Ο ΛΗΣΤΑΡΧΟΣ ΒΕΡΒΕΡΑΣ
Χρήστου Δ. Βήττου
Υποστρατήγου ε.α.
Ο Κωνσταντίνος Βερβέρας γεννήθηκε στο Μαυρονόρος το 1870. Πατέρας του ήταν ο Θανάσης Προκοπίου και μητέρα του η Μαλαματή, κάτοικοι Μαυρονόρους. Ο πατέρας του πέθανε, όταν αυτός ήταν σε μικρή ηλικία και η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε τον Ευάγγελο Σταυράκη από το χωριό Ζιάκα, όπου και εγκαταστάθηκε με το γιο της.
Στο Ζιάκα ο Βερβέρας έζησε όλα τα χρόνια πριν βγει στο βουνό. Εκεί παντρεύτηκε τη Δέσποινα (Δέσπω) Μάνου από το Σπήλαιο (αδελφή του οπλαρχηγού του Μακεδονικού Αγώνα Διαμάντη Μάνου) και απέκτησε μαζί της ένα γιο και τέσσερις κόρες. Το όνομα του γιου ήταν Ιωάννης και των κοριτσιών Σουλτάνα, Αικατερίνη, Παρασκευή και Μαλαματή.
Κωνσταντίνος Βερβέρας
Στο Μακεδονικό Αγώνα εντάχθηκε στην ομάδα του Διαμάντη Μάνου και έλαβε μέρος στη μάχη του Όρλιακα στις 29 Απριλίου 1906. Συμμετείχε επίσης στην καταδίωξη των Τουρκαλβανών που ήλθαν με την προτροπή του Μπεκήρ αγά, μέσω Τίστας (Ζιάκα), για να καταλάβουν και να λεηλατήσουν τα Γρεβενά στις αρχές Νοεμβρίου του 1912.
Κατά τη διάρκεια του Εθνικού Διχασμού (1916-1917) τάχτηκε με το μέρος του βασιλιά Κωνσταντίνου και εντάχθηκε στα ανταρτικά σώματα που είχαν συγκροτήσει το φθινόπωρο του 1916 στα όρια της Ουδέτερης Ζώνης (περιοχή Κηπουριού) ο Τσόντος-Βάρδας και ο Ιωάννης Καραβίτης. Ο Βερβέρας ανέλαβε οπλαρχηγός μιας ομάδας ανταρτών με περιοχή ευθύνης τα χωριά δυτικά – νοτιοδυτικά των Μαυραναίων. Η αποστολή τους ήταν να εμποδίσουν τους Βενιζελικούς και τους Γάλλους να παραβιάσουν το νότιο όριο της Ζώνης και να κατέβουν προς τη Θεσσαλία. Οι ομάδες αυτές είχαν στη δύναμή τους αρκετούς πρώην μακεδονομάχους, καθώς και μερικούς κατώτερους αξιωματικούς, χωρίς όμως να έχουν την έγκριση του βασιλιά Κωνσταντίνου και του πρωθυπουργού της κυβέρνησης των Αθηνών Σπυρίδωνα Λάμπρου.
Οι Γάλλοι σε μια επιδρομή που έκαναν από τα Γρεβενά προς Ζιάκα- Σπήλαιο έκαψαν το σπίτι του Βερβέρα. Έκτοτε ο Βερβέρας αποτέλεσε στόχο των βενιζελικών, που κυβερνούσαν τη χώρα, επικηρύχτηκε ληστής και τέθηκε υπό απηνή διωγμό αυτός και η οικογένειά του. Σφοδρός πολέμιος αυτού ήταν ο Γενικός Διοικητής της Κυβέρνησης Βενιζέλου στους Νομούς Κοζάνης και Φλώρινας Ιωάννης Ηλιάκης, όχι τόσο γιατί τον θεωρούσε ληστή, αλλά γιατί είχε διατελέσει στέλεχος των ανταρτικών φιλοβασιλικών ομάδων, ανεξάρτητα αν την ενέργειά του αυτή δεν την ομολόγησε δημόσια. Χαρακτηριστικό είναι ένα απόσπασμα από άρθρο του Ηλιάκη στην εφημερίδα των Αθηνών «Ελεύθερον Βήμα» στις 16/03/1925, το οποίο αναφέρει:
« Όταν ήμουν Γενικός Διοικητής λυμαινόταν την περιφέρεια Γρεβενών η ληστοσυμμορία Βερβέρα. Ήταν αυτός ο βασιλιάς των Γρεβενών, όπως είναι σήμερα βασιλιάς των Σερβίων ο Γιαγκούλας, φοβερότερος τούτου και σεβαστός στους κατοίκους της περιφερείας του. Για την εξόντωση της ληστοσυμμορίας Βερβέρα χρησιμοποίησα όλα τα μέσα και σε προσωπικούς εκτέθηκα κινδύνους. Με συντριβή καρδιάς εφάρμοσα ακόμη και το νόμο κατά των περιθαλπόντων αυτόν μελών της οικογενείας του. Τέλος η ληστοσυμμορία αυτή διαλύθηκε, ο δε Βερβέρας φονεύτηκε».
