Ορθοδοντικός Δώρα Μπαρτζιώκα

center

Euromedica

euromedica ygeia

ΟΙ ΒΑΛΑΑΔΕΣ ΤΩΝ ΓΡΕΒΕΝΩΝ

Με το όνομα Βαλαάδες ήταν οι ελληνόφωνοι μουσουλμανικοί πληθυσμοί που κατοικούσαν στην περιοχή του άνω Αλιάκμονα (Βοίο-Γρεβενά).Οι πληθυσμοί αυτοί συμπεριλήφθηκαν στην ανταλλαγή του 1924-1925 αν και υπήρχε ειδική μνεία στην συνθήκη της Λωζάνης του 1923 και απόφαση για την ανταλλαγή ήταν δικιά τους, αργότερα μετανιώνουν και λένε τους κορόιδεψαν οι ομόθρησκοι τους μπέηδες οι ίδιοι όμως είχαν αποφασίσει να παραμείνουν.

Από την τουρκική γλώσσα δεν ήξεραν παρά μόνο μερικές έκφράσεις και αυτές παραφθαρμένες, όπως τις παρακάτω: Βαλαχά (μα τον Θεό), σελαμαλεκούμ (χαίρετε), μέρχαμπα (καλώς όρισες), άλλάχ μπίν μπερίίκιάτ βερσιν (ό Θεός να σου δίνη χίλια καλά).
Οί Βαλαάδες (από τον όρκο τους Βαλλαχι=μά τον Θεό) ή Φούτσιδες (από το φούτσι μ΄ = αδελφούτσι μου), σκορπισμένοι ανάμεσα στούς ελληνικούς πληθυσμούς, κατοικούσαν σ την Ν.Δ. Μακεδονία και προ πάντων στους καζάδες Ανασελίτσας, Γρεβενών και Ελασσόνας.
Πέρα από τη γλώσσα, εκείνο που αποδεικνύει προ πάντων τον ελληνικό χαρακτήρα του λαού τούτου είναι ο αταβισμός που παρατηρείται στην ονοματολογία των Βαλαάδων και στην τάση τους, που την έχουν θα λέγαμε ορμέμφυτη, να εξελληνίζουν τα τουρκικά ονόματα με ελληνικές καταλήξεις. Για παράδειγμα, ο Χασάν ονομάζεται Τσάνας, ο Χουσεΐν – Τσέγκος, ο Γαμαδάν – Δάνας, ο Αχμέτ – Μέτος, ο Μουρτεζά – Μούρτος, ο Αμπεντίν – Ντίνος. Αυτό το τελευταίο δεν φαίνεται σαν υποκοριστικό του «Κωνσταντίνος»;
Ίσως τα ελληνικά επώνυμα ορισμένων Βαλαάδων αποτελούν ενδείξεις του πρόσφατου εξισλαμισμού των, όπως π.χ. Χασάν Μπιμπράδης, Μεχμέτ Δήμου κ.λ.
Πολλοί μάλιστα Βαλαάδες, κατά τήν παράδοση, ως τα μέσα του 19ου αί., είχαν τα ίδια επίθετα με άλλους Ελληνες, με χωράφια «άδελφομοίρια», και γνωρίζονταν μεταξύ τους ως τρίτα ή τέταρτα ή και πέμπτα εξαδέρφια.

Οι Βαλαάδες ήταν γεωργοί και κτηνοτρόφοι και διέφεραν πάρα πολύ από τους άλλους ομοθρήσκους των.
. Όσο ζούσαν στην παλιά τους πατρίδα, την Ελλάδα, ήταν μπεκτασίδες μέλη μιας μυστικιστικής μορφής του Ισλάμ. Οι μπε¬κτασίδες πίστευαν στην αγιοσύνη σοφών ατόμων, τα οποία έφεραν τιμητικούς τίτλους όπως σεϊκ (δά¬σκαλος) ή συνηθέστερα ντεντέ (πρεσβύτερος). Θε¬ωρούσαν ότι, οι σοφοί όπως και οι άγιοι της χριστια¬νοσύνης συνέχιζαν της επιρροή τους και μετά τον θάνατο τους και ότι ήταν ιερά όχι μόνο τα σώματά τους αλλά και τα προσωπικά τους αντικείμενα. Οι μπε¬κτασίδες θεωρούσαν την θρησκεία τους συμβατή με τα διδάγματα του Μωάμεθ, οι ορθόδοξοι όμως μου-σουλμάνοι τους αντιμετωπίζουν με δυσπιστία. Στο λα¬ϊκό πρακτικό επίπεδο υπήρχαν πολλά κοινά στοιχεία μεταξύ των χριστιανών και των μπεκτασίδων.
Απογραφή του Ελλ. Προξενείου της Ελασσόνας (1905)
Αναφέρονται οι Βαλαάδες ως Έλληνες Μωαμεθανοί
Το Ελληνικό Προξενείο της Ελασσόνας ιδρύθηκε μετά τη Συνθήκη του 1881, που καθορίστηκαν και τα όρια της γραμμής Μελούνας (Λάρισας), Αγιόφυλλου (Καλαμπάκας και Άρτας). Ο πραγματικός του τίτλος ήταν «Ελληνικόν Προξενείον εν Σερβίους, εδρεύον εν Ελασσόνι»

