Ορθοδοντικός Δώρα Μπαρτζιώκα

Euromedica

euromedica ygeia

Πριν 110 χρόνια, στις 25 Απριλίου το 1908.

Ο Μακεδονομάχος οπλαρχηγός Διαμάντης Κόκκινος (Μάνου) από το Σπήλαιο Γρεβενών και ο Μακεδονομάχος οπλαρχηγός Γεώργιος Καμηλάκης από την Αθήνα, απαγχονίστηκαν στην πλατεία “Ατ-Παζάρ” (αγορά αλόγων) του Μοναστηρίου (Βιτώλειον–Μπιτόλια).
==================================================================================================
ΔΙΑΛΟΓΟΙ ΤΟΥ ΔΙΑΜΑΝΤΗ ΜΑΝΟΥ ΜΕ ΤΟΥΣ ΣΥΝΤΡΟΦΟΥΣ
ΤΟΥ ΜΕΣΑ ΣΤΟ (ΚΑΤΙΛΧΑΝΕ) ΦΥΛΑΚΗ ΤΩΝ ΜΠΙΤΟΛΙΩΝ
(ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ) 1908.

Δεν είχον παρέλθει πολλαί ημέραι από της αποδράσεως του Σουλίου, και ωδηγούντο εις τας φύλακας άλλοι Ελληνομακεδόνες αιχμάλωτοι.Ησαν ούτοι ό οπλαρχηγός Γεώργης Καμηλάκης και δύο σύντροφοι του.

Ο Καμηλάκης ήτο γνωστός δια την ανδρείαν του και τον πατριωτικόν του ενθουσιασμόν.

Είχε κουρείον εις τας Αθήνας και ακούων καθημερινώς τα όργια τών Βουλγάρων δεν ηδυνήθη να συγκρατηθη και πωλήσας το κατάστημα του εξήλθεν εις τα Μακεδονικά βουνά ως οπλαρχηγός. Κατόπιν δε εντίμου και γενναίας δράσεως εγένετο οπλαρχηγός και συνέχισε το εργον του ενδόξως.

Ατυχώς έπροδόθη και αυτός και συνελήφθη υπό του Τούρκικου στρατού.

Όταν τους είδον οι εν τω «Κατιλχανέ» Έλληνες, έλυπήθησαν τόσον περισσότερον, όσον οι Βούλγαροι εχάρησαν γελώντες καί μυκτηρίζοντες την άτυχη Έλληνικήν άνδρείαν.

Δεν ήρκει όμως αυτό

Ο Διαμαντής Κόκκινος από το Σπήλι των Γρεβενών ο παλαιός επαναστάτης, κατόπιν οδηγός του σώματος Βέργα και ανδρειότερος συμπολεμιστής, αυτός κατόπιν έγένετο καπετάνιος καί κατασυνέτριψεν εις διαφόρους συμπλοκάς τον Τουρκικόν στρατόν και τας Βουλγαρικάς και Ρουμουνικάς συμμορίας, συνελήφθη και αυτός αιχμάλωτος.

Πολλοί εκ των φυλακισμένων Βουλγάρων υπήρξαν μέλη των ληστοσυμμοριών, τας οποίας Διαμαντής είχε κατακερματίσει.

Οταν τον είδον δε υπό ισχυράν συνοδείαν και δέσμιον είσερχόμενον εις το «Κατιλχανέ», ήρχισαν να ειρωνεύωνται και να επιχαίρουν.

Ο Διαμαντής ατάραχος τους προσέβλεψε και οι θρασύδειλοι καίτοι ήτο δέσμιος συνεκρατήθησαν καί έπαυσαν νά γελουν.

Εφοβούντο ότι δεν ήτο απίθανον ο ατρόμητος αυτός άνθρωπος, οποίος ήτο δέσμιος έκείνην την στιγμήν, να τους έκδικηθή τρομερά μέ την πρώτην εύκαιρίαν, η οποία θα παρουσιάζετο.

Άλλως τά κατορθώματα του ήσαν τόσον γνωστά, ώστε κανείς δεν αμφέβαλλεν ότι ταχέως θα εύρισκε τον δια της αγχόνης τέλος.

Εσκέπτοντο λοιπόν ότι αυτός ο φύσει ατρόμητος θα καθίστατο υπεράνθρωπος εν τη μανία του γνωρίζων ότι έν πάση περιπτώσει δέν είχε ν’ άπολέση τίποτε άλλο από εκείνο το οποίον ώρισμένως ήτο χαμένον δι’ αυτόν.

Την ζωήν του την είχεν αποφασίσει πρό• πολλού ό καπετάν Διαμαντής, άλλα ήδη ήτο νεκρός ζών. Και εμειδία διά αυτό.

