Ορθοδοντικός Δώρα Μπαρτζιώκα

Euromedica

euromedica ygeia

Ένα ακόμα μικρό αφιέρωμα σε Μακεδονομάχους των Γρεβενών

Λεπενάτος ή Λεπενιώτης Γεώργιος (καπετάν Αρκούδας)
Γεννήθηκε στη Σαμαρίνα. Είχε βγει από νωρίς στο βουνό, γιατί δεν μπορούσε ν’ αντέξει τη ρουμανική προπαγάνδα, που συνεργαζόταν στενά με την τουρκική διοίκηση. Το 1905 κατέβηκε στην Ελλάδα (ελεύθερη), αλλά γύρισε αμέσως μαζί μ’ άλλους καπεταναίους. Αμέσως συγκέντρωσε την ομάδα του για να εξακολουθήσουν τον πόλεμο κατά των ρουμανιζόντων και των κομιτατζήδων.
Στο δρόμο προς τη Βόρεια Μακεδονία η ομάδα του έπεσε σ’ ενέδρα και για να σωθούν τα παλικάρια του σκόρπισαν στα δάση. Μετά από δυο μέρες ξανασυγκεντρώθηκαν. Μαζί τους ήταν οι Κόκοτας, Ξανθόπουλος, Καραγιάννης, Ζορμπάς και άλλοι, Βλάχοι και μη. Η ομάδα του έδωσε το ψευδώνυμο (Αρκούδας), γιατί ήταν τόσο σωματώδης, που από μακριά αν τον έβλεπες θα νόμιζες ότι είναι όρθια αρκούδα. Ήταν όμως επιπλέον δυνατός, ρωμαλέος και άφοβος.
Ο Ναούμ Σπανός, από τη Σιάτιστα, πολεμιστής της ομάδας του στην αρχή, γράφει για τον Λεπενάτο: «Ανταρτικά σώματα με Μακεδόνες καπεταναίους, μαζί και μεις, χτυπήσαμε τουρκικά και ρουμανίζοντα αποσπάσματα στο Μπάλτινο και στην Κρανιά. Μετά εγώ χωρίστηκα. Κατεβαίναμε τακτικά στη Θεσσαλία, για ξεκούραση και για οπλισμό. Εκεί στο Δομοκό αντάμωσα το Λεπενιώτη. Ξαναμπήκαμε στη Μακεδονία, από διαφορετικούς δρόμους. Όταν φτάσαμε στη Σκέρμιστα, μας χτύπησε το τουρκικό πυροβολικό. Απάντησε το δικό μας. Εκεί μέσα στους καπνούς ήρθε και ο Λεπενιώτης με τα παλικάρια του. Από μακριά που φάνηκε πρώτος αυτός, νομίσαμε ότι ήταν αρκούδα. τόσο και ψηλός και παχύς ήταν.
Αντί να περάσουμε από εκεί στη Μακεδονία, κινηθήκαμε προς την Ακαρνανίαν – Ήπειρον. Αφού ξεκαθαρίσαμε τις περιοχές εκείνες από τους Τουρκαλβανούς, ρουμανίζοντες και Έλληνες ληστές, γυρίσαμε στο Μεσηνικόλα Καρδίτσας. Από εκεί οδοιπορούντες φθάσαμε στην Καλαμπάκα. Ξεκουραστήκαμε αρκετά και μετά μέσα από τα βλαχοχώρια της Πίνδου, φτάσαμε στη Σαμαρίνα. Εκεί μείναμε μόνο για λίγο».
Ο καπετάν «Αρκούδας» μόνος του ή μ’ άλλους καπεταναίους πήρε μέρος σε πολλές μάχες. Οι σπουδαιότερες: Γράλιστας, Ασπροκκλησιάς, Στερέτι (Εζερίτς), Κλεισούρας, Μπάλτινου, Κρανιάς και Κωσταραζίου. Στο Κωσταράζι συναντήθηκε με τον καπετάν Μακρή, που το 1906 με 35 άνδρες μπήκε στην περιφέρεια εκείνη, αφού πέρασε τον Αλιάκμονα.
Εκεί αποφάσισαν να χτυπήσουν την Μπέσφηνα (Σφήκα), στις αρχές Απριλίου, για να εξοντώσουν το Μήτρο Βλάχο. Απέτυχαν όμως, γιατί επενέβη αμέσως ο τουρκικός στρατός. Το καλοκαίρι του ίδιου έτους και πάλι με τον Μακρή επιτέθηκαν κατά του εξαρχικού χωριού Λισολάι. Εκεί περικυκλώθηκαν από τουρκικό απόσπασμα και σώθηκαν χάρη στην επέμβαση του καπετάν Γκούντα. Την άνοιξη του 1908 επιτέθηκε μόνος του κατά του Μοριχόβου. Στη μάχη αυτή σκοτώθηκε ο Λεπενάτος ή Λεπενιώτης (καπετάν Αρκούδας) και η ομάδα του διαλύθηκε. Άλλοι πήγαν στα σπίτια τους κι άλλοι προσχώρησαν σ’ άλλα σώματα και ομάδες.