Η ληστρική δράση του Βερβέρα έχει ως εξής:
Το Φεβρουάριο του 1916 οι φιλοβασιλικές ομάδες της Ουδέτερης Ζώνης διαλύθηκαν ύστερα από την απαίτηση των Γάλλων προς την αδύναμη κυβέρνηση των Αθηνών. Οι άνδρες των ομάδων αυτών τέθηκαν σε διωγμό από τους Γάλλους που είχαν υπό τον έλεγχό τους στην αρχή την Ουδέτερη Ζώνη και από την άνοιξη του 1917 σε συνεργασία με τους βενιζελικούς ολόκληρη την Ελλάδα. Οι Γάλλοι εγκατέλειψαν την περιφέρεια Γρεβενών τον Ιούλιο του 1917, διότι είχε τελειώσει η αποστολή τους, καθώς τον προηγούμενο μήνα είχε απομακρυνθεί ο βασιλιάς Κωνσταντίνος και την εξουσία ασκούσε σε ολόκληρη τη χώρα η κυβέρνηση Βενιζέλου.
Ο Βερβέρας, μη έχοντας τη δυνατότητα να εγκατασταθεί στο χωριό του, διότι ήταν καταζητούμενος από τους Γάλλους και τους βενιζελικούς, βγήκε στο βουνό και προέβη στις αρχές του 1918 στη σύσταση μιας ληστοσυμμορίας με οπαδούς τον εικοσάχρονο γιο του Ιωάννη, τον ανιψιό του Λάμπρο Γκόλια, τον Ιωάννη Καραούλη και το ληστοφυγόδικο Ιωάννη Σειρηνιώτη. Οι τρεις πρώτοι ήταν άτομα νεαρής ηλικίας και κατάγονταν από το χωριό Ζιάκα, ενώ ο Σειρηνιώτης καταγόταν από τον Άγιο Γεώργιο Γρεβενών. Ο λόγος που ο Βερβέρας είχε μαζί του στο βουνό το γιο του ήταν γιατί φοβόταν μην τυχόν τον συλλάβουν και τον κλείσουν φυλακή ή τον στείλουν εξορία, όπως συνέβη αργότερα με τα λοιπά μέλη της οικογενείας του.
Έπειτα από την υπ’ αριθ. 1519/14-04-1918 πρόταση της Γενικής Διοικήσεως Κοζάνης – Φλώρινας ο Βερβέρας και οι τέσσερις οπαδοί του επικηρύχθηκαν ως ληστές (Β.Δ. της 03/05/1918) και προσδιορίστηκε χρηματική αμοιβή για τον καθένα, για μεν την κατάδειξη 3.000 δρχ. για δε τη σύλληψη ή φόνο 5.000 δρχ. Το Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου με το Β.Δ. της 29/12/1918 η χρηματική αμοιβή για φόνο αυξήθηκε για τον Βερβέρα σε 20.000 δρχ. και για τον Σειρηνιώτη σε 12.000 δρχ., διότι, σύμφωνα με το κατηγορητήριο ήταν και οι δύο αρχηγοί ληστοσυμμορίας, είχαν διαπράξει 15 φόνους, πολλές άλλες εγκληματικές πράξεις και τρομοκρατούσαν ολόκληρη την περιφέρεια Γρεβενών.
