό με το παρακάτω
Τραγούδι :
Κάτσε Νούνε ακόμα απόψε
Τ έχω πέντε αρνιά ψημένα
Kι’ άλλα τόσα σουβλησμένα……..
Ξημερώνοντας τη Δευτέρα, η νύφη με το καινούργιο γιμπρίκι και το λιγένι ,έριξε νερό των πεθερικών και νίφτηκαν ,δωρίζοντάς τους μεγάλες πετσέτες. Σε καμιά ώρα αργότερα ήρθαν οι Μπουγδτζιάδες δηλαδή, οι πλησιέστεροι συγγενείς
Της νύφης με διάφορα γλυκίσματα και τους στρώσανε τραπέζι που ακολούθησε
Χορός. Κατόπι ξανακαλέσαμε το Νουνό με τα όργανα και μόλις μαζεύτηκαν όλοι,
Με τη μουσική και τα τραγούδια βγάλαμε τη νύφη στο Μεσοχώρι στο πηγάδι όπου έγινε ο μεγάλος χορός κατά τον οποίο χόρεψαν πρώτα ο Νουνός και οι γονείς των νεονύμφων, κι ύστερα ο γαμπρός και η νύφη. Εκείνη πια τη στιγμή τα
Όργανα χάλασαν τον κόσμο γιατί,έπεφταν βροχή τα κεράσματα των συγγενών ! Αφού χόρεψαν, όλοι οι συγγενείς έφεραν τα δώρα της νύφης καλά συσκευασμένα κι άρχισε να τα δωρίζει μόνη της στον καθένα, τοποθετώντας τα στο δεξιό ώμο,ενώ
Οι δωριζόμενοι τη φιλοδωρούσαν χρήματα κι εκείνη τους φιλούσε σεμνά τα χέρια και παρέδιδε το προϊόν της αργυρολογίας στην πεθερά που εκείνη τη στιγμή εκτελούσε χρέη ταμία κι ήταν όλο χαμόγελο.
Μετά το δώρισμα , έκλεισε ο χορός με τούτο το τραγούδι :
Στο Σερβιώτικο τον κάμπο,περπατεί μια περιστέρα
Με τ’ αξιάμι το γαλάζιο, με το φερετζέ στον ώμο,
Μάσε κόρη μ’ το σουγιά σου τ είμαι ξένος και φοβάμαι…
Κατόπι γυρίσαμε στο σπίτι και στήσαμε το μπαριάκι στο ψηλότερο μέρος του σπιτιού κι’ ο μεγάλος Μπράτιμος έριξε τ’ άδειο κανίστρι των δώρων στη στέγη του σπιτιού για να ιδούμε τι θα αποκτούσε η νύφη. Γιατί, καθώς λένε, αν πέσει ανάσκελα θα αποχτήσει κορίτσι, γι αν πέσει μπρούμυτα θ’ αποχτήσει παιδί. Ακολούθησε γενικός τρελός χορός και γλέντι τρικούβερτο ως το βράδυ κατά το οποίο παρατέθηκε τραπέζι στους πλησιέστερους συγγενείς και παρετάθη η διασκέδαση μέχρι των πρωϊνών ωρών, οπότε διαλύθηκαν οι προσκεκλημένοι και ησύχασε το σπίτι.
Σημειωτέον ότι εφ’ όσον το μπαριάκι είναι στημένο όρθιο, σημαίνει ότι δεν έγινε η εκπόρθηση του φρουρίου που αναβάλλεται για την Τετάρτη για να μημπερδευτούν με του γουρσουζιά της Τρίτης, το δε μεσημέρι έβαλαν τη νύφη να κάμει πίτα, ενώ η μπρατίμισσα της χαλνούσε τα φύλλα με ασημένιο νόμισμα κι εκείνη τα ξαναζύμωνε και τα ξανάνοιγε με τον κλώστη για να δείξει ότι είναι τεχνίτρα και πραγματικά μας λίγωσε με τη νοστιμάδα της. Την άλλη μέρα έστειλαν τη νύφη στη μάνα της για να χτενισθεί κι εκεί μας φίλεψαν πάλι γερά κι’όλη την εβδομάδα είχαμε γλέντι.
Την Κυριακή καλέσαμε τους συγγενείς και οδηγήσαμε τους νεόνυμφους στην Εκκλησία, μετά δε τη Θεία Λειτουργία τους συνοδέψαμε στο σπίτι τους, όπου μας
ξανακέρασαν και τους ευχηθήκαμε << ν ασπρίσουν, να γεράσουν>>. Για ένδειξη ότι τελείωσε ο γάμος κατεβάσαμε το μπαϊράκι και για τον κόπο μας φάγαμε ένα
ταψί λαγκίτες με γλυκό κρασί, η δε νύφη βγάζοντας τα τ έ λ ι α και τη γ ι ρ λ ά ν τα ,μας ξεπροβόδησε ως τη βρύση, απ όπου πήρε νερό και σαν νοικοκυρά
πιά, άρχισε να τραβά το ζυγό της ζωής,πλέκοντας μέσ’ τα όνειρα της ζηλεμένης Νειότης.
Πηγή : Μακεδονικό Ημερολόγιο ΣΦΕΝΔΟΝΗ
Θεσσαλονίκη ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2018
ΘΩΜΑΣ ΑΘ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Κυδωνιώτης