Λύτας Θωμάς
Το Θωμά Λύτα, παρ’ ότι θα τον αναφέρουμε και στην επιτροπή αγώνα της πόλης των Γρεβενών, τον αναφέρουμε κι εδώ χωριστά, γιατί ήταν ξεχωριστή η αποστολή του. Είχε επιφορτιστεί να παρακολουθεί μέρα-νύχτα και μ’ όποιον τρόπο μπορούσε, το κονάκι του μπέη των Γρεβενών και να βλέπει ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει κι αμέσως να το αναφέρει στην επιτροπή ή όπου αλλού έπρεπε. Επίσης να σημειώνει και ν’ αναφέρει ό,τι περίεργο και παράξενο ή ασυνήθιστο συνέβαινε στο κονάκι (επισκέψεις ξένων, αγνώστων, γνωστών κ.λ.π.). Ιδιάζουσα και πολύ επικίνδυνη αποστολή, την οποία έβγαλε πέρα ως το τέλος του αγώνα, χωρίς να το υποψιαστούν οι Τούρκοι, ούτε άλλος κανείς.
Το ότι τον φυλάκισαν (τότε μόνο έλειψε από τη θέση του), αυτό το έκαναν γι’ άλλη αιτία, κι όχι για κατασκοπία. Τις περισσότερες κινητοποιήσεις του τουρκικού στρατού, από Γρεβενά προς την περιφέρεια και συγκεκριμένα προς ποιον τομέα κατευθύνονταν, ο Λύτας το πρόσεχε και το ανέφερε. Μετά το τέλος του αγώνα δεν υπάρχει καμιά πληροφορία γι’ αυτόν.

Βέρος Ζήσης (1880-1985)
Γεννήθηκε στην Αβδέλλα το 1880. Ήταν βλαχόφωνος. Είχε τελειώσει τις γυμνασιακές σπουδές στο Γυμνάσιο Τσοτυλίου. Υπηρέτησε ως δάσκαλος του ελληνικού σχολείου Αβδέλλας κατά τα σχολικά έτη 1899-1900. Είχε στενή συνεργασία με το δάσκαλο της Κρανιάς Βλαχάκη και μ’ άλλους δασκάλους και ιερείς.
Με την έναρξη του Μακεδόνικου αγώνα μπήκε σ’ αυτόν, στην αρχή ως πληροφοριοδότης. Αργότερα πήρε το όπλο για να πολεμήσει τους εχθρούς του τόπου του (τους ρουμανίζοντες). Το Μάιο του 1906 ένοπλο τμήμα του αγώνα με επικεφαλής τους οπλαρχηγούς Διαμαντή Μάνο (καπετάν Κόκκινο) από το Σπήλαιο και Τσιουκαντάνα Γεώργιο από το Περιβόλι, στο βουνό Όρλιακα, έστησαν ενέδρα σε τουρκική στρατιωτική δύναμη, που συνόδευε ρουμανίζοντες Βλάχους στα χωριά τους, και τη διέλυσαν. Σ’ αυτή τη μάχη σκοτώθηκαν 21 Τούρκοι στρατιώτες, 3 τσοχανταραίοι και μερικοί άμαχοι. Έπιασαν αρκετούς αιχμαλώτους και μαζί τους έναν Τούρκο ανθυπολοχαγό, που τους άφησαν ελεύθερους, καθώς και τους ρουμανίζοντες με τη σύσταση «να καθίσουν καλά, γιατί ούτε οι Τούρκοι μπορούν να τους προστατέψουν παντού». Από τους δικούς μας σκοτώθηκε ο Περιστέρης από το Μαυρονόρος και τραυματίστηκε ο Γκαλντέμης Ιωάννης (καπετάν Φλώρος) από το Ζιάκα.
Μετά από τη μάχη αυτή ο Βέρος κι άλλοι πέντε αγωνιστές έφυγαν από την περιφέρεια μας για τα Καστανοχώρια. Στο Νιδρούζι ανταμώθηκαν με το Βλάχο Βαγγέλη, οπλαρχηγό και μαζί προχώρησαν. Όταν έφτασαν στα Καστανοχώρια, ενώθηκαν με το σώμα του καπετάν Στέφανου Μάλιου (Στέφανου Δούκα απ’ την Κορυτσά) και του Λουκά Κόκκινου από το Μέγαρο. Όλοι μαζί επιτέθηκαν κατά του χωριού Εζεοίτς (Πετροπουλάκη), γιατί πληροφορήθηκαν ότι εκεί βρισκόταν ο Μητροβλάχος, ένας αιμοβόρος κομιτατζής από την Κλεισούρα. Στη συνέχεια ο Λουκάς, ο Βαγγέλης Βλάχος, ο Βέρος και μερικοί άλλοι πήγαν όλοι μαζί στο σώμα του καπετάν Λίτσα (Αντωνίου Βλαχάκη) και πάλι όλοι μαζί προσχώρησαν στο σώμα του καπετάν Ζιάκα (Γρηγορίου Φαληρέα), όταν σκοτώθηκε ο καπετάν Λίτσας. Αρκετές φορές ο Βέρος με την ομάδα του καπετάν Λουκά απομακρύνονταν από τους αρχηγούς τους, με την άδεια τους φυσικά, κι έρχονταν στην περιφέρεια μας, για να ταπεινώσουν τους ρουμανίζοντες, οι οποίοι πολλές φορές αποθρασύνονταν. Το μήνυμα έφτανε ως αυτούς από την περιφέρεια μας με αγγελιοφόρους.
Μετά το 1908 γύρισε στο σπίτι του. Ευτύχησε να δει την πατρίδα του, για την οποία τόσο αγωνίστηκε, ελεύθερη. Η πατρίδα τον παρασημοφόρησε. Πέθανε στα Γρεβενά το 1985 σε ηλικία 105 χρόνων.

