Η οδύσσεια δύο εικοσάευρων
(γράφει ο Βαγέλλης Μπάκας)
Αρχές της δεκαετίας του ’20 και να ο διάλογος ανάμεσα στα δυο αντιπροσωπευτικά ξύλα της περιοχής μας. Την πεντάμορφη Ελάτη του βουνού, με κορμό ίσιο σαν χάρακα, και την οποία στολίζουνε κάθε Χριστούγεννα. Και την στραβοκάνα βαλανιδιά, της οποίας ο κορμός μοιάζει καταπληκτικά με κορμό κροκόδειλου!
Τα δυο αυτά ξύλα τα τοποθέτησαν μέσα σε κάποιο λέβητα εν αναμονή της πολτοποίησης. Να λοιπόν και η απεγνωσμένη διαμαρτυρία της δρυός. Παρότι προσφέρεται ως καυσόξυλο, και πολύ σπάνια για παρκέ!
«Τι ατυχία κι αυτή θεέ μου! Μας έκοψαν, μας κομμάτιασαν, μας λιάνισαν, και θα γίνουμε χυλός…». είπε το ξύλο της βαλανιδιάς.
«Χαρτοπολτό το λένε αυτό το σίχαμα! Τι να πουν και οι εβραίοι που τους κάψανε στα κρεματόρια!». Είπε η Ελάτη, και ο διάλογος συνεχίστηκε μέσα στο λέβητα,
«Τα χειρότερα και τα καλύτερα δεν τελειώνουν ποτέ! Άκουσα πως ίσως μας κάνουν χαρτονομίσματα».
«Μακάρι! Ό,τι καλύτερο! Τι να πουν και τα άμοιρα λευκάδια τα οποία προορίζονται για χαρτιά υγείας Σκατά θα σκουπίζουν στο εξής! Κι αν γλιτώσουν την πολτοποίηση, μπορεί να τα κάνουν και φέρετρα!».
«Άκου μαύρα φέρετρα!Λες αυτή να είναι η κόλαση του Δάνη συνάδελφε!…» είπε η άγαρπη βαλανιδιά.
«Ποιον Δάνη βρε αμόρφωτη! Δάντη τον λένε. Δάντη Αλιγκέρι! Υπομονή όμως! Κάτι άκουσα πως εμάς, ίσως μας κάνουν εικοσάευρα. Έχει χάρη να πάρουμε τόση μεγάλη αξία!».
«Να μου λείπει τέτοια χάρη! Χίλιες φορές να γινόμουνα έπιπλο, παρά ένα τσαλακωμένο εικοσάρικο!».
«Πες πως σε κάνανε καρέκλα! Για σκέψου να κάθεται επάνω σου ο ψαλιδόκωλος κι άκωλος Βενιζέλος,
και να σε κλάνει κι από πάνω κατά ριπάς!…». είπε η μορφωμένη Ελάτη.
«Γιατί! Μήπως υπάρχει περίπτωση να με κλάνει από κάτω! Τι είναι αυτά που λες τώρα βρε μορφωνιά!».
«Τρόπος του λέγειν αμόρφωτη! Ενώ εάν γίνεις εικοσάευρο θα σε επιθυμούν άπαντες διακαώς! Γκαίκε!».
«Κι αφού θα διακαώ… πώς θα με επιθυμούν κυρία μορφωμένη!…».
«Άστο! Εσύ κάνεις μόνο για κανένα αδράχτι, κανένα σφοντύλι, ακόμα και δεκανίκι. Κι αν σε κάνουνε
οδοντογλυφίδα, να ποια θα είναι η αξία σου! Όλη μέρα θα κάνεις ανασκαφές στο κούφιο δόντι!».
«Είναι κι αυτό! Δεν το σκέφτηκα! Αλήθεια, πώς το ξέρεις ό,τι έχω κούφιο δόντι, κούφια η ώρα του!».
«Αφού βρομάς από πέρα! Υπομονή! Σε λίγο τα ξύλα μας θα γίνουν κολλαριστά εικοσάευρα και θα μας δώσουν κι από ένα για δώρο!». Είπε η Ελάτη.
Έτσι έγινε τελικά. Μόλις τα εικοσάευρα πήραν την τελική μορφή, παρφουμαρίστηκαν αρκετά με
το χαρακτηριστικό άρωμα των χρημάτων, και πήραν τον αριθμό κυκλοφορίας, βουρ για την πιάτσα!
