Το οδοιπορικό της χαμένης ευτυχίας
Γράφει ο Βαγγέλης Μπάκας
Όταν ο αγάς αποφάσισε να μαζέψει όλους τους οικισμούς στο Μεγάλο Σειρήνι, για λόγους διοικητικούς και εισπρακτικούς, δεν τους επέβαλε. Να τι είπε: Εάν έρθετε στο χωριό Μεγάλο Σειρήνι, (το οποίο εκείνη την εποχή κατοικούνταν από βαλαάδες, εξισλαμισμένους έλληνες δηλαδή), θα σας επιτρέψω να κάνετε και εκκλησία.
Έτσι και έγινε. Μεταξύ των μικρών οικισμών υπήρχε και ένα μεγαλούτσικο χωριό από 36 κατοικίες, τέσσερα χιλιόμετρα περίπου δυτικά του Μεγάλου Σειρηνίου, και το οποίο λεγότανε Λειψοκούκι. Μαζί με τους μικρούς οικισμούς εγκαταλείφτηκε κι αυτό. Οπότε, όλοι οι κάτοικοι μετακόμισαν στο Μεγάλο Σειρήνι. Στη συνέχεια οι Σειρηνιώτες πούλησαν την περιοχή, η οποία το περιέβαλε το Λειψοκούκι, στο Σύδενδρο.
Οι νέοι ιδιοκτήτες διεκδικούσαν και την εκκλησία της Παναγίας. Να γιατί έγιναν αρκετοί αιματηροί αγώνες μεταξύ των δυο χωριών. Και κάθε φορά που άκουγα αυτά τα γεγονότα από τους γονείς μου τα παρομοίαζα με το έργο του Νίκου Καζαντζάκη: Ο Χριστός ξανασταυρώνεται.
Σήμερα δεν υπάρχει κάποιο κτίσμα που να θυμίζει εγκαταλελειμμένο χωριό, εκτός από μερικές ξερολιθιές οι οποίες κρατούν το χώμα του επικλινούς αυτού εδάφους.
Υπάρχει όμως η εκκλησία της Παναγίας, όπου πανηγυρίζουμε κάθε χρόνο την πρώτη Παρασκευή μετά το Πάσχα. Κι αφού επισκευάστηκε σημαντικά, θα υπάρχει αιώνια!
Η ημέρα αυτή ήταν κάποτε η πιο ευτυχισμένη των παιδικών μας χρόνων. Ήταν μια ημέρα στον παράδεισο. Καμιά σχέση με το έργο του Σολζενίτσιν: Μια ημέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς. Εκείνη η ημέρα αφορούσε την φυλακή στα Σταλινικά Γκουλάκ!
Ετούτη την ημέρα συνέρρεε στο Λειψοκούκι κόσμος πολύς από Γρεβενά, Κυρακαλή, Σύδενδρο, Ροδιά, Αμυγδαλές, και μικρό Σειρήνι, για να δοξάσουν την Παναγία.
Μετά την λειτουργία οι περισσότεροι τραβούσαν ποδαρόδρομο, και κάποιοι με ζώα, για το Μεγάλο Σειρήνι όπου τους περίμενε φαγοπότι και γλέντι. Μια διαδρομή η οποία θύμιζε το τωρινό ανθρώπινο κομβόι των ξεριζωμένων μεταναστών!
Στην διαδρομή αυτή ξυπνούσαν οι αναμνήσεις από τα παιδικά μας χρόνια. Θυμάμαι πως κάποια παραμονή, επειδή γλεντούσαμε μέχρι τα χαράματα της επόμενης μέρας, πρότεινα να πάμε απευθείας στο Λειψοκούκι για να μη στερηθούμε αυτή τη χαρά. Ποιος θα ξυπνούσε μετά από τόση κραιπάλη! Οπότε αναχωρήσαμε για την Παναγία.
Όταν φτάσαμε και ξαπλώσαμε στο χορτάρι, άλλοι μισομεθυσμένοι, και κάποιοι μικρότεροι κατάκοποι, μας βρήκε ο ήλιος και μισοκοιμισμένους!