Εφαίνετο ότι επίστευεν ακραδάντως ότι δέν είχε πλέον προορισμον εις τον κόσμον.Το έργον του ετελείωσε.

Ότι είχε να πράξη το έπραξε διαθέσας όπερ των υψηλότερων σκοπών της άνθρωπότητος όλας τας δυνάμεις και αυτήν την ζωήν του. Ό καπετάν Γαλιανός μόλις τον είδεν έτρεξε και τον έφίλησε. Και συ καπετάν Διαμαντή, εδώ ;

Εκείνος εχαμογέλασε και ενώ δάκρυ στιλπνόν έπιπτεν επάνω εις την λευκόξανθον γενειάδα, του απήντησεν

Ηταν γραφτό μου να ρεζιλευθώ τώρα στα γεράματα, καπετάν Βαγγέλη.

—Τι να γείνη ! Ότι θέλει ο θεός.

Και παρήρχοντο αι θλιβεραί ημέραι, χωρίς να αίθριάσουν αι ψυχαί των καταπεπονημένων ανδρών, οι οποίοι έζων μόνον με μίαν μαυ-ρισμένην ελπίδα, με όνειρα ωχρά μιας πιθανής απελευθερώσεως.

Πολλοί ήσαν ήδη καταδικασμένοι, άλλοι είς είκοσιν ετών, άλλοι είς δέκα πέντε ετών φυλάκισιν.

Εδικάσθησαν όμως και ο Καμηλάκης, ο Κόκκινος και ο Χρήστου και κατεδικάσθησαν εις τον δι’ αγχόνης θάνατον. Αυτοί ήσαν ήρεμώτεροι από τους άλλους. Έφαίνοντο εντελώς άφρόντιδες.

Και όχι μόνον φόβο άλλα και ενεθάρρυνον τους άλλους. Βρε παιδιά, έλεγε μειδιών αγαθώτατα ό Διαμαντής, εμείς σέ λίγον καιρό θα σας αφήσωμε γειά γιά πάντα και θα έχετε μεγαλείτερη ευρυχωρία και δεν θα στενοχωριέσθε τόσο πολύ. Μην είσαστε λοιπόν ανυπόμονοι.

Οι Ελληνομακεδόνες κατανοόντες την πικρίαν, η οποία εκρύπτετο από το αγαθόν εκείνο χαμόγελον, ήσθάνοντο βαθυτάτην συγκίνησιν και έλεγον παρηγορόντες τους αδελφούς των :

—Μην τα συλλογίζεσαι αυτά, καπετάν Διαμαντή. Ο θεός είνε μεγάλος. Ποιος ξέρει πως έρχονται τα πράγματα

— Ρε παιδιά, εγώ δεν είμαι για νά με παρηγοράτε, άλλα θέλω νά σας πώ νά κάνετε υπομονή και θα βγήτε μια μέρα πάλι στα βουνά.

Ο Γιάννης ο Σεϊμένης, ο όποιος έγνώριζε καλά τον Διαμάντην, διότι και αυτός ήτο ένα από τα λαμπρά παλληκάρια του αρχηγού Βέργα έπιασε τόν μιξοπόλιον καπετάνον από το χέρι και του είπε Θυμάσαι τι όμορφη παρέα που είχαμε μέσα στα ρουμάνια και στά κορφοβούνια που γυρίζαμε θυμάσαι το Βαγγέλη το Νικολούδη, το Σκαλίδη, το Λιάπη, τον Μπατζή, το Μπουντουράκη ;

Παλληκάρια αλήθεια, μωρέ λεβέντη, απήντησε μέ δακρυσμένα μάτια ο Διαμαντής, άλλ’ όχι καλήτερα από σένα… Ατρόμητα παλληκάρια. Κρίμα τες λεβεντιές, κρίμα !

Εστράφη τότε ό οπλαρχηγός και αποχωρισθείς του κύκλου των Ελληνομακεδόνων απεμονώθη εις μίαν γωνίαν και τον είδον νά σπογγίζη τους οφθαλμούς του με το φαρδομάνικον του υποκαμίσου του.

Ο Σεϊμένης έτρεξε προς αυτόν, με δακρυσμένους και αυτός οφθαλμούς και τον έπιασεν από τον ώμον.

Καπετάνιο, του είπεν αν και συ εδείλιασες, τότε αλλοίμονον.

