Παιδιά! Σαράντα η ώρα!…
(γράφει ο Βαγγέλης Μπάκας)
Το σκεπτικό του Πάνου, για τον αριθμό των ωρών των πόλεων, παρότι αφελές, είχε και μια λογική βάση για τον ίδιο. Μα είναι δυνατόν μια τόσο μεγάλη πόλη, σαν τα Γρεβενά (μήπως είχαμε δει και μεγαλύτερη) της δεκαετίας του ’50, να έχει τις ίδιες ώρες με το χωριό μας! Κι ας λέγεται Μεγάλο Σειρήνι! Λογικά έπρεπε να έχει περισσότερες! Να λοιπόν η αιτία για διαφωνία, και η αφορμή να πέσει το πρώτο στοίχημα της δραχμής!
Ήταν Σεπτέμβρης μήνας του ’59, όταν κάποια παιδιά κατεβήκαμε στα Γρεβενά για να φοιτήσουμε στο Γυμνάσιο. Να μάθουμε, εκτός από γράμματα και σπουδάγματα, και του Θεού τα πράγματα!
Ανάμεσα στα πρώτα πολιτισμικά στοιχεία που γνωρίσαμε ήταν και οι ώρες. Μάθαμε πως οι πόλεις έχουν πολύ περισσότερες ώρες από αυτές των χωριών. Πως υπάρχουν και ώρες πάνω από τις δώδεκα! Δεκατρείς, δεκαπέντε, δεκαοχτώ, είκοσι, κλπ. Κι ο Πάνος τις έκανε σαράντα!
Κανένας μας δεν είχε καταλάβει γιατί ήταν τόσο σκεπτικός! Μετρούσε τις ώρες του ρολογιού της πόλης από μέσα του! Και μόλις άκουσε το τελευταίο χτύπημα του ρολογιού μας ξάφνιασε λέγοντας:
«Παιδιά! Σαράντα η ώρα!…».
Να και η πρώτη αμφισβήτηση. Το μοναδικό παιδί που είχε ρολόι χεριού, τού έβγαλε τα μάτια… δείχνοντας τα νούμερα από το ένα μέχρι το δώδεκα! Κι ο Πάνος να επιμένει:
«Παλιά ήταν δώδεκα! Κι αφού το ρολόι είναι δώρο του παππού σου, είναι φυσικό κι επόμενο να μπερδευτείς!».
Ο Πάνος δεν αρκέστηκε στην επιμονή, αλλά μας προκάλεσε κι από πάνω να στοιχηματίσουμε μαζί του λέγοντας:
«Να δείτε πως σε μια ώρα το ρολόι θα συνεχίσει να χτυπά και πάνω από τις δώδεκα! Μέχρι τις σαράντα μία! Αφού τις μέτρησα νωρίτερα! Χτύπησε ακριβώς σαράντα!».
Κι αφού δεν είχαμε επιμονή να περιμένουμε τα επόμενα χτυπήματα, επισκεφτήκαμε τη νοικάρισσα για να μας λύσει το γρίφο.
Το λόγο τον πήρε πάλι ο Πάνος, λέγοντας με ύφος πρόωρου νικητή! Σαν τον Τσίπρα!
«Μα θειά! Πόσες είναι οι ώρες του ρολογιού; Δεν είναι πάνω από σαράντα;».
«Δώδεκα είναι παιδάκι μου, αλλά μου φαίνεται πως μετά τα μεσάνυχτα πιάνονται διπλές! Άρα, είκοσι τέσσερις…».
Ούτε κι αυτή μας διαφώτισε πλήρως, αφού δεν ήταν σίγουρη! Οπότε της λέει ο σοφός:
«Μεσάνυχτα έχεις κι εσύ θειά. Με περνάς για χαζό, για κουφό, ή μήπως δεν ξέρω να μετρώ μέχρι το σαράντα! Πριν από μια ώρα το ρολόι χτύπησε ακριβώς σαράντα και τις μέτρησα. Άρα τα επόμενα χτυπήματα θα είναι σαράντα ένα! Είναι φυσικό κι επόμενο!».
