ΤΟ ΚΗΠΟΥΡΕΙΟ ΣΤΙΣ ΦΛΟΓΕΣ ΤΩΝ ΝΑΖΙ (2 VIDEO μαρτυρίες)
Ιούλιος 1944.
Το καλοκαίρι στις δόξες του και τα μεστωμένα χρυσόξανθα στάχια περίμεναν τους θεριστάδες.
Πλαγιές και ισιώματα, ριζώματα, όλα σπαρμένα απ’ τον ευλογημένο καρπό της Δήμητρας.
Οι κάτοικοι του Κηπουργιού όπως και όλων των γύρω χωριών ετοιμάζονταν να εξορμήσουν στα χωράφια τους για να θερίσουν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα τα σιτάρια τους.
Οι μέρες ήταν πονηρές και η Ελλάδα στέναζε κάτω απ’ τη μπότα των ναζιστών των βουλγάρων και των μελανοχιτώνων φασιστών του Μουσολίνι.
https://www.youtube.com/embed/qqzrPEUMLBw&feature=emb_title
https://www.youtube.com/embed/4-_QQckBC-Y&feature=emb_title
Η πόλη των Γρεβενών και τα χωριά της περιοχής των, από μακρού ήδη χρόνου απολάμβαναν την ελευθέρια, γιατί οι αντάρτες του ΕΛΑΣ επιτεθέντες εναντίον των Ιταλών, που στρατοπέδευαν στην πόλη των Γρεβενών και κατά καιρούς εξορμούσαν και στα χωριά για λαφυραγωγία και αρπαγή αγαθών τους ανάγκασαν ύστερα από νικηφόρες μάχες, να εγκαταλείψουν την πόλη των Γρεβενών και η περιοχή να αναπνεύσει τον άνεμο της ελευθερίας.
Η Κοζάνη όμως ήταν το κέντρο στο οποίο και στρατοπέδευε μεγάλη μονάδα των Γερμανοφασιστών.
Κατά καιρούς λοιπόν η μονάδα αυτή έκανε την εμφάνιση της, με τα μηχανοκίνητα μέσα και τα σύγχρονα όπλα τόσο στα Γρεβενά, όσο και στην ύπαιθρο, μόλις οι κάτοικοι πληροφορούνταν την μετακίνηση των Γερμανοφασιστών από την Κοζάνη, άδειαζε η πόλη των Γρεβενών και έντρομοι οι κάτοικοι, κυρίως οι νέοι, κατέφευγαν στα χωριά.
Μια τέτοια πληροφορία έφτασε στις αρχές Ιουλίου 1944 στις δυνάμεις του ΞΛΑΣ που κυριαρχούσαν στην ύπαιθρο και αυτές με τη σειρά τους ειδοποίησαν σχετικά τους κατοίκους, πιάνοντας συγχρόνως δεσπόζουσες θέσεις για να χτυπήσουν τον εχθρό και να του ανακόψουν την προέλαση.
Οι κάτοικοι του Κηπουργιού αλλά και όλων των γύρο χωριών, μόλις ειδοποιήθηκαν απ’ τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ και του Ε.Α.Μ. εγκατέλειψαν τα χωριά παίρνοντας μαζί τους τα πιο απαραίτητα είδη απ’ τα σπίτια τους και κατέφυγαν της απρόσιτες κορφές της Γόργιανης, σε βαθιές κοιλάδες και ρεματιές και στα πυκνά δάση για να γλυτώσουν τη σφαγή.
Γνώριζαν από άλλες επιδρομές που έκαναν οι Ναζί σε άλλα χωριά ή και πόλεις κατά τις οποίες έσφαζαν τους κατοίκους, έπαιρναν ομήρους τους νέους, λεηλατούσαν τις περιουσίες και έκαιγαν τα σπίτια.
Έτσι οι κάτοικοι σε κάθε επιδρομή των Ναζιστών, οι οποίοι και καθοδηγούνταν από Έλληνες προδότες, εγκατέλειπαν στη διάθεση τους τα χωριά και εκεί τραβούσαν να συναντήσουν τη μοίρα τους.
Ένα μεγάλο τμήμα των κατοίκων του Κηπουργιού, αποτελούμενο από ικέτες οικογένειες, διάλεξε για κρυψώνα τη θέση Σαυραπόδι, κοντά στην κοίτη του Βενετικού ποταμού.
