Ορθοδοντικός Δώρα Μπαρτζιώκα

Euromedica

euromedica ygeia

Πασχαλιάτικα τραγούδια και χοροί Σπηλαίου Γρεβενών

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΒΑΒΡΙΤΣΑΣ

Πασχαλιάτικα τραγούδια και χοροί Σπηλαίου Γρεβενών 

Η περιοχή των Γρεβενών, κλεισμένη μέσα στους ορεινούς όγκους της Πίνδου, των Χασίων, των Καμβουνίων και του Μπούρινου, είχε αναπτύξει πλούσια μουσικοχορευτική παράδοση με ποικιλία τραγουδιών και χορών, που τα διατήρησε ατόφια ως την απελευθέρωση της Μακεδονίας και αργότερα. Πρόκειται για μια μικρή περιοχή της Δ. Μακεδονίας με μεγάλη ιστορία. Ένας τόπος με πλούσια παρουσία, παράδοση, αγώνες και προσφορά, καθώς και χιλιετηρίδες ζωής. Κομμάτι της αρχαίας Ελιμείας και κοιτίδα των Δωριέων, η περιοχή διέγραψε δημιουργική πορεία έντονης πολιτιστικής, κοινωνικής και ιστορικής ζωής. Αρχαιολογικά ευρήματα και μνημεία διάσπαρτα σε ολόκληρη την περιοχή δείχνουν την πολύπλευρη προσφορά και συμμετοχή στον ελληνικό πολιτισμό. Περήφανοι και σκληροί ορεσίβιοι οι κάτοικοι, αντιμετώπισαν τον κάθε κατακτητή και αντιστάθηκαν πεισματικά στις ξένες επιρροές, διατηρώντας παράδοση, θρησκεία και Ελληνικότητα.

Το Σπήλαιο Γρεβενών βρίσκεται στην περιοχή του “ορεινού όγκου”, όπως έχει επικρατήσει να λέγεται. Καταλαμβάνει την έκταση στο δυτικό τμήμα του Νομού στις βορειοανατολικές παρυφές της Πίνδου. Είναι κτισμένο σε απότομη βραχώδη έκταση, που αποτελεί φυσική οχύρωση με θαυμάσια θέα. Σήμερα κατοικείται από 150 περίπου μόνιμους γηγενείς Δυτικομακεδόνες ενώ αρκετοί έχουν μετοικήσει στη Θεσσαλονίκη αλλά και σε άλλες πόλεις. Η υπερηφάνεια, η λεβεντιά η ειλικρίνεια και η εργατικότητα, είναι μερικά από τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τους Σπηλαιώτες και τις Σπηλαιώτισσες και τους ακολουθούν σ’ ολόκληρη τη ζωή τους.

Στο Σπήλαιο, μέχρι και σήμερα, επιζούν παλαιότατα έθιμα και τραγούδια, ενώ στο λεξιλόγιο των παλαιοτέρων κατοίκων ανιχνεύονται λέξεις και ιδιώματα που φτάνουν ως την εποχή του Ομήρου. Τα Πασχαλιάτικα τραγούδια και οι χοροί του Σπηλαίου Γρεβενών είναι μοναδικά, τόσο από μουσικοποιητική, όσο και από κινησιολογική άποψη.

Τα τραγούδια, φωνητικά, προσιδιάζουν ιδιαίτερα σε μοιρολόγια, και δημιουργούν την αίσθηση ότι υπαγορεύουν και την κινητική εξέλιξη του χορού. Στο ποιητικό τους θέμα βρίσκεται διάχυτο το ακριτικό πνεύμα, με την πάλη του λεβέντη νέου με τον Χάροντα, τους στοιχειωμένους πύργους και τα γεφύρια. Ενταγμένα στο ευρύτερο πλαίσιο των τελετουργικών χορών και τραγουδιών του νομού Γρεβενών, δε μοιάζουν ιδιαίτερα με τα αντίστοιχα φωνητικά και αντιφωνικά τραγούδια της Ηπείρου και Θεσσαλίας. Αντανακλούν ένα μοναδικό Δυτικομακεδονικό ύφος, που αντίστοιχό του δεν υπάρχει πουθενά.

