συμπλευση

Euromedica

euromedica ygeia

Ορθοδοντικός Δώρα Μπαρτζιώκα

vandal

Γιάννης Μακρυγιάννης: μια ελληνική καρδιά (μέρος 3ο)

Του Στέργιου Πουρνάρα, φιλολόγου
Προέδρου Συνδέσμου Γραμμάτων και Τεχνών Π.Ε. Γρεβενών

Τα νεανικά και τα πρώτα χρόνια πριν την Επανάσταση
«Ένα παιδί της Τουρκοκρατίας, ένα Ρουμελιωτάκι, γεννημένο στα 1797, μάς αφηγείται το παραμύθι της ζωής του» είχε γράψει ο Γιώργος Θεοτοκάς και είχε πολύ δίκιο, γιατί πράγματι η ζωή του Γιαννάκη, μέχρι τα εικοσιένα τουλάχιστον χρόνια – υπογράφει μια συμφωνία 1818, Μαΐου 2, «εγώ ο Γιαννάκης» , όπως αναφέρει ο Γιάννης Βλαχογιάννης στο πρόλογο – και αργότερα Μακρυγιάννης ή Ιωάννης Μακρυγιάννης λόγω του υψηλού αναστήματος, ενώ το πραγματικό του όνομα ήταν Ιωάννης Τριανταφύλλου, μοιάζει με ένα πραγματικό και συναρπαστικό παραμύθι. Αυτό το παραμύθι θα προσπαθήσουμε να αφηγηθούμε και εμείς και να ανακαλύψουμε, μέσα από τα εκφραστικότατα και ειλικρινέστατα κείμενά του τόσο τον δικό του ηρωικό και γενναίο χαρακτήρα, όσο και το ήθος των συναγωνιστών του αλλά και τα γεγονότα του ηρωικού έπους του εικοσιένα και τα καλά αλλά και τα στραβά. Γιατί λέει γυμνή την αλήθεια, όσο πικρή κι αν είναι.
Γεννήθηκε στο δάσος και η μάνα του η Βασιλική τον έφερε στο χωριό το Αβορίτι Λιδωρικίου Δωρίδας φορτωμένο πάνω στα ξύλα. Ορφάνεψε σε ηλικία ενός έτους και όταν έγινε τεσσάρων, η μάνα του και οι συγγενείς του έφυγαν κυνηγημένοι από τους άντρες του Αλή πασά, και αφού ταλαιπωρήθηκαν στα δάση δεκαοκτώ μέρες τρώγοντας βαλάνια, σκέφτηκαν να αφήσουν τον Γιαννάκη στο δάσος, για να μην κλάψει και τους προδώσει. Η μάνα του όμως γύρισε και τον πήρε και ύστερα από πολλές κακουχίες έφτασαν στη Λειβαδιά. Από τα επτά χρόνια δούλευε σκληρά και συμπλήρωνε το οικογενειακό εισόδημα. Όταν έγινε δεκατεσσάρων, πήγε σε έναν πατριώτη του στη Ντεσφίνα.
«’Εγινα ως δεκατέσσερων χρονών και πήγα εις έναν πατριώτη µου εις Ντεσφίνα. ‘Ηταν ο αδελφός του µε τον Αλήπασια και ήταν ζαπίτης αυτός εις την Ντεσφίναν. Στάθηκα µε εκείνον µιαν ηµέρα. ‘Ηταν γιορτή και παγγύρι τ’ Αγιαννιού. Πήγαµεν εις το παγγύρι• µό’ ‘δωσε το ντουφέκι του να το βαστώ. Εγώ θέλησα να το ρίξω, ετζακίστη. Τότε µ’ έπιασε σε όλον τον κόσµον οµπρός και µε πέθανε εις το ξύλο. ∆εν µ’ έβλαβε το ξύλο τόσο, περισσότερον η ντροπή του κόσµου. Τότε όλοι τρώγαν και πίναν και εγώ έκλαιγα. Αυτό το παράπονον δεν ηύρα άλλον κριτή να το ειπώ να µε δικιώση, έκρινα εύλογον να προστρέξω εις τον Αϊγιάννη, ότι εις το σπίτι του µό’ ‘γινε αυτείνη η ζηµία και η ατιµία. Μπαίνω την νύχτα µέσα-εις την εκκλησιά του και κλειω την πόρτα κι’ αρχινώ τα κλάµατα µε µεγάλες φωνές και µετάνοιες• τ’ είναι αυτό “οπού ‘γινε ‘σ εµέναν, γοµάρι είµαι να µε δέρνουν;” Και τον περικαλώ να µου δώση άρµατα καλά κι’ ασηµένια και δεκαπέντε πουγγιά χρήµατα και εγώ θα του φκιάσω ένα µεγάλο καντήλι ασηµένιον. Με τις πολλές φωνές κάµαµεν τις συµφωνίες µε τον άγιον».