Διάλεξαν αυτή τη θέση γιατί ήταν πολύ κοντά στη γέφυρα Σπανού, απ’ την οποία θα περνούσαν οι μηχανοκίνητες μονάδες των Ναζί. Ήλπιζαν πως περνώντας οι εχθροί, δεν θα υποπτεύονταν πως σ’ αυτή την περιοχή θα είχαν καταφύγει άνθρωποι για να κρυφθούν. Σ’ αυτό και μόνο είχαν ποντάρει και εκεί τους ειχε οδηγήσει η μοίρα τους.
Τρύπωσαν λοιπόν μέσα στις χαράδρες, μέσα στα χαμόκλαδα, μέσα σε πυκνούς θάμνους και με κομμένη την ανάσα περίμεναν να περάσουν οι Ναζιστές.
Σε λίγο στη γέφυρα Σπανού φάνηκαν οι πρώτες μηχανοκίνητες μονάδες. Οι μηχανές μούγκριζαν και σκορπούσαν τριγύρω το φόβο και τον τρόμο. Το μαρσάρισμα των μοτοσυκλετών έφτανε στ’ αφτιά των άμοιρων αυτών ανθρώπων, σαν ούρλιασμα πεινασμένων λύκων.
Ένα ρίγος τρόμου τους διαπερνούσε κάθε φορά που νέοι μοτοσικλετιστές και μηχανοκίνητα έφταναν πάνω στη γέφυρα. Λούφαζαν κάτω απ’ τους θάμνους και ούτε αναπνοή δεν έπαιρναν, ενώ οι κοφτερές ακτίνες του καλοκαιρινού ήλιου τους τσουρούφλιζε κυριολεκτικά.
Η πρώτη φάλαγγα έφτασε στο Κηπουργιό και το βρήκε παντέρημο από ανθρώπους. άχαρο ήταν και αγέλαστο, λες και είχε πεθάνει το ίδιο.
Οι Γερμαναράδες τράβηξαν ίσια στους ψηλούς λόφους του χωριού και στρατοπέδευσαν. Στον Άγιο Νικόλαο, στη Ράχη τ’ Κατσαρή, στη Ράχη του Παπαζήση, στον Άγιο Αθανάσιο και στον Άγιο Γεώργιο. Έβαλαν διπλοσκοπιές και οι υπόλοιποι κατηφόρισαν προς στα σπίτια του χωριού για λεηλασία.
Τα πρώτα θύματα των Ναζιστών ήταν τα κοκόρια και οι κότες, που βοσκούσαν αμέριμνα στις αυλές των σπιτιών. Ύστερα ήρθε η σειρά του μπρούσικου κρασιού του Κηπουργιού, που το βρήκαν άφθονο στα βαρέλια στα υπόγεια. Μεθυσμένοι και τρικλίζοντας οι Γερμαναράδες, γύριζαν στους δρόμους του χωριού.
Όλα αυτά τα παρακολουθούσαν οι Κηπουργιώτες από μακρινά παρατηρητήρια.
Το πρώτο βράδυ κύλησε ήσυχο. Τίποτε το ύποπτο δεν παρατηρήθηκε.
Τη δεύτερη νύχτα 7-7-1944 οι Κηπουργιώτες, είδαν πανύψηλες φλόγες να σηκώνονται απ’ την Κοιλάδα του Σαυραπόδι.
Μαύρα φίδια τους έζωσαν. Κρύος ιδρώτας τους περιέλουσε. Μαύρες σκέψεις πέρασαν απ’ το μυαλό τους για τους αγαπημένους ανθρώπους τους που είχαν καταφύγει εκεί.
Στα γύρω υψώματα του Κοσματίου και της Πηγαδίτσας, στα οποία φύλαγαν αντάρτες του ΕΛΑΣ και παρακολουθούσαν τις κινήσεις των Ναζιστών, ακούστηκαν, απ’ την κοιλάδα του Σαυραπόδι, οιμωγές και γοερά κλάματα από ανθρώπους που βασανίζονταν.
Μια μικρή Ναζιστική δύναμη, αποσπάστηκε απ’ τους υπολοίπους και πήγε προς την κοιλάδα στο Σαυραπόδι. Με ευκολία ανακάλυψαν τα κρησφύγετα των Κηπουργιωτών που είχαν καταφύγει εκεί και αφού τους συγκέντρωσαν όλους μαζί, βασανίζοντας τους, τους έκλεισαν όλους μέσα σε μια ξύλινη καλύβα που βρέθηκε στο χώρο αυτό.