Οι χοροί της Πασχαλιάς του Σπηλαίου, ιδιαίτερης τελετουργικότητας και σημασίας, ξεχωρίζουν για την ιδιομορφία τους και την καθολικότητα. Η υποχρεωτική σχεδόν συμμετοχή των κατοίκων θεωρούνταν, παλιότερα, αναγκαία για την ευημερία όλης της κοινότητας. Χαρακτηρίζονται από απλά χορευτικά μοτίβα, σχεδόν ιεροπρεπή, προκειμένου οι χορευτές να έχουν επικεντρωμένη την προσοχή στο στίχο των τραγουδιών.

Οι χοροί του Πάσχα στο Σπήλαιο Γρεβενών, μετά τη μουσικοποιητική, ρυθμοκινητική και μορφολογική τους ανάλυση, διαμορφώνονται ως εξής:

Στην πρώτη κατηγορία συμπεριλαμβάνονται οι παρακάτω εφτά χοροί –τραγούδια, των οποίων το χορευτικό μοτίβο εκδηλώνεται με στάσεις των τελεστών και κινήσεις με βήματα περπατητά, βασισμένα σε ένα ρυθμοειδή χαρακτήρα.

1. Σήμερα Δέσπω μ’ Πασχαλιά

2. Γεφύρι είχα στη θάλασσα

3. Άσπρο σταφύλι τραγανό

4. Μηλίτσα που ’σαι στο γκρεμό

5. Ένα πουλί μας έρχεται

6. Σαν πέθανε ο Κωσταντής

7. Καλότυχάνε Χριστιανοί

Στη δεύτερη κατηγορία συμπεριλαμβάνονται οι παρακάτω τρεις χοροί –τραγούδια, των οποίων το χορευτικό μοτίβο εκδηλώνεται με κινήσεις τύπου τοπικού στρωτού χορού (7/8) και κινήσεις μέσα-έξω (2/4), που συναντώνται και σε άλλα χωριά του ορεινού όγκου.

1. Ακούστε χώρες και χωριά (Παπαγιώργης)

2. Ο Μήλιος ο πραματευτής

3. Σημαίνει ο Θεός σημαίνει η γης (Κιρναβιώτισσα)

Στην Τρίτη κατηγορία συμπεριλαμβάνονται οι παρακάτω τρεις χοροί – τραγούδια, των οποίων το χορευτικό μοτίβο εκδηλώνεται με κινήσεις τύπου τοπικού στρωτού χορού (7/8), που συναντώνται και σε άλλα χωριά του ορεινού όγκου.

1. Τα τέσσερα τα πέντε τα εννιά αδέρφια

2. Μια Μαρουδιά απ’ τα Γιάννενα

3. Ο Ήλιος κι ο Γιαννάκης

Στην τέταρτη κατηγορία περιλαμβάνεται ένας μόνο χορός του οποίου το χορευτικό μοτίβο εκδηλώνεται με κινήσεις τύπου στα τρία.

1. Χίλιοι μαστόροι δούλευαν ματάκια

Στην πέμπτη κατηγορία περιλαμβάνεται ένας μόνο χορός του οποίου το χορευτικό μοτίβο εκδηλώνεται με κινήσεις τύπου τσάμικου χορού και στροφές δεξιά με κτύπημα των παλαμών.

