συμπλευση

Euromedica

euromedica ygeia

Ορθοδοντικός Δώρα Μπαρτζιώκα

vandal

Γειτονιές στα παλιά Γρεβενά

Το παρακάτω κείμενο αναφέρεται στις γειτονιές της πόλης των Γρεβενών από το βιβλίο του Θ.Σαράντη «Μακεδονικά» της Εταιρείας Μακεδονκών Σπουδών.

 

Το Σελιό, (Σουλιό).

Ή μοναδική συνοικία πού βρισκόταν στή δεξιά όχθη του Γρεβενίτικου ποταμού, στους πρόποδες του λόφου Κισλάς, όπου εκεί επάνω είχαν διασωθεί μέχρι σχεδόν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο οι τουρκικοί στρατώνες, γιά δύναμη συντάγματος πεζικού μέ τους ανάλογους στάβλους.

Στη συνοικία κατοικούσαν, μπορούμε να πούμε, σχεδόν κατά αποκλει­στικότητα….

μόνιμοι ή παραχειμάζοντες Βλαχόφωνοι από τη Σμίξη, την Αβδέλλα και τη Σαμαρίνα. Κανένας Τούρκος δεν κατοίκησε ποτέ εκεί.

 

Στη νότια άκρη τού Σελιού, πάντοτε δεξιά από τον Γρεβενίτικο, σ’ ένα σημείο της υπερυψούμενης όχθης του, υπήρχε από ανέκαθεν άλλη μία εκκλησία στη μνήμη τού αγίου Αχιλλίου, όπου εκκλησιάζονταν οι χριστιανοί εκείνης της συνοικίας2. Κατά την τουρκική κατάκτηση οι Τούρκοι άρπαξαν τήν εκκλησία από τους χριστιανούς, τη μετέτρεψαν σε τζαμί και ανήγειραν δίπλα τον σχετικό μιναρέ. Σ’ αυτό το τέμενος προσκυνούσαν και οι Τούρκοι στρατιώτες των στρατώνων τού Κισλά και παρέμεινε εν λειτουργία μέχρι το 1924, όταν οι Τούρκοι έφυγαν από τα Γρεβενά με την ανταλλαγή των πληθυσμών.

Στα 1927, οι χριστιανοί πήραν το τζαμί και, αφού μουσουλμάνοι δεν υπήρχαν πια στα Γρεβενά, το επανέφεραν σε εκκλησία, το επισκεύασαν και το αφιέρωσαν πάλι στη μνήμη τού αγίου Αχιλλίου. Τον μιναρέ του, με μεγάλη πομπή, ο λαός τον γκρέμισε ψάλλοντας θρησκευτικούς ύμνους3. Τον ναό αυτό, μετά από σαράντα χρόνια από την απελευθέρωση, ο μητρο­πολίτης Φίλιππος τον ανήγειρε εκ βάθρων.του».

Ο σημερινός Σεβασμιώτατος μητροπολίτης Γρεβενών κ.κ. Σέργιος επανέφερε τον ναό στη μνήμη του πολιούχου της πόλης Αγίου Αχιλλίου.

Πλάι, προς τα ΝΔ, εκτεινόταν ενα μικρό, πολύ όμορφο λιβάδι, ό «Αχίλλης ό Μικρός», σε αντιδιαστολή με τον «Αχίλλη τον Τρανό», πού βρισκόταν στο αντίθετο σημείο της πόλης

Πήραμε και εμείς τότε μέρος σ’ αυτό το γκρέμισμα. Κρατήσαμε την άκρη κά­ποιου σχοινιού, πού έσυρε τον μιναρέ και τον γκρέμισε

 

images/stories/grevena/_resize.jpg

Τό Κούρβουλο.

Αμιγής και αυτή ή συνοικία. Εκτεινόταν προς τα βορειοδυτικά τού σημερινού μητροπολιτικού ναού, προς την Κυρακαλή. Ίσως εκεί να ήταν το χωριό Αυλαίς». Στο Κούρβουλο κατοι­κούσαν από αιώνων γηγενείς κάτοικοι, γεωργοκτηνοτρόφοι κατά το πλείστον και ολίγοι μόνιμοι ή παραχειμάζοντες Βλαχόφωνοι Περιβολιώτες. Στο βορειοδυτικότερο άκρο της πόλης και πάνω στον Γρεβενίτικο ποταμό βρισκόταν ό υδρόμυλος τού Μπουσίου.

 

Τα Αλώνια:

Εκτείνονταν στο νοτιοδυτικό παρόχθιο τμήμα της πόλης, πάνω στή χθαμαλή αριστερή όχθη. Την κατοικούσαν σχεδόν εξ ολοκλήρου εντόπιοι κάτοικοι γεωργοκτηνοτρόφοι και λαχανοκηπουροί. σποραδικά κατοικούσαν μερικοί Τούρκοι και μερικοί Βλαχόφωνοι. στη νοτιοδυτική άκρη της συνοικίας και της πόλης βρισκόταν ο υδρό­μυλος τού Βούλγαρη. Δεν αναφέρεται να υπήρχε εκκλησία σ’ αυτή τη συνοικία.

