ΤΟ ΠΑΣΧΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΚΟΣΜΑ ΓΡΕΒΕΝΩΝ
α) Το Σαββάτο του Λαζάρου
Είναι η μέρα που αρχίζουν οι διακοπές του Πάσχα για τους μαθητές του σχολείου. Από το πρωί όλα αυτά τα παιδιά του σχολείου αλλά και τα μικρότερα παιδιά, με το καλάθι τους στο χέρι ή τον τροβά τους στον ώμο, πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι και λένε τα κάλαντα αυτής της μέρας, με τα δικά της τραγούδια. Απ’ άκρη σ’ άκρη, σ’ όλα τα σοκάκια, σ’ όλους τους δρόμους, ακούς μόνο παιδικές φωνές και τραγούδια. Με τα τραγούδια της ημέρας, τα τραγούδια της Λαζαρίνας παντού. Οι νοικοκυρές, που το «έχουν σε καλό» να περάσουν τα παιδιά από το σπίτι τους, για να τους τραγουδήσουν τη Λαζαρίνα, τους δίνουν παράδες (μία δραχμή, ένα «πινηντόλιπτο» και κάτι δεκάρες, εκείνες με την τρύπα). Αλλά οι πιο πολλοί, ρίχνουν μέσα στο καλαθούλ’ καραμέλες (εκείνες τις κόκκινες με τη ζάχαρη), στραγάλια, σταφίδες και αυγά, λέγοντας τα:
«Χρόνια πουλλά κι καλή πρόουδου κι τήρατι να μάθτι καμιά κλούτσα γράμματα,
γιατί άνθρουπους αγράμματους, ξύλου απιλέκιτου».
Κι’ εκείνα τραγουδούσαν:
Ήρθ’ ο Λάζαρος, ήρθαν τα βάϊα, ήρθ’ η Κυριακή που τρών’ τα ψάρια.
Σήκω Λάζαρε και μη κοιμάσαι, ήρθ’ η μάνα σου απ’ το παζάρι, σου ’φερε χαρεί και καλαμάρι.
β) Η Μεγάλη Εβδομάδα.
Από την Μεγάλη Πέμπτη αρχίζουν οι εντατικές προετοιμασίες για το Πάσχα.
Τη Μεγάλη Πέμπτη γίνεται και το βάψιμο των αυγών. Από πριν έχουν ετοιμάσει με το κονδύλι τις περδίκες. Το κονδύλι γίνεται από μία κληματόβεργα μάκρους ίσα με είκοσι εκατοστά. Στη μία του άκρη και πάνω στον κόμπο τρυπούν την βέργα και κάνουν μία μικρή λακκούβα, η οποία καταλήγει σε μία μικρή οπή. Στην οπή αυτή βάζουν ένα μικρούτσικο αλλά λίγο πλατύτερο προς τα επάνω τενεκεδένιο σωλήνα. Παλιά έβαζαν τις άκρες από τα κορδόνια που τότε ήταν τενεκεδένια. Τώρα στο επάνω μέρος βάζουν το κερί, θερμαίνουν το κονδύλι με μία λαμπάδα στο σημείο που είναι ο τενεκεδένιος σωλήνας, το κερί λειώνει και στάζει από τη μικρή οπή πάνω στα αυγά και με την κίνηση του κονδυλίου γράφει σ’ αυτά ωραία σχήματα ανάλογα με την επιδεξιότητα αυτής που το κρατά. Οι περδίκες είναι καλοδιαλεγμένα αυγά πάνω στα οποία με την βοήθεια του κονδυλίου σχεδιάζουν με το κερί διάφορα σχήματα και λουλούδια. Όταν μετά τα βάφουν, το μέρος που έπεσε το κερί μένει άσπρο. Παλιά μαζευόταν πολλές γυναίκες μαζί και συζητώντας και λέγοντας κάθε μία τη γνώμη της έκαναν τις πέρδικες. Απαραίτητα οι πέρδικες πρέπει να είναι έτοιμες τη Μ. Πέμπτη, γιατί τη μέρα εκείνη βάφουν τα αυγά. Επίσης τη Μ. Πέμπτη λούζονται