1. Λεβέντης εροβόλησε

Μετά το τέλος των τραγουδιών και των χορών του «Πασχαλιάτικου ρεπερτορίου» ακολουθούσαν τα λεγόμενα «χορευτικά» ή «σχολικά». Το χορευτικό μοτίβο αυτών των τραγουδιών είναι βασισμένο στα βήματα του τοπικού στρωτού χορού. Επίσης ανάλογα με τη διάθεση και τις συνθήκες, χόρευαν και άλλα του γλεντιού, του τοπικού χορευτικού ρεπερτορίου όπως:

Ένα νερό κυρά Βαγγελιώ, την πίτα πο’ ’φαγε ο σπανός, στον Άδη θα κατέβω, τρία παιδιά Βολιώτικα, έχε γεια καημένε κόσμε, κίνησε η Γερακίνα, μια κόρη, μεσ’ την Αγιά Παρασκευή, κάτω στην ακροθαλασσιά (συρτό), δεν κλαίτε μαύρα μάτια κ.ά.

 

1. Σήμερα Δέσπω μ’ Πασχαλιά   

Σήμερα Δέσπω μ’ Πασχαλιά, σήμερα (ε)πίσημ’ μέρα.

Όλες οι νύφες στο χορό κι όλα τα παλληκάρια

και συ, Δέσπω μ’ δε φαίνεσαι, στη χώρα να χορέψεις.

– Δέσπω μου κλαίγει το παιδί σ’, κλαίει κι δε μερώνει.

-Σαν κλαίγει μάνα μ’ μέρωσ’ το, σαν κλαίγει μέρωσέ το.

Πάρε μήλο ’πο τη μηλιά, σταφύλι από το κλήμα

κι αν δε μερώσει κι από τ’ αυτά(ό), σκάψε παράχωσέ το.

Σύρε μάννα μου στο σπίτι σου κι κλάψε τον καημό σου.

2. Γεφύρι είχα στη θάλασσα

Γιοφύρι είχα στη θάλασσα κι σκάλα είχα στον Άδη.

Ανέβαινα, κατέβαινα, το χάρο ερωτούσα.

– Δείξες με, χάρε μ’ δείξες, με πότε θε’ να πεθάνω. [το πότε θα πεθάνω]

– Του δε σε δείχνω τι είσαι νιος, μαραίνεται η καρδιά σου.

– Δείξες με εσύ κι ας μαραθώ κι ας μαραθεί η καρδιά μου.

– Αν έχεις ρούχα βάστα τα, φλουριά χαρτζιάνιψέ τα.

κι αν έχεις κι άλογο καλό, περπάτα καβαλάρης.

αν έχεις κόρη έμορφη, περπάτα πανηγύρια.

Την Κυριακίτσα πο’ ’ρχεται, την άλλη παρακάτω.

Στολίσου λεβέντη μ’ κι άλλαξε, να έρθω να σε πάρω.

-Δίχως ασθένεια κι άρρωστιά και τι ψυχή θα πάρεις.

-΄Αφσες με χάρε μ’ άφσες με, πέντε έξι χρόνια ακόμα.

-Έχω παιδάκια ορφανά, το ποιος θα μεγαλώσει.

3. Άσπρο σταφύλι τραγανό

Άσπρο σταφύλι τραγανό κι από την Τρίτ(η) κομμένο

κι απ’ την Τετάρτη (Τετράδι) του ταχιά, άιντε κόρη μ’, να πάμε.

Να πάω να βρω τη μοίρα μου να την κατηγορήσω.      

– Μοίρα μου, κι όντας μ’ έγραψες και μένα με τον κόσμο.

[δε μ’ έγραψες με τα πουλιά και με τα χελιδόνια].

– Κόρη μου κι’ όντας σ’ έγραψα και σένα με τον κόσμο,

ήταν η μέρα βροχερή κι η νύχτα χιονισμένη

κι σκόνταψα κι έπεσα κι χύθ(η)κε το μελάνι

κι θύμωσα (πείσμωσα) κι σ’ έγραψα κι σένα με τον κόσμο.

[κι αλάθεψα και σ’ έγραψα κι ’σένα με τον κόσμο.

κι θύμωσα κι σ’ έγραψα κι σένα με τον κόσμο.