Έλα όμως, που από το Χολαργό οδηγήθηκαν σφιχτοδεμένα με ενενήντα οκτώ άλλους συναδέλφους
μέσα σε κάποιο χρηματοκιβώτιο, από όπου δεν βλέπανε ούτε την μύτη τους!…
«Υπομονή συνάδελφε! Κάποια στιγμή θα τελειώσουν τα χρήματα που υπάρχουν στα συρτάρια και
θα μας βγάλουν από δω μέσα. Όπως βγαίνουν οι πρώτοι νεοσύλλεκτοι αστυνομικοί για υπηρεσία!».
Την επόμενη εβδομάδα ήρθε επί τέλους η μεγάλη ώρα της αποφυλάκισης. Και να ο πρώτος πελάτης:
«Παρακαλώ! Θέλω μια δεσμίδα εικοσάρικα…» είπε ο εργολάβος.
«Γιατί σε εικοσάρικα;» του είπε ο ταμίας της τράπεζας.
«Θέλω να πληρώσω τους εργάτες. Κι αφού τόσο είναι το μεροκάματο με βολεύει μια χαρά».
«Ωχ! βαλτός είναι ο πούστης… Πέσαμε στη φτώχεια! Στην εργατιά!» ψιθύρισαν τα δυο εικοσάρικα
που ήταν πάνω-πάνω στη δεσμίδα, και τον άκουσαν καθαρά.
«Δεν πειράζει, θα χαρεί ο Κουτσούμπας!» είπε η Ελάτη.
Ποιος τη χάρη τους λοιπόν! Έτσι νόμισαν! Που να το φανταζότανε πως μόλις απελευθερώνονταν
τα δύο εικοσάρικα θα ξεκινούσε και η Οδύσσεια των δυο εικοσάευρων!
Μόλις το πήρε ο εργάτης τράβηξε για το εστιατόριο και άρχισε την παραγγελιά: Μια μοσχαράκι κοκκινιστό, μια φέτα, μια τηγανητές πατάτες, και μια μπίρα παρακαλώ. Και σύντομα γιατί με ξελίγωσε η οικοδομή!
Πόση χαρά ένιωσε το εικοσάρικο όταν διαπίστωσε πως το τραπέζι αυτό το χρωστούσε στη αφεντιά του!
Η κοινωνική του προσφορά ξεκίνησε με τον καλύτερο τρόπο. Ο εστιάτορας έπαιξε το εικοσάρικο προπό. Τι όνειρα έκανε εξαιτίας του μέχρι να βγουν τα αποτελέσματα! Κι ας έπιασε αντί δεκατρία μόνο τρια…
Το κέρδισε όμως ο προποτζής! Το πήρε και πήγε σε κάποιο πανηγύρι. Έφαγε, ήπιε, μερακλώθηκε και
σηκώθηκε να χορέψει. Το εικοσάευρο χόρευε κι αυτό στην τσέπη χωρίς να μπορεί να πάρει ανάσα.
Τι την ήθελε; Μόλις βγήκε έξω κι αντίκρισε το κλαρίνο πήρε το χρώμα του Σύριζα, Που Σου:
«Έχει γούστο…» μονολόγησε, όση ώρα ήταν ακόμα στη χούφτα του προποτζή. Κι από αυτό το οποίο
φοβότανε δεν γλίτωσε τελικά. Κι αφού ο μερακλωμένος το έφτυσε, λες και ήταν κάποιο γραμματόσημο,
το κόλλησε στο μέτωπο του γύφτου. Κι εκείνος, με σηκωμένο το κεφάλι του ψηλά σαν τον Κουφοντίνα, όταν βγαίνει με άδεια, προσπαθούσε να το ισορροπήσει όπως ο Μαραντόνα τη μπάλα!
Ο γύφτος πήγε στις πουτάνες. Κι αφού τελείωσε… πλήρωσε και τράβηξε για άλλο πανηγύρι!
Μόνο αυτό δεν είχε φανταστεί το εικοσάρικο. Πως θα διανυκτέρευε στο συρτάρι της μαντάμ
Ορντάνς… Και μέχρι το πρωί θα βρωμοκοπούσε υπερμαγκανάτ και φτηνή πούδρα!
Ο νταβατζής την άλλη μέρα το έδωσε στον περιπτερά για να πάρει μια κούτα προφυλακτικά.
Το εικοσάρικο φυσικά θα επιθυμούσε να αγοράσει γάλα, για κάποιο άπορο παιδάκι, αλλά, άλλαι αι
βουλαί ανθρώπων, άλλα νταβατζής κελεύει…
Ευτυχώς έγινε κι αυτό που τόσο πολύ ποθούσε. Ο περιπτεράς με το εικοσάρικο αυτό αγόρασε
το συνολάκι της μικρής του κόρης Ελένης, και από τη χαρά της η καημένη δεν κοιμήθηκε. Περίμενε
πώς και πώς να έρθει το Πάσχα για να το φορέσει και να κάνει τις φίλες της να σκάσουν από ζήλια.