Σε αυτό το χωρίο διαφαίνονται κάποια από τα πολλά γνωρίσματα του ήθους ή καλύτερα της αρετής του Μακρυγιάννη που έχει, όπως και ο λόγος του, λαϊκή προέλευση, αλλά καταγωγή από την αρχαία Ελλάδα, από την ομηρική εποχή ακόμα. Γιατί ομηρικό ήρωα θυμίζει, όταν πληγώθηκε το φιλότιμό του από το ξύλο του ζαπίτη και προστρέχει στον προστάτη του τον Αηγιάννη με κλάματα και μεγάλες φωνές, για να βρει το δίκιο του. Τον παρακαλάει να του δώσει άρματα καλά κι’ ασημένια και δεκαπέντε πουγκιά χρήματα με την υπόσχεση να του φτιάξει ένα καντήλι ασημένιο. Συμφωνεί με τον άγιο, όπως θα κάνει αργότερα συμφωνίες με τους συναλλασσόμενους στην Άρτα, με βάση τον αρχαίο νόμο του do ut des, σου δίνω για να μου δώσεις. Αυτή την υπόσχεση θα την εκπληρώσει λίγα χρόνια αργότερα, όταν θα αποκτήσει χρήματα. Από την εφηβική του ηλικία λοιπόν διακρίνουμε την φιλοτιμία του, την πίστη στον Θεό και το ελεύθερο φρόνημα, την περηφάνια του, τη βούληση για οικονομική ανεξαρτησία και την απέχθεια για τη δουλεία.
Στην Άρτα μπήκε στη δούλεψη του τίμιου πατριώτη και ευεργέτη του Θανάση Λιδωρίκη. Δεν αρκέστηκε όμως μόνο σε αυτό, αλλά άρχισε και οικονομικές δραστηριότητες με αγροτικά προϊόντα. Με τα πρώτα χρήματα που κέρδισε εκπλήρωσε την υπόσχεσή του στον αγαπημένο του άγιο: «Τότε έφκιασα ντουφέκι ασηµένιον, πιστιόλες και άρµατα και ένα καντήλι καλό. Και αρµατωµένος καλά και συγυρισµένος το πήρα και πήγα εις τον προστάτη µου και ευεργέτη µου κι’ αληθινόν φίλον, τον Αϊγιάννη, και σώζεται ως τον σήµερον – έχω και τ’ όνοµά µου γραµµένο εις το καντήλι. Και τον προσκύνησα µε δάκρυα από-µέσα-από τα σπλάχνα µου, ότι θυµήθηκα όλες µου τις ταλαιπωρίες οπού δοκίµασα…» Μετά άνοιξε ένα καφενείο στην πιάτσα για να εξυπηρετεί τους άρχοντες και τους εμπόρους με τους οποίους γνωρίστηκε και κέρδισε την εμπιστοσύνη τους. Κατόρθωσε να τους αποσπάσει ένα δάνειο και ασχολήθηκε με το εμπόριο από το οποίο, με τη σωφροσύνη και την ευφυΐα του, μέσα σε λίγα χρόνια κέρδισε αρκετά χρήματα που του χάρισαν ασφάλεια και σιγουριά και καμάρι «έφκιασα εκεί σπίτι, υποστατικά και είχα και μετρητά και ομολογίες και τής έχω ως και σήμερον περίτου από σαράντα χιλιάδες γρόσια. Και το κιμέρι γιομάτο…».
