συμπλευση

Euromedica

euromedica ygeia

Ορθοδοντικός Δώρα Μπαρτζιώκα

vandal

   Κλοπή σε βαθμό κακουργήματος

γράφει ο  Βαγγέλης Μπάκας

Μέρες κινητοποιήσεων για το δίκιο των αγροτών μας. Κι αφού, ως γιος αγρότη, έχω κάνεις όλες τις σκληρές γεωργικές εργασίες, από την άροση με το αλέτρι, μέχρι το θέρο με το δρεπάνι και τον αλωνισμό με τα βόδια, έχω υποχρέωση να συμπαρασταθώ το δίκιο αγώνα τους.,

Παράλληλα όμως θα ασχοληθώ και με το άδικο! Και εξηγούμαι:

Με ποιο δικαίωμα κύριε κτηνοτρόφε χύνεις το γάλα στην άσφαλτο! Αν μπορούσε να διαμαρτυρηθεί και το μοσχαράκι, που του στέρησες το γάλα της μάνας του, τότε θα γινόταν ταύρος και θα σε διεμβόλιζε! Ντροπή!

Δεν είδα αδικημένους άλλων προϊόντων να κάνουν ακριβώς το ίδιο. Ο μηχανικός να πετάει τα αμορτισέρ. Ο έμπορος ρούχων τα τζην. Κι ο μανάβης τα καρπούζια!

Πώς να ξεχάσω εκείνο το άρμεγμα της αγελάδας μας, από την μάνα μου, όταν μετά από κάποια στιγμή της έπιανα τα χέρια για να μη αρμέξει κι άλλο. Κι αυτό, για να χορτάσει ο φίλος μου Πιτσίκος! Έτσι τον είχα βαφτίσει. 

                                                Η μυρουδιά του μοσχαριού  

Το μοσχάρι σήμερα παραπέμπει σε μερίδα φαγητού. Μια μοσχάρι με μακαρόνια. Μια μοσχάρι με πατάτες. Μια μοσχάρι κοκκινιστό κλπ.

Πολύ λίγα παιδιά, ελάχιστα θα έλεγα, είδαν μοσχάρι ζωντανό. Και πώς να το δουν,  άλλωστε αφού είναι σταβλισμένο, ενώ το ελευθέρας βοσκής σπανίζει! Κι εκείνο, για να το δεις πρέπει να πας σε κάποιο λιβάδι. Στις καφετερίες όπου συχνάζουν οι νέοι μας σήμερα μόνο σε πίνακες με ταυρομάχους μπορούν να δουν κάποιο μοσχάρι. Όμως, εδώ μιλάμε για ζωντανό!

Προσωπικά είχα την τύχη να μεγαλώσω αρκετά μοσχαράκια αφού ξόδεψα τα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια ως βουκόλος.

Ποτέ δεν θα ξεχάσω εκείνη τη μυρουδιά, κράμα γαλατίλας και ζεστού ιδρώτα, που ανέδυε το κεφαλάκι τους. Μοσχοβολούσε! Λέτε γι αυτό να λέγονται μοσχάρια; Από τον μόσχο; Μισό λεπτό να ρίξω μια ματιά στην εγκυκλοπαίδεια:

«Μόσχος: Αρωματική ουσία που παράγουν οι αδένες ελαφοειδούς ζώου».

Κι αφού είναι έτσι, με την ίδια λογική δεν θα έπρεπε να λέμε και για τα αρνάκια πως αρνοβολούσαν;

Φυσικά η μυρουδιά αυτή των μοσχαριών μόνο απέχθεια προκαλεί σήμερα στα παιδιά της εποχής μας, και την αποπέμπουν με ένα αηδιαστικό: «μπλιάξ!…»

Η σχέση παιδιού και μοσχαριού ήταν μοναδική εκείνα τα χρόνια, της ένθεν και ένθεν, αθωότητας.

Μόλις το πλησίαζα στο παχνί, και του έδινα κάτι από τα χέρια μου, με επιδόρπιο πολλές φορές ένα κομμάτι φέτας ψωμιού αλειμμένης με ζάχαρη, με αποζημίωνε και  με το παραπάνω. Με χτένιζε τζάμπα από υποχρέωση!

Δε χρειαζότανε να μου το πει. Το καταλάβαινα. Έσκυβα λοιπόν το κεφάλι και άρχισε την περιποίηση. Μου έγλειφε με τόση μαεστρία το μαλλί, που έστρωναν ακόμα και οι πιο δύσκολες τρίχες!

