ΙΝΝΙΑ ΧΙΛΙΑΔΙΣ ΨΕΙΡΕΣ…
Ο Μήτρος κάθονταν κάτω από μια μπιστιριά. Μπροστά του απλώνονταν ένα απέραντος λειμώνας.Το μάτι του χάζευε μέχρι πέρα.Τι εποχή να ήταν άραγε;Θυμήθηκε ότι το μονο σημάδι εποχής στον Άδη ήταν το δέντρο που στήριζε τη γη.Ανασηκώθηκε και κοίταξε πέρα μακριά.Οι καλικάντζαροι τα είχαν καταφέρει καλά και φέτος πριονίζοντας το δέντρο.Εστίασε καλά και υπολογίζοντας από το πόσο είχε κοπεί ο κορμός λογάριασε ότι στον πάνω κόσμο θα ήταν αρχές Δεκεμβρίου. Εποχή που σφάζουν τα γουρούνια στο Κουσκό, σκέφτηκε και χάιδεψε την κοιλιά του. Εδώ βέβαια δεν υπήρχε ούτε πείνα ούτε δίψα ούτε όσφρηση τίποτα.Έκλεισε τα μάτια του και έφερε μπροστά του την γκλίνα.Από το γουρούνι δεν του άρεσε τίποτα περισσότερο από την γκλίνα.Ούτε οι τσιγαρίδες ,ούτε η τηγανιά ,ούτε τα λουκάνικα.Η γκλίνα.Χαμογέλασε και θυμήθηκε τη χρονιά που πέθανε.Και τότε ήταν ίδια εποχή, μέσα Δεκέμβρη και είχαν σφάξει τα γουρούνι.
Το βράδυ του παρουσιάστηκε ο άγγελος του και τον προειδοποίησε:”Αύριο σε παίρνω”.Σηκώθηκε άγρια μεσάνυχτα και κατέβηκε στο κατώι.Πήρε το αστραφτερό κομμάτι γκλίνα που κρέμονταν στην γριντιά και το κοίταξε.Αχ δεν θα το γευόταν.Τα υπόλοιπα τα είχε τακτοποιήσει από μέρες.’Ηταν μέρες που ήταν στο κρεβάτι και καταλάβαινε ότι είχαν φτάσει τα τελευταία του, αλλά ήλπιζε ακόμη. Είχε όμως εξομολογηθεί και μεταλάβει και είχε τακτοποιήσει όλες τις εκκρεμότητες.Μία εκκρεμότητα έμενε ακόμη να γευτεί την γκλίνα με λάχανο, το φαϊ που τόσο του άρεσε.Τότε το μυαλό του φώτισε μια ιδέα.Έκοψε δυο καλά κομάτια και άρχισε να τα δουλεύει.Είχε αρχίσει να ξημερώνει όταν τελείωσε και ο ιδρώτας έτρεχε στο πρόσωπό του. Η αρρώστια τον είχε καταβάλει.Επιστράτευσε τις τελευταίες δυνάμεις που του είχαν μείνει και πήγε μέχρι το σεντούκι. Έβγαλε την καλή του φορεσιά και την φόρεσε. Αντί για τα καλά του τσαρούχια φόρεσε τα τσαρούχια από γκλίνα που μόλις είχε φτιάξει.Ξύπνησε τη γυναίκα του, την φίλησε και της είπε τι του είπε ο άγγελός του.Την διέταξε να τον παραχώσει όπως ήταν και σωριάστηκε…
Σηκώθηκε και κοιτάξε γύρω του.Ναι ήταν στους λειμώνες του Άδη.Κοίταξε στα πόδια του και όντως φορούσε τα τσαρούχια από γκλίνα.Χαμογέλασε.Αναταραχή επικρατούσε γύρω του.Κόσμος πήγαινε και ερχόταν.Ρώτησε κάποιον δίπλα του τι συνέβαινε.
-Δεν βλέπεις; Οι καλικάντζαροι φέτος θα τα καταφέρουν, θα κόψουν το δένδρο που στηρίζεται η γη.Πάει και ο πάνω και ο κάτω κόσμος.