Οι ξένοι περιηγητές όταν αναφέρονται στους Βαλαάδες τους χαρακτηρίζουν:
Φιλήσυχοι, πάρα πολύ φιλόξενοι και αγαπούν κάθε τι ωραίο σαν Έλληνες

Στα σπίτια τους», γράφει ή MARGARET MASSON—ΗΑSLUCK, που τους επισκέφθηκε,
«οί Βαλαάδες διατήρησαν το χριστιανικό τους γούστο, χτίζοντας όσο μπορούσαν πιο όμορφα δίπατα σπίτια.
Οι Ασιάτες χτίζουν κατά προτίμηση μονώροφα σπίτια, όπως τύχη, χωρίς κανένα έρισμένο σχέδιο…
Ή γενική εντύπωση (από τους Ασιάτες) είναι ένα αίσθημα μυστικισμού και αφιλοξενίας, έτσι ώστε όταν πήγαινα από τους κλειστούς Ασιάτες στους Ευρωπαίους Βαλαάδες, που μας καλοδέχονταν, αισθανόμουν, εγώ τουλάχιστο, σα να είχα αφήσει ένα αποπνικτικό χώρο και έμπαινα στον καθαρό αέρα της υπαίθρου

Μία πολύ ωραία εικόνα από την ζωή των Βαλαάδων μας δίνει ο POUQUEVILLE, πού τούς παρουσιάζει σπάταλους και δοσμένους στα γλέντια και στο κυνήγι, χωρίς να ενδιαφέρονται ν΄ αποθησαυρίσουν χρήματα, γιατί ή γη τούς προσέφερε τούς ανεξάντλητους θησαυρούς του τρύγου και της συγκομιδής.
Μάς περιγράφει ακόμη, το γλέντι πού έγινε στους γάμους του αγιάν (προεστού) της Ανασελίτσας, στο όποιο είχαν προσκληθή πάνω από διακόσια άτομα.
Οι καλεσμένοι κάθονταν γύρω από χάλκινα επιχρυσωμένα τραπέζια, τα γνωστά σινιά, κι έτρωγαν σάν τους πρωτόγονους, γρήγορα, σκίζοντας το κρέας μέ τα χέρια.
Νεαροί, πλούσια ντυμένοι τούς προσέφεραν παγωμένο κρασί και μουσικοί τούς διασκέδαζαν με τους βάρβαρους (όπως τους χαρακτηρίζει ο POUQUEVILLE ήχους των οργάνων τους.
Όλο το σεράγι και οι αυλές αντηχούσαν από την μουσική και τις επευφημίες

anavrita 3

kazas grevenon

Στην περιοχή Γρεβενών επίσης υπήρχαν 17 ελληνόφωνα χωριά Βαλαάδων, από τα οποία 10 αμιγή, τα εξής:

Κρίφτσι (Κιβωτός),
Δοβράτοβο (Βατόλακκος),
Γκουμπλάρ (Μερσίνα),
Μηλιά, Κυρακαλή,
Βράστινο (Άνάβρυτα),
Κάστρσν, Πηγαδίτσα,
Άγαλαίοι (Βεντζίων),
Τόριστα.
Τά υπόλοιπα 7 είχαν μεικτό πληθυσμό. Αυτά ήταν:

Δοβρούνιστα (Κληματάκι),
Σούμπινο (Κοκκινιά),
Τριβένι (Συνενδρον),
Δόβραινη (“Έλατος),
Βέντζια (Κέντρον).
Οι έξισλαμισμοί τών Βαλαάδων συντελούνται βαθμιαία.

pigaditsa

Αρχίζουν ίσως από τον 15ο αι, εντείνονται με τα τα μέσα του 17αυ αι, κατά το τρίτο τέταρτο του αιώνα, κατά την εποχή του Αλή πασά και διαρκούν ως την μεγάλη ελληνική επανάσταση του 1821.

