Μνήμες από την επιστράτευση του ‘74
γράφει ο Βαγγέλης Μπάκας
Γεγονότα και μνήμες, όπως τα έζησα.
Ξεκινώντας από τα Γρεβενά με λεωφορείο και φτάνοντας στην Καλαμπάκα συνέχισα το ταξίδι με τρένο. Μεταξύ των επιβατών ήταν και κάποιος εισαγγελέας ο οποίος μας είχε πρήξει με το πρωτόκολλο του επίστρατου, λέγοντας.
«Έπρεπε να έχουμε μαζί μας, εκτός από το ειδικό φύλλο πορείας (επιστράτευση) και ένα κουτί μέσα στο οποίο να υπάρχουν όλα τα απαραίτητα πράγματα. Ακόμα και τα ξυριστικά! Επίσης, ξηρά τροφή τριών ημερών, όπως προβλέπει ο κανονισμός του επίστρατου κλπ. Κι όμως, τα περισσότερα από αυτά τα δεν τα πήρα μαζί μου!».
Τι να πει κανείς για την τυπικότητα του δικαστικού αυτού λειτουργού! Λες και εάν σκοτωνότανε ένας αξύριστος στρατιώτης θα αρνιότανε οι παπάδες να τον θάψουν!
Μετά από πολύωρη περιπέτεια έφτασα στον έμπεδο που προέβλεπε το φύλλο πορείας μου. Ουσιαστικά, μια καλαμιά στην περιοχή Καντήλι και πέντε χιλιόμετρα περίπου μακριά από το Κέντρο Εκπαίδευσης Μονάδων Καταδρομών στο Μεγάλο Πεύκο.
Τις δυο πρώτες μέρες δεν είχαμε ούτε νερό. Ήμασταν ξεχασμένοι. Ρώτησα κάποιον αξιωματικό, παριστάνοντας τον αναλφάβητο, εάν είχα έρθει σωστά, και να τι μου απάντησε: Δεν ξέρω! Ό, τι λέει το χαρτί.
Πλήρης διάλυση φίλες και φίλοι. Και μάλιστα μονάδας Καταδρομών!
Ευτυχώς για το πότισμα… είχε φροντίσει ο καλός… Ελευσίνιος πατριώτης Σβέικ… έναντι δύο δραχμών το πλαστικό κυπελλάκι.
Η ουρά της υδροφόρας ατελείωτη! Και ξαφνικά, όταν είχε έρθει η σειρά μου για να κοινωνήσω το πιο πολύτιμο υγρό, ακούω μια επιθανάτια φωνή του στρατιώτη που βρισκότανε πίσω μου.
Βρισκότανε στα πρόθυρα αφυδάτωσης και κατάρρευσης από την δίψα. Και για να μην πέσει στηρίχθηκε στην πλάτη μου. Ο ήλιος την ημέρα εκείνη έκαιγε σαν την σημερινή.
Του δίνω τη σειρά μου και μόλις ο νερουλάς αντικρίζει το πενηντάρι του λέει: Ψιλά! Αλλιώς ο επόμενος.
«Δώσε του σε παρακαλώ όσο νερό θέλει και θα το πληρώσω εγώ».
«Γιατί είσαι πλούσιος ή μάγκας! Από πού είσαι ρε φίλε!»
«Από την Μακεδονία».
«Βούλγαρος να ούμε!».
Του ρίχνω μια γροθιά, όχι ιδιαίτερα δυνατή, και έπεσε κάτω. Μάλλον σκόπιμα. Μέχρι να με συλλάβουν δυο υπαξιωματικοί, πρόλαβα και είδα στο φίλο μου να πίνει με λαιμαργία από την κάνουλα. Και μάλιστα δωρεάν.
Με οδηγήσανε στον υποδιοικητή της μονάδας τρομοκρατώντας με, με την ποινή που προβλέπει το στρατοδικείο εν καιρώ πολέμου.
Πόσο μικρός είναι ο κόσμος! Ποιος λέτε να ήταν ο υποδιοικητής! Ο Σαρήπαπας και πρώην Νομάρχης Γρεβενών!
Μόλις με αντίκρισε μου λέει: Κι εσύ εδώ βρε ΔΕΗτζή! Με θυμόταν πολύ καλά αφού του πήγαινα τακτικά να υπογράψει κάτι καταστάσεις των Π.Σ.Ε.Α
Αφού του κατέθεσα λεπτομερώς το περιστατικό, και το θύμα (αυτήκοος μάρτυρας) δεν έφερε καμιά αντίρρηση, του λέει:
«Αυτή τη στιγμή η υδροφόρα επιτάσσεται. Θα κουβαλάτε νερό επί 24ώρου βάσεως. Τα καύσιμα δικά μας. Κι αν δεν έχεις δικούς σου οδηγούς, θα σου δώσουμε δικούς μας.
Να και η δική μου τιμωρία σε φαγητό!
«Βαγγέλη! Έστειλα ένα ΡΕΟ στην Αθήνα για να φέρει ψημένα κοτόπουλα. Έλα σε καμιά ώρα να σου δώσω ένα».
Θα προτιμούσα να μου έδινε το απολυτήριο, αλλά ούτε κουβέντα γι αυτό.
Υ.Γ. Ο Κωσταντίνος Σαρήπαπας ήταν ανθυπο λοχαγός, κι ο Καλπίνης Αθανάσιος Λοχίας στον ίδιο λόχο, κάποτε στην Κορέα.
Δεκαετίες αργότερα ο Καλπίνης Αθανάσιος θα γίνει πεθερός μου, ενώ ο γιος του Σαρήπαπα θα στεφανώσει τον κουνιάδο μου Δημήτρη Καλπίνη!
Αυτός ο κόσμος ο μικρός! Ο μικρούτσικος!