Τα ουρλιαχτά κριτήριο μιας παρακμιακής κοινωνίας
Γράφει ο Τάσος Σεβαστιάδης
Τα πολύ παλιά χρόνια ήταν μια πολιτεία χώρα που την έλεγαν Αγραικία. Η πολιτεία αυτή απλωνόταν στις ακτές της θάλασσας. Η θάλασσα αυτή ήταν στο κέντρο της γης και οι κάτοικοι της Αγραικίας αλλά και άλλοι άνθρωποι που ήταν σε άλλες ακτές της θάλασσας προηγούμενα από τους Αγραικούς την αποκαλούσαν Μεσογαία Θάλασσα.
Υπολογίζω να ήταν έξυπνοι και σπουδαίοι άνθρωποι γιατί από τότε νωρίς – νωρίς κατάλαβαν ότι οι άλλες περιοχές της γης είχαν λιγότερο αναπτυγμένους πολιτισμούς γι’ αυτό αποφάσισαν ότι το κέντρο της γης ήταν εκεί που ζούσαν αυτοί. Δηλαδή γύρω από τη θάλασσα που ήταν στο κέντρο της γης και που ήθελαν να την πούμε Μεσογαία.
Είναι αλήθεια ότι στους πολιτισμούς που αναπτύχθηκαν γύρω από τη Μεσογαία, έγιναν θαύματα που ως τότε ο άνθρωπος δεν είχε ξανακάνει σε τούτη την υδρόγειο. Ο Χαμουραμπί έγραψε τους πρώτους νόμους (χωρίς αυτή να είναι Χαμούρικοι. Αυτούς τους έγραψαν οι Αγραικοί αργότερα στα νεότερα χρόνια). Οι νόμοι αυτοί στάθηκαν αφορμή να υπάρχουν κανόνες στη ζωή του νέου ζώου του – τον άνθρωπο που άρχισε να προγραμματίζεται η ζωή του καλύτερα. Έτσι κάθε πολιτισμός παίρνοντας τα καλύτερα στοιχεία από τους προηγούμενους δημιουργούσε νέα πατώντας τα προηγούμενα. Βέβαια ο άνθρωπος σιγά-σιγά εξανθρωπίζονταν. Ήταν όμως και σε εκείνους τους πολιτισμούς έννοιες καταραμένες όπως οι λέξεις Πόλεμος – Βία – Σκλαβιά.
Αυτό γινόταν γιατί κάποιοι άνθρωποι νόμιζαν ότι αν έχουν τα πάντα θα γίνουν καλύτεροι. Και όμως!!! Από την έως σήμερα τακτική τους αποδεικνύεται ότι όσα περισσότερα έχεις τόσο χειρότερος είσαι. Λοιπόν σε αυτή την πολιτεία την Αγραικία είχε όπως είπαμε έξυπνους ανθρώπους που μία μέρα είπε ένας: «ωραία αυτούς τους έξυπνους ανθρώπους μας δεν τους λέμε σοφούς;» Πολύ ωραία είπαν οι άλλοι, από δω και πέρα έτσι θα τους λέμε!!! Αυτοί οι Σοφοί κάνα νόμους πρωτοφανέρωτους στην Αγραικία και σε όλη την οικουμένη. Μία φορά ένας είπε, ξέρετε τι λέω; Τι τον ρώτησαν οι άλλοι; Να κάνουμε δραχμές από σίδερο να μην μπορεί να υπάρχει ενδιαφέρον για πλουτισμό. Γιατί σου λέει; Ποιος κουβαλάει τις δραχμές – σίδερα; Έχουν βάρος, είμαστε αδύνατοι να τις σηκώσουμε να τις κουβαλάμε πάλι με τον αραμπά ή τέλος πάντων ότι μεταφορικό μέσο είχε ο καθένας (δεν υπήρχαν τρακτέρ ή ταξί τότε) πάλι κόπος υπάρχει. Δεν παν στο διάολο οι δραχμές – σίδερα. Έτσι αυτή οι έξυπνοι ή σοφοί όπως τους είπαν, κάναν τη ζωή όλων των ανθρώπων πιο εύκολη. Και όχι μόνο. Μιλούσαν και για παράξενα πράγματα, κάποιοι από αυτούς λέγανε ότι οι άνθρωποι πρέπει να είναι μεταξύ τους ίσοι. Άκου πάλι! Μα τέτοια κουταμάρα! Όμως αυτοί τα κατάφεραν και μάζευαν τον κόσμο στις εκκλησίες του δήμου