Δηλαδή ο χριστιανισμός και ο ελληνισμός στην Δυτική Μακεδονία, από την έποχή της εγκατάστασης των Τούρκων σ΄ αυτήν ως τα 1821, αμύνεται βήμα προς βήμα, αλλά διαρκώς χάνει έδα¬φος.
Ο Καλεντέρης παρατήρησε στον κώδικα της Μονής Μεταμορφώσεως, της επιλεγόμενης της Ζάβορδας, ότι το 1692 αναφέρονται ως δωρητές και ονόματα ατόμων από χωριά που είναι γνωστά ως αμιγώς μουσουλμανικά, όπως το Βέντζι, οι Αγαλαίοι, η Τόριτσα, η Πηγαδίτσα κ.ά. Με βάση αυτό θεωρείται πιθανό ότι εξισλαμίστηκαν μετά το 1692 και πριν το 1797
Μία ενθύμηση από την Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου Σπηλαίου το 1626 αναφέρει ότι στο Κάστρο υπάρχει πάπας.
‘’.Ή παπαδιά τού παπά Κομνηνού από το Κάστρω επροσύλωσεν όπερ είχεν αγορασμένω αμπέλει η μήτηρ αυτής από την Γεοργοκού δια την ψυχήν των γοναίων αυτής Δημητρίου και της συμβίου αυτού Κηράνας είς τήν μεγάλην εκκλησία, και αιωνία η μνημη αυτών εν τώ νύν αιώνι και εν τώ μελοντι αμήν. ζολε’ [1626] ‘’
Θεωρείται πιθανό ότι άρχισαν να εξισλαμίζονται στα τέλη του 17ου αι. και αυτό συνεχίστηκε και τον επόμενο αιώνα λόγω των πιέσεων από τους Τουρκαλβάνους και τον Αλή Πασά ο οποίος μετέβαλε σε τσιφλίκια τα χριστιανικά χωριά.
Ό ’Αλή πασάς τότε θα ονόμασε μπέηδες πολλούς από τούς νεοφώτιστους αυτούς ή και άλλους που του είχαν προσφέρει διάφορες υπηρεσίες κατά τις εκστρατείες του σε διάφορα μέρη.
Οί Βαλαάδες ήταν κύριοι όλων σχεδόν των αγρών της περιοχής (πράγμα πού μάς κάνει να σκεφθούμε ότι είχαν εξισλαμιστή οι πιο πλούσιοι, για να διαφυλάξουν τα κτήμα τα τους, ενώ οι Ελληνες κατείχαν μερικά απομακρυσμένα αμπέλια και χωράφια.
Αυτός ήταν και ένας από τούς λόγους, πού τούς ανάγκαζε να ξενιτεύονται).
Πραγματικά ο τίτλος αυτός ευγενείας, επειδή δινόταν αδιάκριτα και αφειδώς σε διαφόρους στρατιωτικούς, ανθρώπους αμαθείς αγροίκους και εξαθλιωμένους όσο και οι πιο φτωχοί Βαλαάδες, έχασε την αξία του.
Την κατάσταση χαρακτηρίζει ο παρακάτω σκωπτικός διάλογος:
Πάμε, μπέη, για ξύλα ή γιά φρύγανα.
—Βαλαά, δεν έχω τσαρούχια.

Οι πρώτες όμως αρχές του έξισλαμισμού τών Ελλήνων της Δυτικής Μακεδονίας φαίνεται ότι είναι πολύ παλαιότερες και πρέπει ν΄ αναχθούν στον 16ο αί., αν λάβη κανείς ύπ όψη του τις μαρτυρίες ορισμένων επιτύμβιων πλακών.

