Η μυρουδιά του μοσχαριού
Του Βαγγέλη Μπάκα
Όταν κάποιος ψαρέψει έστω και μια φορά στη ζωή του μια πέστροφα, ή αντικρίσει τις τσίχλες να μακραίνουν, κοπάδια, στις λαγαρές καθάριες μέρες του φθινοπώρου, ποτέ δεν θα γίνει αστός. Κι ως την στερνή πνοή του θα λαχταράει την εξοχή: Άντον Τσέχωφ.
Και: Όταν κάποιος ξοδέψει τα παιδικά του χρόνια βοσκώντας ζώα, όσο μακριά κι αν πάει, όσο ψηλά κι αν ανεβεί, όσα πλούτη κι αν αποκτήσει, η μυρωδιά της βρομοξυλιάς* θα τον ακολουθεί πάντα. Ακόμα και στα όνειρά του! Βάγκον Μπάκωφ!
Το μοσχάρι σήμερα παραπέμπει σε μερίδα φαγητού: Μία μοσχάρι με πατάτες. Μία με μακαρόνια! Μία κοκκινιστό! Μία γιουβέτσι κλπ.
Ελάχιστα παιδιά των πόλεων έχουν δει μοσχάρι ζωντανό. Πώς να το βλέπανε άλλωστε, αφού είναι κάπου σταβλισμένο, ενώ το ελευθέρας βοσκής σπανίζει! Αλλά κι εκείνο, για να το δουν, πρέπει να πάνε σε κάποιο λιβάδι.
Στις καφετερίες, όπου συχνάζουν οι νέοι, μόνο σε πίνακες με ταυρομαχίες μπορούν να δουν κάποιο μοσχάρι. Μιλάμε για ζωντανό!
Προσωπικά είχα την τύχη να μεγαλώσω αρκετά μοσχαράκια. Ή τέλος πάντων, όσα είχε γεννήσει η μικρή μας αγελαδίτσα. Η Πιτσίκα μας! (χαϊδευτικό μικρόσωμης)
Ποτέ δεν θα ξεχάσω εκείνη τη μυρουδιά, κράμα γαλατίλας και ζεστού ιδρώτα, τον οποίο ανέδυε το γλυκό κι όμορφο κεφαλάκι τους. Μοσχοβολούσαν! Λέτε γι αυτό να λέγονται μοσχάρια; Από τον μόσχο; Όχι φυσικά τον σιτευτό! Μισό λεπτό να ρίξω μια ματιά στον κύριο Μπαμπινιώτη:
«Μόσχος: Ζώο το οποίο παράγει άρωμα. Ένα προϊόν των αδένων ελαφοειδούς ζώου». Αν είναι έτσι, δεν έπρεπε να λέμε και για τα αρνάκια πως αρνοβολούν; Κρίμα.
Η μυρουδιά αυτή μόνο απέχθεια προκαλεί σήμερα στα παιδιά της εποχής μας, και την αποπέμπουν με ένα χαρακτηριστικό, μπλιάχ!…»
Ήταν τόσο όμορφα και γλυκά τα αθώα εκείνα και καθαρά προσωπάκια τους, που τα συνέκρινα με τα αρνάκια!
Η σχέση παιδιού και μοσχαριού, ήταν μοναδική εκείνα τα χρόνια της ένθεν και ένθεν αθωότητας.
Μόλις το πλησίαζα στο παχνί και του έδινα να φάει κάτι από τα χέρια μου, με επιδόρπιο ένα κομμάτι φέτας ψωμιού αλειμμένης με ζάχαρη, με αποζημίωνε με το παραπάνω. Με χτένιζε δωρεάν!
Δε χρειαζότανε να μου το πει. Το καταλάβαινα. Έσκυβα λοιπόν το κεφάλι μου και άρχισε την περιποίηση. Μου έγλειφε με τόση μαεστρία το μαλλί, που έστρωναν ακόμα και οι πιο δύσκολες τρίχες! Πού είσαι Τρύφωνα να ζηλέψεις!
Όταν κάποιος έβαζε στα μαλλιά του μπριγιαντίνη, λακ, ή κάτι παρόμοιο, και γυάλιζαν, του λέγανε: Μοσχάρι σε έγλειψε!…
Να λοιπόν πώς προέκυψε αυτή η ρήση.
Δεν ξέρω τι θα έκανε σήμερα το μοσχαράκι εάν, σκύβοντας, αντίκριζε το ροζ κράνος μου! Λέτε να χρησιμοποιούσε την φαλάκρα μου για καθρέφτη, και να έκανε το δικό του μαλλί! Δεν αποκλείεται! Τόσο πολύ που γυαλίζει!