Ο Βερβέρας με τους οπαδούς του περιφερόταν συνήθως στη δασωμένη περιοχή γύρω από τα χωριά Βράστινο (Ανάβρυτα) – Αλατόπετρα – Πολυνέρι – Λάβδα – Περιβολάκι. Ένα καταδιωκτικό απόσπασμα, με επικεφαλής τον ενωμοτάρχη Αντώνιο Παπαντωνίου, συγκροτήθηκε στα Γρεβενά, με σκοπό να εξουδετερώσει τη ληστοσυμμορία Βερβέρα. Ο Παπαντωνίου, έχοντας πληροφορίες ότι το κρησφύγετο του Βερβέρα βρισκόταν στο πυκνό δάσος «Χούνι», κοντά στο Βράστινο, το περικύκλωσε με το απόσπασμά του στις 29 Φεβρουαρίου 1918. Στη συμπλοκή που ακολούθησε φονεύτηκε ο Παπαντωνίου και ο χωροφύλακας Ρήγας και το απόσπασμα διαλύθηκε. Η κηδεία τους έγινε στα Γρεβενά στις 2 Μαρτίου με κάθε επισημότητα. Σ’ αυτήν παραβρέθηκαν ο Γενικός Διοικητής της κυβέρνησης Βενιζέλου των Νομών Κοζάνης – Φλώρινας Ιωάννης Ηλιάκης, ο έπαρχος Γρεβενών Πέτρος Σαλιβαράς και ο δήμαρχος της πόλης γιατρός Αλέξης Παπαλέξης. Η νεκρώσιμη ακολουθία εψάλη στο μητροπολιτικό ναό Γρεβενών, χοροστατούντος του μητροπολίτη Αιμιλιανού Β΄ Δάγγουλα. Ο Ηλιάκης, για να δώσει ιδιαίτερη προβολή στο γεγονός, έφθασε στα Γρεβενά με κουστωδία, έχοντας μαζί του διάφορους υπηρεσιακούς παράγοντες, καθώς και το στρατιωτικό διοικητή των Νομών Κοζάνης και Φλώρινας συνταγματάρχη Κ. Βαρδουλάκη και τον αστυνομικό διευθυντή Κοζάνης Ανδρουλάκη, αμφότερους Κρητικούς και πιστούς στο βενιζελικό καθεστώς. Δόθηκε εντολή να συμμετέχουν στην κηδεία τα σχολεία της πόλης των Γρεβενών και οι δημόσιοι υπάλληλοι. Επικήδειο λόγο εκφώνησαν ο Ιωάννης Ηλιάκης, ο έπαρχος και ο δήμαρχος Γρεβενών. Ο λόγος του Ηλιάκη ήταν πολιτικός, καθώς με την ευκαιρία των φόνων από τον Βερβέρα, κατηγόρησε τους φιλοβασιλικούς του αντιπάλους, τους οποίους σε διάφορες ομιλίες του αποκαλούσε «κομιτατζήδες» και εχθρούς της πατρίδας.
Την άνοιξη του 1918 υπηρετούσε στα Γρεβενά κάποιος αποσπασματάρχης ονόματι Ρισβάνης. Ο Ρισβάνης, εφαρμόζοντας μια πρωτότυπη μέθοδο, θέλησε να πλησιάσει στα κρησφύγετα των ληστών. Όλοι οι άνδρες του αποσπάσματος φόρεσαν ρούχα τσοπαναραίων και άρχισαν να βόσκουν πρόβατα στην περιοχή Βράστινου, στην οποία υπήρχαν πληροφορίες ότι περιφερόταν η συμμορία του Βερβέρα. Την 1η Μαΐου 1918 οι άνδρες του αποσπάσματος εντόπισαν ανάμεσα στα κλαδιά το γιο του Βερβέρα και το σύντροφό του Καραούλη και τους ζήτησαν να παραδοθούν. Αυτοί προσπάθησαν να διαφύγουν και τότε τους πυροβόλησαν και τους σκότωσαν. Ο Βερβέρας δεν βρισκόταν εκεί και αγνοούσε το θάνατο των δύο παιδιών. Το πληροφορήθηκε μετά από αρκετή ώρα, όταν πέρασε για λίγο από το χωριό του (Ζιάκα).