Ίσως μάλιστα οι πρώτες αραιές περιπτώσεις να σημειώθηκαν κατά τον 15ο αι.
Πάντως η ιστορία των δύο νέων πού εξισλαμίστηκαν και ανέβηκαν σε υψηλά αξιώματα του τουρκικού κράτους αποτελεί ένα σημαντικό σταθμό στον εξισλαμισμό των κατοίκων της περιοχής, γιατί υστέρα άπ΄ αυτό, φαίνεται, ή μουσουλμανική θρησκεία απλώνεται με ταχύτερο ρυθμό.

Εξισλαμισμοί χριστιανών στην Δυτική Μακεδονία θα παρατηρήθηκαν ασφαλώς και κατά την διάρκεια του Ι8ου αι. και οφείλονται κυρίως στις δύσκολες συνθήκες, πού είχαν δημιουργηθεί στην ύπαιθρο έξ αιτίας τόσο των καταπιέσεων των μουσουλμάνων μπέηδων, ιδίως των πρώτων εξωμοτών, όσο και από την έκρυθμη γενικά κατάσταση, πού δημιουργήθηκε στην περιοχή αυτή έξ αιτίας των συνεχών ληστρικών επιδρομών αλβανικών στιφών με επικεφαλής διάφορους μπέηδες, ιδίως με τα τα Όρλωφικά, οπότε πολυπληθή αλβανικά σώματα κατέβαιναν πρός Ν. για να καταστείλουν την ανταρσία των Πελοποννησίων.
Τότε, όπως είδαμε, οι Αλβανοί διέπρατταν καθημερινά κάθε είδος αυθαιρεσίας και είχαν γίνει ουσιαστικά οι αληθινοί κυρίαρχοι των ελληνικών χωρών
Οι φανατικοί μουσουλμάνοι, πού δεν ήθελαν να παραδεχθούν την χριστιανική επίδραση, ισχυρίζονταν ότι και οι Τούρκοι την ημέρα αυτή τιμούν την μνήμη του αγίου τους KHIDR, πού είναι όμως στην πραγματικότητα ο Αγ. Γεώργιος.

Οι ισχυρισμοί τους όμως αυτοί αποδεικνύονται αναληθείς , γιατί οι γειτονικοί Ασιάτες Τούρκοι δεν την γιόρταζαν με την ίδια λαμπρότητα.

grevena1920

Οι Βαλαάδες κρατούσαν πολλά ακόμη από την χριστιανική θρησκεία, όπως π.χ. την πίστη τους σ τα θαύματα των άγιων για την θεραπεία πολλών αρρώστων.
Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι, όταν χριστιανοί πήγαιναν να κάνουν λειτουργία σε χωριά Βαλαάδων, όπου σώζονταν χριστιανικές εκκλησίες, μόλις γινόταν γνωστό ότι «άνξην» ή εκκλησία, οι χανούμισσες βιάζονταν να συγκεντρωθούν μαζί με τα παιδιά τους έξω από
‘Όταν τελείωνε ή λειτουργία και αδειαζε ή εκκλησία, έμπαιναν εκείνες με την σειρά τους και παρακαλουσαν τον Ιερέα να χρίση τούς αρρώστους των με λάδι από την καντήλα του Αγίου, του όποιου και επικαλούνταν την βοήθεια.
Έκαμναν μάλιστα και τάμα να προσφέρουν στην εκκλησία λάδι και κεριά, αν γίνονταν καλά. Ανεξάρτητα όμως από αύτα συνήθιζαν να προσφέρουν κάθε χρόνο λάδι, κεριά ή χρήματα στις εκκλησίες των γειτονικών ελληνικών χωριών, γιατί πίστευαν ότι ήταν καλό για την υγεία και την ευημερία της οικογένειας τους.

Χαρακτηριστικός επίσης είναι ο τρόπος, με τον όποιο προσπαθούσαν να γιατρευτούν από το κακό ‘μάτι. Είχαν για τον σκοπό αυτό ένα είδος Εσταυρωμένου, πού τον ονόμαζαν «μονόκερο», και πίστευαν γι΄ αυτόν ότι γιατρεύει τον ματιασμένο, αρκεί να τον βυθίση κανείς σε καθαρό νερό.

