συμπλευση

Euromedica

euromedica ygeia

Ορθοδοντικός Δώρα Μπαρτζιώκα

vandal

Τα Γρεβενά όπως τα περιγραφούν δύο Άγγλοι αρχαιολόγοι και περιηγητές

Τα Γρεβενά όπως τα περιγραφούν οι δύο Άγγλοι αρχαιολόγοι και περιηγητές ALANJ.B.WACE-MAURICE S.THOMPSON

Τα Γρεβενά αποτελούνται από δυο τμήματα. Το ένα είναι η κυρίως πόλη που ονομάζεται Κασαμπάς, και στην πραγματικότητα έτσι λέγεται στα τούρκικα η πόλη, βρίσκονται η αγορά, τα καταστήματα, τα δημόσια γραφεία, η φυλακή κτλ. Το άλλο ονομάζεται Βαρόσι και βρίσκεται δυτικά, πέρα από το ποτάμι. Είναι αποκλειστικά χριστιανικό τμήμα, χτισμένο πάνω σ’ έναν χαμηλό λόφο και περιλαμβάνει το μέγαρο του επισκόπου, τη μητρόπολη και μερικά σπίτια συγκεντρωμένα γύρω της. Την εποχή του Ληκ υπήρχαν είκοσι σπίτια, αλλά τώρα υπάρχουν περισσότερα.
Ο Πούκεβίλ αναφέρει ότι η πόλη ιδρύθηκε από αποίκους από ένα μέρος που το ονομάζει Κάστρο Μπουχάλιστας, αλλά δεν λέει πού ήταν αυτό το μέρος. Είναι δυνατό να πρόκειται για το χωριό Βαλαχάδες του Κάστρου που βρίσκεται περί τις τρεις ώρες δυτικα των Γρεβενών και όπου βρίσκονται ερείπια μεσαιωνικού φρουρίου. Στην περιοχή ότι οι πρώτοι κάτοικοι των Γρεβενών ήρθαν από κάποιο μέρος που λέγεται Ραχιώτης, μια ράχη στο βουνό προς το χωριό Κυρά Καλή, μια ώρα περίπου βορειοδυτικα από την πόλη. Αλλά με τις πληροφορίες που έχουμε προς το παρόν στη διάθεση μας, είναι αδύνατο να εκφέρει κανείς γνώμη σχετικά με το πώς και το πότε ιδρύθηκε η πόλη. Ο Μελέτιος, επίσκοπος Αθηνών, που έζησε από το 1661 ως το 1714,λέει ότι η πόλη ήταν κοινώς γνωστή ως Αυλές, πράγμα για το οποίο αμφιβάλλει ο Πούκεβιλ.
Ο Ληκ λέει: «Ο τουρκικός μαχαλάς (συνοικία) στο Γρεβενό… είναι το κυρίως μέρος των Γρεβενών, που στον πληθυντικό αριθμό συμπεριλαμβάνει μεγάλον αριθμό μικρών τουρκικών χωριών και τσιφλικιών». Τοπικώς λέγεται ότι η πόλη ήταν γνωστή κάποτε ως Αυλές και ότι το ιδιαίτερο εκείνο τμήμα, που είναι γνωστό με το όνομα αυτό, κατοικούνταν από Χριστιανούς κοντά στον τουρκικό σταθμό και βρισκόταν εκεί που τώρα είναι χωράφια, κοντά στο κέντρο της πόλης, στην όχθη του ποταμού. Απέναντι απ’ αυτή τη συνοικία, στη νότια πλευρά του ποταμού, υπήρχε άλλη μία ονομαζόμενη Τσακάλια που την έκαψε ο Ζιάκας. Η συνοικία αυτή που ονομαζόταν Αυλές υπήρχε ακόμη πριν από εκατόν τριάντα χρόνια περίπου και ήταν το Βα¬ρόσι των ημερών εκείνων. Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, Τούρκοι από την Λάλα της Πελοποννήσου, που δεν μπορούσαν να ζήσουν κάτω από χριστιανική εξουσία, ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στα Γρεβενά καταλαμβάνοντας το κέντρο της πόλης. Τότε άρχισε η μεταφορά των Χριστιανών στο Βαρόσι. Η Μητρόπολη χτίστηκε γύρω στο 1837 και είναι αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο, στον Άγιο Δημήτριο και στον Άγιο Αχίλλιο. Παλαιότερα υπήρχε μόνο μία μικρή εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στην κορυφή του λόφου, στη μέση ενός δάσους, και τα πρώτα σπίτια που χτίστηκαν γύρω της ήταν γύρω στο 1780. Το κυριώτερο τζαμί κοντά στο τουρκικό νεκροταφείο δυτικά της πόλε¬ως ήταν κάποτε η εκκλησία του Αγίου Αχιλλίου και το άλλο τζαμί, ανατολικά, ήταν η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Οι εκκλησίες αυτές έπεσαν στα χέρια των Τούρκων από τη Λάλα που τον ίδιο καιρό περίπου κατέστρεψαν, έτσι λέγεται, τρεις άλλες εκκλη¬σίες στην πόλη, του Αγίου Δημητρίου, του Αγίου Νικολάου και του Αγίου Αθανασίου. Ο επίσκοπος δεν ζούσε πάντα στα Γρεβενά αλλά στο Κηπουριό, έτσι λέγεται στην πε¬ριοχή, και συνηθιζόταν να ονομάζεται «ο Άγιος Αυλών», όνομα που δεν απαντάται ποτέ σε κανένα έγγραφο της ανωτέρω επισκοπής. Ακόμα το μικρό ποτάμι που κατεβαί¬νει από την Κυρά Καλή και τρέχει διά μέσου της πόλεως ονομάζεται Αυλιώτης και επομένως η ιστορία σχετικά με το όνομα Αυλές έχει ίσως κάποια βάση και δεν προέρχεται απλώς από τη μελέτη της «Γεωγραφίας» του Μελετίου.
Τα Γρεβενά, αν και βρίσκονται στην κοιλάδα και δεν έχουν καλή παροχή νερού, είναι μια ευχάριστη μικρή πόλη, αλλά το καλοκαίρι κάνει πολλή ζέστη. Πάνω από την πόλη, ανατολικά, υπάρχει ένα μεγάλο τουρκικό σχολείο και σε παρόμοια θέση, δυτικά, βρίσκονται οι στρατώνες. Υπάρχουν ελληνικά και βλάχικα σχολεία , διάφορα τζαμιά, εφτά ελληνικές εκκλησίες και ένα βλάχικο παρεκκλήσιο. Κάθε Δευτέρα γίνεται παζάρι, στο οποίο πηγαίνουν αρκετοί κάτοικοι των γειτονικών χωριών. Ο πληθυ¬σμός δεν μπορεί να υπολογισθεί γιατί το μεγάλο μέρος του είναι ασταθές. Οι Χριστιανοί αποτελούνται από Έλληνες από τα Χασιώτικα και Κουπατσάρικα χωριά και από Βλάχους από την Σαμαρίνα, τη Σμίξη, το Περιβόλι και την Αβδέλα, που είναι πάντοτε πιο πολλοί κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Οι Μωαμεθανοί αποτελούνται από Αλβανούς, Βαλαάδες και Τούρκους από εδώ και από αλλού. Ασφαλώς, από τον πόλεμο του 1912, οπότε τα Γρεβενά κάηκαν, έχουν αλλάξει πολύ με κάθε τρόπο.
