Δυό μάτια αγγελικά
Το δάκρυ μου κύλισε πάνω στο κιτρινισμένο άλμπουμ που ξεφύλλισε η ψυχή ,φέρνοντας πίσω απ το πανέρι της μνήμης εικόνες ζωντανές απο το χθες
Ήταν ολόφωτο εκείνο το σαλόνι που διάβηκα στα εικοσιοκτώ μου. Ντυμένος πολύ απλά και με τις γούνινες μπότες της αεροπορίας, πήγα να ευχηθώ στην ξαδέλφη που χε γενέθλια. Τσούρμο τα κοριτσόπουλα που να μη χορταίνει ανθρώπου νους την ομορφάδα και την ευωδιά της νεανικής τους σάρκας…
.
Αυτοσυστήθηκα χαμογελώντας.. καλησπέρα σας δεσποινίδες μου, με λένε Μάριο…Τότε άρχισαν να τιτιβίζουν όλες μαζί σαν τα σπουργίτια καλώντας με με γέλια να καθίσω κοντά τους.
Χαμογέλασα και πλασαρίστηκα στην πανέμορφη παρέα τους. Άρχισαν να γελάνε με τις γκριμάτσες και τα χωρατά μου, έγινε πανδαιμόνιο στην κυριολεξία. Βλέπετε ήμουνα ενας εξωστρεφής νεαρούλης που χαιρότανε πάντοτε την συντροφιά και την κουβεντούλα με τό άλλο φύλλο.
Σε λίγο κι άλλες κοπέλες ήρθανε γύρω μας. Τα άλλα παλικάρια καθισμένα απέναντι μας αμίλητα χωμένα στα ακριβά τους κουστούμια ,απλά παρακολουθούσαν χωρίς να συμμετέχουν στο πανηγυράκι .
Και τότε το μάτι μου, έπεσε στο μικρό σαλονάκι δίπλα. Ένοιωσα την καρδιά μου να χτυπά δυνατά στο στέρνο. Ε που πας Μάριε, γιατί μας αφήνεις, ακούστηκε απο την ομήγυρη.
Όμως η ψυχή κατηύθυνε γοργά τα βήματά μου προς τα εκεί. Ήταν καθισμένη δίπλα σε μια φίλη της και χαμογελούσε. Απέναντι της ένας πανέμορφος νεαρός και αρκετά καλοντυμένος δεν χόρταινε να την γδύνει με τα μάτια.
Ήταν μια καλλονή στ αλήθεια, η ποιο όμορφη γυναίκα που είχα δει στη ζωή μου. Όρθιος έτεινα το χέρι στις δυο κοπέλες μην αφήνοντας απο τα μάτια την Θεά μου…”ποτέ σ ενα τόσο μικρό χώρο δεν συναντά κανείς τόση πολύ ομορφιά” ψέλλισα γοητευμένος. “Αυτά τα λέτε για να ρίξετε τις γυναίκες κύριε?” είπε σχεδόν θυμωμένα Εκείνη.
Κάθισα δίπλα της ακάλεστος στριμώχνοντας τες σχεδόν. “Εσένα θέλω να ρίξω ομορφιά μου, ψιθύρισα κοιτάζοντας την στα μάτια, μόνο εσένα “..μας έχετε στριμώξει για τα καλά το ξέρετε είπε σχεδόν ωρυόμενη η φίλη της. Εγώ πάω μέσα Μαρία, είναι θρασύτατος και αγενής. Τότε μου έριξε μια άγρια ματιά ο ακούνητος, ακίνητος και αγέλαστος μορφονιός απο απέναντι θρονιασμένος στην πολυθρόνα του. Ήταν δίμετρος αλλά ψοφίμι στην ψυχή, θα τον έκανα του αλατιού αν μου κουνιότανε.
Του έριξα λοιπόν και εγώ ενα βλέμμα υπο γωνία, δίνοντας του να καταλάβει πως έπρεπε να μας αφήσει μόνους. Απειροελάχιστος ο χρόνος για να καταθέσεις τα ονειρά σου στα πόδια μιας Θεάς, απειροελάχιστος. Περάσαμε τρεις ώρες δίπλα δίπλα γελώντας και κοιτάζοντας ο ένας στα μάτια τον άλλο.
