συμπλευση

Euromedica

euromedica ygeia

Ορθοδοντικός Δώρα Μπαρτζιώκα

vandal

Τα εγκαίνια

 Γράφει ο Βαγγέλης Μπάκας                                

            Από την χρονιά που εγκρίθηκε η ηλεκτροδότηση του ποντιακού αυτού χωριού κάποιοι προοδευτικοί άρχισαν να κάνουν και την μελέτη επί χάρτου στο καφενείο:

            «Η γραμμή πρέπει θα ακολουθήσει τον αγροτικό δρόμο» είπε ο Παυλίκας.

            «Εγώ λέω να περάσει το ποτάμι!» είπε ο Κωστίκας!».

            «Εγώ συμφωνώ με τον Παυλίκα. Πού συμφέρει να κάνουν καινούρια γέφυρα.  Τα φορτία του ρεύματος είναι ασήκωτα!». είπε ο σοφός Αβραάμ.

            Έγινε μελέτη-κατασκευή της ηλεκτροδότησης και σειρά είχαν τα εγκαίνια.

            Ο κύριος Νομάρχης, ο κύριος Δήμαρχος με τις υπόλοιπες τοπικές αρχές, και πλήθος κόσμου της ευρύτερης περιοχής είχαν συρρεύσει για να παρακολουθήσουν τα εγκαίνια. Ο Κώστας, ο οποίος ο οποίος ήταν ανεβασμένος στο στύλο σαν την μαϊμού, περίμενε την εντολή για να κουμπώσει τις ασφάλειες να και πάρει ρεύμα το χωριό. 

            Ο ιερέας με τους ψάλτες είχαν αρχίσει το τελετουργικό που προβλέπεται για εγκαίνια. Κι ενώ βιαζότανε τόσο πολύ, σαν τον Παπατρέχα του Αδαμάντιου Κοραή,  αφού η τσίκνα των ψητών τους είχε τσακίσει την μύτη, αντιμετώπισαν σοβαρότατο πρόβλημα στην ολοκλήρωση της τελετής. Να τι συνέβαινε: Κάθε φορά που ο ψάλτης πλησίαζε στο επίμαχο σημείο: Και ευλόησον… κύριε το…  Ποιο ήταν αυτό;

            Έκανε παύση και ρωτούσε να μάθει πώς λέγανε αούτο το χοντρόν, εργαλείον;

            Κι ξέρω!… ο  ένας… Κι ξέρω ο άλλος… Κι ξέρω… ο τρίτος… Κι ο ψάλτης

τους λέι: Μόνο να τερλικώνετε… νογάτε; Και έβγαλαν τον σκασμό!

         Πως να γνώριζε ο ψάλτης τον μετασχηματιστή για να τον ευλογήσει! Δώσε του πάλι από την αρχή. Και μόλις έφτασε στο: Ευλόησον… κύριε… είπε πλέον στον πισινό του απορημένα: (όχι τον δικό του φυσικά). Ντο να λέω ατό! Στρίβοντας την  κεφαλήν και περιμένοντας κάποια λυτρωτική απάντηση.

            «Κι ξέρω βλοημένε!… Πόσες φορές θα λέω σε αούτο!».

            Η ανησυχία ήταν έκδηλη, κυρίως από το χονδρό διευθυντή της νομαρχίας ο οποίος έλεγε και ξανάλεγε πως τα ψημένα αμνοερίφια είχαν πλέον κρυώσει.

            Κάποιος πλησίασε τον παπά και του ψιθύρισε κάτι στο αφτί. Ήταν ο Πανίκας, κι ας είχε το παρατσούκλι τζομπανίκας! Βοσκός ήταν ο άνθρωπος και γνώριζε!

         Οπότε, μόλις ο παπάς έφτασε και πάλι στο επίμαχο «ευλόγησον κύριε» δεν  χρειάστηκε καν Μπαμπινιώτικη βοήθεια. Έφεξε το πρόσωπό του και είπε περιχαρής: «Και ευλόησον… κύριε, το ταλαβέριον αούτο!…».

            Αυτό ήταν όλο, και τόσο πολύ απλό. Πού να γνώριζε ο καημένος ο πόντιος παπάς πως το ταλαβέριον αούτο το λέγανε ατό μετασχηματιστή!

         Μετά την οριστική λύση του προβλήματος, αφού το ευλόησον κύριε το είχε βαρεθεί κι ο ποπάς… ο τεχνίτης δεν χρειάστηκε άλλη εντολή. Σήκωσε το κοντάρι, και με τρεις βιαστικές κινήσεις κούμπωσε τις ασφάλειες της μέσης τάσης!

           Στο τρίτο όμως κούμπωμα ακούστηκε ένα μπαμ… και από την διάλυση του γυάλινου μονωτήρα γέμισε ο τόπος κομμάτια. Κάποιοι ονειρευόταν άλλα κομμάτια. Ψητά! Δυστυχώς όμως, άλλαι αι βολαί των νηστικών, κι άλλα ο μονωτήρας κελεύει! 

            «Τι συνέβη; Έχουμε τρομοκρατία!» Ρώτησε ο κύριος νομάρχης, και πρώην αξιωματικός του στρατού ξηράς, τον προϊστάμενο της ΔΕΗ.

          «Κομουνιστικός δάχτυλος κύριε νομάρχα! Κλατάρισε ο μονωτήρας. Ξέρετε, αυτοί οι μονωτήρες προέρχονται από την κομουνιστική Ανατολική Γερμανία και βγήκανε αρκετά ελαττωματικοί. Παρουσιάζουν συχνά διαρροές με αποτέλεσμα να διαλύεται το γυάλινο μέρος, εις τα εξ ων συνετέθη!».

