Ο Βόας
Γράφει ο Βαγγέλης Μπάκας
Και τι δεν έγινε στη δεκαετία του ’60! Από πού να αρχίσω και που να σταθώ!
Από τη μαζική μετανάστευση του εργατικού δυναμικού της χώρας στη Δ. Γερμανία! Από την στυγερή δολοφονία του φοιτητή Γρηγόρη Λαμπράκη! Τα φονικά γεγονότα στους Φιλιππαίους Γρεβενών! Την δικτατορία του Γεωργίου Παπαδόπουλου το ‘67! Την σύλληψη του δράκου στη Θεσσαλονίκη και την εκτέλεσή του τον Δεκέμβρη του ‘63. Ακόμα και στο φεγγάρι είχε πάει ο άνθρωπος το καλοκαίρι του 1969!
Το γεγονός όμως με το οποίο θα ασχοληθώ είναι η έλευση ενός Βόα από την πρώην Γιουγκοσλαβία στη χώρα μας, περί μέσα της δεκαετίας του’60 κι αυτός!
Μη φαντασθείτε πώς κατέβηκε νόμιμα με διαβατήριο κλπ!… Δραπέτευσε το ερπετό! Οπότε, όλα τα ραδιόφωνα της εποχής ασχολούνταν με τρόμο γι αυτό. Ενώ οι βοσκοί όσο βρισκότανε στην ύπαιθρο χώρα με το κοπάδι είχανε χάσει τον ύπνο τους.
Να λοιπόν κι ένας ψύχραιμος βοσκός ο οποίος, παρότι ανήγγειλε πρώτος την εμφάνιση αυτού του ερπετού στη θέση Αμπόλια, (μια περιοχή κοντά στo εκκλησάκι του Αγίου Δημητρίου Μεγάλου Σειρηνίου), δεν απομακρύνθηκε ούτε μέτρο από την καλύβα του. Κι όταν ρώτησε κάποιος τον βοσκό Ηλία γιατί δεν έφυγε να τι είπε:
«Χίλιες φορές να με φάει ο Βόας, παρά να με περάσει η Λίαινα για δειλό!».
Μετά από τα πρώτα περάσματα του ερπετού μέσα από τα σιτάρια, αφήνοντας το τεράστιο φιδίσιο αποτύπωμά του να τι συνέβη: Στρατός και χωροφυλακή εξέλαβαν σοβαρά την περιγραφή του Ηλία με αποτέλεσμα να οργανωθούν αντιΒοϊκές βάρδιες! Κι όταν επισκέφτηκε τον στρατιωτικό διοικητή να τι του είπε φοβισμένα:
«Κυρ Ταγματάρχα! Έλα να δεις την μπάρα από την οποία πίνει ο Βόας νερό»
«Δεν το αφήνεις για αργότερα! Πού καταλαβαίνει αυτός από σφαίρες. Θα τις τρώει για χόρταση!». Τολμούσε να πλησιάσει την μπάρα!
Έτσι περνούσαν οι μέρες με τους μήνες, κι ο βοσκός Ηλίας να μη λέει να το κουνήσει από την καλύβα του.
Ουδέν κακόν αμιγές καλού, λέγανε κάποιοι εγγράμματοι χωριανοί!
Το κακό ήταν ο άφαντος Βόας! Και το καλό, η καλοπέραση του κοπαδιού του κυρ Ηλία, αφού δεν ξαναπάτησε άλλο κοπάδι σε απόσταση κάποιων χιλιομέτρων!
Κι αν κάποιος ξεθάρρευε και πλησίαζε τα Αμπόλια, τον τρομοκρατούσε το νέο πέρασμα του Βόα μέσα από κάποια λοζιασμένα* σιτάρια!
Να λοιπόν και η ρίμα, η οποία είχε γίνει τραγούδι για τα δεδομένα της εποχής, αφού κανείς πλέον δεν είχε δει το Βόα, παρά μόνο τον φανταζότανε με τρόμο:
Δεν είδε πια κανείς τον Βόα
Ούτε κάποιον Κροταλία
Αν και ο λαός εβόα…
Για την φάρσα του Ηλία!
Πέρασαν πάρα πολλά χρόνια. Κι όσο μεγάλωνε ο παππούς, τόσο λιγόστευε το κοπάδι. Ούτε κουβέντα για πούλημα! Θα ήταν κάτι ανάλογο με χαριστική βουλή. Να όμως που αθέτησαν την υπόσχεση. Πούλησαν όλα τα γίδια, κι από τα κατσικάκια κράτησαν μόνο ένα για το Πάσχα! Το μανάρι!
Ανήμερα του Πάσχα ήρθε και η σειρά του μαναριού. Με αυτό θα φίλευαν τον παππού Ηλία λέγοντας πως το είχανε αγοράσει!
Η πράξη αυτή δεν διέφερε καθόλου από τον μόσχο τον σιτευτό, κι ας ήταν σιτεμένο κατσικάκι!… Και για να πείσουν τον παππού πως το κοπάδι του ζούσε κι αυξανότανε, του δείχνανε από το παράθυρο ένα ξένο στην απέναντι πλαγιά! Οπότε ο παππούς χαμογελούσε παιδιάστικα ευτυχισμένα!
Η τελευταία επίσκεψη του γιατρού στο σπίτι του γηραιού πλέον Ηλία, άφησε άφωνους γιατρό και οικογένεια! Να τι είπε! Μόνο όταν δεν έχω σώας τας φρένας θα σας αποκαλύψω την πονηριά μου. Κι αφού τσακίσανε το κατσικάκι, κι ο παππούς είχε ζαλιστεί από τις μπίρες, έχασε πλέον και τας φρένας!