Ούτε τα κλάματα των παιδιών, ούτε οι ικεσίες των μανάδων, ούτε οι παρακλήσεις των ανήμπορων ανθρώπων, στάθηκαν ικανά να τους κάνουν ν’ αλλάξουν γνώμη.
Οι Ναζιστές σκληροί και ψυχροί μπροστά στο δράμα των άμαχων ανθρώπων, δεν λύγισαν και ούτε συγκινήθηκαν. Έκλεισαν την πόρτα της καλύβας και βάλαν φωτιά. Καμίνι έξω η κάψα του ήλιου, ντάλα η ζέστη του Ιουλίου. Πύρινες γλώσσες τινάχτηκαν στον ουρανό, γέμισε ο αγέρας μυρωδιές από την ανθρώπινη κνίσα.
Τα έβλεπαν όλα αυτά οι Κηπουργιώτες από τους απέναντι λόφους και σπάραζε η καρδιά τους. Κατάλαβαν ότι κάποιο μεγάλο κακό έγινε στους συγχωριανούς τους.
Σε δευτερόλεπτα όλοι αυτοί, που είχαν την ατυχία να βρεθούν στα χέρια των Ναζιστών, κάηκαν σαν τις λαμπάδες.
Αποτρόπαια πράξη που θα στιγματίζει για πάντα το Γερμανικό λαό. Χρεώθηκε στην ιστορία ένα μεγάλο και βαρύ έγκλημα. Πολύ δύσκολα θα μπορέσει .α το ξεπεράσει. Θα είναι για πάντα μια μελανή κηλίδα που δεν θα σβήσει ούτε -ε το πέρασμα του χρόνου.
Μνημονεύω με τον προσήκοντα σεβασμό όλα τα ονόματα των αθώων αυτών θυμάτων, για να μείνουν ζωντανά στην ιστορία όχι μόνο του Κηπουργιού, αλλά και της Ελλάδος.
Το αίμα τους έγινε αργότερα ένα τεράστιο ποτάμι και πνίγηκαν σ’ αυτό οι ναζιστές και γκρεμίστηκε η Χιτλερική δικτατορία.
Οι Κηπουργιώτες, οι Τρικωμίτες, οι Κοσματίτες, οι Μικρολειβαδίτες που σφάχθηκαν σαν τ’ αρνιά απ’ το μαχαίρι των Ναζιστών, θα μείνουν για πάντα την ιστορία και δε θα λησμονηθούν ποτέ.
Μεταξύ των θυμάτων αυτών ήταν και η δασκάλα του χωριού Κωνσταντινιά Κατσάλη. Την πρόλαβαν τα γεγονότα στο Κηπουργιο και κατέφυγε και αυτή με έλους τους άλλους στην τοποθεσία αυτή για να κρυφτεί.
Ήταν μαζί τους 12 παιδιά ηλικίας από 2 μέχρι 15 ετών καθώς και ένα νήπιο μόλις 5 μηνών. Ήταν ακόμη δυό γριές και μια έγκυος γυναίκα στον 7ο μήνα.
Επίσης στη θέση Λειβάδι του Κηπουργιού, είχε καταφύγει η χήρα Δήμαινα Κάσσου με τα τρία κορίτσια της.
Ήταν πρωί και τα κορίτσια κοιμόταν ήσυχα κάτω απ’ την κουβέρτα με την οποία τα είχε σκεπάσει η μάνα τους. Η ίδια είχε ξυπνήσει λίγο νωρίτερα και πήγε λίγο παρακάτω να τα ετοιμάσει κάτι να φάνε σαν ξυπνούσαν.
Ο Καλοκαιρινός ήλιος έλουζε τα πρόσωπα των κοριτσιών που χαμογελούσαν καθώς ονειρεύονταν στην πρωινή δροσιά.
Με τα κιάλια οι Γερμανοί ανακάλυψαν τα κορίτσια και χωρίς να χάσουν καιρό πήγαν μέχρις εκείνο το σημείο. Η μητέρα τους άκουσε και λούφαξε μέσα στους θάμνους. Δεν κατάλαβε τι την έγραφε η μοίρα.