Αφηγείται πολύ παραστατικά τη μύησή του στο μυστικό ή στο μυστήριο, στη Φιλική Εταιρία δηλαδή, το πείσμα και το θυμό του με τον φίλο του τον οικονόμο που στην αρχή δεν τον εμπιστευόταν. Αξίζει να τονιστεί και ο δισταγμός για το αν είναι άξιος να κρατήσει ένα τόσο μεγάλο μυστικό: «Κατεβάζει τις εικόνες όλες και µ’ ορκίζει και αρχινάγει να µε βάλη εις το µυστήριον. Αφού προχώρεσε, τότε τ’ ορκίστηκα ότι δεν θα το µαρτυρήσω κανενού• όµως να µου δώση καιρόν οχτώ ηµέρες να συλλογιστώ αν είµαι άξιος δι’ αυτό το µυστήριον και αν µπορώ να ωφελήσω, να το λάβω, ή να κάτζω• είναι σα-να µην το ξέρω ολότελα. Πήγα στοχάστηκα και τα ‘βαλα όλα οµπρός και σκοτωµόν και κιντύνους και αγώνες -θα τα πάθω δια την λευτερίαν της πατρίδος µου και της θρησκείας µου. Πήγα και “του είπα• “”Είµαι άξιος””. Του” φίλησα το χέρι, ορκίστηκα. Τον περικάλεσα να µη µου µαρτυρήση τα σηµεία της κατήχησης, ότ’ είµαι νέος και να µην αντέσω και λυπηθώ την ζωή µου και προδώσω το µυστήριον και κιντυνέψη η πατρίς…Και η ευκή του παπά του ευλογηµένου και της πατρίδος µου και θρησκείας µου, ως την σήµερον δεν µ’ άφησε ο Θεός να ντροπιαστώ. Τράβησα δεινά, πληγές “και κιντύνους, όµως είµαι καλά σαν θέλει ο Θεός».
Στην Άρτα ήταν πιο ομαλή η ζωή του αλλά και πιο τραχιά και επικίνδυνη. Τον Μάρτιο του 1821 πήγε στην Πάτρα δήθεν για εμπορικές συναλλαγές αλλά με σκοπό να πληροφορηθεί για την Επανάσταση. Εκεί συναντήθηκε με το Οδυσσέα Ανδρούτσο που του είπε ότι όλα ήταν έτοιμα για τον ξεσηκωμό και ξέφυγε την τελευταία στιγμή από το τα χέρια των Τούρκων που είχαν περικυκλώσει το πανδοχείο και πέρασε με μια φελούκα στο Μεσολόγγι, δύο ημέρες μετά την έκρηξη της επανάστασης την οποία κατέπνιξε ο Γιουσούφ πασάς. Όταν έφτασε στη Άρτα τον συνέλαβαν οι Τούρκοι και τον φυλάκισαν και ταλαιπωρήθηκε πολύ, κόντεψε να πεθάνει. Γλύτωσε, τάζοντας χρήματα σε έναν Αρβανίτη « Ο Τούρκος, βόδι θεοτικόν, παντήχαινε θα μου βγή η ψυχή μου – δεν ήξερε ότ’ είναι βαθιά» και δραπέτευσε στον άλλο ευεργέτη του τον Ισμαήλ μπέη Κόνιτζα, ξάδερφο του Αλή πασά τον οποίο μακαρίζει, γιατί ήταν πολύ καλός και δίκαιος άνθρωπος. Προτού ο Μακρυγιάννης σηκώσει τουφέκι θεώρησε χρέος του και τιμή του να φροντίσει τους δύο ευεργέτες του: να ξεγερέψει ο Ισμαήλ μπέης που αρρώστησε και να σώσει την γυναίκα του άλλου ευεργέτη του Θανάση Λιδωρίκη που την είχε αρπάξει ο Χασάν πασάς. Μίλησε