Από πάμπτωχα ζάπλουτα…
Γράφει ο Βαγγέλης Μπάκας
Πριν από αρκετά χρόνια το πανηγύρι του Αχίλλη λεγότανε εμποροζωοπανήγυρις. Λάβαινε χώρα στο χώρο του πάρκου, ανατολικά της πόλης των Γρεβενών, και διεξάγονταν κατά το πρώτο δεκαήμερο του Ιουνίου και Οκτωβρίου. Αργότερα καταργήθηκε αυτό του Ιουνίου και έμεινε του Οκτωβρίου. Παρόλα αυτά θα σας περιγράψω το πανηγύρι των παιδικών μας χρόνων.
Ο Αχίλης ήταν η χαρά των παιδιών. Κατεβαίναμε πάμπτωχα από τα χωριά στην πόλη, και επιστρέφαμε ζάπλουτα. Και τι δεν περιείχε η πραμάτεια μας! Καπέλα, παιχνίδια, φλογέρες, σουγιάδες, φυσαρμόνικες, μπίλιες, σβούρες και διάφορα είδη ένδυσης και υπόδησης. Συχνά, όταν κάποια παιδιά ήταν επίμονα για κάποια ακριβή αγορά, όπως ένα ποδήλατο, το δέρνανε και κλαίγανε με μαύρο δάκρυ.
Να γιατί κατά την επιστροφή τα χωριά θύμιζαν το βουητό της βουβουζέλας, το οποίο μας ξεκούφανε κατά την διεξαγωγή του παγκοσμίου κυπέλλου ποδοσφαίρου στην Αφρική. Ζουουουουουουου… Λες και είχε δραπετεύσει μελίσσι από μελισσοκομείο!
Όσοι διαβάσατε ή είδατε το εξώφυλλο του έργου μου «Ο Ζαραλής» θα προσέξανε πως φοράω πάνινα παπούτσια, και στο δεξί χέρι κρατάω μια βουβουζέλα. Η ένδυση όμως παρέμεινε αυτή που είχα και κατά τον πηγαιμό στον πανηγύρι. Ένα κοντό παντελόνι μάρκας Αρμάνι, αφού το ίδιο φορούσα και στα αρμάνια όταν βοσκούσα τα ζώα. Ραμμένο, αλλά ασιδέρωτο από την καλή μου μανούλα. Κι αν δεν είχαν τρυπήσει τα τσαρούχια, αποκλείεται να μου έπαιρνε η αδερφή μου (της φωτογραφίας του εξώφυλλου) πάνινα. Να γιατί ζήτησα να φωτογραφηθώ με αυτά και να τα σώσω! Όσα χρόνια κι αν περάσουν θα είναι πάντα καινούρια και άφθαρτα στο εξώφυλλο.
Φτάνοντας στην πόλη, πιάνοντας την αδερφή μου από το φουστάνι για να μην χαθώ, νόμισα πως είχα μπει στο Μανχάταν! Κι όταν φτάσαμε στον Αχίλη, νόμισα πως είχα δρασκελίσει τον παράδεισο!
Πολύ φασαρία! Ο καπνοί από τις παράγκες- ψησταριές θύμιζαν βραζιλιάνικες φαβέλες. Τι να δω και τι να πρωτοαγοράσω με τις τέσσερις δραχμές τις οποίες μου είχε δώσει η μάνα μου. Να πάρω κάποιο παιχνίδι, ή να φάω ένα λαχταριστό γλυκό!
Τελικά με κέρδισε ένα αραπάκι το οποίο, όταν το γέμιζα με νερό και το φυσούσα από την πάνω οπή, είχε συχνουρία! Παν οι δυο δραχμές! Τις έφαγε το αραπάκι!
Ξαφνικά ακούω κάτι ουρλιαχτά από την μοτοσικλέτα του Τάκη Βήκα και είπα στην αδερφή μου να πάμε να τον δω. Όχι όμως να ανεβώ και επάνω, κατά την ώρα που θα έκανε το γύρο του θανάτου. Δεν με άφησε η αδερφή μου και μούτρωσα. Οπότε στη συνέχεια με έσερνε από το χέρι, λες και με είχε συλλάβει…
Σταθήκαμε σε κάτι τυχερά παιχνίδια. Είδα έναν παπατζή να μαλώνει με κάποιο θύμα. Παρακολούθησα από μακριά με την αδερφή μου κάποιο θεατρικό σκετς, στο ο ποίο ο πρωταγωνιστής έλεγε συνέχεια: Τα λάδια καλά! Τα λάδια καλά!