Ξαφνικά ακούσαμε γκάρισμα γαϊδάρου. Μπήκαμε βιαστικά στην εκκλησία και κατεβήκαμε στην κατακόμβη, από κάτι χωμάτινα σκαλιά, για να τρομάξουμε τον επίτροπο!
Κι όταν έφτασε ο Παρασκευάς Σαββίδης, επί πόλου όνου, και μπήκε στην εκκλησία για να ανάψει τα κεριά με τα καντήλια, εμείς αρχίσαμε να χτυπάμε από κάτω την οροφή. Ο Παρασκευάς πετάχτηκε έξω έντρομος και άρχισε να φωνάζει: Σιαϊτάν μπουντρούμ! Παρατώντας τον γάιδαρο, και τρέχοντας πανικόβλητος για το χωριό!
Φτάνοντας στο χωριό, εκεί παίχτηκε η δεύτερη φάση τους δράματος. Κανένας δεν το πίστεψε πως κάτω στο υπόγειο υπήρχε σατανάς! Σαν παιδιά, είχαμε κάνει ένα πολύ άχαρο μπούλινγκ και το οποίο είχε καταδικαστεί από όλους τους χωριανούς μας! Ενώ η δική μου τιμωρία, ως εμπνευστή και πρωτεργάτη, σε ισόβια κάθειρξη!…
Το κατέβασμα στο υπόγειο ήταν κάποιο δρώμενο το οποίο ονομάζαμε βάπτισμα του Άδη. Όλοι είχαμε κατεβεί έστω και μια φορά. Ήταν γεμάτο κουρέλια, χαρτιά, οστά, νυχτερίδες, οι οποίες τσίριζαν ανατριχιαστικά, και η φαντασία μας να βαράει μαύρο!
Ο μύθος θέλει να είχαν κρυφτεί εκεί κάποτε οι πρόγονοί μας, για να μην τους βρουν οι τουρκαλβανοί, και επικοινωνούσε υπογείως με το κοντινό ποταμάκι.
Ένας άλλος μύθος θέλει να τους είχε προδώσει ένα γουρουνάκι. Και κάποιος άλλος, το κουβάρι μιας γριούλας. Παρά τους μύθους, όμως, λέγεται πως κατά την δεκαετία του ‘30 είχαν σκάψει κοντά στην εκκλησία και είχαν βρει το τούνελ, χωρίς φως!…
Στην Παναγία συναντιόμασταν με συγγενείς και φίλους από όλα τα γύρω χωριά. Και μόλις τελείωνε η λειτουργία ο χώρος μετατρεπόταν σε παιδική χαρά. Τσουγκρίζαμε αβγά, τα κυλούσαμε από κοίλες κεραμίδες, κι όποιος τρακάριζε το προηγούμενο το κέρδιζε. Κάναμε ακόμα κι αγώνες αλμάτων. Σκέφτηκα κάποια χρονιά να καλέσω και τον Μίλτο Τεντόγλου, αλλά το μετάνιωσα.
Κάποιοι μπακάληδες είχανε απλώσει την πραμάτεια σε μια κουρελού και πουλούσαν χαλβά, καραμέλες, σοκολάτες, μπίλιες, σβούρες, καραμούζες, φλογέρες κλπ.
Κατά την επιστροφή μαζεύαμε λουλούδια, κάναμε στεφάνια και τραγουδούσαμε. Κι όταν φτάναμε στο χωριό, με τους συγγενείς και φίλους μας, η φιλοξενία θύμιζε ξένιο Δία. Όλα τα καφενεία είχαν όργανα κι ο χορός γαϊτάνι!…
Η επίσκεψη στην Παναγία συνεχίζεται μαζικά μέχρι και σήμερα. Όχι όμως και το πανηγύρι. Δυστυχώς καταργήθηκε! Εκείνο το οποίο με θλίβει αφάνταστα, κάθε χρόνο, είναι η μετάβαση με τα αυτοκίνητα. Αν ήταν δυνατόν θα έμπαιναν κάποιοι μέσα στην εκκλησία για να προσκυνήσουν, σαν τον Κολοκοτρώνη με το άλογο!