Γρηγόριος Ευθυμίου (Παπαθύμιος) (1882-1964)
Καταγόταν από την Καλλονή Γρεβενών. Εκεί έμαθε τα πρώτα γράμματα και στο Γυμνάσιο Τσοτυλίου τελείωσε τις γυμνασιακές σπουδές του, ως την τρίτη τάξη. Όταν μεγάλωσε, προσελήφθη από την κοινότητα του χωριού του ως δάσκαλος και υπηρέτησε σ’ αυτήν αρκετά χρόνια. Κατόπιν που έγινε γνωστή η μόρφωση του, τον προσέλαβε δάσκαλο η κοινότητα Μεγάρου. Υπηρέτησε και σ’ άλλες κοινότητες.
Στη δουλειά του ήταν πάρα πολύ καλός. Τις γνώσεις που του έλειπαν προσπαθούσε να τις αποχτήσει διαβάζοντας. Κατά καιρούς, το καλοκαίρι, επισκεπτόταν τα ορεινά χωριά, ιδίως τα βλαχοχώρια, και μιλούσε στους κατοίκους για την ελληνική καταγωγή τους. Γνώριζε πολύ καλά την ιστορία και ως εκ τούτου οι ομιλίες του και οι συμβουλές του ήταν πειστικές.
Είχε πολλές και καλές σχέσεις με το δάσκαλο Παπανικολάου Γεώργιο (παπά αργότερα) και τον βοήθησε αρκετά στο έργο του. Κινδύνευσε αρκετές φορές σοβαρά από τους Ρουμανόβλαχους, γιατί τον έβλεπαν ως εχθρό στα σχέδια τους και στην προπαγάνδα τους. Οι Τούρκοι θεωρούσαν επαναστάτη. Κινδύνεψε επίσης από τους ληστές, που εκείνη την εποχή είχαν κατακλύσει τα βουνά της περιοχής μας. Μετά χειροτονήθηκε ιερέας, χωρίς να παρατήσει το επάγγελμα του δασκάλου ήταν δηλαδή παπαδάσκαλος.
Αργότερα ασχολήθηκε, μέχρι του θανάτου του, με τη συγκέντρωση ηθών-εθίμων, δημοτικών τραγουδιών κι άλλων σχετικά με τη ζωή των χωρικών (γάμους, αρραβώνες, βαπτίσεις κ.λ.π.). Όλα αυτά τα στοιχεία απέστειλε στην Ακαδημία Αθηνών, τμήμα λαογραφίας, από την οποία βραβεύτηκε αρκετές φορές, με χρηματικά ποσά και επαίνους.
Ακόμα και σήμερα ακούς, από παλαιούς μαθητές του, πολλά κολακευτικά λόγια για τον παπαδάσκαλο Γρηγόριο Ευθυμίου (Παπαθύμιο) Η προσφορά του υπήρξε πολυσχιδής και πολυποίκιλη, στον εθνικοθρησκευτικό κυρίως τομέα, αλλά και στον πολιτιστικό. Είχε γίνει γνωστός ως λαογράφος, σε πολλούς, που εκτίμησαν την προσφορά του και ιδιέτερα τον τιμούσε ο καθηγητής πανεπιστημίου, λαογράφος Μέγας Κωνσταντίνος από τη Σιάτιστα.
Πέθανε στο χωριό του, σε βαθιά γεράματα, 82 ετών, το 1964.