Ο θάνατος του γιου συγκλόνισε βαθύτατα τον Βερβέρα και αποφάσισε να εκδικηθεί τον Ρισβάνη. Πληροφορήθηκε ότι ο Ρισβάνης με το απόσπασμά του θα κινούνταν στις 10 Ιουνίου 1918 από τα Γρεβενά προς τους Μαυραναίους και έστησε καρτέρι μόνος του στο ύψωμα που βρίσκεται δεξιά του δρόμου, αμέσως μετά τη διασταύρωση του Δοξαρά (απέναντι περίπου από το βενζινάδικο του Κ. Τζιότζιου). Στο μεταξύ την ίδια ημέρα κινήθηκε για εξουδετέρωση του Βερβέρα και δεύτερο απόσπασμα χωροφυλάκων, με επικεφαλής τον οπλαρχηγό του Μακεδονικού Αγώνα Γεώργιο Τσουκαντάνα, από το Περιβόλι, ο οποίος μάλλον είχε ως κίνητρο την είσπραξη των χρημάτων της επικήρυξης, καθώς με το Βερβέρα στο παρελθόν διατηρούσε φιλικές σχέσεις. Ο Ρισβάνης, όμως, έχοντας το φόβο της εκδίκησης δεν κινήθηκε από το κανονικό δρομολόγιο προς Μαυραναίους, αλλά χρησιμοποίησε το εναλλακτικό που οδηγούσε προς Έλατο – Μαυρονόρος, ενώ από το κανονικό κινήθηκε ο Τσουκαντάνας. Όταν το απόσπασμα Τσουκαντάνα πλησίασε στο σημείο της ενέδρας, πρόβαλε ο Βερβέρας και με δυνατή φωνή ζήτησε να πληροφορηθεί πού είναι ο Ρισβάνης, γιατί μόνο αυτόν ήθελε να σκοτώσει, για να εκδικηθεί το χαμό του παιδιού του. Τότε ο Τσουκαντάνας του φώναξε: «Βερβέρα κυκλώθηκες και δεν πρόκειται να γλιτώσεις» και άρχισε να πυροβολεί εναντίον του. Σε ανταπάντηση ο Βερβέρας σήκωσε το τουφέκι του, σημάδεψε καλά τον Τσουκαντάνα και η σφαίρα τον βρήκε στο κεφάλι. Οι άνδρες του αποσπάσματος σάστισαν με τον ξαφνικό θάνατο του αρχηγού τους και δεν πυροβόλησαν. Τότε ο Βερβέρας τους είπε να φύγουν από εκεί, γιατί κανένας δεν τον φταίει και να μην ξεχάσουν να πουν στο Ρισβάνη ότι σε λίγο θα πεθάνει από τα χέρια του. Λέγεται ότι, όταν ο Ρισβάνης έλαβε το μήνυμα έπαθε καρδιακή κρίση και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο της Κοζάνης, όπου ύστερα από λίγο απεβίωσε.
Δράση Βερβέρα στα Χάσια – Αντιχάσια
Ύστερα από το θάνατο του Ρισβάνη ο Βερβέρας εγκατέλειψε για ένα περίπου εξάμηνο την επαρχία Γρεβενών και μετέφερε τη ληστρική του δράση στα Χάσια και Αντιχάσια. Μαζί του τώρα είχε τρεις ληστές, το νεαρό ψυχογιό και ανιψιό του Λάμπρο Γκόλια από το Ζιάκα, τον Νικόλαο Τσιγκάρα από το Φελλί και τον Γεώργιο Καλάκο από το Μοναχίτι. Ο Σειρηνιώτης εγκατέλειψε την ομάδα Βερβέρα και συνεργάστηκε με άλλους ληστές.