Να λοιπόν η ευκαιρία και την οποία εκμεταλλεύτηκε ο εγγονός του ο Ηλίας:
«Παππού! Θα μου πεις την ιστορία με το Βόα για να σε θυμάμαι;».
«Αχά! Γράφε άμα είναι:
Στα χρόνια μετά από τον εμφύλιο, Λιάκο μου, ήταν όλα καμένα. Ακόμα και οι χρονιές ήταν αρκετά ξερικές. Τα χορτάρια δεν έφταναν για όλα τα κοπάδια. Κι αφού στα Αμπόλια, όπου είχα την καλύβα μου υπήρχε αρκετή βοσκή, νερό και χορτάρι, να λοιπόν τι σκαρφίστηκα όταν άκουσα από το ραδιόφωνο πως είχε φύγει από κάποιο ζωολογικό κήπο της Σερβίας ένας Βόας. Να λοζιάξω κάποια σιτάρια φιδωτά, ώστε να μοιάζουν με περάσματα φιδιού, για να μην ξαναπατήσει άνθρωπος στα Αμπόλια!».
«Και σε πίστεψαν παππού!».
«Ακόμα και ο διοικητής του στρατού και της αστυνομίας! Να γιατί έστειλαν χωροφύλακες και στρατό για να σκοτώσουν τον Όφιο!».
«Μπράβο παππού εξυπνάδα!».
«Άμα μπορούσα να περπατήσω θα σας έδειχνα και το φίδι, αλλά δεν ακούν τα ξεπατωμένα τα ποδάρια μου. Καλά, και γιατί είστε όλοι εδώ! Ποιος πήγε στα ζώα!»
«Στείλαμε έναν αλβανό παππού!…».
«Τα μετρήσατε καλά; Ή θα μας τα φάει ο Μπερίσια!».
«Μην στενοχωριέσαι παππού! Θα σε πάμε με το αμάξι μέχρι την πόρτα της καλύβας. Μας κάνανε και δρόμο έως εκεί!».
Όταν φτάσανε προέκυψε άλλο πρόβλημα. Ποιος θα έμπαινε πρώτος! Κι αν το φίδι ήταν ζωντανό; Κι αυτή η σκέψη είχε περάσει από τον Ηλία!
Ο παππούς είπε κάτι στον εγγονό, κι εκείνος ξεθαρρεμένος πλέον μπήκε στην καλύβα και βγήκε με ένα κούτσουρο δεμένο με σύρμα. Οπότε τους λύθηκε η απορία! Σέρνοντας ο παππούς αυτό το κούτσουρο από το σύρμα, χάραζε την φιδωτή πορεία του Βόα μέσα στα σιτάρια!
Όλη η οικογένεια θαύμασε και χειροκρότησε την ραδιουργία του παππού!
Να και το παράπονό του:
«Σας άφησα εγγονάκια μου πάνω από εκατό γίδια και δεν βρήκα στην καλύβα ούτε μια γίδα, κι ούτε ένα κυπρί! Τι τα κάνατε; Μήπως τα πουλήσατε;».
Τι να του λέγανε τώρα! Πως είχανε πουλήσει μαζί με τα γίδια και τα κυπριά! Και πως αυτά πηγαίνουν πακέτο!
Να κι άλλη απορία. Αφού δεν είχε σώας τας φρένας, πώς θυμήθηκε τα πάντα;
Από τρελό και μεθυσμένο μαθαίνεις την αλήθεια, λέει μια παροιμία. Κι αφού ο παππούς δεν ήταν τρελός, τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια!
Η νεολαία δεν είναι για γίδια ελευθέρας βοσκής. Οι αλβανοί πονήρεψαν κι αυτοί! Λέτε να φάμε βουλγάρικα κατσικάκια και Σκοπιανά αρνάκια με ελληνική σφραγίδα! Κι αν μας τα φέρουν ζωντανά, την ίδια γλώσσα δεν μιλούν κι αυτά! Πώς θα τα ξεχωρίσουμε!
Άλλος ξεριζωμός της πανίδας μιας κτηνοτροφικής περιοχής! Πού πάμε Πάμε!
Να και οι καθημερινές καταχωρήσεις στις τοπικές εφημερίδες και στα σάιτ!
«Πωλείται κοπάδι!». Καμιά απολύτως σχέση με το κοπάδι της ομώνυμης ταινίας του τούρκου σκηνοθέτη Γιλμάζ Γκιουνέι.
«Αγοράζεται άραγε ποτέ κοπάδι από κτηνοτρόφους, εκτός από τον κρεοπώλη μαζικά, και μεμονωμένα από κάποιους χριστιανούς το Πάσχα! Τι λες κι εσύ Γιώργο μου, πρώην τσοπανόπουλο και νυν αρχοντόπουλο!
Ακούστε μια ρεκλάμα στα χρόνια της δημοτικής γλώσσας: Οβελιστήριον!
Το Αθανάσιο Διάκο τι τον είχαν κάνει τα αγαρηνά; Θα μου πει κανείς; Μήπως τον είχαν οβελιστηριώσει! Χάθηκε το σουβλιστήριο! Πάσχα που έρχεται!!!
Γράφουμε ελληνικά! Ομιλούμε χωριάτικα. Από έναν πρώην βου κόλο ολκής!
Να και η μαντάμ Σουσού: Καλέ! Τι νωρίς τον φάγατε τον οβελία! Αίλαιως!…
Περί λύχνον αφάς, πεινάς δεν πεινάς θα τον φας τον… οβελία!
*Λοζιαζμένο: Ανακατωμένο κι αθέριστο σιτάρι.