Όχι, όχι παιδί, μου. Δεν δειλιάζει ο Διαμαντής, άλλα ζηλεύει. Δέ θάτανε καλλίτερα να πέθαινα σαν τόσους άλλους ;

Ο Σεϊμένης εστάθη σκεπτικός και άφωνος και είπε συμπερασματικές

Δίκιο έχεις. Κ’ έγώ ζηλεύω τόν άδελφόν μου πού σκοτώθηκε και τον ξάδερφο μου και τον άλλον το μικρότερον τον αδερφό μου. Εμένα δυό φορές μ’ έτρύπησαν σφαίρα, άλλα δεν ήθελεν ο θεός να τελειώσω.

Η τύχη, η τύχη, είπεν ο Διαμαντής έπανακτήσας την ψυχραιμίαν του. Φασκέλωσέ τα τώρα.

Έγώ ; αν δέν φύγω από δω μέσα, να το ξέρεις, καπετάνιο, ότι θα σκωτοθώ.

Ό καπετάνιος τον παρετήρησεν ήρέμως, έμειδίασεν αγαθώτατα και του είπε με τόνον τρυφερώς συμβουλευτικόν

Έσύ, Γιάννη μου, είσαι ακόμη παιδί κάμε υπομονή και θά ξαναξανακούσουν το ανδρειωμένο περπάτημα σου τα ξακουσμένα ρουμάνια τής Μακεδονίας μας. Είσαι πολύ νέος ακόμη, έμενα τι να μέ κάμης

Συνεχίζομεν την ίστορίαν των έν ταις φυλακαις περιπετειών των Ελλήνων εκδικητών μέχρι τής δραπετεύσεως του άρχηγού Νίδα και των συντρόφων του ίνα δωσωμεν πλήρη εικόνα αύτου και έλθωμεν είς τα διαδραματισθέντα εν τω μεταξύ είς τα βουνά και τα δάση όπου τόσοι θρίαμβοι, άλλα και τόσαι ηρωικαί εκατόμβαι θαυμάσιων παλληκαριών έκλεισαν τον άμυντικόν Μακεδονικόν αγώνα.

Ο καπετάν Διαμαντής Κόκκινος ήρχισε νά περιπατή εντός της αυλής με σκυμμένην κεφαλήν, καπνίζων διαρκώς εν χρνδρόν σιγάρον.

Ο νεαρός Σεΐμένης εκάθησεν εις μίαν άκραν και συνομίλει με τον αρχηγόν Νίδαν.

Ο αρχηγός τον ήκουε μετά προσοχής, άλλ’ έφαίνετο έχων αντιρρήσεις τινάς.

Μετ’ ολίγον προσήλθε και ο Μπενούκας και δύο άλλοι Έλληνο-μακεδόνες και έλαβον και αυτοί μέρος εις την συνδιάλεξιν.

Ο Μπενούκας ήκούσθη λέγων

Δίκηο εχεις, αρχηγέ, ο Γιάννης.

Βέβαια, βέβαια, προσέθηκαν οι άλλοι.

Λοιπόν, είπεν εγερθείς ο Νίδας, κ’ έγώ είμαι σύμφωνος, άν και δεν μένουν πολλά χρόνια για να βγω, άλλα θά αφήστε νά κανονίσω εγώ τα πράγματα. Σύμφωνοι;

Όπως διατάξετε, είπον πάντες.

Ό Σεϊμένης μόνον πού δέν έχόρευεν άπό τόν ένθουσιασμόν του μετά τήν ληφθεΐσαν άπόφασιν.

Έσπευσε δέ και είπεν εις τον Διαμαντή κάτι μυστικόν, το μυστικόν το οποίον τόσον τον έχαροποίησε.

Έρχεσαι λοιπόν, μπάρμπα Διαμαντή, τον ήρώτησε ;

Και εκείνος του απήντησε ξηρώς

Όχι δέν έρχομαι. Ο θεός να είνε μαζί σας.

Γιατί ; ήρώτησεν έκπληκτος ό νεαρός εκδικητής.

Θέλω, παιδί μου, να ησυχάσω πιά. Έζησα και έκαμα όσα αν εζούσε άλλος διακόσια χρόνια τώρα θέλω να πεθάνω. Όσαις μέραις ζήσω ακόμη, θα της περάσω με την ένθύμησιν των περασμένων. Τώρα για σας τα παιδιά είνε ο κόσμος.

Και όντως μετά τινάς ημέρας εις το “Ατ-Παζάρ έξετελέσθη ό απαγχονισμός του Καμηλάκη και του Κόκκινου, ο οποίος έβύθισεν εις πένθος πάντας τους Έλληνας δια τήν άπώλειαν δύο τόσον θαυμαστών ηρώων.

ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΣΤΑΜΑΤΗ ΡΑΠΤΗ

ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ 1913

επιμέλεια Γαλάτεια Βασιλοπούλου 

Δείτε ακόμα

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΕΙΑ 2024