Όταν αφηγήθηκα αυτή τη συνήθεια σε κάποιον νεαρό, και μέσα στο αμάξι μου, ακούστε θράσος αγνώμονα: Γι αυτό ρε μπάρμπα βγήκατε όλοι μοσχάρια…
Δεν με πείραξε τόσο το «μοσχάρια…» όσο το μπάρμπα! Πότε μεγάλωσα τόσο και δεν το κατάλαβα!… Παρόλα αυτά δεν τον κατέβασα από το αμάξι. Του είπα όμως πως στο εξής θα κατεβαίνει με τα πόδια στην πόλη!
Εκείνο το οποίο δεν θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου, από τη σχέση μου αυτή με τα ζώα, είναι το εξής: Όλα τα μοσχαράκια κάποτε τα πουλούσαμε. Για το συγκεκριμένο όμως είχα την ατυχία να παρακολουθήσω την πώληση, από το παζάρεμα μέχρι την παραλαβή του από τον ζωέμπορο!…
Ο βάρβαρος έμπορος έπιασε το καπίστρι και το τράβηξε με τόση δύναμη, λες και είχε πάρει μέρος σε διελκυστίνδα. Κι όσο πιο γερά τραβούσε εκείνος, άλλο τόσο αντιστεκόταν η Πιτσίκα. Κι όσο πείσμωνε ο έμπορος, άλλο τόσο πονούσα εγώ. Κι όταν το χτύπησε στο πρόσωπο με το καμουτσίκι, γύρισε το κεφάλι του και με κοίταξε με κάτι τεράστια μάτια, μεγαλύτερα και από μοσχαρίσια!… Βοδινά! Αφήνοντας ένα μουουου… όλο παράπονο! Με έσκισε την καρδιά! Ήταν ο βοδινός ρόγχος του θανάτου! Πόσο είχα πονέσει αλήθεια! Το βλέμμα του εκείνο θα με ακολουθεί πάντα! Όσο θα ζω!… Έτρεξα κοντά του, το αγκάλιασα, το φίλησα, κι αφού γνώριζα τι το περίμενε, πήγα πίσω από τον αχυρώνα και έκλαψα πρόωρα τη σφαγή του.
Στα παλιά τα χρόνια δεν τρώγανε βοδινό. Κι όταν ρώτησα μια μέρα κάποιον παππού, πήρα αποστομωτική απάντηση:
«Είναι σαν να τρως το παιδί σου παιδί μου! Από αυτά τρώγαμε ψωμί…» μου είπε και με έπεισε απόλυτα. Από τότε, κάθε φορά που μου μιλούσε για πείνα, δεν του είπα ξανά εκείνη την τόσο βαριά κουβέντα: «Δεν σας έκοβε και τόσο μωρέ παππού! Άκου δεν τρώγατε βοδινό! Κι αν το βόδι έσπαγε το πόδι το πετούσατε στο ρέμα!».
Δεν έφταιγα εγώ για τη σφαγή! Κι ούτε μπορούσα να κάνω κάτι για να την αποτρέψω. Όμως, είχα κάνει κάτι άλλο για το οποίο θα με βασανίζουν οι τύψεις όσο θα λειτουργεί ο εγκέφαλός μου. Είχα δείρει αρκετά ζώα, τα οποία είχαν το θράσος να θέλουν μια μπουκιά απαγορευμένου καρπού, σαν τον Αδάμ. Τι θα γινότανε άραγε αν, αντί για μήλο, αρπάζανε μια ρόκα καλαμποκιού! Χίλιες φορές να τα άφηνα να την φάνε, κι ας τις έτρωγα εγώ από τον αγροφύλακα. Τώρα έχω τύψεις… Καλά να πάθω!
Να λοιπόν γιατί αρκετά παιδάκια νομίζουν πως τα στραγάλια βγαίνουν από τη στραγαλιά! Μήπως είδαν ποτέ ρεβίθια σε χωράφι, εκτός από αυτά στη σακούλα μαζί με τις σταφίδες!
*Η μυρουδιά της βρομοξυλιάς, (ενός θάμνου) είναι η προσωποποίηση της δύναμης η οποία έλκει τον καθένα μας στη γενέτειρα γη! Φυισκά ποικίλει από τόπο σε τόπο!
Υ.Γ. Έδειρα και σκότωσα. Δυστυχώς! Έδειρα ζώα και σκότωσα πουλιά! Πόσο ζώο ήμουνα!… Χίλια συγγνώμη Καρύδα! Χίλια συγγνώμη Μελίση!
Χίλια συγγνώμη Πέρδικα, Τριγόνα, Σταρήθρα, Καρδερίνα, Σπουργίτη, Τσιόνι, Κορυδαλλέ!… Μήπως μου ταιριάζει, ως στυγερού φονιά, η μετακόμιση στο γνωστό σωφρονιστικό κατάστημα! Κορυδαλλός είναι κι αυτός, αλλά χωρίς να κελαηδεί! Κάτι ανάλογο με τον Κράμερ εναντίον Κράμερ του Ντάστιν Χόφμαν!…
Κι αν κάποιος είναι ξένος δεν γνωρίζει ελληνικά, τότε: Mea culpa! Καμιά σχέση με τα νέα κόλπα του Έντριου!