Είχαν διατηρήσει όχι μόνο την ελληνική γλώσσα, αλλά και το σπουδαιότερο σέβονταν τις παλαιές τους εκκλησίες και τα παρεκκλήσια και γνώριζαν τα μυστήρια, τις γιορτές, τις νηστείες της χριστιανικής θρησκείας.
Σ τα 1917 σολίστα που ή «ισπανική γρίππη» είχε κάνει θραύση στην Μακεδονία και τα θύμα τα της ήταν αμέτρητα, έγινε περιφορά της εικόνας ενός μοναστηριού, πιθανότατα της Ζάβορδας. Και τότε οι Βαλαάδες, σαν όλους τους χτυπημένους από την αρρώστια χριστιανούς να προσκυνήσουν την φημισμένη εικόνα με έλπίδα στην δύναμη της για την εξουδετέρωση του θανατικού.
Δέχτηκαν ακόμα να τους ραντίση με άγιασμα, να τους θυμιατίση και να τους ευλογίσει ο ιερωμένος που την μετέφερε.
Επίσης όταν οί γυναίκες των Βαλαάδων ζύμωναν και ετοίμαζαν το κάθε καρβέλι, το σταύρωναν.

Αλλά και προχριστιανικές ακόμη Θρησκευτικές αντιλήψεις είχαν επιζήσει και στους Βαλαάδες, όπως ακριβώς και στους “Ελληνες .

Έτσι π.χ. πίστευαν ότι τρεις μέρες υστέρα από την γέννηση του παιδιού τους επισκέπτονταν τρεις μεγάλες στην ηλικία γυναίκες, οι Μοίρες, και αποφάσιζαν για το μέλλον του. Η κρίση τους ήταν αμετάτρεπτη. Οι νέες μητέρες λοιπόν έπρεπε να τις προλάβουν και να τις καλοπιάσουν. Έντυναν το νεογέννητο με τα πιο όμορφα του ρούχα, έβαζαν στο μαξιλάρι του όλα τα χρυσαφικά της μητέρας του και κάποτε έστρωναν τραπέζι με ψωμί και κρασί για τις Μοίρες.
Όταν το μωρό ήταν κορίτσι, τοποθετούσαν στο τραπέζι ένα νόμισμα, ενώ αν ήταν αγόρι, μελάνι, πέννα και χαρτί.

Κανείς δεν θα μπορούσε να ισχυρισθή ότι η πίστη αυτή των Βαλαάδων στις Μοίρες ήταν ίσως παρμένη από τους ομόδοξους των Ασιάτες Τούρκους, γιατί σ΄ αυτούς ήταν άγνωστη παρόμοια δοξασία .

Ώστε δεν είχαν καθόλου άδικο οι Βαλαάδες, όταν, για να δείξουν πως δεν διέφεραν και πολύ από τούς χριιστιανούς, έλεγαν

«Μιά κρουμδότσιφλα μάς χουρίζ»
Σε πολλά βαλαάδικα χωριά, τις μέρες των Χριστουγέννων τα παιδιά των Βαλαάδων μεταβαίνουν στα Κάλαντα (κόλιαντα), άλλο ένα λείψανο της παλαιάς τους κατάστασης. Παρ΄όλ΄αυτά όμως, ο άγριος θρησκευτικός φανατισμός κρατάει τον λαό αυτό σε απόσταση και κατά τον πρόσφατο Μακεδονικό αγώνα οι Βαλαάδες προκάλεσαν μεγάλα προβλήματα
Τραγούδια των Βαλαάδων όπως τα κατέγραψε Κ.Τσούρκας και μας τα παρουσιάζει ο Στίλπων Κυριακίδης στην μελέτη του ‘’Τραγούδια των Βαλαάδων ‘’ Δημοσιευμένη στην Εταίρεια Μακεδονικών Σπουδών.Διαβάζοντας τους στοίχους βλέπουμε ότι είναι ίδια με των Χριστιανών

1. Εψές στο όνειρο μου και στον ύπνο μου
ήρθε μια μαυρομάτα και με ξύπνησε.
Ξυπνώ και δεν την βλέπω και λιποθυμώ
Τα ρούχα μου ξεσχίζω και τα βλαστημώ.
Στη στράτα που πηγαίνω βρίσκω μια μηλιά
στα μήλα φορτωμένη και πάνω μια ξανθιά.
Κάνω να πάρω μήλο πιάνω το χέρι της
Χριστέ και Παναγιά μου να γίνω ταίρι της.
Κάνω να πιάσω φύλλο πιάνω το στήθος της
Χριστέ και Παναγιά μου να μπω στο στρώμα της.