            «Τι περιμένατε από κομμουνιστική χώρα; Να βάλετε σιδερένιους!…».

            Τι να του έλεγε! Πως οι μονωτήρες δεν πρέπει ποτέ να είναι μεταλλικοί! Κι αν επέμενε, ίσως αντιμετώπιζε και την γκλίτσα του την οποία δεν αποχωριζότανε ποτέ!

         Η αντικατάσταση του μονωτήρα δεν άργησε. Μετά από την αποκατάσταση της βλάβης ρίχτηκαν όλοι τους στο φαγοπότι, με τον κύριο Διευθυντή της Νομαρχίας να διαμαρτύρεται μόνιμα για τις ζεστές μπίρες και τα κρύα ψητά. Κανονικά όμως έπρεπε να συμβαίνει το αντίθετο! Να είναι οι μπίρες κρύες και τα αμνοερίφια ζεστά.

            «Τι να κάνουμε κύριε Διευθυντά, αφού δεν είχαμε ρεύγα…» έλεγε ο πρόεδρος  της κοινότητας. Την επόμενη όμως φορά, που θα έρθετε στα εγκαίνια του νερού, σας υπόσχομαι πως οι μπίρες θα είναι παγωμένες! Θα κριτσοβολούν! Κι όσο αφορά το κρύο ψητό, φταίει ο ποπάς… Ατός με τον με τον σχηματιστήν…  μας εχασομέρησεν.

            «Μα αφού το ξέρετε πως η μπίρα δεν πίνετε ζεστή! Έπρεπε να φέρετε πάγους! Κύριε πρόεδρε τα προσέχουνε αυτά. Άντε τώρα να μας απαγγείλεις τον πανηγυρικό και σύντομα. Γιατί, όπως βλέπω, όλοι λοξοκοιτάζουν τα ψητά αμνοερίφια! 

            Να η ομιλία του προέδρου της κοινότητας. Είχε στα χέρια του καμιά δεκαριά σελίδες και μόλις φύσηξε ξαφνικά ένα αεράκι οι εννιά είχανε γίνει χαρταετοί! Οπότε του είχε απομείνει μόνο η τελευταία, κι από αυτή άρχισε με διδασκαλικό ύφος:

Ζήτω το Έθνος!              Μπράβο πρόεδρε! Φώναξε η χοντρούλα.

Ζήτωοοο!

Ζήτω το Πατρίδα!           Συγχαρητήρια κύριε πρόεδρε! Είπε πάλι η χοντρούλα. 

Ζήτωοοο!

Ζήτω το 21 Απρίλ

Επανάσταση!                  Αυτή είναι ομιλία για την έκθεση! Είπε η χοντρούλα.

Ζήτωοοο!

Ζήτω το ΕΛΛΑΣ!            Καλέ! Γιατί πάνε να βουτήξουν οι μπάτσοι τον πρόεδρο!

Μουγγκαμάρα!

Δυο αστυνομικοί πιάνοντας τα πιστόλια τους, με το δάχτυλο στην σκανδάλη, έτρεξαν για να συλλάβουν τον κύριο Πρόεδρο! Όμως, πριν τον ακουμπήσουν τους καθήλωσε:

Ζήτω και το Εθνική Κυβέρνηση!

           Όλα τα ζήτω ήταν ουδέτερα. Αρσενικοθήλυκα ήτανε μόνο τα αμνοερίφια!

          Τα πιστόλια μπήκαν αμέσως στη θέση τους. Οι κώλοι κάθισαν στις καρέκλες. Τα πιρούνια κάρφωναν τα ψητά, σαν μικρά καμάκια. Ενώ το βιαστικό χλαπάκιασμα της χοντρούλας έδινε πλέον τον ρυθμό στους σιελογόνoυς αδένες! Χλαπ χλάπ χλαπ! Λέγοντας:

Μακάριοι οι πεινώντες το ψητό και διψώντες την μπίρα, ότι αυτοί ντερλικωθήσονται! 

Είχε νυχτώσει κι ακόμα ξεκοκάλιζαν ορισμένοι κάποια υπολείμματα αμνοεριφίων. Κι όταν οι κομουνιστικοί μονωτήρες έσκασαν πάλι, βυθίστηκαν όλοι στο σκοτάδι. Οπότε, ακούστηκε ξαφνικά ένα δυνατό άαααα!… και ακολούθησε μια χυδαία βρισιά:

«Όποιος έμπηξε το πιρούνι στο χέρι μου να του γα…». Αμ δεν ήταν όποιος αλλά μια!

Ήταν το κοκορέτσι της ντροπής. Κι ενώ όλοι λέγανε: Πάρτε το κάποιος! Είναι κρίμα να πάει χαμένο! Όλοι παρίσταναν τον ντερλικωμένο! Κάποιοι μάλιστα έβαζαν και την παλάμη κάθετα στο πηγούνι, να βεβαιώσουν πως δεν έπαιρνε άλλο το στομάχι!

Να κι ο προδότης από το πουθενά. Δεν ήταν το ηλεκτρικό φως. Η ζημιά ήταν μεγάλη! Κι όταν άναψε το φακό, είδε τα μάγουλα της χοντρούλας τόσο πολύ φουσκωμένα από το κοκορέτσι, σαν να ήταν ο τρομπετίστας Ντίζι Γκιλέσπι! Μούγκριζε!…