Κανούτας Νικόλαος (1879-1967)
Γεννήθηκε στον Άγιο Γεώργιο Γρεβενών το 1879. Ήξερε λίγα γράμματα, αλλά πολλά για εκείνη την εποχή, που όλοι σχεδόν ήταν αγράμματοι. Μικρός ξενιτεύτηκε στην Κωνσταντινούπολη, για εργασία. Εκεί όμως έκανε φασαρία με κάποιον Τούρκο, που τον τραυμάτισε σοβαρά. Μετά απ’ αυτό έφυγε και πήγε στα Πριγκιπονήσια, όπου εργαζόταν ως σοφατζής.
Στα 25 του χρόνια συνδέεται με το Μακεδόνικο κομιτάτο και γίνεται μέλος του. Μετά παρατάει την εργασία του κι επιστρέφει στον τόπο του, για να προσφέρει τις υπηρεσίες του στη Μακεδονία που κινδύνευε. Εδώ κατατάχτηκε στο σώμα του καπετάν Γύπαρη. Στις 30 Νοεμβρίου παίρνει μέρος στη μάχη του Ανταρτικού (Ζέλοβου). Τον Απρίλιο του 1905 το σώμα του Γύπαρη συγκρούστηκε με τουρκικά αποσπάσματα στο Μουρίκι (βουνό της Βλάστης).29 Μαΐου του 1906 το σώμα του Γύπαρη παίρνει μέρος στη μεγάλη μάχη των Ασπρογείων. Εκεί το σώμα του περικυκλώθηκε από πολλαπλά τουρκικά αποσπάσματα, μ’ αποτέλεσμα να διαλυθεί με πολλούς νεκρούς. Ύστερα απ’ αυτήν τη συμφορά, ο Κανούτας διασώθηκε και συναντήθηκε τυχαία με τον καπετάν Λουκά Κόκκινο αλλά ήταν πολύ κουρασμένος και δεν παρέμεινε, παρότι πολύ το επιθυμούσε. Στη συνέχεια, αφού ξεκουράστηκε, αντάμωσε το σώμα του καπετάν Φούφα και το φθινόπωρο κατέβηκαν όλοι μαζί στην ελεύθερη Ελλάδα, για ξεκούραση.
Την άνοιξη του 1907 το σώμα του Φούφα (Ζαχαρίας Παπαδιάς ή Ανδρούτσος) ξαναμπαίνει στη Μακεδονία, περνά τον Αλιάκμονα και κατευθύνεται προς τα Κορέστια. Ο Κανούτας συνάντησε και πάλι τον καπετάν Λουκά, που συνεργαζόταν με το σώμα του Ζιάκα. Τις 7 με 8 Μαΐου τα σώματα των Ζιάκα και Φούφα και άλλων καπεταναίων προχώρησαν προς την Πτολεμαΐδα. Εκεί επιτέθηκαν αιφνιδίως κατά του χωριού Παλιοχώρι με σκοπό να διαλύσουν μια μεγάλη κομιτατζίδικη φωλιά. Στη φοβερή εκείνη μάχη τραυματίστηκε σοβαρά και πέθανε ο καπετάν Φούφας. Θάφτηκε εκεί και το χωριό πήρε το όνομα του, Φούφας. Μετά τη λήξη του αγώνα, το 1908, γύρισε στο χωριό του ο Κανούτας. Οι νεότουρκοι όμως είχαν πάρει την απόφαση να δολοφονήσουν μ’ οποιονδήποτε τρόπο και πρόφαση όλους τους επώνυμους αγωνιστές που θα μπορούσαν. Ο Κανούτας το πληροφορήθηκε αυτό και εγκατέλειψε το χωριό του. Πήρε μέρος στον πόλεμο του 1912 μετά τη λήξη του η πατρίδα τον τίμησε γράφοντας τον «εις τας δέλτους των αθανάτων Μακεδονομάχων» και τον διόρισε στο Τηλεγραφείο Τ.Τ.Τ. Γρεβενών. Πέθανε το 1967, 88 χρονών.
Μια άλλη πληροφορία μας λέει πως ο Κανούτας, για λίγο ίσως διάστημα, προσχώρησε στην ομάδα του καπετάν Ζήκου (Νικολάου Βερβέρη), που δρούσε εκείνη την εποχή στην περιφέρεια μας, γιατί οι ρουμανόβλαχοι είχαν και πάλι αποθρασυνθεί κι έπρεπε κάποιος να τους θυμίσει ότι βρίσκονται στην Ελλάδα κι όχι στο Βουκουρέστι. Κι αυτό το ανέλαβε ο καπετάν Ζήκος.