όλοι και καθαρίζονται. Παλιά το βάψιμο των αυγών γινόταν μ’ ένα ξύλο το μπακάμ. Ήταν κάτι σαν δασύ ανοικτού ροζ χρώματος. Το έβαζαν στο νερό που έβραζε κι έδινε ένα σκούρο κόκκινο χρώμα. Το ξύλο αυτό λένε πως έρχονταν στο παζάρι των Γρεβενών από τα μέρη της Ιερουσαλήμ. Λένε πως ήταν δύσκολο να ξεχωρίσεις το δέντρο αυτό από άλλα όμοια του, που δεν είχαν την ίδια ιδιότητα. Γι’ αυτό ειδικοί το σημάδευαν (εκεί κάτω βέβαια) από πριν ίσως πάνω στον ανθό γιατί τότε μπορούσαν να τα αναγνωρίσουν πιο εύκολα. Λένε πως επειδή δεν μπορούσαν να πλησιάσουν τότε μέσα στα δασιά και γεμάτα φίδια φαρμακερά και άλλα ερπετά δάση, το σημάδευαν και το πυροβολούσαν με χονδρά σκάγια από μακριά και όταν τα ερπετά και τα φίδια έπεφταν σε νάρκη πήγαιναν οι ξυλοκόποι και τα έκοβαν.
Την Μ. Παρασκευή δεν βάζουν πυροστιά ούτε κατσαρόλα στην φωτιά. Ότι θέλουν να μαγειρέψουν το μαγειρεύουν από την προηγούμενη ημέρα. Από το πρωί στολίζουν τον επιτάφιο, με λουλούδια κυρίως δε με άνθη καρποφόρων δένδρων.
Το Μ. Σάββατο οι νοικοκυρές ασπρίζουν καθαρίζουν και στολίζουν τα σπίτια. Πρέπει όλα να λάμπουν.
β) Η Ανάσταση
Η Ανάσταση γινόταν στις τέσσερις τα ξημερώματα. Όλοι, μικροί και μεγάλοι ντυμένοι με τα καλά τους, πήγαιναν στην εκκλησία, ανάβουν τη λαμπάδα και με το «Χριστός Ανέστη», οι ευχές δίνουν και παίρνουν. Η Ανάσταση γινόταν στην πλατεία και την ώρα που ήταν να μπουν στην εκκλησία, με τον παπά μπροστά, κάποιος ήταν πίσω από τη πόρτα, για να μην τους αφήσει να περάσουν. Τότε ο παπάς έλεγε: «άρατε πύλας, ούτος εστί ο Βασιλεύς των ουρανών», αυτός που ήταν πίσω από την πόρτα απαντούσε: «Τις εστίν ούτως ο Βασιλεύς;». Αυτό επαναλαμβανόταν τρεις φορές, οπότε ο παπάς έδινε με το πόδι του μια τη πόρτα και έμπαινε θριαμβευτής στην εκκλησία, όπως και ο Χριστός αναστημένος έμπαινε θριαμβευτής στη βασιλεία των ουρανών. Με το ξημέρωμα όλη η οικογένεια ή και παρέες-παρέες, σουβλίζουν το αρνί, που ήδη έχουν κόψει το Μεγάλο Σάββατο και το βάζουν στη φωτιά για να ψηθεί. Η Δεύτερη Ανάσταση γινόταν στις δώδεκα το μεσημέρι. Μετά την Θεία Λειτουργία, ακολουθεί ο χορός των γυναικών στον περίβολο της εκκλησίας, ντυμένες όλες με τα «καλά» τους. Τραγουδούν και χορεύουν τα πασχαλιάτικα τραγούδια. Στη συνέχεια πηγαίνουν στα σπίτια τους, όλη η οικογένεια κάθεται στο πασχαλινό τραπέζι για να φάνε το ψητό αρνί, «το ψήμα» και να τσουγκρίσουν τα κόκκινα αυγά. Καθόταν στο τραπέζι όλοι οι συγγενείς μαζί και τρώγανε. Το απόγευμα και μέχρι αργά το βράδυ, θα διασκεδάσουν στην πλατεία τραγουδώντας και πάλι τα πασχαλιάτικα τραγούδια.
ΠΑΣΧΑΛΙΑΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γη, σημαίνουν τα ουράνια.
Σημαίνει και η Αγία Σοφιά, με τις χρυσές καμπάνες.
Απρίλη, Απρίλ’ απ’ έρχεσαι, Μάη καταδροσάτε,
σε μήνυσαν τα πρόβατα, ν’ αυξάνεις τα χορτάρια;
σε μήνυσαν και τ’ άλογα, ν’ αυξάνεις τα λιβάδια;
Σήμερα Δέσπω Πασχαλιά, σήμερα άσπρη μέρα.
Σήμερα τ’ αρχοντόπουλα βγήκαν να σεργιανίσουν.
Βγήκαν οι νύφες στο χορό, κοράσια στα τραγούδια,
Κι’ εσύ Δέσπω μ’ δεν φαίνεσαι, να βγεις να σεργιανίσεις.
Σε κλαίει Δέσπου μ’ το παιδί, σε κλαίει και δε μερώνει.
Πραματευτής εδιάβαινε, στο γρίβα του καβάλα.
Σέρνει μουλάρια δώδεκα, μήλο μου μήλο μου
και μούλες δεκαπέντε, μήλο μου μυρισμένο.
Το ίσκιο ίσκιο πάει ’κε, μήλο μου μήλο μου.
τον ίσκιο από τα δέντρα, μήλο μου μυρισμένο.
Να μην τον κάψ’ ο κουρνιαχτός, μήλο μου μήλο μου
και τον μάρανε κι ο ήλιος, μήλο μυρισμένο.
γ) Το ξεπροβόδισμα (Ο αποχαιρετισμός) της Πασχαλιάς
Στο χωριό μας παλαιότερα, την εβδομάδα μετά το Πάσχα, γινόταν η Θεία Λειτουργία κάθε μέρα και σε διαφορετική εκκλησία Τη Δευτέρα του Πάσχα στον Άγιο Αθανάσιο, την Τρίτη στον Άγιο Κοσμά, την Τετάρτη στον μικρό Άγιο Αθανασίου, την Πέμπτη πήγαιναν στο εξωκκλήσι του Αγίου Νικολάου και την Παρασκευή στην Αγία Παρασκευή.
Μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας στο προαύλιο της κάθε εκκλησίας, οι γυναίκες του χωριού, όλες μαζί, πιάνανε το χορό και τραγουδούσαν τα Πασχαλιάτικα τραγούδια, μέχρι το μεσημέρι που μαζευόταν στο σπίτι όλη η οικογένεια και τρώγανε μαζί. Το απόγευμα και μέχρι αργά το βράδυ, μαζευόταν και πάλι στην πλατεία, συνεχίζοντας να τραγουδούν και να χορεύουν τα Πασχαλιάτικα τραγούδια, και τις περισσότερες φορές ακολουθούσε γλέντι με τοπικές ορχήστρες. Λέγετε ότι, αυτή την εβδομάδα,
δεν δούλευε κανείς, μόνο διασκέδαζαν.
Τώρα Μαγιά τώρα δροσιά, τώρα το καλοκαίρι, τα ίτσια, τα ίτσια.
Τώρα φυτρώνουν τα κλαδιά και λουλουδιάζει ο τόπος, τα ίτσια τα λουλούδια.