Τρίτη, 31 Μαΐου (1910), δεύτερη ημέρα του πανηγυριού. Λίγο μετά την αυγή περάσαμε το ποτάμι πάνω σ’ ένα γαϊδουράκι που νοικιάσαμε από έναν σεβάσμιο Τούρκο για λίγες δεκάρες και πήγαμε αμέσως στο πανηγύρι. Το πλήθος έφτανε σε αρκετές χιλιάδες και οι περισσότεροι ήταν Βλάχοι. Τα Βλάχικα ήταν η γλώσσα που χρησιμοποιούνταν πιο πολύ και όποιος έχει ακούσει τη φλυαρία ενός βλάχικου πλήθους δεν θα αμφιβάλλει για το όνομα Τσιντσάροι . Υπήρχαν Βλάχοι σχεδόν από κάθε μέρος της Νότιας Μακεδονίας και της Θεσσαλίας και οι περισσότεροι φορούσαν την εθνική ενδυμασία τους . Οι βλάχικες ενδυμασίες αποτελούν πολύπλοκο και εκτενές θέμα και για μια πλήρη περιγραφή των διαφόρων ενδυμάτων και των ονομασιών τους ο αναγνώστης πρέπει να γυρίσει σ’ ένα επόμενο κεφάλαιο. Εκτός από τους Βλάχους, υπήρχαν Έλληνες, ως επί το πλείστον Χασιώτες, λίγοι Τούρκοι, χωρίς να συμπεριλάμβανονται οι χωροφύλακες και οι υπάλληλοι, μερικοί γύφτοι ντυμένοι ως συνήθως με παρδαλά κουρέλια και μερικοί Βαλαάδες και Κουπατσαραίοι. Οι Βαλαάδες είναι μυστηιριώδεις άνθρωποι, Μωαμεθανοί το θρήσκευμα αλλά από απόψεως γλώσσας Έλληνες οι οποίοι κυρίως κατοικούν στην περιοχή των Γρεβενών και της Λαψίστας (Νεάπολης), όπου έχουν πολλά χωριά. Οι Βλάχοι τους ονομάζουν Βλάχατζι και λένε ότι είναι οι Βλάχοι που έγιναν Μωαμεθανοί, και που πήραν το όνομα από τον Βλάχο αγά, αλλά η ετυμολογία αυτή δύσκολα είναι πειστική. Σύμφωνα με άλλη μία πιθανή ιστορία, είναι Έλληνες που άλλαξαν πίστη και ονομάζονται Βαλαάδες, γιατί τα μόνα τουρκικά που ξέρουν είναι το «Β’ αλλάχι» (= μα το Θεό) . Ως ανάλογη περίπτωση θα μπορούσε κανείς να αναφέρει τους Πομάκους ή Μωαμεθανούς Βουλγάρους της επαρχίας Θεσσαλονίκης, οι οποίοι μετά την τουρκική επανάσταση του 1908 διδάχτηκαν επίμονα από τους Νεότουρκους, μέσα στο πρόγραμμα του εξισλαμισμού να λένε «Β’ αλλάχι» αντί του «Μπόγκα μι». Ο Νικολαΐδης, που έγραψε το 1859 λέει ότι πριν από διακόσια χρόνια δύο Ελληνόπουλα από κάποιο χωριό κοντά στη Λαψίστα τα πήραν σκλάβους στην Κωνσταντινούπολη κι εκεί εξισλαμίστηκαν.Αργότερα επέστρεψαν στην πατρίδα τους και άρχισαν να κηρύττουν τα δόγματα της νεας τους πίστης. Έκαναν πολλούς ν’ αλλαξοπιστήσουν από τους Χριστιανούς που ήθελαν να εγκαταλείψουν την κατώτερη κοινωνική τους θέση και να αποκτήσουν το δικαίωμα να φέρουν όπλα, ώστε τελικά ανταμείφθηκαν με τον τίτλο του μπέη. Ο Πουκεβίλ φαίνεται να θεώρησε ότι αυτοί ήταν απόγονοι των Βαρδαριωτών Τούρκων της βυζαντινής εποχής, θεωρία που δύσκολα φαίνεται πιθανή. Ο Βάιγκαντ λέει ότι ο τύπος της ράτσας τους είναι ελληνικός μάλλον παρά σλαβικός και ότι έχουν σκούρα μαλλιά και αετήσιες μύτες. Εξάλλου, πολλοί απ’ αυτούς