Στις αρχές Ιουλίου 1918 η ληστοσυμμορία Βερβέρα μετέβη έφιππη στο χωριό Βλαχάβα των Αντιχασίων, όπου συνέλαβε τον έμπορο Καλαμπάκας Γ. Σπυρόπουλο και τον Ευθύμιο Λευθέρη και αφαίρεσε από τον πρώτο 1.000 δρχ. Από εκεί κατευθύνθηκε προς την Ασπροκκλησιά, όπου αιχμαλώτισε τον μπέη Τζεμάλ Ελμάζ, του οποίου το χωριό ήταν τσιφλίκι του. Προς καταδίωξη κινήθηκαν αποσπάσματα από την Καλαμπάκα.
Τα μεσάνυχτα της 24ης Ιουλίου στη θέση «Μπάρες», μεταξύ των χωριών Φλιάκα Κερασιά (Θεοτόκος) Καλαμπάκας και Τσαπουρνιά (Τρικοκκιά) Γρεβενών, έπεσαν σε ενέδρα των αποσπασμάτων των υπενωμοταρχών Μιχ. Ρουσάκη και Γ. Πέτρου δύο ληστές του Βερβέρα, ο Τσιγκάρας και ο Καλάκος, οι οποίοι επέστρεφαν από την Ασπροκκλησιά, μεταφέροντας τα λύτρα του μπέη. Κατά τη διάρκεια της συμπλοκής φονεύθηκε ο ληστής Νικόλαος Τσιγκάρας και από τα αποσπάσματα ο χωροφύλακας Αχιλλέας Μαλλιώρας. Ο Τσιγκάρας ήταν επικηρυγμένος αντί πέντε χιλιάδων (5.000) δραχμών. Ο Καλάκος, ο οποίος είχε μαζί του τα λύτρα, εκμεταλλευόμενος το πυκνό σκοτάδι διέφυγε, εγκαταλείποντας στον τόπο της συμπλοκής τα τσαρούχια του. Τα αποσπάσματα εντόπισαν το νεκρό Τσιγκάρα μόλις ξημέρωσε. Στο σακίδιο του φονευθέντος βρέθηκαν 2.150 δρχ. σε χαρτονομίσματα, καθώς και μια επιστολή που απευθυνόταν προς τη χανούμισσα του μπέη της Ασπροκκλησιάς, με την οποία της ζητούσαν για λύτρα 80 χιλιάδες φράγκα.
Ο μπέης απελευθερώθηκε ύστερα από αιχμαλωσία είκοσι ημερών, αφού κατέβαλε τα μισά περίπου λύτρα. Ήταν ηλικίας 40-45 ετών. Κατά τη διάρκεια της ομηρίας του περιφερόταν έφιππος από κορυφή σε κορυφή με διαρκή την αγωνία αν θα ζούσε ή όχι. Όταν απελευθερώθηκε, μεταφέρθηκε στα Τρίκαλα, όπου εξετάστηκε εξονυχιστικά από το διευθυντή της Αστυνομίας Τρικάλων και τον εισαγγελέα. Σε ερωτήσεις που του υπέβαλαν οι δημοσιογράφοι της εφημερίδας «Θάρρος» των Τρικάλων ανέφερε για την ομηρία του τα εξής:
Κατά τη γνώμη του οι ληστές τον έπιασαν, διότι οι χωρικοί που δούλευαν στο τσιφλίκι του δεν τα είχαν καλά μαζί του και για να τους ευχαριστήσουν πρότειναν τη σύλληψή του. Μόλις μεταφέρθηκε στο λημέρι των ληστών, ο Βερβέρας διέταξε να τον σφάξουν. Συμφώνησε μαζί του και ο Καλάκος. Σε περίπτωση που συμφωνούσε και ο Τσιγκάρας, ήταν χαμένος. Ο Τσιγκάρας είπε ότι δεν πρέπει να τον σκοτώσουν έτσι στα καλά καθούμενα, βερεσέ, και έτσι τη γλίτωσε. Κατόπιν του ζήτησαν για την απελευθέρωσή του λύτρα ογδόντα χιλιάδες φράγκα. Από αυτά η γυναίκα του κατόρθωσε να συγκεντρώσει είκοσι επτά χιλιάδες φράγκα και χρυσαφικά αξίας οκτώ χιλιάδων, τα οποία παρέδωσε σε έμπιστο άτομο των ληστών. Στη συνέχεια τα λύτρα τα παρέλαβαν