2. Τα ακούσατε (το μάθατε ) τι γένικι τούτην την εβδομάδα
Χασάν βέης παντρεύεται και παίρνει την Αρζούλα
Την παίρνει μια βραδειά, ένα Σαββάτο βράδυ
Τρεις μέρες κάνει την χαρά, τρεις μέρες, τρεις βδομάδες
Την Κυριακή σηκώνεται κράζει την πεθερά του
Έλα νταή χαλήλ βέη να πάρεις την Αρζούλα
Αρζούλα μας αντρόπιασε και βγήκε πατημένη
-Αμάν γαμπρέ χασάν βέη , γαμπρέ κι ανηψιέ μου
Αυτό να μην το κάνεις
Σε δίνω τα χωράφια μου σε δίνω το τσιφλίκι
Κι αν δε σώνουν όλα αυτά σου δίνω και τον μύλο

2. Σαρράντα πέντε Κυριακές και εξηντά δυό βδομάδες
Δεν είδα την αγάπη μου δεν είδα την καλή μου.
Μια Κυριακίτσα το πρωί την είδα στολισμένη
Με δυο μαντήλια στο λαιμό και τέσσερα στο χέρι
Και στο χορο που χόρευε κι όλο μπροστά τραβούσε
Και με το μάτι την βαρώ και με το χείλι την λέω
‘’Που ‘σαν εψές που’σαν προχθές αγάπη μου
– Ιψές ήμουν στην μάνα μου προχθές στην αδελφή μου.
Και τώρα μείναμε τα δυο ,τα δυο και αγαπημένα
Και φίλησε κι αγκάλιασε ως να ξημερώση
Ως που να βγει ο Αυγερινός κι Πούλια με τα αστέρια.

grevena roloi

Στα 1923, με τη Συνθήκη της Λωζάνης, αποφασίστηκε η ανταλλαγή των πλη¬θυσμών. Η ανταλλαγή όμως δεν έγινε με την Εθνολογική σύσταση, αλλά με το δε¬δηλωμένο θρήσκευμα. Όσοι δηλ. ήσαν Μουσουλμάνοι έπρεπε να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να εγκατασταθούν στη Μ.Ασία. Τότε οι Βαλαάδες αποφάσισαν να μείνουν, αλλά οι μπέηδες τους ανάγκασαν κατά κάποιο τρόπο να φύγουν, λέγο ντας τους ότι, αν παρέμεναν, θα έχαναν τα κτήματα τους και θα γίνονταν υποταχτικοί των χριστιανών . Κάποιοι που βρέθηκαν την ώρα της αναχώρησης στα χω¬ριά Αγ.Γεώργιος και Κρύφτσι (σημ. Κιβωτός Γρεβενών) στις διηγήσεις τους ανά¬φεραν πως οι Βαλαάδες με μεγάλο πόνο ψυχής άφηναν τις εστίες τους. Ιδιαίτερα παραστατική είναι η διήγηση του Ζαχαρία Δρόσου από τον Αγ.Γεώργιο Γρεβενών 40: «… Ήμουνα τότε δώδεκα χρονών. Ενθυμούμαι ένα πλήθος από ανθρώπους που προχω¬ρούσαν, άλλοι καβάλα σε ζώα και άλλοι πεζή, από τον Αχίλλη των Γρεβενών, αργά, επι¬βλητικά προς την Κοζάνη. Μαντήλια από τα χέρια έρχονταν στα μάτια των γεροντότερων και των γυναικών. Είχαμε ένα γνωστό απ’ τους μετακινούμενους οικογενειακό μας φίλο. Η καρδιά μου σκίρτησε και θέλησα να τρέξω να του ευχηθώ το «ώρα καλή». Μα, δεν ξέρω τι με συνεκράτησε. Σε λίγο το πλήθος αυτό των ανθρώπων χάθηκε πίσω στην καμπή του δρό¬μου, μερικοί γυρίζουν πίσω και χαιρετούν με τα κόκκινα φέσια τους το πλήθος των χριστια¬νών που βγήκε να τους αποχαιρετίσει. Ήταν οι Βαλαάδες των Γρεβενών, που έφευγαν με την ανταλλαγή των πληθυσμών για την τουρκική Θράκη και τη Μ,Ασία…». Έτσι συντε¬λέστηκε η φυγή των Μουσουλμάνων στα 1924
Μωαμεθανοί Ελληνόφωνοι (Βαλαάδες)