Ο παλιός ιδιοκτήτης της μπουτίκ, και νέος ιδιοκτήτης του εικοσάρικου, είναι ο κύριος πρόεδρος
της ποδοσφαιρικής ομάδας της περιοχής του, και συμφώνησε να αγοράσει τον επόμενο αγώνα
με εικοσάρικα. Ανάμεσα στη δεσμίδα αυτή ήταν και το γνωστό μας εικοσάρικο. Για να γίνει όμως
και νομότυπη αυτή συναλλαγή, έπρεπε να κοπεί στη μέση. Και φυσικά, μετά το αίσιο αποτέλεσμα,
ο νικητής θα έδινε το κομμένο εικοσάρικο στο δικαιούχο… Οπότε, εκείνος θα τα κολλούσε με ούχου
και θα γινότανε πάλι νομιμότατο! Μέχρι να γίνει όμως η συγκόλληση του κατακρεουργημένου πλέον
εικοσάρικου, τραγουδούσε σε κάποιο σκοτεινό συρτάρι! «Μ’ έκοψαν, με χώρισαν στα δυο!». κλπ.
«Ούφου!… Αγχώθηκα πάλι…» είπε ο κύριος πρόεδρος. «Το ούχου να είναι καλά κι από εικοσάρικα…»
Άλλη μια βρόμικη συναλλαγή είχε να κάνει με μια ηρωική δόση ηρωίνης! Πού είναι εκείνο το γάλα
για τα άπορα παιδάκια που θα τάιζε…» έλεγε και ξανάλεγε το πρώην τιμημένο, πλην… εικοσάρικο.
Στη χαρτοπαικτική λέσχη να πως το ονόμασε ο χασούρης: «Μέσα κι αυτό το ανάπηρο εικοσάρικο
και ταπί». Το έχασε, και το έφτυσε για τη γκίνια του να τραβήξει άσσο από το έντεκα και να καεί!
Στη Σιάτιστα κόντεψε να πάθει συγκοπή, όταν είδε ένα νεόπλουτο γουναρά να στρίβει το τσιγάρο του
χρησιμοποιώντας εικοσάρικο, αντί για ροζ χαρτί τύπου Σύριζα! Και σαλιωμένο παρακαλώ!
Την επομένη το πήγε κάποιος σε ένα γκαράζ για να κάνει τα φρένα στο αμάξι του. Δε φτάνει που ο
τεχνίτης καταλάδωσε το εικοσάερο, πιάνοντάς το με τα καταβρόμικα χέρια, το έκανε και μπιλιετάκι
για να το χώσει στην τσεπούλα του καταλεκιασμένου τζην!
Ανάμεσα στις πίκρες που ένιωσε το άμοιρο εικοσάρικο ήταν και η παρακάτω. Τότε που έπεσε στα
χέρια κάποιου συνταξιούχου. Το καθάρισε, το σιδέρωσε, και επειδή φοβήθηκε μην τυχόν και δεν
περνά, πήγε να το δοκιμάσει. Κι ο φαρμακωμένος φαρμακοποιός του λέει: Δυστυχώς δεν περνά!
Το πήγε στην τράπεζα για να το αντικαταστήσει, και η Οδύσσεια πήρε τέλος με το χειρότερο τρόπο!
«Απόσυρση…» άκουσε τον υπάλληλο να λέει. Και το καημένο καταχάρηκε! Νόμισε πως θα του
κάνανε κάποια τελετή αποχώρησης για τις υπηρεσίες που είχε προσφέρει. Όπως τον Μαραντόνα! Όταν
όμως άκουσε πως θα το καίγανε σε ειδικούς φούρνους, θυμήθηκε το Νταχάου και κατέρρευσε
μονολογώντας σαν παπαγάλος: Άκου σε φούρνο! Άκου σε φούρνο! Λες και είμαι ταψί με γεμιστά!
Εκεί θα συναντήσει το συνάδελφό του, και ποιος να πει τις χειρότερες από τις εμπειρίες τις οποίες
είχαν περάσει! Λέει λοιπόν το δεύτερο:
«Χούσε ην και εις χουν απολαύσει…».
«Τι λες βρε αμόρφωτε! Χους ει και εις χουν απελεύσει! Αυτήν την φράση είπε ο Θεός στον Αδάμ. Τον Χουσεϊν τον κρεμάσαν οι αμερικανοί!».
«Πότε;».
«Έχει καμιά δεκαριά μέρες… Συνάδελφε! Εσένα έπρεπε να σε κάνουν μπακιρένιο σεντ, όχι εικοσάρικο!
Μάλλον ήταν αυτό του μερακλή χορευταρά! Πολλά σάλια είχε επάνω του!…