γι’ αυτό στον Μπέη και εκείνος κάλεσε τους Πασάδες και τους Μπέηδες και τους είπε: -“Πασσάδες και µπέηδες, θα χαθούµε. Θα χαθούµε! ο µπέγης τους λέει, ότι ετούτος ο πόλεµος δεν είναι µήτε µε τον Μόσκοβον, µήτε µε τον Εγγλέζο, µήτε µε τον Φραντζέζο. Αδικήσαµεν τον ραγιά και από πλούτη και από τιµή και τον αφανίσαµε• και µαύρισαν τα µάτια του και µας σήκωσε ντουφέκι. Και ο Σουλτάνος το γοµάρι δεν ξέρει τι του γίνεται• τον γελάνε εκείνοι οπού τον τρογυρίζουν. Και η αρχή είναι τούτη, οπού θα χαθή το βασίλειόν µας. Πλερώνοµε βαριά να βρούµε προδότη και δεν στέκει τρόπος να µαρτυρήση κανένας το µυστικόν, να µάθωµε µόνος του ο ραγιάς µας πολεµεί ή και οι ∆υνάµες. ∆ι’ αυτό πλερώνοµε και παλουκώνουµε και σκοτώνοµε και “αλήθεια ποτέ δεν µάθαµε””.” Αφού τους είπε πολλά ο µπέγης από αυτά, τους λέγει ύστερα πως ο Σουλτάνος στέλνει πασιάδες τους πλέον παντίδους και γύµνωσαν τον κόσµο “και του πήραν και τις γυναίκες. “”Αυτείνοι θα φύγουν δια τον τόπο τους κ’ εµείς ” “θα µείνωµεν εδώ””. Τότε έπιασε και δια την γυναίκα του πατριώτη µου, πως” γυρεύει να την πάρη ο πασσάς. Και τότε όλοι µε µίαν φωνή είπανε και πήγανε και την πήραν από ‘κεί οπού την είχε και την πήγαν εις το Αγγλικόν κονσολάτο να είναι φυλαµένη».
Ο Μπέης που φαίνεται πολύ δίκαιος, προέβλεψε την πτώση των Τούρκων, γιατί αδίκησαν τον ραγιά και σήκωσε το τουφέκι και δείχνει συμπάθεια στον αγώνα των Ελλήνων, γιατί, όπως και ο Αλή πασάς, τους έβλεπε και ως συνεργάτες για την ανατροπή του Σουλτάνου. Έτσι δικαιολογείται και η φιλία και προστασία που πρόσφερε στον Μακρυγιάννη η οποία όμως ήταν πολύ σταθερή, γιατί υπήρχε η μπέσα που τη διασφάλιζε. Γι’ αυτό ο Μακρυγιάννης μπήκε στον αγώνα μόνο, όταν ξεγέρεψε ο προστάτης του και τακτοποίησε τη γυναίκα του αφεντικού του. Συγκινητική είναι η στιγμή του αποχωρισμού, όταν ο Μπέης του είπε να παραγγείλει των καπεταναίων «να ‘χουν δικαιοσύνη εις τον κόσµον, να πάνε οµπρός… ότι φύγαµε από την δικαιοσύνη του Θεού», του έδινε και χρήματα και όπλα, αλλά ο Μακρυγιάννης πήρε μόνο τα όπλα: «Μό’ ‘δωσε άρµατα και µε διάταξε να φέρνωµαι καλά και να πάγω µε τον Γώγο, ότ’ είναι άξιος και τίµιος και φίλος του… Τον περικάλεσα και δια την γυναίκα του πατριώτη µου να την προσέχη και αναχώρησα τα 1821, µπαίνοντας ο Αύγουστος». Αυτό ήταν το φιλότιμο του Μακρυγιάννη και η βαθιά του ευγνωμοσύνη για του ευεργέτες του.