οι δύο ληστές, οι οποίοι στη διαδρομή προς το λημέρι έπεσαν σε ενέδρα κατά την οποία σκοτώθηκε ο Τσιγκάρας. Το ευτύχημα για τον μπέη ήταν ότι, όταν έφθασε στο λημέρι ο Καλάκος με τα λύτρα, δεν γνώριζε ότι σκοτώθηκε ο Τσιγκάρας και είπε στο Βερβέρα ότι διέφυγε προς άλλο μέρος. Σε διαφορετική περίπτωση ο Βερβέρας θα τον «χάλαγε». Οι ληστές δεν λογάριαζαν τίποτε. Όταν κάποτε κινούνταν έφιπποι, ένα άλογο δεν προχωρούσε. Τότε ο Βερβέρας κατέβηκε από το δικό του και έσφαξε αμέσως τρία άλογα. Τα νεκρά άλογα αντικαταστάθηκαν λίγο παρακάτω με τρία άλλα. Ο μπέης απελευθερώθηκε, όταν έφερε τα χρήματα ο Καλάκος. Ήταν είκοσι επτά χιλιάδες φράγκα. Τα μέτρησε ο Βερβέρας και έδωσε στο μπέη 300 δραχμές (συνήθιζαν οι ληστές να δίνουν ένα συμβολικό ποσό των λύτρων σ’ αυτόν που απελευθέρωναν). Στη συνέχεια, αφού τον φίλησε, διέταξε να τον συνοδεύσουν μέχρις ενός σημείου και από εκεί τον άφησαν ελεύθερο.
Ύστερα από την αιχμαλωσία του μπέη η ληστοσυμμορία συνέχισε τη δράση της. Στις 4 Σεπτεμβρίου 1918 έσφαξε 45 πρόβατα του μεγαλοκτηνοτρόφου Παπαγιάννη από το Όστροβο (Αγναντιά) Καλαμπάκας, για να τον εκβιάσει, επειδή δεν ανταποκρίθηκε στην απαίτησή της να καταβάλει λύτρα 60 χιλιάδων δραχμών. Επίσης η ίδια ληστοσυμμορία με νέα επιστολή της προς τον μπέη της Ασπροκκλησιάς ζητούσε εκ νέου 13 χιλιάδες δραχμές.
Η σύλληψη και εκτέλεση του ληστή Γεωργίου Καλάκου
Ο ληστής Γεώργιος Νικολάου Καλάκος καταγόταν από το Μοναχίτι. Από τον Ιούνιο μέχρι τον Αύγουστο του 1918 ήταν μέλος της ληστοσυμμορίας Βερβέρα στην περιοχή Χασίων Καλαμπάκας. Επικηρύχτηκε ως ληστής, με το Β. Δ. της 30 Ιουλίου 1918. Η χρηματική αμοιβή της επικήρυξης για το φόνο του ήταν πέντε χιλιάδες (5.000) δραχμές. Στις 7 Σεπτεμβρίου 1918 συνελήφθη από δύο χωρικούς, τους οποίους επιχείρησε να ληστέψει στη θέση «Δέση» κοντά στο χωριό Τσούγκουρο (Άγιος Δημήτριος) Καλαμπάκας. Ο Καλάκος ζήτησε από αυτούς να του παραδώσουν όσα χρήματα είχαν μαζί τους. Οι χωρικοί άρχισαν να διαμαρτύρονται, αλλά εκείνος αντί άλλης απαντήσεως άρχισε να τους κτυπά με τον υποκόπανο του όπλου του. Οι δύο χωρικοί, θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή τους, όρμησαν κατά του ληστή και με μια πετυχημένη κίνηση τον έριξαν στο έδαφος, τον αφόπλισαν, τον έδεσαν και τον παρέδωσαν στην Υπομοιραρχία Καλαμπάκας.
Στις 9 Οκτωβρίου 1918 ο Καλάκος προσήχθη σε δίκη στο Στρατοδικείο Κοζάνης, το οποίο την επόμενη ημέρα (10/10) και ώρα 11:00 εξέδωσε την απόφασή του, βάσει της οποίας καταδικαζόταν σε θάνατο. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας και περί ώρα 17:00 εκτελέστηκε.