Ο ποδαρόδρομος με την κουβέντα για τα παλιά, τα όμορφα εκείνα χρόνια, ήταν όλα τα λεφτά! Και τι δεν λέγαμε! Πως είχαμε βρει μια φωλιά από τρυγόνα. Πως είχαμε κλέψει σταφύλια. Πως είχαμε σκοτώσει φίδια, Πως είχαμε πιάσει ψάρια σε κάποιον κόρφο κλπ. Ενώ η ιαματική πηγή, στην οποία τρέχανε όλα τα ζώα για να πιούν, ήταν η ζωική κόκα κόλα! Έτσι ένιωθαν αυτό το νερό και το οποίο έπιναν με τόση βουλιμία.
Χάθηκε εντελώς εκείνη η ομορφιά! Μακάρι να μην άνοιγαν ποτέ τον δρόμο. Όλα βιαστικά. Ακόμα και προσπεράσεις κάνουν ορισμένοι με το αμάξι για να φτάσουν πιο γρήγορα στο χωριό. Και μόλις φτάσουν, τους πιάνει η ανία παίζοντας μπιρίμπα!
Και φέτος θα προσπαθήσω να παρασύρω κάποιους να πάμε με τα πόδια, αν και είμαι σίγουρος πως δεν θα τα καταφέρω πάλι. Και το ακόμα πιο κουφό είναι που κάποιοι σταματάνε για να με πάρουν με το αμάξι τους! Έλεος!
Παρασκευή σήμερα! 10-5-24 και ώρα 04.30. Να που τρέχει ο λογισμός μου:
Άραγε θα βρω κάποιο φίλο να πάμε στην Παναγία με τα πόδια ή, εάν πάω μόνος μου ποδαρόδρομο, θα με φάει η σκόνη από τα οχήματα! Κι όταν θα φτάσω στην εκκλησία ο πέριξ χώρος θα θυμίζει ΟΔΥ. Κρίμα να χάνεται μια τόσο φτηνή χαρά! Μια τόσο μεγάλη και πάμφθηνη ευτυχία!
Η περιγραφή της ευτυχίας κατά την ημέρα της μετάβασης στην Παναγία, επιστροφή στο χωριό, φαγοπότι και γλέντι, στα ευτυχισμένα εκείνα χρόνια δεν περιγράφεται. Γι αυτό την άφησα τελευταία. Όπως κάνουμε και με την τελευταία νόστιμη μπουκιά!
Να τι είναι για μένα ευτυχία: Ένα προσκύνημα στον τόπο όπου ξόδεψα τα ωραιότερα χρόνια της ζωής μου. Κι ο τόπος που σε κάνει ευτυχισμένο, δεν μπορεί παρά να είναι ευλογημένος τόπος!
Την ευτυχία δεν πρόκειται να την βρεις πουθενά σαν κατάσταση, σαν διάρκεια, σαν κάτι το χειροπιαστό. Να γιατί, επιστρέφοντας για πάντα στη μήτρα της ζωής μου, που δεν είναι άλλη από το χωριό μου, νιώθω σαν ένας λιλιπούτειος Οδυσσέας!
Υ. Γ. Θα συγκρίνω εγώ την ευτυχία που ένιωσα όταν ο πατέρας μου με είχε φέρει τρεις γυάλινες μπίλιες από το παζάρι, με τον Σκορπιό που δώρισε ο Ριμπολόβλεφ στην κόρη του Κατερίνα! Έλεος!
Εγώ, δεν κοιμήθηκα από χαρά μέχρι να φέξει για να δείξω στους φίλους μου τι είχα! Τρεις γυάλινες μπίλιες! Κι όχι χωμάτινες σαν τις προηγούμενες!
Εσύ, Κάθριν, δεν κλείνεις μάτι από φόβο!… Ξέρεις το λόγο! Φοβάσαι μην τυχόν δεις και πάλι τους Ωνάσηδες στον ύπνο σου και τρομάξεις! Τρομάρα σου!…