ν’ από την πόρτα σ’ πέρασα τη βρίσκω σφαλισμένη]

4. Μηλίτσα που ’σαι στο γκρεμό

Μηλίτσα που ’σαι στο γκρεμό κι είσαι γιομάτη μήλα,

τα μήλα σου τα ρέμπουμι κι το γκρεμό σ’ φοβούμαι.

-Σαν τον φοβάσαι το γκρεμό, έλα απ’ το μονοπάτι.

Το μονοπάτι μ’ έβγαλε, σε ένα παλιοκκλησάκι.

Το παλιοκκλήσι ήταν παλιό, το μνήμα ήταν καινούριο.

Δεν το’ δα και το πάτησα ανάμεσα στα στήθια.

Ψιλή φωνίτσα έβγαλε, όσο και δεν μπορούσε,

– Αν είσαι νιος να χαίρεσαι, λεβέντ’ς κι ας καμαρώνεις.

Κι αν είσαι κάνας γέροντας, χολέρα να σε μάσει.

Αντί για: [κι είσαι γιομάτη μήλα] [με μήλα φορτωμένη].

               [ρέμπουμι] [λιμπέβουμαι]

               [φωνίτσα] [λαλίτσα]

             [κι είσαι γιομάτη μήλα] [με μήλα φορτωμένη]

             [παλιοκκλησάκι] [μια ρημοκκλησίτσα]

5. Ένα πουλί μας έρχεται από τον Κάτω Κόσμο

Ένα πουλί μας έρχεται από τον Κάτω κόσμο.

Τρέχουν μανούλες το ρωτούν, οι φάντες το ξετάζουν.

– Κι άι τι καλό μας έφερες από τον Κάτω Κόσμο;

– Κι άι τι καλό γυρεύετε από τον Κάτω Κόσμο.

Εκεί χαρά δε γένεται, ουδέ κι πανηγύρι.

Σε δυο σε δυο δεν κάθουνται να καλοκουβεντιάσουν.

6. Σαν πέθανε ο Κωσταντής

Σαν πέθανεν ο Κωσταντής, κάθεται ο Καλουγιάννης

κι αφήνει δυο ορφανά παιδιά ’ν’ αγόρι κι κουράσιο.

Το ‘να ήταν ξεζώνατο, τ’ άλλο σκουτιά δεν έχει.

Στ’ αμπέλι του επάαιναν, στ’ αμπέλι του πααίνουν.

– Να σε πουλήσ’ αμπέλι μου και να σιπαζαρέψου.

– Μη με πουλάς αφέντη μου και μη με παζαρεύεις.

Στον κλάδο βάλτε γέροντες στο σκάψιμο παλικάρια.

Στο έρημο το βλαστολόι μισόκαιρες γυναίκες.

Βάλτε κορίτσια ανύπαντρα να με κορφολογήσουν.

7. Καλοτυχάνε Χριστιανοί

Καλοτυχάνε χριστιανοί με το ζακόνι από ’χουν.

Πως καρτερούν την Πασχαλιά και το Χριστός Ανέστη.

Πο’’χουν τα αυγά τα κόκκινα και τις χρυσές λαμπάδες.

1. Ακούστε χώρες και χωριά (Παπαγιώργης)

Ακούστε χώρες και χωριά και εσείς κεφαλοχώρια,

[μωρή Ξανθή περήφανη] συνέχεια.

Εσείς καλά τον ξέρετε αυτόν τον Παπά – Γιώργη.

Η παπαδιά του πέθανε, η παπαδιά του χάθ’κε.

Αυτός γυρεύει να παντρευτεί, την Ξάνθω θέλ’ να πάρει.

Παίρνει διαβάζει τα χαρτιά, διαβάζει τα βαγγέλια

– Σύρτε χαρτιά μου στο Θεό, Βαγγέλια στα Ουράνια,

εγώ ταχιά (χαρτιά μ’) θα παντρευτώ την Ξάνθω θέλ’ να πάρω.