Καραγιάννης Γεώργιος Αθαν. (1880-1923)
Γεννήθηκε στο Μοναχίτι Γρεβενών το 1880. Ξενιτεύτηκε νέος, κατά τις μαρτυρίες της οικογένειας του, στην Ξάνθη. Εκεί ο επίσκοπος Ξάν¬θης είχε οργανώσει, μυστικά βέβαια, ομάδες οι οποίες αγωνίζονταν κατά των Βουλγάρων κομιτατζήδων. Έμεινε λίγα χρόνια και μετά ήρθε στα Γιανιτσά. Εκεί πολέμησε στα σώματα των Εμμανουήλ Μπίνη και Σκουντρή. Όμως και κει δεν κάθισε πολύ, έφυγε και ήρθε στη δική του ιδιαίτερη πατρίδα τα Γρεβενά. Προσχώρησε στο σώμα του καπετάνΒάρδα (Γεωργίου Τσόντου). Αγωνιζόμενος με το σώμα του παραπάνω καπετάνιου, έλαβε μέρος σε αρκετές μάχες, στα χωριά μάλιστα Λε-μπέσοβο και Βασιλειάδα κατόρθωσαν να συντρίψουν την κομιτατζίδι-κη ομάδα του Κωνστάντωφ, σκοτώνοντας τον.
Γνωρίστηκε στη συνέχεια με τον καπετάν Λουκά και στις αρχές του 1906 ακολούθησε αυτόν στο σώμα του Αντωνίου Βλαχάκη (Νάκη Λί-τσα). Έμεινε εκεί ως το 1907. Μετά τον τραυματισμό και την αποχώ¬ρηση του καπετάν Λουκά Κόκκινου, έφυγε και ήρθε στην περιφέρεια Γρεβενών συνεργαζόμενος με τους εκάστοτε καπεταναίους που βρίσκονταν στην περιοχή αυτή.
Το 1911 έλαβε μέρος στην εξουδετέρωση της ληστοσυμμορίας η ο¬ποία είχε δολοφονήσει το μητροπολίτη Γρεβενών Αιμιλιανό Λαζαρίδη.
Πέθανε στο χωριό του το 1923, μόλις 43 ετών.

Καραγιάννης Γρηγόριος ή Νικόλαος
Γεννήθηκε στο χωριό Δεσπότης Γρεβενών το 1885. Βγήκε μικρός στην ηλικία στο βουνό και χρησιμοποιήθηκε ως αγγελιοφόρος στον αγώνα, γι’ αυτό και ουδεμία πληροφορία βρέθηκε γι’ αυτόν, παρά μόνον το ότι αναγνωρίστηκε ως Μακεδονομάχος.

Καλόγηρος Ιωάννης
Γεννήθηκε στις Εκκλησιές Γρεβενών, πριν από το 1864. (Γράφω πριν από το 1864, γιατί από το έτος αυτό και πριν δεν υπάρχουν ούτε μητρώα, οΰτε δημοτολόγια). Βγήκε στο βουνό με την ομάδα του καπετάν Πασιαλή. Μετά το 1904, που αποχώρησε ο Πασιαλής, ακολούθησε την ομάδα του καπετάν Λουκά. Έλαβε μέρος στο κίνημα της Δυτ. Μακεδονίας (1878) (Βούρινου) και στον πόλεμο του 1897. Έμεινε στην ομάδα Λουκά-Λίτσα (Αντωνίου Βλαχάκη). Στο τέλος του 1906, λόγω κι αυτός των πολλαπλών τραυμάτων αποχώρησε από τον ενεργό αγώνα και μπήκε στον αγώνα της συλλογής πληροφοριών. Μέχρι το τέλος του αγώνα (1908) πρόσφερε, κατά δύναμη, τις υπηρεσίες του. Πέθανε φυσιολογικά, άγνωστο πότε.