 

Η Μπάρα:

Η πιο λαϊκή συνοικία των Γρεβενών. Κατείχε το ΝΑ τμήμα της πόλης στο τελείως επίπεδο παρόχθιο μέρος της, όπου κα­τοικούσαν κυρίως οι σιδεράδες (γύφτοι), οι όποιοι έκτος από τη σιδηρουρ­γία τους. το καλοκαίρι εργάζονταν σαν κεραμοποιοί στα κεραμαρειά, πού βρίσκονταν πλάι στο ποτάμι. Οι περισσότεροι από αυτούς ήσαν και είναι και σήμερα ακόμα εξαιρετικοί λαϊκοί οργανοπαίκτες.

 

Ο Μεράς:

Αμέσως ανατολικά, συνέχεια με συνοικία Μπάρα, εκτεινόταν, σε μήκος περισσότερο από χίλια μέτρα, ένα καταπράσινο επίπεδο λιβάδι, ο «Αχίλλης ο Τρανός» ή «Μεράς», όποιος τον αποκαλούσαν1.

Στην ακρότατη ανατολική άκρη τού «Μερά», στη στροφή τού Γρεβενίτικου ποταμού, βρισκόταν ο υδρόμυλος τού Μανάκα. Αμέσως μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, κατά το 1920-21, με τεχνίτες Λευκορώσους πρόσφυγες, εγκαταστάθηκε σ’ αυτόν τον υδρόμυλο η πρώτη υδροη­λεκτρική μονάδα, των Κυπριτζή-Μανάκα, από όπου τα Γρεβενά είδαν το πρώτο ηλεκτρικό φώς.

Τον  Αχίλλη τον Τρανό» οι κάτοικοι τον χρησιμοποιούσαν, κατ’ αρχήν, σαν «μεράν». Απαγόρευαν τη βοσκή εκεί ολόκληρο τον χειμώνα και την άνοιξη «έριχναν» μέσα τα μεγάλα ζώα, πού έπρεπε απαραιτήτως να ανήκουν σε μόνιμους δημότες των Γρεβενών. Για τη βοσκή αυτή οι κάτοχοι των ζώων πλήρωναν στον Δήμο, σαν δικαίωμα βοσκής, ένα μι­κρό συμβολικό τίμημα, πού το έλεγαν (οτλάκι)2.

(Μεράς)Τουρκική λέξη. Σημαίνει ένα κοινόχρηστο λιβάδι,  απαραίτητο  σε όλα τα χωριά για τη βοσκή των μεγάλων οικόσιτων και άροτριώντων ζώων.

(οτλάκι). Τουρκική λέξη. Δικαίωμα βοσκής πού πληρωνόταν  στον   Δήμο   ή στην Κοινότητα

Σήμερα το μεγαλύτερο ανατολικό τμήμα του λιβαδιού το αξιο­ποίησε ή Γεωργική Υπηρεσία με πειραματικές καλλιέργειες και το υπό­λοιπο προς τα δυτικά παραμένει χέρσο για να γίνονται εκεί οι εμποροπα­νηγύρεις, όπως θα εκθέσουμε πιο κάτω.

 

Το Ντορούτ:

Στο κέντρο της σημερινής πόλης των Γρεβενών και αμέσως ανατολικά από τη μεγάλη πλατεία, όπου γίνεται σήμερα ή εβδομαδιαία λαϊκή αγορά, κατά τη ζωντανή παράδοση, υπήρχε ή κεντρι­κή εκκλησία των Γρεβενών, στη μνήμη της αγίας Παρασκευής.
Αυτή την εκκλησία οι Τούρκοι, όταν κυρίευσαν τον τόπο, στις αρχές του ΙΕ’ αι., τη μετέτρεψαν σε τζαμί. Στο νοτιοδυτικό του μέρος, προς την κατεύ­θυνση της Μέκκας, έκτισαν τον μιναρέ και στο αντίθετο μέρος, προς τη σημερινή αγορά, έκτισαν το «κιόσκι» με τη βρύση του «καθαρμού». Πιο πέρα αργότερα κτίσθηκε το μουσουλμανικό ιεροδιδασκαλείο, πού πολύ αργότερα, κατά τον ΙΘ’ αι., εξελίχθηκε σέ ένα σύγχρονο τουρκικό σχο­λείο, πού διατηρήθηκε μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών.