Όμως το αποκορύφωμα βέβαια, ήταν την Κυριακή του Θωμά. Το απόγευμα κατά τις πέντε η ώρα, βγαίνανε όλοι στην πλατεία, για να αποχαιρετήσουν την Πασχαλιά. Οι γυναίκες πιάνανε το χορό ξεκινώντας από την πλατεία πιασμένες μ’ αυτό τον ιδιαίτερο και ξεχωριστό τρόπο, «σταυρωτά», κάνοντας το διπλό χορό τραγουδούσαν και χόρευαν όλοι τους, τα τραγούδια του αποχαιρετισμού της Πασχαλιάς, σ’ όλους στους δρόμους του χωριού και καταλήγανε ξανά στην πλατεία. Οι πιο νέοι και τα παιδιά, επιδίδονταν σε διάφορα αγωνίσματα, όπως «ρίξ’ μου σ’ τρεις» (άλμα εις τριπλούν), πάλεμα (πάλη) και τρέξιμο, έτσι απλά για να «ζορίζει» ο νικητής τον ηττημένο.
Η γιορτή, η διασκέδαση κρατούσε μέχρι αργά το βράδυ. Αυτή τη φορά, το τραγούδι και ο χορός, είχε ένα ιδιαίτερο πάθος, πιο μεγάλο, αποχαιρετώντας έτσι την Πασχαλιά. Γιατί ξέρανε την άλλη μέρα, τη Δευτέρα του Θωμά, οι γυναίκες θα γύριζαν στα χωράφια, ο ξένος θα έφευγε για τα ξένα, τα μαστόρια θα φεύγανε, αυτοί, άλλοι για τη Θεσσαλία, άλλοι για τη Στερεά Ελλάδα και για την Πελοπόννησο. Όλο αυτό το σκηνικό, όλα τα συναισθήματα και τελικά η ίδια τους η ζωή, λες και καταγράφεται σ’ αυτά τα τραγούδια που λέγανε:
«Για πιάστε τα δικέλλια, ήρθε η Δευτέρα»
Και σκωπτικά:
«Γυναίκες, κορίτσια, τον άντρα μου πουλώ.
Για δε μι φέρ’ παπούτσια, για ταύτου τον πουλώ»
Τα Πασχαλιάτικα τραγούδια είναι και σαν ένα κάλεσμα των προσφιλών τους ανθρώπων που έφυγαν, ένα κάλεσμα των νεκρών, όχι όμως σ’ εκείνο ύφος των μοιρολογιών, αλλά τους εμπλέκουν κι’ αυτούς με τα λουλούδια, με τη φύση με την Ανάσταση. Τραγούδια που υμνούνε την Ανάσταση, την άνοιξη, τη φύση, τα λουλούδια και όλα με τον ίδιο καημό, το ίδιο φινάλε, τον ίδιο πόνο, στους τελευταίους στίχους τους: τον καημό του αποχωρισμού παρόντων και απόντων.
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΞΕΝΙΤΙΑΣ
Διπλό χορό χορεύουμε, διπλά τραγούδια λέμε,
Με το καλό ήρθες Πασχαλιά, με το καλό μας φεύγεις.
Με το καλό να ξαναρθείς, θα σε καλοδεχτούμε.
Οι δύο άγιοι μάλωναν, Αι Γιώργης κι’ Άι Δημήτρης.
Αι Γιώργη, Αι Γιώργη Βούλγαρε και σκορποφαμιλιάρη,
εγώ σμαζεύω φαμιλιές και συ μου τις χωρίζεις
εγώ σμαζώνω πρόβατα και συ μου τα χωρίζεις.
Εγώ σμαζεύω αντρόγυνα κι’ εσύ μου τα χωρίζεις.
Ανάθημα σου ξενιτιά και συ και τα λεφτά σου,
μας παίρνεις τα παιδιά και τα κρατάς κοντά σου.
Βγάλτε τα καινούρια, ντύστε τα τζιρτζέλια.
Ήρθε η δευτέρα, πάρτε τα δικέλλια.
Πάρτε τα δικέλλια, σύρτε και στ’ αμπέλια.
Κορίτσια, γυναίκες, τον άνδρα μου πουλώ,
Για δε με φέρν’ φουστάνι, για ταύτου τουν πουλώ.