Πιο κάτω σε ένα κοσμοπολίτικο… κέντρο, κάποιοι μερακλήδες είχανε περάσει όλα τα λεφτά από την πώληση των αμνοεριφίων στον προκλητικό στηθόδεσμο κάποιας λάγνας ντιζέζ, και επιστρέψανε στο σπίτι τους ταπί και φοβισμένοι!
Πάντα κρατούσα την βουβουζέλα στο χέρι σφιχτά μην τυχόν και την χάσω ή μου την αρπάξει κάποιο τσιγγανάκι. Εκείνη την στιγμή κάποιος χωροφύλακας οδηγούσε μια ντράχτσα (τσιγγάνα) στο πρόχειρο αστυνομικό τμήμα.
Η αποχώρηση ήταν θλιβερή. Ενώ όταν κατεβήκαμε στα Γρεβενά ήμουνα χαρούμενος και τρισευτυχισμένος, τώρα δεν ήθελα με τίποτα να φύγουμε για το χωριό.
Φτάνοντας στο Κούρβουλα, και συγκεκριμένα στο σπίτι του Μπόζιου, σταματήσαμε να πιούμε νερό από την παρακείμενη βρύση. Βάζω τη βουβουζέλα επάνω στη βρύση για να ελευθερώσω τα χέρια μου, τα πλένω, πίνω νερό, και φύγαμε.
Μια ώρα ποδαρόδρομο, και μόλις ανεβήκαμε στο χωριό άκουσα το ζουουουου από κάποιες βουβουζέλες και θυμήθηκα την δική μου.
Κλάμα, κακό, κλοτσιές στην αδερφή μου γιατί την ξέχασα… λες και έφταιγε εκείνη, και η χαρά με τον ενθουσιασμό έγιναν θλίψη, κατήφεια, και πολλά νεύρα από τη στενοχώρια. Όλα τα παιδιά παίζανε και κάποιο όργανό, κι εγώ βουβός και άμουσος!
Η αδερφή μου μού έδωσε την υπόσχεση πως θα κατέβαινε την επομένη στα Γρεβενά και θα έπαιρνε την βουβουζέλα από την βρύση όπου την είχα αφήσει.
Έτσι και έγινε. Ντρέπομαι όμως να σας πως σε ποια ηλικία είχα διαπιστώσει πως η αδερφή μου δεν είχε πάρει τη βουβουζέλα από τη βρύση, αλλά μου είχε αγοράσει κάποια άλλη, και ίδια!
Κάποτε λέγαμε πως όταν θα μεγαλώναμε θα γινόμασταν αεροπόροι. Από τη στιγμή όμως που είδα τον Τάκη Βήκα, και άκουσα εκείνες τις στριγκλιές της μοτοσικλέτας άλλαξα γνώμη. Θα γινόμουνα ο Τάκης Βήκας του γύρου του θανάτου. Τελικά με κέρδισαν οι ουρανοί. Έγινα αλεξιπτωτιστής!
Σπάνια να περάσει το φθινοπωρινό πανηγύρι χωρίς να βρέξει. Κι αφού δεν υπήρχαν οι σημερινές υποδομές, ο χώρος θύμιζε Βατερλώ!
Να τι λέγανε οι γεωργοί για τη συνήθεια αυτή του Οκτώβρη. Άντε να έρθει με το καλό και το πανηγύρι, για να βρέξει, και να αρχίσουμε να οργώνουμε!
Υ. Γ. Τη φτώχεια μας!… Κάποτε μας λείπανε τα πάντα και ήμασταν ευτυχισμένοι. Σήμερα μας περισσεύουν τα πάντα και είμαστε δυστυχισμένοι! Κάποτε ήμασταν για τα πανηγύρια. Σήμερα καταργήθηκαν κι αυτά, εκτός εξαιρέσεων!