«Ααααα! Τώρα θυμήθηκα γιατί! Πέθανε ο παππούς ο Λάμπρος πουλάκι μου! Θεός σ’χωρέστον! Μέτρησες τους χτύπους του καμπαναριού! Έτσι αργά ακούγονται κι αυτά τα χτυπήματα όταν πεθαίνει κάποιος…».
«Μάλλον θα ήταν το σαρανταήμερο μνημόσυνο, γι αυτό και χτύπησε σαράντα φορές;» είπε κι ο Αλέξανδρος. Ο δεύτερος σοφός της παρέας…
«Τώρα Αλέξανδρε, με συγχωρείς, αλλά είπες τρίχες! Το σαρανταήμερο μνημόσυνο γίνεται μετά από σαράντα μέρες! Αφού σήμερα πέθανε ο παππούς! Πάνο! Πέσε την δραχμή για να του ανάψω ένα κερί! Τον γνώριζα καλά τον παππού! Ήμαστε γείτονες!».
«Ήσασταν! Είναι φυσικό κι επόμενο» είπε ο Τέλης, για να παραστήσει κι αυτός τον Γρεβενουσιάνο…».
Άλλη ενέργεια, ενδεικτική της φτώχειας μας, ήταν η ένδυση και η υπόδηση. Παρόλα αυτά, εάν κάποιο παιδί φορούσε νάιλον κάλτσες, κι όχι τσουράπια σαν κι εμάς, τραβούσε τα μπατζάκια του πιο πάνω για να ακολουθήσει η μόνιμη ερώτηση:
«Τι ωραίες κάλτσες που έχεις Νίκο; Από πού τις πήρες;».
«Μου τις έφερε ο πατέρας από τη Γερμανία!».
Δεν θα ξεχάσω την παρατήρηση από το γυμναστή Μιχαηλίδη, στο μαθητή Μιχαηλίδη από το χωριό Μυρσίνα:
«Γιατί παιδί μου φοράς καινούργιο πουκάμισο, καθημερινή μέρα, και δεν το κρατάς για την παρέλαση;».
«Έχω κι άλλα! Μου τα έφερε ο πατέρας μου από τη Γερμανία!».
Ήταν νάιλον, πάλλευκο σαν το χιόνι, και δεν είχε καμιά σχέση με τα πουκάμισα των άλλων παιδιών.
Άκρως ευτράπελη ήταν και η περίπτωση του άριστου μαθητή Γιώργου Τ. Έπρεπε να παρελάσει κατά την Εθνική γιορτή της 25ης Μαρτίου κρατώντας την γαλανόλευκη. Πώς όμως, αφού μόλις την έβγαλε κάτω από το στρώμα είχε ακόμα και ναυτικές τσακίσεις! Και πώς να μην είχε, αφού είχε χρησιμοποιήσει για σίδερο την πλάτη του!
Ευτυχώς την έδωσε στην καλή γειτόνισσα και την σιδέρωσε. Διαφορετικά, κανένας δεν θα έδινε σημασία στον μαθητή, αλλά στη σημαία-κουρελού!
Κάποια παιδιά, που τα λέγανε αλήτες, επειδή κάππνιζαν κανένα τσιγαράκι, πηγαίνανε σινεμά να δουν τη Μάρθα Βούρτση με τον Ξανθόπουλο, και είχαν επανειλημμένα αποβληθεί, γίνανε μεγάλοι επιστήμονες.
Ενδεικτικά αναφέρω τον συμμαθητή μου Μπιμπίκα Χρήστο, και ο οποίος μετά από αλλεπάλληλες αποβολές και εξορίες… αποφοίτησε από Γυμνάσιο της Κοζάνης. Έγινε δικηγόρος! (δεν ζει πια).
Τον Στέργιο Βέργο, ο οποίος έγινε δασολόγος. (δεν ζει πια).
Τον Γιάννη Ρόβα, ο οποίος έγινε δικηγόρος. (δεν ζει πια).
Τον Τζοτζόπουλο Δημήτρη, ο οποίος έγινε οικονομολόγος (δεν ζει πια).
Κι άλλα παιδιά τα οποία έχουν γίνει επιστήμονες και μου διαφεύγουν αυτήν την στιγμή.
Ας εκληφθεί αυτή μου η αναφορά, στους συγχωρημένους συμμαθητές μου, ως ένα ταπεινό μνημόσυνο! Αιωνία τους η μνήμη!