Η ένταξή του στον Αγώνα
Ελεύθερος πια «όρμησε στον Αγώνα ως πειναλέος ιέραξ εις το κυνήγιον» κατά τον Γ. Βλαχογιάννη και τάχθηκε στις οδηγίες του πολύπειρου Γώγου Μπακόλα τον οποίο θαύμαζε για την αντρεία και την φρόνησή του και τον επαινεί για κάθε του ανδραγαθία: «ως λιοντάρι πολεμούσε και ως φιλόσοφος οδηγούσε …ήταν τίμιος άνθρωπος και γενναίος πατριώτης κι αγαθός». Κινήθηκε με δεκαοχτώ Επτανήσιους τους οποίους εξόπλισε με δικά του χρήματα, αλλά όταν έμαθαν στην Άρτα ότι ο Μακρυγιάννης μπήκε στον Αγώνα, άρχισαν να ενώνονται και άλλοι με τους επαναστάτες. Από εδώ και στο εξής ο Μακρυγιάννης θα εγκαταλείψει την ενασχόληση με πρακτικά θέματα και με εμπορικές συναλλαγές και θα αναδείξει τις πολεμικές και πολιτικές του αρετές. Ήταν εικοσιπέντε χρονών και ήταν έτοιμος να γίνει ένας γενναίος και συνετός αρχηγός σαν τον Γώγο Μπακόλα που ήταν το πρότυπό του και είχε μαζί του μια ιπποτική άμιλλα. Πριν όμως αναφερθεί στις μάχες που συμμετείχε ο ίδιος αναφέρεται στην επανάσταση στα Τζουμέρκα και επαινεί τόσο την αντρεία των Ελλήνων αγωνιστών που κέρδισαν στην αρχή, όσο και στην γενναιότητα των Τούρκων που κατέπνιξαν το κίνημα στη συνέχεια και έκαψαν τους Καλαρρύτες, την Πλάκα, τους Μελισσουργούς και το Ματσούκι: «Δεν κατηγοριώνται ούτε οι Έλληνες ούτε οι Τούρκοι για την αντρεία. Σαν λιοντάρια πολέμησαν και τα δύο μέρη» και αλλού: «Και οι Τούρκοι και οι Έλληνες πολέμησαν αντρείως».
Μετά την αποτυχία της επανάστασης στα Τζουμέρκα ο αγώνας συνεχίστηκε στα περίχωρα της Άρτας με απώτερο σκοπό την κατάληψή της, πράγμα πολύ δύσκολο, γιατί είχαν έρθει στην Ήπειρο πολλοί Τούρκοι εξαιτίας της πολιορκίας του Αλήπασα. «οπού ‘ταν πνιµένος όλος αυτός ο τόπος από τα Γιάννινα, ‘Αρτα, Πρέβεζα, Σούλι, όλο αυτό το καυκί πλήθος Τουρκιά και πασσάδες και όλο νέοι κουβαλιώνταν απ’ ούλα τα µέρη της Τουρκιάς και Αρβανιτιάς εξ αιτίας του Αλήπασσα την πολιορκία». Ο Μακρυγιάννης πήρε το βάπτισμα του πυρός στη νικηφόρα μάχη του Σταυρού στα Τζουμέρκα και μετά από λίγες μέρες στη μάχη του Πέτα κοντά στην Άρτα στις οποίες δοξάστηκε ο Γώγος Μπακόλας και ο Σταμούλης Μαλεσιάδας, αλλά διακρίθηκε και ο ίδιος και πήρε και την πρώτη του πληγή στο πόδι. Όλα ήταν έτοιμα για την