anavrita 4
Οι Βαλαάδες διατηρούσαν την ελληνική γλώσσα, σέβονταν τις παλιές χριστια¬νικές συνήθειες, τις γιορτές και τις νηστείες των χριστιανών. Από την τουρκική γλώσσα γνώριζαν ελάχιστες λέξεις και στα ονόματα τους έδιναν ελληνικές καταλή¬ξεις. Μερικοί ήξεραν ότι υπάρχει το Κοράνι, αλλά κανένας δεν γνώριζε να το δια¬βάζει. Διατηρούσαν ακόμα πολλά ελληνοχριστιανικά έθιμα, όπως το κόψιμο της βασιλόπιτας και τιμούσαν τον Άγιο Γεώργιο. Πολλοί από αυτούς ήσαν κρυπτοχριστιανοί, πήγαιναν κρυφά σε εκκλησίες και μεταλάμβαναν. Διασκέδαζαν με χορούς και τραγούδια όπως και οι Έλληνες και είχαν τα ίδια έθιμα του γάμου.
Ήταν άνθρωποι ειρηνικοί και καλοκάγαθοι, αφελείς και απλοί στους τρόπους και στη σκέψη τους, διατηρούσαν φιλικές σχέσεις με ελληνικές οικογένειες. Στο βάθος έμοιαζαν με δυστυχισμένους, γιατί αισθάνονταν ότι δεν ήσαν ούτε Τούρ¬κοι ούτε Έλληνες .
Στις 30 Ιανουαρίου του 1923 στη Λωζάνη υπογρά¬φτηκε η σύμβαση ανταλλαγής των πληθυσμών με¬ταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Η ανταλλαγή έγινε βάση θρησκεύματος και όχι βάση γλώσσας. Στο συνέδριο αυτό αποφασίσθηκε να ερωτηθούν οι ίδιοι οι Βαλαά¬δες αν θέλουν να παραμείνουν στην Ελλάδα ή να φύγουν στην Τουρκία. Σ’ όλα τα χωριά συγκεντρώ¬θηκαν οι άνδρες στα τζαμιά και αποφάσισαν ότι ήθε¬λαν να παραμείνουν στην Ελλάδα. Κάθε χωριό έστει¬λε μια τριμελή επιτροπή να τηλεγραφίσει την απά¬ντηση. Όταν οι επιτροπές έφθασαν στη Νεάπολη, συ¬νάντησαν τους μπέηδες που ήταν υπέρ της ανταλ¬λαγής, γιατί η τουρκική προπαγάνδα είχε βεβαιώσει τους μπέηδες ότι στην Τουρκία θα τους έδιναν μεγά¬λα κτήματα και δημόσιες θέσεις. Έτσι άρχισαν την προπαγάνδα, γύρισαν τα μυαλά των επιτροπών και τάχθηκαν υπέρ της ανταλλαγής. Στους χωριανούς που περίμεναν την επιστροφή τους είπαν : «οι μπέ¬ηδες μας πήραν στου λιμό τ’ς».