Κορίτσια, γυναίκες, τον άνδρα μου πουλώ,
Για δε με φέρν’ παπούτσια, για ταύτου τουν πουλώ.
Κορίτσια, γυναίκες, τον άνδρα μου πουλώ,
Ένα μπιμπίλ’ τον δίνω κι’ όποια θέλει ας τον πάρει.
Κορίτσια, γυναίκες, τον άνδρα μου πουλώ,
Για μία πλέχτρα σκόρδα και άλλη μια κρεμμύδια.
Τώρα Μαγιά τώρα δροσιά, τα ίτσα τα ίτσα,
τώρα το καλοκαίρι, τα ίτσια τα λουλούδια.
Τώρα π’ ανθίζουν τα κλαδιά και λουλουδίζει ο κάμπος,
Τώρα και ο ξένος βόλισε, στον τόπο του να πάει, τα ίτσα τα ίτσα.
Νύχτα σελώνει τ’ άλογο, τα ίτσα τα ίτσα, νύχτα το καβαλικεύει.
Βάζει τα πέταλα χρυσά, τα ίτσια τα ίτσια,
καρφιά μαλαματένια, τα ίτσια τα λουλούδια
και τα καλιγόκαρφα, χρυσά μαλαματένια.
δ) Το καψάλισμα των μαστόρων (η αναχώρηση – Ο αποχαιρετισμός της Πασχαλιάς))
Οι μαστόροι έφευγαν από το χωριό μας την Άνοιξη, κυρίως μετά το Πάσχα, παρέες-παρέες με τα ζώα τους, αλλά και τις πιο πολλές φορές, αν οι αποστάσεις ήταν κοντινές και πεζοί. Το καψάλισμα των μαστόρων, ήταν ίσως από τα πιο σημαντικά γεγονότα, όχι μόνο για τη ζωή τους, αλλά και για το χωριό. Από τη μια μεριά, αποχωρίζονταν τους δικούς τους, τα παιδιά τους, τις γυναίκες τους, απ’ την άλλη, είχαν την αγωνία και την αβεβαιότητα, που θα πάνε και αν θα βρουν δουλειά. Βέβαια οι συμφωνίες κλείνονταν από πιο νωρίς, μπορεί και από την προηγούμενη χρονιά, σε πιο τόπο θα πάνε, παρ’ όλα αυτά, δεν ξέρανε τι θα αντιμετωπίσουν εκεί που πάνε. Από αυτούς, μερικοί θα γύριζαν το καλοκαίρι, για το πανηγύρι του χωριού. Οι περισσότεροι όμως θα γύριζαν το Φθινόπωρο, τον Αι- Δημήτρη, να ξεχειμωνιάσουν στο χωριό και να ξαναφύγουν και πάλι την Άνοιξη. Από βραδύς, στα σπίτια των μαστόρων που θα έφευγαν, στρωνόταν μεγάλο τραπέζι με την οικογένεια όλη, ερχόταν και άλλοι συγγενείς και γινόταν ένα μικρό γλέντι. Με το χάραμα, συγκεντρωνόταν όλοι στην πλατεία για να πάρουν το δρόμο. Οι συγγενείς τους, αλλά και όλοι οι χωριανοί που θα μένανε στο χωριό, τους «ξεπροβοδούσαν», τους συνόδευαν μέχρι το εκκλησάκι της Αγίας Τριάδας, δύο περίπου χιλιόμετρα από το χωριό. Εκεί ήταν το δικό μας «κλαψόδεντρο», ένα μεγάλο δέντρο, που όλα αυτά τα χρόνια έστεκε εκεί για να βλέπει τον αποχωρισμό των μαστόρων από τους δικούς του και τις οικογένειες τους. Μετά το ξεπροβόδισμα, οι γυναίκες γυρνώντας πίσω, έκοβαν μερικά κλαδιά από το δέντρο και τα βάζανε στην εξώπορτα (ίσως μέχρι να μαραθούν να ξανάρθουν).