πολιορκία της Άρτας και ο Μακρυγιάννης εκθειάζει την ομόνοια και την αδελφωσύνη που είχαν οι Έλληνες τα δύο πρώτα της Επανάστασης: «Αποφάσισαν οι νοικοκυραίοι ότι η τυραγνία των Τούρκων την δοκιµάσαµεν τόσα χρόνια, δεν υποφέρνονταν πλέον. Και δι’ αυτείνη την τυραγνία, οπού δεν ορίζαµεν ούτε βιον, ούτε τιµή, ούτε ζωή (ξέραµεν κι’ ότ’ ήµασταν ολίγοι και χωρίς τ’ αναγκαία του πολέµου) αποφασίσαµεν να σηκώσωµεν άρµατα αναντίον αυτής της τυραγνίας. Είτε θάνατος, είτε λευτεριά. Τώρα οπού αρχίσαµεν, να τους πολεµήσωµεν και να θυσιάσωµεν και το βιον µας εις το στρατόπεδον και σ’ εκείνους οπού δεν έχουν τον τρόπον, να τους ζωοτροφίζωµεν και να κάνουν και εκείνοι τα χρέη τους δια την πατρίδα. Τότε σύστησαν τους ανθρώπους τους τίµιους και πρόβλεπαν δια τ’ αναγκαία και δεν καρτερούσαν οι άνθρωποι. Από ‘κείνους πάλε όποιος είχε τον τρόπον τους έδινε και το δικό-του και πολέµαγε και δια την λευτεριάν του• πολιτικός και στρατιωτικός, ήταν το-ίδιον. Και αυτό το σύστηµα ήταν σε όλη την πατρίδα, και µε αυτό το σύστηµα πορέψαµε δυο χρόνια. Τηράτε το ιστορικόν εκείνου του καιρού πόσο προβοδέψαµεν, πόση αρμονία είχαμε, πόση ομόνοια και αδελφωσύνη».
Όλα πια ήταν έτοιμα για το κίνημα κατά της Άρτας. Ο Γώγος Μπακόλας κάλεσε για αυτό τον σκοπό τους Σουλιώτες και τους Αλβανούς του Αλή πασά, αφού είχαν αφήσει έξυπνα να εννοηθεί ότι ο αγώνας γίνεται υπέρ του. Έτσι στα μέσα του Νοεμβρίου ξεκίνησε η μάχη με δύο σώματα τριακοσίων και εκατό αγωνιστών αντίστοιχα με κεφαλές του πρώτου τον Μάρκο Μπότσαρη, τον Γεώργιο Καραϊσκάκη και άλλους γνωστούς πολεμιστές, ενώ του δεύτερου ηγούνταν ο Φωτομάρας και ο Μακρυγιάννης. Η γενναιότητα του πρώτου σώματος παρακίνησε και το δεύτερο να πέσει με ορμή πάνω στους Τούρκους και σε δύο μέρες η Άρτα είχε πέσει στα χέρια των επαναστατών: «Λέγω εις τους αναγνώστες µου, µά την πατρίδα, οι τρακόσοι αυτείνοι δεν ήταν άνθρωποι, ήταν αϊτοί σ’ τα ποδάρια και λιοντάρια εις την καρδιά. ‘Ενα ντουφέκι ρίξαν εις τους Τούρκους και βγάλανε τα σπαθιά• και τους αφάνισαν και τους έµπασαν µέσα εις την χώρα», «Αν ήµαστε οι εκατό κιοτήδες κι’ ανάξιοι, οι τρακόσοι µας φιλοτίµησαν, η γενναιότητα οπού ‘δειξαν εκείνοι, και µας κάµαν κ’ εµάς πολεµιστάς».