Ύστερα από τη σύλληψη του Καλάκου ο Βερβέρας έμεινε μόνο με τον ψυχογιό του Λάμπρο Γκόλια. Συνέχισε να περιφέρεται στην περιοχή Χασίων, όπου την 1η Νοεμβρίου 1918 αιχμαλώτισε στο Βελεμίστι (Αγιόφυλλο) τον Ιωάννη Παπαδημητρίου, τον οποίο στη συνέχεια άφησε ελεύθερο, υπό το ρητό όρο να του αποστείλει σε καθορισμένη ημερομηνία 15.000 δραχμές. Προς καταδίωξη του Βερβέρα απεστάλη απόσπασμα από την Καλαμπάκα.
Σύλληψη οικογένειας Βερβέρα
Στο μεταξύ ο Ηλιάκης μαζί με την Επιτροπή Ασφαλείας του Νομού Κοζάνης άρχισαν το διωγμό της οικογένειας Βερβέρα και ως πρώτο μέτρο ήταν να συλλάβουν τη μεγαλύτερη κόρη του Σουλτάνα και να την κλείσουν φυλακή στην Αθήνα. Η γυναίκα του Βερβέρα Δέσπω με τις λοιπές τρεις κόρες της, Αικατερίνη, Παρασκευή και Μαλαματή, για να μη φυλακισθούν, κατέφυγαν αρχικά σε φιλικό σπίτι του Βερβέρα στην Καλαμπάκα, αλλά ο ιδιοκτήτης του σπιτιού, φοβούμενος την προδοσία και τις συνέπειες της απόκρυψης, διαμήνυσε στο φίλο του ότι δεν μπορεί να την κρατήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ύστερα από αυτό η οικογένεια μεταφέρθηκε από τον Αθανάσιο Κακαφίκα στο Μέγαρο Γρεβενών, όπου φιλοξενήθηκε για λίγο στο σπίτι του Κώστα Καρακώστα και στη συνέχεια σε ένα σκοτεινό υπόγειο του σπιτιού του Κακαφίκα, ο οποίος, για να μη συλληφθεί, ακολούθησε στο βουνό το φίλο του Βερβέρα. Περί τα τέλη Αυγούστου του 1918, ο Βαγγέλης Καρακώστας, γιος του Κώστα Καρακώστα, κατέδωσε στη Χωροφυλακή τον τόπο απόκρυψης της οικογένειας, οπότε μια νύχτα μετέβη στο Μέγαρο ένα απόσπασμα και τη συνέλαβε. Τη γυναίκα του Βερβέρα και τις τρεις κόρες τις έκλεισαν προσωρινά φυλακή στην Κοζάνη και ύστερα τις έστειλαν εξορία στην Κρήτη.
Φόνος Βερβέρα
Ο Βερβέρας περιφερόταν στα βουνά των Γρεβενών μαζί με τον Κακαφίκα. Εν τω μεταξύ είχαν πλησιάσει τον Κακαφίκα διάφοροι γνωστοί και συγγενείς του, οι οποίοι βρίσκονταν σε συνεννόηση με τον έπαρχο και τον αστυνομικό διοικητή Γρεβενών και τον έπεισαν ότι, σε περίπτωση που θα σκότωνε τον Βερβέρα, εκτός από τα χρήματα της επικήρυξης (20.000 δρχ.) θα απαλλασσόταν από τις κατηγορίες του φυγόδικου ληστή και της υπόθαλψης της οικογένειας Βερβέρα. Ο Κακαφίκας δελεάστηκε από την προσφορά και, καθώς στις 9 Μαρτίου 1919 βρισκόταν με τον Βερβέρα στο ύψωμα βόρεια των ερειπίων Νιτρουζίου (2 χλμ. δυτικά του Μεγάρου), τον πυροβόλησε αιφνιδιαστικά με το όπλο στο κεφάλι και τον σκότωσε. Πήρε το κεφάλι του και το παρέδωσε στα Γρεβενά στις αστυνομικές αρχές, βγαίνοντας μάλιστα και φωτογραφία με το κομμένο κεφάλι. Στη συνέχεια το κεφάλι εναποτέθηκε κάτω από τον πλάτανο της κεντρικής πλατείας Γρεβενών σε κοινή θέα. Το ύψωμα, που έλαβε χώρα το φονικό, ονομάστηκε έκτοτε «Ράχη Βερβέρα». Προτού αναχωρήσει ο Κακαφίκας από τον τόπο του εγκλήματος παράχωσε προσωρινά το ακέφαλο πτώμα, για να μη το ανακαλύψουν οι ευρισκόμενοι εκεί κοντά περιφερόμενοι ληστές. Στον τόπο του εγκλήματος μετέβησαν αμέσως ο υποδιοικητής (έπαρχος) Γρεβενών Εμμανουήλ Διαλλινάς και ο μοίραρχος Ιωάννης Μπονάκης, για να βεβαιωθούν ότι πράγματι τα γεγονότα εξελίχτηκαν όπως τα περιέγραψε ο Κακαφίκας.