Μια ρυπή πολυβόλου ακούστηκε και το αίμα έτρεξε ζεστό απ’ τ’ αγγελικά στόματα των κοριτσιών. Μια κόκκινη κορδέλα σχηματίστηκε γύρω από το λαιμό τους και οι ψυχές τους πέταξαν στον ουρανό ν’ ανταμώσουν τους αγγέλους.
Τα αγγελουδάκια της Δήμαινας Κάσσου, δεν υπήρχαν πια, τα ξανασκέπασαν οι Ναζί και πάλι με την κουβέρτα και απομακρύνθηκαν σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Είχαν επιτελέσει το απάνθρωπο έργο τους. Είχαν προσθέσει μια ακόμη θηριωδία, ένα ακόμη έγκλημα στη σωρεία των εγκλημάτων του Ναζισμού.
Τρελή από αγωνία έτρεξε η μάνα να ιδεί τι συμβαίνει. Σαν αντίκρισε νεκρά τα κορίτσια της, σάλεψε ο νους της και δεν ξαναβρήκε ποτέ τα λογικά της. Έζησε λίγα ακόμη χρόνια, ώσπου κάποια μέρα πικραμένη έφυγε απ’ τη ζωή για να τα συναντήσει στους ουρανούς.
Ύστερα οι Ναζί άρχισαν να πυρπολούν με μανία το χωριό. Τεράστιες φλόγες κατακόκκινες έκαιγαν τον ουρανό και μαύρα σύννεφα καπνού τον σκέπαζαν και έκρυβαν τον ήλιο.
Ήταν ένα καλοκαιριάτικο πρωινό στις 11 Ιουλίου 1944.
Το Καλλιμάρμαρο Σχολείο, το καμάρι και η υπερηφάνεια των Κηπουργιωτών λαμπάδιασε πρώτο και το ακολούθησε ο υπέρλαμπρος ναός του Αγίου Νικολάου. Ένα, ένα τα σπίτια του χωριού παραδίνονταν στις φλόγες. Ανήμποροι οι Κηπουργιώτες να αντιδράσουν, έβλεπαν το θέαμα από μακριά και καίγονταν μαζί με τα σπίτια τους και η καρδιά τους.
Όπως οι Αθηναίοι έβλεπαν να καίγεται η Αθήνα από τα στίφη των Περσών και δεν μπορούσαν να αντιδράσουν, έτσι και οι Κηπουργιώτες, αλλά και οι κάτοικοι των γύρω χωριών, κοίταζαν ανήμποροι να κάνουν οτιδήποτε άλλο.
Συγχρόνως με το Κηπουργιό, οι Ναζί έκαιγαν και τα γειτονικά χωριά, το Τρίκωμο, το Κοσμάτι, το Σιταρά, το Μικρολίβαδο.
Στο Κοσμάτι αφού συγκέντρωσαν όλους τους άνδρες του χωριού στην εκκλησία (είχαν γελαστεί και δεν είχαν απομακρυνθεί απ’ το χωριό) και αφού έκλεισαν τις πόρτες της εκκλησίας, τους έπαιρναν έναν έναν και τους έσφαζαν σαν τραγιά. Το ίδιο έκαναν και στο Τρίκωμο και στο Μικρολίβαδο.
Στο Σιταρά, γειτονικό χωριό με το Κηπουργιό, το βράδυ της 11/7/1944 οργανώθηκε επιμελής και με κάθε λεπτομέρεια απ’ τους αντάρτες του ΕΛΑΣ μια νυχτερινή επίθεση εναντίον των Γερμανών στο Κηπουργιό, με επικεφαλής τον αξιωματικό Φουρκιώτη. Χρησιμοποιήθηκαν όλμοι, πολυβόλα και ελαφρά όπλα καθώς και χειροβομβίδες.
Η δύναμη αυτή, που είχε αρκετούς άνδρες, οργανώθηκε με κάθε φροντίδα <αι μυστικότητα. Έφτασαν στα πρώτα σπίτια του Κηπουργιού, από την πλευρά του Σιταρά (σπίτια Καλυβάθκα) μετά τα μεσάνυχτα. Άλλοι πήγαν από την πλευοά του Αγίου Νικολάου, για αντιπερισπασμό και η κρούση εκδηλώθηκε συγχρόνως και απ’ τα τρία σημεία
Ακολούθησε η αιματιρή νυχτερινή συμπλοκή, αλλά οι Γερμανοί αντέδρασαν αμέσως χωρίς να αιφνιδιασθούν. Φαίνεται πως περίμεναν την επίθεση, ή είχε προδοθεί.