που είδαμε ήταν ψηλοί και ξανθοί. Αλλά αν το όνομα Βαλαάδες απλώς σημαίνει ότι ασπάσθηκαν τον Μωαμεθα-νισμό, δεν χρειάζεται να έχει φυλετική σημασία. Οι Κουπατσαραίοι είναι εξελληνισμένοι ή ημιεξελληνισμένοι Βλάχοι. Δηλαδή, μέσω των επιμειξιών και της επίδρασης της Εκκλησίας και της ελληνικής παιδείας έχουν εγκαταλείψει τη γλώσσα τους. Διατηρούν όμως ακόμα την εθνική τους ενδυ¬μασία και πολλές βλάχικες λέξεις απαντώνται στις διαλέκτους τους καθώς επίσης και πολλά μη ελληνικά σύμφωνα, όπως τα ΒΙΙ, ΖΗ, ($ή, και άζΗ . Κατοικούν στην περιοχή μεταξύ Γρεβενών και των καθαρώς βλάχικων χωριών της Πίνδου. Σ’ ένα από τα χωριά τους, την Λαβανίτσα (= Μικρολίβαδο), που είναι μόνο κατά το ήμισυ εξελληνισμένο, αποκτήσαμε κάποια γνώμη σχετικά με τη διαδικασία με την οποία συμβαίνει η αποεθνικοποίηση. Στα σχολεία και στην Εκκλησία η μόνη γλώσσα που χρησιμοποιείται είναι τα Ελληνικά. Όλοι οι πιο ηλικιωμένοι στο χωριό ξέρουν τα Βλάχικα, όπως και πολλές γυναίκες. Αλλά εξαιτίας του γεγονότος ότι οι άνδρες ξεπερνούν σε αριθμό τις γυναίκες, είναι υποχρεωμένοι να παντρεύονται γυναίκες από άλλα χωριά. Καθαρώς βλάχικα χωριά όπως είναι η Τούρια (= Κρανιά) και το Περιβόλι, είναι πολύ υπεροπτικά να δώσουν κορίτσια τους να παντρευτούν Κουπατσαραίους κι έτσι οι ανύπαντροι της Λαβανίτσας παίρνουν τις νύφες από χωριά όπως το Ζάλοβο (= Τρίκωμο), που είναι λίγο-πολύ τελείως εξελληνισμένα. Τα παιδιά αυτών των μεικτών γάμων μιλάνε μόνο Ελληνικά, τη γλώσσα που μαθαίνουν από τις μητέ¬ρες τους κι έτσι η νέα γενιά κατά μεγαλύτερο μέρος ξέρει μόνο Ελληνικά. Το όνομα «Κουπατσαραίοι» παράγεται κατά τους Βλάχους από τη λέξη «κουπάτσου» που σημαίνει βαλανιδιά, γιατί η περιοχή που κατοικούν είναι σκεπασμένη με δάση από βαλανιδιές. Πιο κάτω στην κοιλάδα του Αλιάκμονα δεν υπάρχουν δάση και πιο ψηλά στην περιοχή από την Τούρια-Κρανιά στη Σαμαρίνα υπάρχουν πεύκα και οξυές. Αυ¬τή η πιθανή εξήγηση απορρίπτεται από τον Βάιγκαντ, ο οποίος λέει ότι η λέξη είναι σλαβικής προελεύσεως και σημαίνει σκαφτιάς ή γεωργός . Αυτό θα ταίριαζε καλά σ’ αυτούς τους ανθρώπους, γιατί είναι λαός αμετακίνητος που καλλιεργούν τη γη και δεν μεταναστεύουν όπως ο λαός των ορεινών χωριών. Ο Βάιγκαντ λέει επίσης, ότι η περιοχή των Κουπατσαραίων εκτείνεται μέχρι τη Σιάτιστα και μέχρι τη Βόρειο Θεσ¬σαλία, αλλά εμείς ποτέ δεν ακούσαμε το όνομα να χρησιμοποιείται για οποιαδήποτε άλλη περιοχή εκτός από την περιοχή των γηλόφων που εκτείνεται από τα Γρεβενά ως τους Φιλιππαίους και το Κηπουριό.