Παπαγεωργίου Χρήστος
Γεννήθηκε στο Ζιάκα Γρεβενών. Από το 1901 ανήκε στην ομάδα πληροφοριοδοτών – αγγελιοφόρων – συνδέσμων. Στην αποστολή του αρκετές φορές κινδύνεψε από Τούρκους και ρουμανίζοντες. Το Μάιο του 1906, στη μάχη του Όρλιακα, αυτός ήρθε τροχάδην από το Ζιάκα και ειδοποίησε τους Διαμαντή Μάνο, Σιαμανίκα, Βέργο και Τσιουκαντάνα, ότι είδε απέναντι τουρκικό στρατό με πολίτες να έρχονται προς τα δω και πρέπει να λάβουν μέτρα. Στη μάχη που επακολούθησε, το 1906, οι παραπάνω καπεταναίοι διέλυσαν τον τουρκικό στρατό.
Μετά τη μάχη, ο Παπαγεωργίου συνελήφθηκε, μάλλον κατόπιν προδοσίας, μαζί και με άλλους χωριανούς του και οδηγήθηκαν στα Σερβία. Εκεί τον Παπαγεωργίου και τον ιερέα του χωριού τους δίκασαν και τους καταδίκασαν σε 2 χρόνια φυλακή, τους άλλους τους αθώωσαν. Μετά την καταδίκη κλείστηκαν στις φυλακές Μοναστηρίου (Μπιτόλια) επί δύο χρόνια. Πέθανε στη Θεσσαλονίκη γέρος, από φυσικό θάνατο.

Πασιαλής Δημήτριος
Γεννήθηκε στο Κυπαρίσσι Γρεβενών, πριν από το 1864. Τύπος ανυπότακτος και φιλελεύθερος, προτίμησε από νεαρός τον ελεύθερο καθαρό αέρα του βουνού. Δημιούργησε δική του ομάδα και ζούσε, αυτός και η ομάδα του, από τις προσφορές των κατοίκων των ελληνικών χωριών και με την αρπαγή από τα τουρκοχώρια Γρεβενών – Βοΐου.
Το 1878 έλαβε μέρος στο κίνημα της Δ. Μακεδονίας (Βούρινου). Επίσης πήρε μέρος στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Ήρθε αρκετές φορές σε σύγκρουση με τουρκικά αποσπάσματα, τα οποία είχαν αναλάβει την προστασία των τουρκοχωριών, των Ρουμανοβλάχων, αλλά και των τουρκορουμανικών ληστοσυμμοριών, που είχαν πολύ επικίνδυνα αναπτυχθεί και πολλές φορές αντικαθιστούσαν το Τουρκικό κράτος. Τραυματίστηκε πάρα πολλές φορές και μερικά τραύματα του ήταν πολύ σοβαρά.
Κατά το 1904, ανίκανος πλέον να προσφέρει στον ένοπλο αγώνα, λόγω των τραυμάτων, αποσύρθηκε και παρέμεινε στο χωριό του. Παρά την ανημπόρια του, προσπαθούσε κάτι να προσφέρει στον αγώνα.
Πέθανε στο χωριό του σε βαθιά γεράματα, αφού είδε ελεύθερη τη Μακεδονία.