anavrita 7
Πολλοί από τους απογόνους των Βαλαάδων ζουν σήμερα σε διάφορα μέρη της Τουρκίας, όπως Kumburgaz, Buyuk Cekmece, Catalca κ.α. και εξακο¬λουθούν να μιλούν ελληνικά, με προφορά Δυτ. Μακεδονίας. Ενδεικτικό είναι ότι αποκαλούν τη γλώσσα τους «ρουμέϊκα». Ο Κεμάλ Γιαλτσίν στο βιβλίο του «Μια προίκα αμανάτι» μας αποκαλύπτει με πολύ αν¬θρωπιά, την τύχη των 120 οικογενειών βαλαάδων από τα Ανάβρυτα και το Κάστρο Γρεβενών, που ακο¬λούθησαν την ανταλλαγή.
Ο γέρο Αμπμπας ο Καστριώτης, αφηγείται στο Γιαλ¬τσίν : «Νοικιάσαμε ζώα, πρώτα πήγαμε στην Καραφέρεια (Βέροια) από κει στη Σαλονίκη και από τη Σαλονίκη ήρθαμε στη Σμύρνη. Στη Σμύρνη μείναμε δυο βδομάδες σε παράγκες.
Όσους έρχονταν τους μοίραζαν σε ομάδες κατά χωριό. Τους Καστριώτες και τους Βρασνιώτες (Ανάβρυτα) μας έστειλαν στο Χονάζ. (Το Χονάζ ήταν έ¬νας τόπος που έμοιαζε πολύ με την παλιά τους πα¬τρίδα, την περιοχή Γρεβενών.) συνεχίζει: «Όταν φθά¬σαμε στο Χονάζ δεν είχε απομείνει ελληνικό σπίτι που να μοιάζει με σπίτι, όλα είχαν λεηλατηθεί και καταστραφεί από τους ντόπιους Τούρκους». Ο Αμπαμπάς Μπαρούτ λέει: «Πεθύμισα πολύ την πατρίδα μου, το χωριό μου, το Κάστρο. Το 1970 πήγα με ένα φίλο μου, το χωριό είχε γκρεμιστεί. Βρήκαμε τα παι¬διά του αγά που δούλεψα κοντά του. Ξέραμε τη γλώσ¬σα, μας φέρθηκαν καλά. Όταν έφθασα εκεί πέρα έ¬νοιωσα, σα να ξαναγεννήθηκα». Ένας Τούρκος δη¬μοσιογράφος, ο Οζόι, που έζησε όλα τα χρόνια του στην Τούζλα, τα τελευταία χρόνια σαγηνεύεται από την κοινωνική εξέλιξη της πόλης του . Καταλαβαίνει ότι ένα σημαντικό κεφάλαιο της ιστορίας της Τουρ¬κίας εξελίσσεται κάτω από τα μάτια του, στην ίδια τη γειτονιά του. Παρατηρεί και γράφει την επώδυνη διαδικασία με την οποία οι κάτοικοι της Τούζλα, που είχαν γεννηθεί στην Ελλάδα, μετατρέπονταν στα¬διακά σε Τούρκους πολίτες. Όταν ο Οζόι αρχίζει την έρευνά του, οι κάτοικοι της πόλης που είχαν γεννη¬θεί στην Ελλάδα και δίσταζαν να μοιραστούν τις α¬ναμνήσεις τους, σιγά – σιγά άρχισαν να αφηγούνται εντυπωσιακές ιστορίες. Στις πόλεις και τα χωριά της Θράκης, ο Οζόι, βρήκε ένα μεγάλο μέρος των Βαλα¬άδων, που μιλούσαν ελληνικά, αν και κάποιοι τα εί¬χαν ξεχάσει. Κανένας όμως δεν ξέχασε τον κοινωνι¬κό αποκλεισμό που υπέστησαν όταν έφθασαν στην Τουρκία, λόγω της ασυνήθιστης ομιλίας τους. Και αυ¬τό συνέβαινε όχι τόσο γιατί τα ελληνικά ήταν εχθρι¬κή γλώσσα, όσο γιατί τους έκανε διαφορετικούς. Αυ¬τό δημιουργούσε στους γείτονες τους μια απροθυμί¬α να τους δεχθούν. Για τους γεροντότερους της α¬νταλλαγής που ζουν γύρω από την Τσατάλτζα, στην Ευρωπαϊκή πλευρά της Κων/πολης, η νοσταλγία για τα παιδικά τους χρόνια στην ορεινή Δυτ. Μακεδονία είναι έντονη. Λένε : «Ήρθαμε από ένα μέρος που ο αέρας είναι τόσο καθαρός, που μπορείς να κρεμά¬σεις ένα σφαγμένο αρνί απ’ ένα δένδρο για μέρες και βδομάδες χωρίς να σαπίσει. Αλλά εδώ έχει τόση υγρασία που ούτε στο ψυγείο μπορεί να διατηρηθεί το κρέας». Πίσω από αυτή την υπερβολή κρύβεται μια αλήθεια. Οι άνθρωποι αυτοί που ζούσαν στα βου¬νά της Δυτ. Μακεδονίας εγκαταστάθηκαν στις πε¬διάδες της Ανατ. Θράκης και η αλλαγή αυτή έβλαψε της υγεία τους. Για τους Βαλαάδες, όπως και για κά¬ποιους Μουσουλμάνους της Βορ. Ελλάδας, υπήρξε και μια άλλη διαφορά μεταξύ της χώρας που γεννή¬θηκαν και της θετής τους πατρίδας.

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΣΑΚΗΣ ΠΕΤΡΟΥ