[εγώ ταχιά (χαρτιά μ’) θα παντρευτώ, τα γένια θα ξουρίσω,

για της Ξανθούλας τον καημό, που είναι αρραβωνιασμένη] (Γεωργ. Τέγος).

2. Ο Μήλιος ο πραματευτής

OΜήλιος ο πραματευτής, ο Μήλιος ο στρατιώτης,

(Μήλιε μ’ μοναχέ, μοναχούτσικε).

Σέρνει μουλάρια σαν πουλιά και μούλες σαν Αηδόνια,

Σέρνει και μια χρυσόμουλα, να περπατάει καβάλα.

Στο δρόμο να που πάαινε, στη στράτα(δρόμο) που πααίνει.

Και με το νου του έλεγε και με το νου του λέγει.

– Τι όμορφος τόπος που είναι εδώ και χαραμήδες δεν ’ναι.

Το λόγο δεν απόσωσε, κι απαντεχιά τον ήρθε.

Βγήκαν κι κλέφτες αμπρουστά, βγήκαν κι οι χαραμήδες.

Πέντε τσακώνουν τη μεριά και δέκα ξεφορτώνουν.

– Μπρε μην τα ξεφορτώνετε τα έρημα μουλάρια.

Μου σάπισαν (πόνεσαν) τα στήθια μου φορτώντας, ξεφοτρώντας.

Μια μαχαιριά τον έδωσαν ανάμεσα στα στήθια.

Το πούθε είναι μάννα σου ………………κ.ά.

3. Σημαίνει ο Θεός σημαίνει η γης

Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γης (σημένια μου),

μωρ’ σημαίνουν τα ουράνια (Κιρναβιώτισσα),

[σημαίνει κι Αγιά Σοφιά, το Μέγα Μοναστήρι].

Σημαίνει κι Ανάσταση, να πάω να μεταλάβω,

στολίζει η χήρα τον υγιό κι η αδερφή τον ζώνει.

Τον γιο της βάνει κόκκινα, τη θυγατέρα τ’ς τ’ άσπρα,

και αυτή τα νερογάλαζα στα καταφρονεμένα.

Μπροστά πααίν’ η μάνα του, κατόπι η αδερφή του,

στη μέση πάνει ο νιούτσικος, σαν μήλο μαραμένο.

Κι σαν τον είδαν οι εκκλησιές, τα κεραμίδια ρίχνουν,

γυρνάει η μάνα κι του λέει, γυρνάει τουν κουβεντιάζει.

– Γιε μου, τι κρίμα έκαμες κι είσαι κριματισμένος;

– Μάνα μου κόρη φίλησα κι’ είμαι κριματισμένος.

1. Τα τέσσερα τα πέντε τα εννιά αδέρφια,

Τα τέσσερα τα πέντε τα εννιά αδέρφια,

τα δώδεκα ξαδέρφια τα λιγόημερα,

βαρύ φιρμάνι τα ’ρθε (τους ήρθε ένα φιρμάνι) ’πό το βασιλιά,

να παν’ να πολεμήσουν μέσα στη Φραγκιά.

Σαν παίρνουν τα τουφέκια σκίζουν τα βουνά,

σαν ζώνουν τα σπαθάκια λάμπει η θάλασσα,

και παίρνουν ένα [δρόμο] κάμπο μια ξεροκαμπιά,

σαράντα μέρες κάνουν δίχως το ψωμί,

κι άλλες σαρανταπέντε δίχως το νερό,

και βρίσκ(ουν) ένα πηγάδι συρτοπήγαδο (ξεροπήγαδο).

Και παίρνουν και λαχνίζουν ποιος θα βγάλει νερό,

πέφτει ο λαχνός στον Κώστα τον μικρότερο.

-Έλα, βρε μαύρε Κώστα να μας βγάλ’ς νερό.

Απ’ την κορφή στη μέση γέλια κι χαρές,

από τη μέση και κάτω σκούξιμο κι φωνές.

-Τραβάτε, μαύρα αδέρφια, να με βγάλετε

εδώ νερό δεν έχει ξεροπήγαδο,

Λάμνια με περιμένει θέλει να με φάει.