Σιαμανίκας ή Σιαμανίκος Γεώργιος
Γεννήθηκε στο Περιβόλι Γρεβενών. Ο Σιαμανίκας είχε σχηματίσει ομάδα, από ντόπιους, 15 μέχρι 20 ατόμων. Δε μεγάλωσε ποτέ την ομάδα του, για να είναι (όπως έλεγε) ευέλικτη, για κλεφτοπόλεμο. Και αυτός ο πόλεμος εναντίον των Τούρκων και ιδίως κατά των ρουμανιζόντων συνίστατο στα εξής. Έστηνε ενέδρες σε περάσματα, σε τουρκικά αποσπάσματα ή ομάδες Ρουμανοβλάχων και επιτίθετο ξαφνικά, έκανε αυτό που ήθελε και απομακρυνόταν αμέσως. Κυρίως η δράση του ήταν στα βλαχοχώρια Γρεβενών και Ηπείρου. Όταν τουρκικά στρατεύματα με οδηγούς ρουμανίζοντες, με μεγάλες δυνάμεις, προσπαθούσαν να τον εντοπίσουν, αυτός έπαιρνε την ομάδα του και κρυβόταν στα δάση, σε χαράδρες ή σε δύσβατα μέρη. Τους άφηνε να περάσουν και μετά άλλαζε κρησφύγετο.
Οι Τούρκοι και οι ρουμανίζοντες τον είχαν ονομάσει «ο άφαντος». Έλαβε μέρος στις μάχες της Κρανιάς, του Μπάλτινου, της Αβδέλλας,
του Περιβολιού, του Όρλιακα και σε άλλες πολλές, στα βλαχοχώρια της Ηπείρου. Σε μια σύγκρουση στα χωριά του Μετσόβου, κατά το τέλος του 1907 ή 1908, τραυματίστηκε βαριά στο πόδι του και πιάστηκε αιχμάλωτος. Μεταφέρθηκε στα Ιωάννινα, όπου πέθανε μαρτυρικά

Τζιουβάρας Γεώργιος

Γεννήθηκε στο Μοναχίτι Γρεβενών. Ήταν μέλος της ομάδας Λουκά. Μαζί με την ομάδα αυτή προσχώρησε στα σώματα Λίτσα, στην αρχή, και Ζιάκα αργότερα. Έλαβε μέρος επομένως σ’ όλες τις μάχες αυτών. Μετά τον τραυματισμό του Λουκά έφυγε από το σώμα Ζιάκα, μαζί με τον άλλο Τζιουβάρα, και τάχτηκε στην ομάδα Λεπενιώτη (Αρκούδα) κι όχι του Τσεκούρα, που εκ παραδρομής αναφέρθηκε αλλού. Ουδεμία άλλη πληροφορία για τη μετέπειτα ζωή του και το θάνατο του.

Τσιουκαντάνας ή Τσουκαντάνας Γεώργιος
Γεννήθηκε στο Περιβόλι Γρεβενών. Στην ιστορία του Dauglas Dankin, σελ. 191-192 μ’ αριθμό 37, αναφέρεται ο Γεώργιος Τσιουκαντάνας ως οπλαρχηγός Α’ τάξεως. Ουδεμία πληροφορία αναφέρεται γι’ αυτόν στην εν λόγω ιστορία.Στην ιστορία της Διεύθυνσης Στρατού, εκδ. 1979, αναφέρεται κάποιος Τσουκαντάς Γεώργιος (ιδιώτης), μαζί με τους οπλαρχηγούς Μπαντούβαλο, Ρογκάκο, Κωστόπουλο, Οικονομάκη και Γεωργαντά, ως μέλη του σώματος του ανθυπολοχαγού Τσοτάκου Νικολάου (Γέρμα). Ίσως ο Τσουκαντάς αυτός να είναι ο Τσουκαντάνας.
Ο Ζήσης Βέρος σ’ ένα μνημόνιο του αναφέρει ότι αυτός μαζί με τον Τσιουκαντάνα, από το Περιβόλι, πολέμησε το 1906 στον Όρλιακα. Πλέον αυτών ουδεμία άλλη πληροφορία.

Τακόλας Νικόλαος

Καταγόταν από την Αβδέλλα. Αρχική του αποστολή ήταν να συγκεντρώνει και να προωθεί πληροφορίες, γύρω από τους εχθρούς και τις κινήσεις τους. Ειδικά, για τις κινήσεις των μελών της επιτροπής του Ρουμανικού κομιτάτου.
Από πληροφορίες διαφόρων συμπολεμιστών του, Ζήση Βέρου, Γκούμα Αθανασίου, Κανούτα Νικολάου, Παπαγεωργίου Χρήστου και άλλων.
Από πληροφορίες διαφόρων συμπολεμιστών του, Ζήση Βέρου, Γκούμα Αθανασίου, Κανούτα Νικολάου, Παπαγεωργίου Χρήστου και άλλων από τις περιοχές Βοΐου-Καστοριάς-Φλώρινας.
Συνεργαζόταν στενά με το Ζήση Βέρο και ήταν πολύ φίλος της οικογένειας Χατζημπύρου από τη Σαμαρίνα. Όταν οι ρουμανίζοντες υποψιάστηκαν τον Τακόλα κι άρχισαν στενά να τον παρακολουθούν, εγκατέλειψε αυτή την αποστολή του και κατατάχτηκε στην ομάδα Λεπενιώτη (Λεπενάτου) κι όχι του Χατζημπύρου, όπως αλλού κατά λάθος γράφτηκε. Ουδεμία άλλη πληροφορία βρέθηκε.