Στη νυκτερινή αυτή μάχη, μεταξύ Ναζιστών και ανταρτών του ΕΛΑΣ, σκοτώθηκαν μερικοί αντάρτες μεταξύ των οποίων ο 20χρονος ανθυπολοχαγός Δημάδης απ’ την Καλλιραχη Γρεβενών, ο Αλ. Ντέλλας από το Βυθό Κοζάνης καθώς και πέντε ακόμη αντάρτες των οποίων τα ονόματα δεν γνωρίζω. Περισσότερα για τη μάχη αυτή έγραψε ο γνωστός οφθαλμίατρος Γρεβενών Νίκος Θώμας. Μετά την ατυχή έκβαση της μάχης αυτής, οι αντάρτες ξαναγύρισαν στο Σιταρά.
Την επομένη οι Γερμανοί έφτασαν στο Σιταρά και άρχισαν να βάζουν φωτιά στα σπίτια αρχίζοντας από το σχολείο και την εκκλησία. Μόλις ολοκλήρωσαν το έργο της πυρπόλυσης του χωριού ξεκίνησαν για τη Γεωργίτσα γειτονικό χωριό του Σιταρά και συνοικισμός της ίδιας Κοινότητας.
Στη θέση Αλώνια τ’ Άλλα, στο ύψωμα, δέχτηκαν επίθεση από μια διμοιρία ανταρτών με επικεφαλής τον Ιταλό αξιωματικό ΜΑΒΙΟ ΡΕΒΑΒΙ απ’ τη ΘΕΝΟΝ/Α της ΙΤΑΛΙΑΣ. Ήταν απ’ τους Ιταλούς εκείνους που εγκαταλείψαν τις μονάδες και ομαδικά προσχώρησαν στις τάξεις του ΕΛΑΣ μετά την άνευ όρων παράδοση της φασιστικής Ιταλίας.
Τους επιτέθηκαν με πολυβόλα, χειροβομβίδες και όπλα. Οι Γερμανοί όμως κατάφεραν να ροβολήσουν την ανώμαλη πλαγιά και υποστηριζόμενοι με όλμους και πυροβόλα όπλα απ’ το Κηπουργιό, κατάφεραν να ξεφύγουν χωρίς ανθρώπινες απώλειες.
Καθώς όμως ροβολούσαν την πλαγιά για το ξωκλήσι του Αγίου Νικολάου Σιταρά, ανακάλυψαν τον πρόεδρο του Σιταρά Τασιούλα Παναγιωτόπουλο, που είχε κρυφθεί εκεί και τον σκότωσαν με μια ριπή πολυβόλου και στη συνέχεια τον κατρακύλησαν στην πλαγιά. Δεν είχε προφθάσει να απομακρυνθεί εγκαίρως απ’ το χωριό και κρύφτηκε εκεί προσωρινά.
Οι Ούννοι όμως με τα άγρια ένστικτα δεν τον λυπήθηκαν αν και ήταν ηλικιωμένος. Γύρισαν πάνω του το πολυβόλο και τον σκότωσαν και για να το διασκεδάσουν, τον κατρακύλησαν στην απότομη κατηφορική πλαγιά.
Στην απέναντι πλευρά του Κηπουργιού, σε μια σπηλιά ενός βράχου, ανακάλυψαν κρυμμένο το γέρο Τζιαμαλάκα απ’ το Κηπουργιό. Τον τράβηξαν απ’ τα πόδια έξω από τη σπηλιά και τον σκότωσαν.
Αφού έτσι ολοκλήρωσαν το έργο της σφαγής, της καταστροφής και του εμπρησμού, τα Γερμανικά στρατεύματα κατοχής, δια μέσου της Γεωργίτσας, τράβηξαν για την Καλαμπάκα της Θεσσαλίας αφήνοντας πίσω τους τις στάχτες, τα πτώματα και τα αποκαΐδια.
Τη Γεωργίτσα τη βρήκαν έρημη από κατοίκους και την έβαλαν φωτιά. Σχολείο, σπίτια, εκκλησίες, σε δευτερόλεπτα, τυλίχθηκαν στις φλόγες.