-Τραβούμε μαύρε Κώστα δεν ταράζεσαι.

-Για βάλτε και το Γρίβα να τραβήξ’ κι αυτός.

-Κωστά’μ τραβάει κι ο Γρίβας δεν ταράζεσαι.

-Αφσήτεμε βρε αδέρφια σύρτε στο καλό.

Λαχνίζουν, ξελαχνίζουν ποιος θα βγαλ’ νερό

Κι πέφτει στον Κωστάκι τον μικρότερο         

2. Η Μάρω από τα Γιάννενα

Μια Μαρουδιά, [μωρή Ρωμιά], μια Μαρουδιά απ’ τα Γιάννενα.

Δευτέρα με [μωρή Ρωμιά] Δευτέρα μέρα κίνησε.

Να πάει για [μωρή Ρωμιά] να πάει για ασημόχωμα.

Σημόχωμα [μωρή Ρωμιά] σημόχωμακι ασπρόχωμα.

Σκεπάρι δε [μωρή Ρωμιά] σκεπάρι δεν την άλαχε.

Και με τα νυ [μωρή Ρωμιά] και με τα νύχια το ΄βγαζε.

Και στην ποδιά [μωρή Ρωμιά] και στην ποδιά το μάζευε.

Και στο χρυσκό [μωρή Ρωμιά] και στο χρυσκό το πήγαινε.

Δαχλίδ’ για να [μωρή Ρωμιά] δαχλίδ’ για να το κάνει.

[Και στη Μηλιά [μωρή Ρωμιά] και στη Μηλιά το πάαινε.

– Για να μηλιά μ’ το χώμα σου…]

3. Ο Ηλιος κι ο Γιαννάκης

Ο Ηλιος κι ο Γιαννάκης στοίχημο’ βαναν.

Βαρύ στοίχημο βάνουν στα κεφάλια τους,

το ποιος να πάει να μείνει στη μανούλα του.

Κι μάννα του τον λέγει τον ορμήνευε.

-Μη βάζεις στοιχ(η)μα Γιάννη το κεφάλι σου.

Ο Ηλιος απηδούσε ράχες και βουνά

κι ο Γιάννης απηδούσε χαμπηλά κλαδιά.

Ο Ηλιος πάει και μένει(κοιμήθκε) στη μανούλα του

κι ου Γιάννης πάει να μένει(κοιμήθκε) στην ξεροκαμπιά.

– Δεν σ’ έλεγα, βρε Γιάννη μ’, δεν σ’ορμήνευα

βαρύ στοίχημo(α) μη βάζεις στο κεφάλι σου.

1. Χίλιοι μαστόροι δούλευαν

Χίλιοι μαστόροι δούλευαν, ματάκια

και χίλια μαστορούλια, μα το Χριστός Ανέστη

Ολημερίτσα δούλευαν, ματάκια,

κι’ αυτό τ’ αργά χαλνούσε, μα το Χριστός Ανέστη

Πουλάκι πάεισε κι έκατσε, πουλάκι μ’

Μέσ’ τη δεξιά καμάρα, μα το Χριστός Ανέστη.

Δεν κελαηδούσε σαν πουλί, πουλάκι μ’

κι ουδέ σα χελιδόνι, μα το Χριστός Ανέστη.

Μον’ κελαηδούσε και έλεγε, πουλάκι μ’

μ’ ανθρώπινη κουβέντα, μα το Χριστός Ανέστη.

– Αν δεν στεριώσεις άνθρωπο, ματάκια,

γεφύρι δε στεριώνει, μα το Χριστός Ανέστη.

Να μην στεριώσεις ορφανό, ματάκια,

Κι ουδέ πεζό διαβάτη, μα το Χριστός Ανέστη.

Αν δε στεριώσει ο μάστορας, ματάκια,

την όμορφη γυναίκα, μα το Χριστός Ανέστη.