Αξίζει να σημειωθούν εδώ, εκτός από την πολεμική αντρεία που επέδειξε ο Μακρυγιάννης η ανεξικακία και η μεγαλοψυχία του. Επικρίθηκε βέβαια από τους αρχηγούς για απειθαρχία, επειδή παράκουσε τις εντολές και με πενήντα παλικάρια μπήκε στην πόλη και πήραν από τα κονάκια των Τούρκων άλογα και βιος, αλλά αυτό του έγινε μάθημα και δεν το επανέλαβε ποτέ ξανά. Την άλλη μέρα πήρε την άδεια από του αρχηγούς να πάει στο Αγγλικό Προξενείο και να σκοτώσει έναν εχθρό του που τον είχε καταδώσει στους Τούρκους. Όμως, όχι μόνο δεν τον σκότωσε, αλλά και αυτόν με την οικογένειά του, όπως και την οικογένεια του Θανάση Λιδωρίκη τους έβγαλε και τους συνόδευσε στο δρόμο της προσφυγιάς προς το Μεσολόγγι. Μέχρι και μια γριά πήρε στον ώμο για να τη σώσει, επειδή ήταν αδύναμη, όταν μετά από δεκαπέντε ημέρες οι Τούρκοι ενώθηκαν και απώθησαν τους λίγους επαναστάτες που είχαν μείνει στην Άρτα, γιατί οι πιο πολλοί είχαν εκστρατεύσει σε άλλες αποστολές και άλλοι είχαν πάει στους τόπους τους για να μεταφέρουν τα πλιάτσικα. Με πολύ πίκρα ο Μακρυγιάννης αναφέρει αυτά τα γεγονότα και τα επικρίνει, όπως επικρίνει και την επίθεση ορισμένων κλεφτών στους Αρτηνούς που συνόδευε στη προσφυγιά ο Μακρυγιάννης, με τέτοια αφοσίωση που θα τη ζήλευαν πολλοί στρατιωτικοί σήμερα: «Και από τότε βλέποντας αυτείνη την αρετή συχάθηκα το Ρωμαίικον, ότ’ είμαστε ανθρωποφάγοι». Στο δρόμο προς το Μεσολόγγι πούντιασε και αρρώστησε βαριά: «Κ’ έκαµα άρρωστος εις τον κίντυνον ως το Μάρτη. Πιάστηκαν τα ποδάρια µου• δεν έβλεπα κι’ από τα µάτια. Και οι καϊµένοι οι Αρτηνοί διακόνευαν, και πλέρωναν άνθρωπον κ’ έρχονταν τόσες ηµέρες δρόµον να ιδούνε τι κάνω. Τόση ευγένειαν είχαν σ’ εµένα». Όντας αδύναμος κατέλυσε στον αδερφό του τον Γεώργιο Καψιμάλλη στο χωριό Σερνικάκι Σαλώνων, όπου με την αλλαγή του αέρα, αλλά και με την συγγενική περιποίηση ανέλαβε δυνάμεις και μετά από τρεις μήνες ήταν έτοιμος για νέους αγώνες στην ανατολική Ελλάδα αυτή τη φορά.
Ως επίλογο ήθελα να παραθέσω την άποψη του Γιώργου Θεοτοκά για τα νεανικά χρόνια του Μακρυγιάννη που συνάδει με όλα τα προηγούμενα: «Η παρουσία ενός τέτοιου παιδιού στην Ελλάδα, την αυγή του 19ου αιώνα, ο χαρακτήρας του, ο τόνος της φωνής του νομίζω πως έχουν μια γενικότερη ιστορική σημασία. Όλα αυτά σημαίνουν ότι έφτασε, επιτέλους, το πλήρωμα του χρόνου, ότι το υπόδουλο γένος σχημάτισε μέσα του έναν καινούργιο ανθρώπινο τύπο, που έχει σκοπό να ελευθερώσει τη γη και την ψυχή της Ελλάδας. Δεν είναι πια ούτε ο υποταγμένος υπήκοος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ούτε ο φυγόδικος κλέφτης που κρύβει το πνεύμα της ελευθερίας στις σπηλιές των ψηλών βουνών, ανάμεσα στα όρνεα και τα αγρίμια. Είναι ο νέος που θαυμάζει τον Ουάσιγκτον. Είναι ο ελεύθερος πολίτης μιας πατρίδας που την ονειρεύεται δίκαιη και ευνομούμενη, ελεύθερος και συνάμα κοινωνικός, με συνείδηση των δικαιωμάτων του και των δικαιωμάτων του λαού του, με πεποίθηση στον εαυτό του, με αλύγιστη εθνική και ατομική υπερηφάνεια».
(συνεχίζεται)

Δείτε ακόμα