vandal

συμπλευση

Ορθοδοντικός Δώρα Μπαρτζιώκα

Euromedica

euromedica ygeia

Το διάλυμα

 Γράφει ο Βαγγέλης Μπάκας  

            Καμιά σχέση με το διάλειμμα των παιδιών στο σχολείο! Πρόκειται για κάποια  οικογενειακή αναστάτωση άκρως διασκεδαστική, έως θανατηφόρα!

            Από την στιγμή της αφύπνισης του παππού Βαγγελάρα ξύπνησε και όλη η οικογένεια με το θόρυβο που έκανε μέχρι να βρει το μπουκάλι με το κρασί. Τελικά το βρήκε σε ποτήρι. Έτσι νόμισε! Προφανώς το είχε αδειάσει η νύφη του εκεί για άμεση κατανάλωση, και το υπόλοιπο σε μια κανάτα! Μάλλον χρειαζότανε την μπουκάλα!

            Το ήπιε, αλλά δυστυχώς ήταν σαν να είχε πιει το κώνειο του Σωκράτη. Καμιά σχέση η γεύση αυτή με εκείνη του κρασιού. Αηδία! Να γιατί ξύπνησε επειγόντως την νυφούλα του! Για να της ζητήσει εξηγήσεις λέγοντας:

            «Για έλα εδώ νυφούλα μου. Εσύ έβαλες το κρασί στο ποτήρι και ξίνισε! Και  δε μου λες, τι ψάχνεις και σηκώθηκες τόσο πρωί!».¨

            «Το διάλυμα για να πλύνω τα δόντια πατέρα». Είπε η Έλλη.

            «Και τι χρώμα έχει;».

            «Κόκκινο!».

            «Τούπχα!…».

            «Πατέρα! Ήπιες το φάρμακο με το οποίο πλένω τα δόντια! Τώρα τι γίνεται;».

            «Εγώ νόμισα πως θα έκρυψε η μπάμπω το κρασί για να μην πίνω πρωί πρωί».

            Επισκέφτηκε το βαρέλι στο υπόγειο, ήπιε του σκασμού, και ανέβηκε επάνω. Πού να τον πιάσει ο ύπνος! Το κοκτέιλ αυτό του είχε κάνει το στομάχι ηφαίστειο. Να λοιπόν γιατί ρευότανε συνέχεια!   

            Η επόμενη αφύπνιση της οικογένειας ήρθε από το γείτονα φωνάζοντας:

            «Έι παππού Βαγγελάρα! Δεν ακούς; Κολοκύθα έφαγες;».

            «Τι θέλεις κι εσύ μωρέ».

            «Τι νωρίς το κόψατε το γουρούνι! Τον άλλο το μήνα έχουμε Χριστούγεννα! Το αίμα έφτασε μέχρι τον κάτω μαχαλά!».

            «Έχει γούστο!… Έχει γούστο να ξέχασε η Έλλη την κάνουλα ανοιχτή! Εγώ το έβαλα το κουφοτύλι στην τρύπα θυμάμαι καλά. (Ξύλο που μπαίνει στην αυτοσχέδια κάνουλα).  

            Κατέβηκε την πλαγιά κι ακολούθησε το κόκκινο ποταμάκι. Δυστυχώς η πηγή  ήταν στο βαρέλι των πεντακοσίων κιλών κρασιού! Το χτυπάει με την γροθιά του κι ακούει τις μπάσες νότες! Τουν τουν τουν!

            Να και η απολογία του θηλυκού Σωκράτη:

            «Για έλα δω Έλλη! Γιατί δεν έβαλες το κουφοτύλι και χύθηκε όλο το κρασί! Θέλεις ή δε θέλεις σκότωμα, που λέει και το τραγούδι!».

            «Μα εσύ έβγαλες κρασί βρε πατέρα! Τι δουλειά είχα εγώ κάτω στο υπόγειο!».

            «Κοντή η νύφ’ να κι ο μέτρος!…». Κι ας ήταν πάνω από 1.80 η Έλλη!».

            Κατεβήκανε στο υπόγειο και τι να δουν! Ο παππούς είχε βάλει το κουφοτύλι στην σχισμή που υπήρχε ανάμεσα από δύο πλίνθους! Οπότε του λέει η νυφούλα του:

            «Κοίτα που έμπηξες το κουφοτύλι βρε πατέρα!…».