Τσακνάκης Θωμάς ή Κοσμάς
Ο Θωμάς Τσακνάκης ήταν πράκτορας Β’ βαθμοΰ (κατάσκοπος). Σπουδαία η αποστολή του κι οπωσδήποτε πολύ επικίνδυνη… Ως τέτοιο τον αναφέρει και στην ιστορία τους οι Dauglas Dankin Αινιάν κ.λ.π. εκδ. 1985, σελίδα 193, με αριθμό 47.2
Αναφέρει λοιπόν ότι κατάγεται από τα Γρεβενά χωρίς καμιά άλλη πληροφορία. Επόμενο είναι, αφού ήταν κατάσκοπος και οι ενέργειες, δραστηριότητες αυτών των ατόμων δεν κοινοποιούνταν.

Τσολάκης Νικόλαος
Καταγόταν από τα Γρεβενά. Ακολούθησε το σώμα του Γεωρ. Δικόνυμου (Μακρή) με δική του ομάδα που αριθμούσε 10 άτομα.3 Με το σώμα Μακρή και άλλων συνέχισαν τη δράση στις περιοχές Φλώρινας-Μοναστηρίου. Έλαβαν μέρος στη μάχη του Ρακόβου (Κρατερού), το κατέλαβαν και ο Μακρής το έκανε κέντρο του αγώνα. Με τις συχνές επισκέψεις και τις ομιλίες στα χωριά της περιοχής, επανέφεραν στο πατριαρχείο τα χωριά: Παρόρι, Κλαδοράχη, Αγία Παρασκευή και άλλα. Στα χωριά Γραδένιστα και Γράδο έστησαν ενέδρα στη συμμορία (τσέτα) του κομιτατζή Ναούμ και τη διέλυσαν. Και στη μάχη στο χωριό Βατιχώρι (Μπρένιστα) διέλυσαν τη συμμορία (τσέτα) του Μήτρου Βλάχου.
Στις 29 Οκτωβρίου 1905 είχαν κινδυνέψει να αιχμαλωτιστούν από τη συμμορία (τσέτα) του Ναούμ, γι’ αυτό του το χρωστούσαν και του το ανταπέδωσαν. Τιμώρησαν πολύ αυστηρά τα χωριά που επέμεναν να είναι εξαρχικά και ενίσχυαν με όπλα και πληροφορίες τους κομιτατζήδες.
Αργότερα τον βρίσκουμε στην περιοχή Μοναστηρίου-Μεγάροβου με δικό του σώμα, συνεργαζόμενο με τον Στέφανο Γρηγορίου.
Ο Douglas Dankin αναφέρει ότι όταν ο Μακρής έφυγε και πήγε στα Κορέστια άφησε εκεί τον Τσολάκη. Όταν το Δεκέμβριο του 1905 κατέβηκε ο Μακρής στην Αθήνα, φαίνεται ότι ο Τσολάκης συνεργαζόταν με τον Στέφανο Γρηγορίου.

Χατζηγιάννης Ιωάννης
Γεννήθηκε στην Αβδέλλα Γρεβενών. Ήταν μέλος της ομάδας του καπετάν Λουκά Κόκκινου και στο σώμα του καπετάν Λίτσα (Αντώνιου Βλαχάκη). Με την ομάδα Λουκά στην αρχή και το σώμα Βλαχάκη αργότερα έλαβε μέρος σε πολλές μάχες. Μετά τον τραυματισμό του Λουκά και την αποχώρηση του από τον αγώνα, έφυγε από το σώμα Ζιάκα και πήγε στην ομάδα του χωριανού του Βράκα. Κατά το Φεβρουάριο του 1908 κατέβηκε για κάποια δουλειά του στην Ελασσόνα. Όταν ήταν έτοιμος να επιστρέψει και πάλι στη Μακεδονία, την άνοιξη του ίδιου έτους, τον σκότωσαν στο Βελεστίνο(Βελεσνίκο), άγνωστο ποιος το 1908.

ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΚΑΚΑΦΙΚΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΓΡΕΒΕΝΩΝ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΣΑΚΗΣ ΠΕΤΡΟΥ

Δείτε ακόμα