Όταν κάποιος έβαζε στα μαλλιά του μπριγιαντίνη, λακ ή κάτι άλλο, και γυαλίζανε, του λέγανε: Μοσχάρι σε έγλειψε;… Να λοιπόν πώς προέκυψε αυτή η φράση.

Δεν ξέρω τι θα έκανε σήμερα το μοσχάρι εάν, σκύβοντας, αντίκριζε το ροζ κράνος μου! Λέτε να χρησιμοποιούσε την φαλάκρα μου για καθρέφτη και να έκανε το δικό του μαλλί! Δεν αποκλείεται. Ο εγγονός μου με αποκαλεί σγουρομάλλη!… Τι να πω!

Όταν αφηγήθηκα αυτή μας την συνήθεια, σε κάποιον νεαρό, να τι μου απάντησε, μεταξύ σοβαρού και αστείου φυσικά: Γι αυτό μπάρμπα βγήκατε όλοι μοσχάρια…

Δεν με πείραξε τόσο το «μοσχάρια…» όσο το μπάρμπα… Πότε μεγάλωσα τόσο και δεν το κατάλαβα!…

Εκείνο όμως το οποίο δεν θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου, από τη σχέση μου αυτή με τα ζώα, είναι το εξής:

Όλα τα μοσχαράκια κάποτε τα πουλούσαμε. Για το συγκεκριμένο όμως μοσχαράκι είχα την ατυχία να παρακολουθήσω την πώλησή του, από το παζάρεμα μέχρι και την παραλαβή του από τον έμπορο.

Ο βάρβαρος έμπορος έπιασε το καπίστρι και το τράβηξε βίαια και με τόση  δύναμη, λες και είχε πάρει μέρος σε διελκυστίνδα. Κι όσο πιο γερά το τραβούσε, άλλο τόσο αντιστεκότανε εκείνο. Κι όσο πείσμωνε ο έμπορος, άλλο τόσο πονούσα εγώ. Κι όταν το χτύπησε στο πρόσωπο με το καμουτσίκι, γύρισε το κεφάλι του και με κοίταξε με κάτι μάτια, πιο μεγάλα κι από μοσχαρίσια… Κι αφήνοντας ένα μουουουουου… όλο παράπονο, μου έσκισε την καρδιά. Ήταν ο πρόωρος βοδινός ρόγχος του θανάτου… Πόσο πόνεσα αλήθεια! Το βλέμμα του εκείνο θα με κοιτάζει πάντα! Όσο θα ζω!…

Έτρεξα κοντά του, το αγκάλιασα, το φίλησα, κι αφού ήξερα τι το περίμενε πήγα πίσω από τον αχυρώνα και έκλαψα πρόωρα τη σφαγή του.

Στα παλιά τα χρόνια δεν τρώγανε βοδινό. Κι όταν την απορία μου αυτή την έκανα ερώτηση στον εκατοντάχρονο παππού Στέργιο Μποντσά να τι μου είπε:

«Είναι σαν να τρως το παιδί σου παιδάκι μου! Από αυτά τρώγαμε ψωμί, πώς να τα τρώγαμε!…» μου είπε και με έπεισε απόλυτα. Από τότε και μετά, κάθε φορά που μου μιλούσαν για μεγάλη πείνα, δεν είπα ξανά εκείνη την κουβέντα:

«Εδώ που τα λέμε δεν σας έκοβε και τόσο μωρέ παππού! άκου δεν τρώγατε βοδινό!».

Δεν έφταιγα εγώ για τη σφαγή, κι ούτε μπορούσα να κάνω κάτι για να την αποτρέψω. Όμως, είχα κάνει κάτι άλλο για το οποίο θα με βασανίζουν οι τύψεις δια βίου, όσο θα λειτουργεί ο εγκέφαλός μου. Είχα δείρει αρκετά ζώα, γιατί είχαν το θράσος να θέλουν μια μπουκιά απαγορευμένου καρπού, σαν τον Αδάμ. Τι θα γινότανε άραγε εάν, αντί για μήλο, αρπάζανε μια ρόκα από καλαμπόκι!… Χίλιες φορές να τα άφηνα, κι ας τις έτρωγα εγώ από τον αγροφύλακα. Τώρα έχω τύψεις… Χίλια συγγνώμη Μελίσση!

Δείτε ακόμα