Πως θα μπορέσει άραγε ο Γερμανικός λαός να αποτινάξει από πάνω του τα φοβερά αυτά εγκλήματα των Ναζιστών πώς θα αποπλύνει τον ρύπον του αμαρτήματος;
Πέρασαν από τότε δεκάδες χρόνια. Αρκετοί Κηπουργιώτες και όχι μόνον, μετανάστευσαν στη Δυτική Γερμανία, δούλεψαν, έκαναν περιουσίες και έζησαν μαζί με τους Γερμανούς. Συνεργάστηκαν μαζί τους και γνώρισαν από κοντά τον πολιτισμό τους.
Ο ίδιος υπηρέτησα σαν δάσκαλος στα Ελληνικά Σχολεία, που ήταν ενταγμένα στο Γερμανικό Δημόσιο και με πλήρωναν οι Γερμανοί. Απ’ την ψυχή μας ίσως δεν μπορούν να σβηστούν, τόσο εύκολα αυτά τα φοβερά εγκλήματα που διέπραξαν στη χώρα μας και στον τόπο μας οι Ναζιστές.
Η Κοινότητα Κηπουργιού, στον τόπο του μαρτυρίου και της θυσίας των συγχωριανών της, ανήγειρε μαρμάρινο μνημείο για να θυμίζει στους επερχόμενους το πέρασμα απ’ εκεί των Ούννων.
Κάθε χρόνο, ένα απέριττο στεφάνι απ’ τ’ αγριολούλουδα που φυτρώνουν στο Σαυραπόδι, το καταθέτει σε ανάμνηση τους.
Το κείμενο αυτό γράφτηκε ακριβώς γι’ αυτό το λόγο.
ΑΙΩΝΙΑ Η ΜΝΗΜΗ ΤΟΥΣ.
απο το βιβλίο του Αθανασίου Στεφανή “ΤΟ ΚΗΠΟΥΡΓΙΟ” ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΡΕΙΑ
Πυρποληθέντες:
Ελευθερίου Δημήτριος, πατέρας, ετών 53
Ελευθερίου Βασιλική, σύζυγος, ετών 52
Ελευθερίου Γεώργιος, γιος, ετών 12
Ελευθερίου Ευρυάνθη, κόρη, ετών 9
Κατσουγιάννης Βασιλ., πατέρας, ετών 55
Κατσουγιάννη Ανδρονίκη, σύζυγος, ετών 45
Κατσουγιάννη Αλεξάνδρα, κόρη, ετών 13
Κατσουγιάννη Βαρβάρα, κόρη, ετών 11
Κατσουγιάννης Αθανάσιος, γιος, ετών 8
Κατσουγιάννη Δήμητρα, κόρη, ετών 5
Κατσουγιάννη Κωνσταντινιά, κόρη, ετών
Καρέτσος Γεώργιος, πατέρας, ετών 52
Καρέτσου Ιωάννα, σύζυγος, ετών 45
Καρέτσου Χρύσω, κόρη, ετών 20
Καρέτσου Αικατερίνη, κόρη, ετών 12
Καρέτσου Βασιλική, κόρη, ετών 10
Καρέτσου Χά’ίδω, κόρη, ετών 8
Καρανίκα Αικατερίνη, μητέρα, 28 μηνών έγκυος
Καρανίκα Μαριγούλα, κόρη, ετών 4
Κατσάλη Παρασκευή, μητέρα, ετών 60
Κατσάλη Κων/νιά, κόρη, η δασκάλα του χωριού, ετών 30
Πλήκα Μαλαματή, μητέρα, ετών 50
Πλήκα Βάία, κόρη, ετών 22
Πλήκα Αμαλία, κόρη, ετών 15
Πλήκας Κων/ντίνος, γιος, ετών 13
Πλήκας Δημήτριος, γιος, ετών 10
Πλήκα Ροζαλία, κόρη, ετών 8
Παπαθασίου Άννα, μητέρα, ετών 60
Παπαθασίου Θωμαή, κόρη, ετών 22
Μανώλη Γεωργία, μητέρα, ετών 39
Μανώλη Χρύσω, κόρη, ετών 4
Μανώλης Μιχαήλ, γιος, ετών 2
Μανώλη αβάπτιστον, κόρη, 5 μηνών
Μανώλη Θεολογία, μητέρα της πρώτης, ετών 60