και τους έκανα προπαγάνδα υπέρ της μίας λέξης που δεν έχει ξανακουστεί. Δημοκρατία!!! Η επιμονή τους για να βροντοφωνάζουν αυτή τη λέξη μου θυμίζουν την επιμονή σήμερα της Παπαρήγα και του Κουτσούμπα. Τέλος ξανάρθαν στα πράγματα αυτοί που θέλουν τα πολλά. Και πώς τα κατάφεραν; Μα ήταν πολύ απλό. Κάναν τις δραχμές μικρότερες και μάλιστα για να μη χάνουν την αξία τους τις έκαναν από χρυσάφι. Όμως δεν ήξεραν κάτι ή μπορεί και να το ήξεραν ίσως. Ότι η αδικία φέρνει την παρακμή και ίσως για αυτό το κάνουν κράτος ισχυρό και σκληρό. Όμως και έτσι η παρακμή άνοιξε την πόρτα και μπήκε στο σπίτι. Έτσι κάπως μετά την παρακμή της Αγραικίας φάνηκε κάποτε στην αγροικία μία πάνοπλη μηχανή πολέμου και έκανε σκλάβους τους Αγραικούς. Η πολεμική αυτή μηχανή ήρθε από την διπλανή στην αγροικία χώρα που την έλεγαν Μποταρία. Ποιος ξέρει ίσως την είπαν έτσι γιατί η χώρα τους έμοιαζε με μπότα καουμπόι του Φαρ Ουέστ. Όμως πάλι αφού οι Ιρλανδοί, οι Ουαλοί και ούτε καν ο δικός τους Χριστοφοριανός Κολύμπις δεν είχαν πάει πάει στο Φαρ Ουέστ; Μάλλον οι δικοί τους Σοφοί πρέπει να οραματίστηκαν ότι έπειτα από πολλά χρόνια η χώρα τους θα μοιάζει με καουμπόικη μπότα. Δεν παίρνω όρκο. Αλλά δεν μπορώ να δώσω άλλη εξήγηση για αυτή την ονοματολογία. Όμως και αυτοί οι Μποτιανοί όπως τους λέγαν (αλλά αν θυμάμαι καλά τους λέγαν και Καισαρικούς, δεν ξέρω γιατί…) έπεσαν στην ίδια πεπατημένη. Να μικρά χρυσά νομίσματα (έτσι τα λέγανε αυτοί – όχι δραχμές) και να καραβιές ο χρυσός από δω και από κει και να η αδικία να πάει σύννεφο.
Αυτοί επειδή το κράτος τους ήταν ισχυρό και κρατούσαν την εξουσία τους με το στανιό πιο πολύ, όχι απλώς είχα παρακμή, είχαν σαπίλα. Η καλύτερη γκόμενα που είχαν ήταν η αδερφή τους και η μάνα τους ίσως αν ήταν καλοστεκούμενη και η γιαγιά τους. Σαπίλα σου λέω!!! Σαπίλα του κερατά!!! Έφτασαν να ηδονίζονται από την αλληλοσφαγή των αιχμαλώτων τους που επειδή πάλευαν μέχρι τελικής πτώσης (σφάξιμο) με το σπαθί (ξίφος) τους λέγαν ξιφομάχους. Και είχε εθιστεί και ο λαός του σε τέτοιο βαθμό ώστε να φωνάζει από την κερκίδα σε αυτούς που ξιφομαχούσαν στην αρένα. Και ούρλιαζαν σαν τους λύκους «σκότωστον, σκότωστον»…
Βρίσκομαι σήμερα μπροστά στην TV και παρακολουθώ (όχι με ιδιαίτερο ενδιαφέρον) έναν ποδοσφαιρικό αγώνα. Η αγωνία για πολλούς πρωτοφανής. Σκέφτομαι, αν νοιάζονταν έτσι για το μεροκάματό τους, ίσως ήμασταν κάπως διαφορετικά. Ακούω ξαφνικά τα ουρλιαχτά: «πάτα τον κάτω τον π@@στ@»… Δεν ξαφνιάζομαι, όμως θλίβομαι, γιατί τα ουρλιαχτά είναι κριτήριο μιας γερασμένης, παρακμιακής κοινωνίας, όπως παλιά στην Αγραικία ή την Μποτανία…
Υ.Γ. Κάθε συλλογισμός, πέρα από αυτούς που διαβάσατε είναι εκ του πονηρού και δεν φέρνει ευθύνη ο γραφέας…