Κοίταξε μακριά κατά το μέρος των διαβόλων και είδε ένα πελώριο δένδρο που στήριζε την τεράστια σκεπή από πάνω τους, έτοιμο να σωριαστεί. Αναστέναξε και σκέφτηκε ότι είχε την λύση.Θυμόταν τη γιαγιά του, που του ΄λεγε πόσο άρεσε στους καλικάντζαρους το χοιρινό.Έπεσε στα γόνατα και επικαλέστηκε τον Αϊ Ταξιάρχη…
Σε λίγα λεπτά οι καλικάντζαροι μαζεύτηκαν κάτω από τα τσαρούχια γκλίνας προσπαθώντας να τα φτάσουν.Έτσι πέρασαν οι λίγες μέρες που απόμεναν,ήρθε το δωδεκαήμερο και ανέβηκαν στη γη. Και έτσι σώθηκε ο κόσμος χάρη στην γκλίνα του Μήτρου…
Σκεφτόταν τώρα την γκλίνα και του έτρεχαν τα σάλια.Τότε θυμήθηκε ότι ο Αϊ Ταξιαρχης του είχε πει ότι για το καλό που έκανε θα του έδινε ότι ζητούσε.Να τι θα ζητούσε! Να ανεβεί φέτος στον πάνω κόσμο με τους καλικάντζαρους και να ξαναφάει γκλίνα με λάχανο.
-Αϊ Ταξιάρχ’ θέλω να μου επιτρέψεις να ανέβω στον πάνω κόσμο για να ξαναδώ το χωριό μου, το Κουσκό, να ξαναφάω γκλίνα…
-Τι είναι αυτά που ζητάς Μήτρο.Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα…
-Μα μου υποσχέθηκες τότε που έδωσα την γκλίνα μου…
-Άκου Μήτρο οι πεθαμένοι δεν έχουν πάρε δώσε με τους ζωντανούς κι ύστερα το χωριό άλλαξε πέρασαν τόσα χρόνια….
-Όσο και να άλλαξε το Μοναστήρι είναι εκεί, ο Κατούρας,η πλατεία, ο Αϊ Θανάσης .
-Καλά θα σε αφήσω αλλά αν τρομάξεις του ζωντανούς σε παίρνω αμέσως.
Ο Μήτρος άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε γύρω του.Ήταν σκοτάδι αλλά γνώρισε τον τόπο.Στον Κατωσιόποτο , στ΄ Αγιονέρι.Στα πλευρά του ένιωθε μια σουβλιά.Μια βατσνιά τον είχε αγγυλώσει.Άρα ένιωθε,ένιωθε….Θα γευόταν λοιπόν και την γκλίνα.Έπιασε να ανεβαίνει τα λακώματα.Βγήκε στον Αϊ Δημήτρη,είδε τα καντηλάκια στα μνήματα αναμμένα.Άκουσε την καμπάνα να χτυπά χαρούμενα. Κόλιαντα, σκέφτηκε,τα παιδιά χτυπούν την καμπάνα προτού ξεκινήσουν.Κοντοστάθηκε αλλά δεν άκουσε κουδούνια.Είμαι μακριά σκέφτηκε, δεν ακούγεται.Τράβηξε κατά το Μοναστήρι των παμμεγίστων Ταξιαρχών , να κάνει τον σταυρό του.Πλησιάζοντας ανατρίχιασε.Μια μεγάλη τρύπα έχασκε στο μέσο του νότιου περίβολου.’Εφερε μια γύρα.Η ίδια εικόνα εγκατάλειψης και καταστροφής παντού.Η οροφή πεσμένη, τα κεραμίδια σπασμένα,οι τοίχοι φουσκωμένοι,τα σνάζια σάπια….
Θόλωσε,δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια του,κοκκίνησε ,θύμωσε και τότε ούρλιαξε :
-”Αφέντες μου συγχωριανοί, στην κάπα σας ιννιά χιλιάδις ψείρες,
άλλις κλουσσούν,άλλις γιννούν κι άλλις αβγουματίζουν…”
Το πήρε ο άνεμος πάνω στα παγωμένα φτερά του και το ούρλιαξε σε όλο το χωριό και ακόμα παραπέρα….
ΕΝΑΡΞΗ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΣΤΗΝ ΜΟΝΗ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΤΩΡΑ!
Κλωνάρας Θόδωρος.