Γύρω από το μουσουλμανικό αυτό κέντρο άρχισαν να συγκεντρώνο­νται οι Τούρκοι, έτσι πού τα σπίτια τους, με τους πανύψηλους αυλότοιχους για να μην ιδεί κανένα ξένο μάτι τις χανούμισσες, να απλωθούν προς τα ΒΑ και με το πέρασμα του χρόνου να σχηματίσουν τη συνοικία Ντορούτ, όπου εγκαταστάθηκαν και κατοικούσαν, μέχρι την απελευθέρωση, κατά αποκλειστικότητα οι Τούρκοι μπέηδες, οι τσιφλικιούχοι και οι θρη­σκευτικοί και δημόσιοι λειτουργοί.

 

Νοτιότερα από αυτό το τζαμί και στην πεδινή όχθη του Γρεβενίτικου, επί Αλή Πασά, κτίσθηκαν τα «κονάκια του Βελή Μπέη», πού ήσαν ένα εκτεταμένο ορθογώνιο φρούριο, ολόκληρο από πελεκητό γρανίτη, πού λατομήθηκε από κάποιο νταμάρι στην περιοχή του χωριού Έλατος. Είχε μήκος γύρω στα διακόσια μέτρα και πλάτος γύρω στα εκατό. Το τείχος του φρουρίου είχε μεγάλο πάχος και ύψος περισσότερο από δεκα­πέντε μέτρα και στις τέσσερις γωνίες του υψώνονταν τέσσερις πύργοι σε διπλάσιο ύψος. Παντού, στα τείχη και στους πύργους, υπήρχαν πολε­μίστρες και επάλξεις, ενώ στη μεγάλη πόρτα της εισόδου, πού βρισκόταν στη μέση της νότιας πλευράς, υπήρχε ή «καταχύστρα»1. Στο εσωτερικό, στη μεγάλη αυλή, υπήρχε επιβλητικό μεγάλο τριώροφο «κονάκι» για τις οικογένειες των αρχόντων και πιο πέρα ένα μεγάλο ογκώδες οικοδόμημα για τους υπαλλήλους και εργάτες, για αποθήκες και στάβλους. Επρό­κειτο για ένα πολύ επιβλητικό οικοδόμημα, πού δυστυχώς δεν διεσώθη «Καταχύστρα». Άνοιγμα επάνω από την πόρτα της εισόδου από όπου οι αμυ­νόμενοι έχυναν καυτό νερό ή λάδι επάνω σε εκείνους πού θα προσπαθούσαν να παρα­βιάσουν. Οι Τούρκοι ιδιοκτήτες του το πούλησαν πριν φύγουν με την ανταλ­λαγή στην οικογένεια Παπαλέξη, ή οποία σιγά-σιγά το γκρέμισε και αξι­οποίησε τα οικοδομικά υλικά και την οικοπεδική του έκταση

 

Δυτικά, τέλος, από το θρησκευτικό αυτό κέντρο των Τούρκων, προς τη συνοικία «Αλώνια», βρίσκονταν τα δημόσια κτήρια, πού αποτελού­σαν το διοικητικό κέντρο και το ιεροδικείο του κάζα των Γρεβενών, πού ήταν και έδρα του καϊμακάμη.

 

Έξω από την πόλη, προς τα ανατολικά, στο ύψωμα δεξιά για εκείνον πού έρχεται από την Κοζάνη, βρισκότανε να ογκώδες διώροφο κτήριο, πού οι Τούρκοι το χρησιμοποιούσαν για στρατιωτικό νοσοκομείο. Μετά την απελευθέρωση χρησιμοποιήθηκε επί χρόνια για σχολεία, Δημοτικό ή Γυμνάσιο. Τελικά από το 1924 χρησιμοποιείται ως«Εθνικό Οικοτρο­φείο Αρρένων», αφού ανακαινίσθηκε εκ βάθρων.

Όλα αυτά τα τουρκικά δημόσια κτήρια, έκτος από το Οικοτροφείο, πού αναφέραμε, όσα βρέθηκαν με την απελευθέρωση, σιγά-σιγά κατέρ­ρευσαν και στη θέση τους κτίσθηκαν άλλα για δημόσια χρήση, κυρίως σχολεία.

 

Από το άλλο μέρος, μας λείπουν σχεδόν τελείως σαφείς μαρτυρίες ελάχιστα όμως τεκμήρια πού μας διασώθηκαν για την επαναστατική δράση κατά την τουρκοκρατία, κυρίως του ορεινού πληθυσμού της επαρχία για την οποία δεν είναι δυνατόν να ασχοληθούμε ενώ διαφαίνεται ότι ή ιστορία αυτής της απομονωμένης γωνίας του ελληνικού χώρου ήταν και σημαντι­κή και αξιοπρόσεκτη, άλλα και ένδοξη.

 

Επιμέλεια Σάκης Πέτρου