Της έδωσα ενα ζεστό φιλί όταν αποχαιρετιστήκαμε έξω από την πόρτα του σπιτιού της. Τότε συνηθίζαμε να συνοδεύουμε την ντάμα μας κοντά στην πόρτα του σπιτιού της και φεύγαμε μόνο όταν εκείνη δρασκέλιζε την είσοδο. Μια εβδομάδα συναντιόμασταν καθημερινά μετά το τέλος της δουλειάς της. Ήμουν φουλ ερωτευμένος και υψιπετουσε το κίτρινο σκοντακι μου με πλοηγό τα μάτια της που ήτανε φάροι στις διαδρομές μου για να την συναντήσω.. Στο κρεβάτι μου άγρυπνος περίμενα να φέξει και μετά να σκοτεινιάσει για να την πάρω στην αγκαλιά μου. Αρχές της δεύτερης εβδομάδας δεν άντεξα.. πήγα σπίτι της να την ζητήσω χωρίς μάλιστα να το γνωρίζει εκείνη
Με λένε Μάριο και αγαπώ την κόρη σας, είπα με θάρρος στους εμβρόντητους γονιούς της, θέλω να την κάνω ταίρι μου για πάντα .Εκείνη έλειπε.. ητανε δίπλα σε μια θειά της.
Μαρίαααα.. ένας κύριος είναι εδω και λέει ακατάληπτα πράγματα, έλα αμέσως.. της είπε ο πατέρας της κλείνοντας με απόγνωση το τηλέφωνο
Γνωρίζεστε πολυ καιρό? έθεσε το ερώτημα η μητέρα της. Μόνο μια εβδομάδα κυρία .. είπα ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά σε μια φωτογραφία της καλής μου που στόλιζε τον τοίχο του σαλονιού.
Άνοιξε η πόρτα του παραδείσου στα ξαφνικά. Ήταν εκείνη, με τα μάτια έξω απο τις κόγχες ..,εσύ εδώ? Ήρθα να σε ζητήσω Μαράκι για γυναίκα μου! Και χωρίς την δική μου συγκατάθεση, πρωτάκουστο!!!. Σε γνωρίζω τόσο λίγο Μάριε, τόσο λίγο. Σ αγαπώ Μαρία και σε θέλω , είπα με σιγουριά στη φωνή. Μάριε σε συμπάθησα πολύ δεν το αρνούμαι αλλα.. δεν σ αγαπώ ακόμα. θα μ αγαπήσεις και εσυ καλή μου, αρκεί να νοιώθεις μέσα στην ψυχή σου μια μικρή φλογίτσα.. θα την κάνω φωτιά που θα θεριέψει να σαι σίγουρη
Είμαι άνθρωπος με συνέπεια και εντιμότητα ,δεν θα σε απογοητεύσω.
Αυτά έβγαιναν απ την ψυχή μου, αυτά έλεγα..
Αν δεν με θέλεις για άντρα σου, θα φύγω χωρίς να σ ενοχλήσω ξανά, χωρίς να πέσω στα πόδια σου. Θα πονέσω το ξέρω, θα υποφέρω….
Σηκώθηκα , αποχαιρέτησα τους γονείς της και κατευθύνθηκα προς την έξοδο. Γύρισα και την κοίταξα στα μάτια ,ήταν δακρυσμένα, έκλαιγε γοερά η ψυχή της
Αντίο άπιαστο ονειρό μου.. αντίο.
Τότε ένοιωσα ένα τράβηγμα στο μπουφάν μου. Που πάς χωρίς εμένα Μαριε, που πας? Μου χες υποσχεθεί πως ποτέ δεν θα μ άφηνες μόνη το ξέχασες?
Ξέχασες το τραγουδάκι μας” μη φοβάσαι, μη φοβάσαι στο πλευρό μου πάντα θα σαι”?
Γύρισε τότε προς τους γονείς της.. το θέλω αυτο το παιδί, έχει πολύ παλικαριά μέσα του, νοιώθω σιγουριά δίπλα του.. τον θέλω για άντρα μου !
Μαράκος (Μάριος Ζαμπίκος)
ΥΓ αφιερωμένο στη μάνα των παιδιών μου και γιαγιά των εγγονιών μου ,που πέταξε στ άστρα στα 45 της, πριν 11 χρόνια