Η αγοραπωλησία μουλαριών ήταν η κυριώτερη δουλειά στο παζάρι. Τα μουλάρια τα φέρνουν από πολλά μέρη αλλά τα καλύτερα, σύμφωνα με τους ειδικούς, είναι όσα προέρχονται από την Κασσάνδρα και την Ξάνθη. Ένα νέο μουλάρι από την Κασσάνδρα που δεν ήταν σε θέση να μεταφέρει μεγάλο φορτίο για πολλούς μήνες, το πουλούσαν αντί δέκα οχτώ και είκοσι δύο τουρκικών λιρών, τιμή που ήταν λίγο ακριβότερη από ό,τι τον προηγούμενο χρόνο. Μουλάρια που είχαν δουλέψει, πουλιούνταν επίσης, και στα σαμάρια τους είχαν ένα πράσινο κλαδί, δείγμα ότι προορίζονταν για πούλημα. Υπήρχαν λιγότερα άλογα. Μερικά ζώα, μικρά σύμφωνα με τα αγγλικά δεδομένα, αλλά αρκετά χρήσιμα, τα έκαναν να καλπάζουν δυνατά μέσα στο πλήθος για να επιδειχθούν σε μερικούς Τούρκους μπέηδες και χωροφύλακες που έψαχναν για νέα υποζύγια. Κάθε πώληση έπρεπε να συνοδεύεται με έγγραφο που περιέγραφε το ζώο και την τιμή, που συντάσσονταν και σφραγίζονταν από έναν τοπικό υπάλληλο. Η σειρά των παραγκών καταλάμβανε μεγάλο χώρο. Οι πάγκοι με τα τρόφιμα όπου πουλούσαν ψωμί, κρασί και αρνιά κάθε είδους, έκαναν τις μεγαλύτερες δουλειές και μετά έρχονταν οι σαμαράδες και αυτοί που πουλούσαν γλυκά. Σε μια άκρη του πανηγυριού υπήρχε ένας ανοιχτός χώρος με μικρά πέτρινα μαγαζιά, όπου πουλούσαν κοσμήμα¬τα, μαχαίρια, βαμβακερά, μεταξωτά, μάλλινα, ρολόγια της τσέπης και ξυπνητήρια. Όλα αυτά όμως εκτός από τα κοσμήματα, που ήταν κυρίως ασημένια φιλιγκράν, και από μερικά ρολόγια και μαχαίρια, ήταν ευρωπαϊκής κατασκευής. Σ’ ένα άλλο σημείο γύφτοι χαλκωματάδες, καθισμένοι σταυροπόδι στο έδαφος, προσέφεραν για πούλημα δοχεία νερού και κανάτες κάθε σχήματος. Δίπλα τους υπήρχαν πολλές Βλάχες με σκορπισμένες μπροστά τους φορεσιές, βαρειά μάλλινα στρωσίδια και βελέντζες που τα είχαν κάνει οι ίδιες και που τα αγόραζαν οι Χασιώτες.
Λίγο μετά το μεσημέρι άρχισε να βρέχει στην Πίνδο κι αργά το απόγευμα η μπόρα έφτασε και στα Γρεβενά. Το παζάρι γρήγορα μεταβλήθηκε σε σκηνή συγχύσεως κι όλοι έτρεχαν απ’ όλες τις κατευθύνσεις να διαβούν το ποτάμι και να μπουν κάτω από τις τέντες. Είχαν διαβεί μόνο λίγοι όταν είδαμε να φτάνει γρήγορα μια κατεβασιά και ότι πριν από λίγα λεπτά ήταν ένα καθαρό ποτάμι που δεν ήταν παραπάνω από τριάντα εκατοστά βαθύ, μεταβλήθηκε γρήγορα σ’ έναν λασπώδη, αδιάβατο χείμαρρο. Μερικοί, βλέποντας τι συνέβαινε, έτρεξαν προς την κατεύθυνση του ποταμού και, κόβοντας δρόμο σε μια στροφή του ποταμού, διάβηκαν ακριβώς μπροστά από την πλημμύρα. Οι περισσότεροι όμως που είχαν αποκοπεί από τις τέντες τους, έπρεπε να περιμένουν στη βροχή και στη λάσπη ώσπου μια ώρα αργότερα το ποτάμι ξαναπήρε την αρχική του μορφή. Η δική μας τέντα ήταν στημένη στην πλευρά του λόφου και η βροχή άρχιζε να στάζει μέσα στον πάτο και να κυλάει σαν ρυάκι στο έδαφος. Δεν είχε σκαφτεί αυλάκι, που θα μπορούσε να γίνει με ένα «μπαλταδάκι», εκείνο το τυπικά βαλκανικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για όλες τις δουλειές χωρίς να κάνει καμία σωστά. Το «μπαλτα(δά)κι» έχει σχήμα όπως ένα πλατύστομο σκεπάρνι με κοντό στυλιάρι αλλά στη χρήση είναι κάτι μεταξύ ενός σφυριού, μιας σμίλης, ενός φτυαριού και ενός μαχαιριού. Όταν ήρθε η ώρα για ύπνο, οι γυναίκες πήγαν έξω και έκοψαν κλαδιά από τους αγκαθωτούς θάμνους που βρίσκονταν εκεί γύρω. Αυτά τα έστρωσαν στο έδαφος και τα σκέπασαν με στρωσίδια κι έτσι έφτιαξαν ένα κρεβάτι που αν δεν ήταν εντελώς στεγνό, δεν ήταν όμως αρκετά υγρό που να το νιώθει κανείς.

ALANJ.B.WACE-MAURICE S.THOMPSON

ΟΙ ΝΟΜΑΔΕΣ ΤΒΝ ΒΑΛΚΑΝΙΩΝ

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ : ΣΑΚΗΣ ΠΕΤΡΟΥ

Δείτε ακόμα