Μετά το θάνατο του Βερβέρα η κυβέρνηση Βενιζέλου αποφάσισε να αφήσει ελεύθερη την οικογένειά του, προκειμένου να επιστρέψει στο χωριό της από την εξορία της στην Κρήτη. Στο μεταξύ η Παρασκευή είχε αρρωστήσει και μεταφέρθηκε σε κλινική των Αθηνών, όπου απεβίωσε. Η σύζυγος του Βερβέρα με τις κόρες της Αικατερίνη και Μαλαματή φιλοξενήθηκαν για λίγο στην Αθήνα από έναν παλαιό τους γνωστό, τον Καλαμπούκα από το Περιβόλι. Τότε αποφυλακίστηκε και η Σουλτάνα και όλες μαζί επέστρεψαν στο χωριό Ζιάκα.
Δέκα ημέρες μετά το θάνατο του Βερβέρα φονεύθηκε και ο ανιψιός και ψυχογιός του επικηρυγμένος ληστής Λάμπρος Γκόλιας. Ο Γκόλιας ήταν ένας νεαρός ηλικίας 18 περίπου ετών και στις 19 Μαρτίου 1919 βρισκόταν έξω από το χωριό Γκριντάδες (Αιμιλιανός). Τα μεσάνυχτα της ημέρας αυτής, ύστερα από κατάδοση, ο χωροφύλακας Ευαγγελίτσας Πέτρος τον πυροβόλησε και τον σκότωσε με τη βοήθεια των χωρικών. Επί τόπου έσπευσαν ο έπαρχος Γρεβενών Εμμανουήλ Διαλλινάς και ο μοίραρχος Ιωάννης Μπονάκης.
Η αντεκδίκηση υπό των ληστών του Αθανασίου Κακαφίκα
Ο Αθανάσιος Κακαφίκας με τα χρήματα των 20.000 δρχ. που εισέπραξε από την επικήρυξη άνοιξε τυροκομείο και παράλληλα διατηρούσε στάνη με πρόβατα κοντά στο χωριό Καλλονή (Λούντσι). Εκεί συνελήφθη από τη ληστοσυμμορία του Περικλή Παπαγεωργίου (πρώην ψυχογιού του Γκαντάρα) το μεσημέρι της 26ης Ιουλίου 1923 και οδηγήθηκε στο μέρος που είχε αποκεφαλίσει τον Βερβέρα. Στο σημείο αυτό, αφού οι ληστές του είπαν να αναφωνήσει τρεις φορές «Σήκω Βερβέρα για να μπω, ο ίδιος να με θάψεις», κατακρεουργήθηκε από τον Περικλή σε ένδειξη αντιποίνων. Πάνω στο διαμελισμένο σώμα ο Περικλής άφησε τη φωτογραφία του, θέλοντας με τον τρόπο αυτό να καταστήσει γνωστή την ταυτότητα του και παράλληλα να στείλει μήνυμα στους πολίτες, κυνηγούς κεφαλών των ληστών, ότι θα είχαν την ίδια τύχη με τον Κακαφίκα.