            Ο παππούς αναγνώρισε το λάθος ζητώντας χίλια συγγνώμη. Κι αν τον λέγανε και Έλλη, τότε δεν του χρειαζότανε μόνο σκότωμα, αλλά και καραμανιόλα!

            Να και το δίστιχο τραγούδι του παππού Βαγγελάρα: 

            «Κρασί μ’ σε πίνω για καλό

             κι εσύ με κρους στον τοίχο».

            Μετά από τόσο κρασί που είχε πιει ήταν φυσικό να γίνει και το συκώτι του κεμπάπ καψαλισμένο! Μια και δυο στο γιατρό:

            «Καλημέρα γιατρέ! Με πονάει το συκώτι! Τι θα κάμουμε;».

            «Οι δυο μας τίποτα. Εσύ θα κάνεις! Θα κόψεις το αλκοόλ».

            «Πάλι καλά που δεν μου είπες να κόψω και το κρασί, σαν τον άλλο!…».

            «Και το κρασί, και τη ρακί, και το ουίσκι και όλα τα αλκοολούχα ποτά».

            «Ντιπ γιατρέ!».

            «Ούτε σταγόνα, άμα θέλεις να ζήσεις».

            «Άντε για! Δεν είσαι καλός γιατρός».

            «Δεν θα με πληρώσετε;».

            «Σιγά την καλή κουβέντα που μου είπες και θέλεις πληρωμή!».

            Τα ίδια και στους δυο επόμενους γιατρούς. Στον τέταρτο όμως βρήκε απόλυτη  κατανόηση. Να τι του είπε:

            «Παππού! Όταν έχουμε κάποιο ευχάριστο γεγονός, όπως έναν αρραβώνα, ένα  γάμο, κάποια βάφτιση κλπ θα πιείς ένα ποτήρι! Αλίμονο!».

            Να όμως που λόγω ηλικίας αποκλείονταν όλα τα παραπάνω ευχάριστα: Οπότε επινόησε κάποια πώληση. Ευχάριστη συναλλαγή ήταν κι αυτή:

            «Μπάμπω! Σε πουλάω το γομάρι!»

            «Τι πούλημα θα μου το κάνεις! Τι χαζομάρες είναι αυτές! Ήπιες πάλι!».

            «Αν δεν το πάρεις θα το σκοτώσω!».

            «Άμα είναι να το σκοτώσεις θα το πάρω! Κρίμα!».

            «Άιντε χαϊρλίδικα άμα είναι! Βάλε μου ένα ποτήρι κρασί».

            Περνούσε ο καιρός και δεν ακούστηκε κάποιο ευχάριστο γεγονός. Οπότε λέει ο παππούς στην μπάμπω:

            «Δε μου λες! Τι το θέλεις εσύ το γομάρι! Δεν μου το πουλάς καλύτερα;».

            «Πάρτο πάλι σαν είναι…».

            «Άιντε χαϊρλίδικα! Βάλε ένα ποτήρι γεμάτο χείλη με χείλη!».

            Τον επόμενο μήνα ο παππούς Βαγγελάρας πάει καλιά του. Να και το θαύμα!

            Μόλις τον κατέβασαν στον τάφο ακούγεται μέσα από το φέρετρο κλήση.

            «Γιαγιά! Γιαγιά! Ο παππούς μας καλεί! Λες να θέλει κρασί!».

            Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ο παπάς να ψέλνει:

            «Μετά των δικαίων τετελειωμένων τας ψυχάς των δούλων σου Σώτερ…» κλπ        

            Και να ο παπάς, ράντιζε τον τάφο με κρασί! Ικανοποιήθηκε πλέον η επιθυμία του εγγονού στο ακέραιο!

            Να κι οι δυο παρατηρήσεις από τον πατέρα του. Η μία για την αφηρημάδα να ξεχάσουν το κινητό στην τσέπη του παππού. Κι η άλλη στον εγγονό, να μην καλέσει ξανά στο κινητό τον παππού!

            Μες στο κοιμητήρι

            Αχ πικρή βροχή

            Κάνε να μη λιώσει

            Ετούτο το κερί.

            Κι ούτε ένα λουλούδι

            Να μη μαραθεί

            Δεν τον σκοτώσαν

            Πήγε από κρασί!   (Λιβανελί)

Δείτε ακόμα