Τι έχει ο πρωτομάστορας και στέκει μαραμένος;

Το δαχτυλιδι έπεσε μεσ’ τη δεξιά καμάρα.

-Εγώ θα μπώ εγώ θα βγώ, γεφύρι θα στεριώσει

-Πως τρέμει το κορμάκι μου, να τρέμει το γεφύρι,

πως κλαίγει το παιδάκι μου, να σκούζει το ποτάμι.

1. Λεβέντης εροβόλησε

Λεβέντης εροβόλησε, γιέμ’ ’πό μια ψηλή ραχούλα,

σέρνει του φέσι του στραβά, γιέμ’ και τουν τσαμπά κλωσμένο,

σέρνει το χρυσομάντιλο, γιεμ’ τριγύρω στο λαιμό του.

Στο δρόμο να που πάινι, γιέμ’ στη στράτα (δρόμο) που πηγαίνει,

και με το νου του έλεγε, γιέμ’ και με το νου του λέγει.

– Ιγώ κάναν δεν σκιάζομαι, γιεμ’ κανέναν δεν φοβάμαι.

Ουδέ το Χάρο ουδέ το Θεό, γιέ μ’ κι ουδέ κάναν στον κόσμο.

Βρε να κι ο χάρος αμπροστά, γιεμ’ και τον καλημερίζει.

[Βρίσκει το Χάρο να ’ρχεται, γιεμ’ στο άλογο καβάλα].

– Καλή μέρα σου, χάρε μου, – γιε μ’ καλώς τον το λεβέντη.

-Λεβέντη μ’ πούθε έρχεσαι, γιε μ’ το που θέλεις να πάνεις;

Από τα πρόβατα έρχομαι, γιε μ’ στο σπίτι μου πηγαίνω

ψωμί να πάρω Χάρε μου , γιε μ’ και πίσω να γυρίσω.

-Εμένα ο Θεός μ’ απέστειλε να πάρω την ψυχή σου.

-Δίχως ασθένεια και αρρωστιά, του τι ψυχή γυρεύεις.

-Για έλα να παλέψουμε, σε μαρμαρένια αλώνια

κι αν με νικήσεις χάρε μου, θα πάρεις την ψυχή μου

κι αν σε νικήσω χάρε μου, θα πάρω το σπαθί σου.

Στα γόνατα γονάτιζαν και το σπαθί κρατάει

κι σαν τον πιάνει από τα μαλλιά, ψυχή του πάει κι ήρθε.

-Άφσεσμε χάρε άφσεσμε, ’κόμα πέντε-έξι χρόνια

τι έχω γυναίκα παρανιά και χήρα δεν την πρέπει

τι έχω παιδιά παραμικρά κι ορφάνια δεν τα πρέπει

στους δρόμους να γυρίζουνε αφέντη να φωνάζουν.

Κάτω στα παλιοχώραφα

Προραβιανή

Σκολνούν τα Πασχαλόγιορτα, προραβιανή

και οι ’πίσημες οι μέρες λελέ ραβιανιώτισσα.

Τετραμίδα

Τετραμίδα μου χρυσή, όπου πάνω εγώ και συ

όπου πάνω εγώ και συ, Τετραμίδα μου χρυσή.

– Από κατ’ απ’ το νησί έσπερνα βασιλικό

φύτρωσε δε φύτρωσε και μόν’ λιανοφύτρωσε.

Τετραμίδα μου χρυσή, όπου πάνω εγώ και συ.

Τσακ τσακ την πόρτα

Τσακ τσακ την πόρτα και την πορτοπούλα.

-Ποιος είναι έξω, έξω στην πόρτα και την πορτοπούλα

– Εγώ είμαι ο Γιάννης ο Καλογιάννης.

– Και τι γυρεύεις τούτην την ώρα;

– Πόρον γυρεύω για να περάσω.

– Πόρος δεν είναι για να περάσεις.

– Είναι δεν είναι εγώ θε να περάσω.

Δείτε ακόμα