Πέντε σ΄ένα τραπέζι…
Αυτή τη φορά συζήτηση γύρω από ένα τραπέζι.
Οι δυο κυρίες, που κάθονται δίπλα δίπλα είναι μετανάστριες μόνιμες στη Γερμανία.
Απ΄τους δυο κυρίους του τραπεζιού ο ένας, ο κ.Π, έχει δουλέψει 30 χρόνια στη Γερμανία, με ανεξίτηλες εμπειρίες σ΄εκείνη τη χώρα που, όπως λέει, δεν τον αφήνουν να προσαρμοστεί στην εδώ απαράδεκτη ώρες ώρες καθημερινότητα.
Κι ο άλλος, ο κ.Χ, κατάγεται από εδώ, αλλά μένει σε άλλη πόλη.
Τον απασχολούν δε εξαιρετικά τα τοπικά προβλήματα.
Οι δυο της παρέας μας, που γνώρισαν τη Γερμανία, φαίνονταν προκλητικά γερμανόφιλοι.
Της Ελλάδας τα έβλεπαν όλα κακά, στραβά κι ανάποδα.
Χρειάστηκε πολλές φορές να διαμαρτυρηθούμε γι’ αυτή τη “μεροληπτική” κρίση.
Κι όμως στο τέλος λίγο έλειψε να μας πείσουν ότι πράγματι κάπως έτσι πρέπει να συμβαίνει.
Κατ’ αρχήν είπαν ότι οι Έλληνες είμαστε τεμπέληδες, υπονομευτές ο ένας του άλλου, ανοργάνωτοι και απειθάρχητοι, τσαπατσούληδες και χωρίς να αγαπούμε την καθαριότητα των χώρων, κλεφτρόνια, χωρίς συλλογικότητα και χωρίς αίσθημα ευθύνης στη δουλειά μας.
Ιδιαίτερα όταν πρόκειται για υπαλλήλους και δε στέκεται κέρβερος το αφεντικό στο κεφάλι τους.
Έχουμε λίγο πολύ το “φύγε κακό απ’ τα μάτια μου”.
Ευσυνειδησία και καθήκον φαίνονται έννοιες ξεχασμένες.
Θέλουμε λίγη δουλειά με κούραση ελάχιστη, αλλά με καλές ωστόσο αμοιβές.
Πήγα σε μια δημόσια υπηρεσία, είπε ο κ.Π, και περίμενα πόση ώρα να εξυπηρετηθώ.
Κι αυτό, όχι γιατί υπήρχε φόρτος εργασίας.
Στη Γερμανία πού να συμβεί αυτό!
Εκεί όλα δουλεύουν ρολόι.
Με άμεση και αποτελεσματική εξυπηρέτηση.
Εκεί οι υπάλληλοι δουλεύουν… και δουλεύουν με δυο μόνο διαλείμματα κοινά για όλους.
Το ένα μισής ώρας και το άλλο ενός τετάρτου.
Εδώ είναι αργόσχολοι.
Ένας λόγος γι’ αυτό ίσως είναι, γιατί πλεονάζουν.
Μαζεύτηκαν όλοι οι Έλληνες στο δημοσιοϋπαλληλίκι.
Χώρια η παραπομπή από τον ένα υπάλληλο στον άλλο για πληθώρα βεβαιώσεων και πιστοποιητικών.
Ατέρμονη γραφειοκρατία.
Στη Γερμανία είναι όλα τόσο απλά!
Χρειάστηκε να ενεργήσω για τη σύνταξή μου από τη Γερμανία, συνέχισε ο κ.Π.
Από κει, μόλις ενημερώθηκαν τι μου έλειπε, σε τρεις μέρες μου απάντησαν.
Εδώ περίμενα μέρες, κι ας ήταν ο χώρος που μένω.
Ύστερα στη Γερμανία έχουν χώρους εργασίας ειδικούς για παιδιά υπαλλήλους με ειδικές ανάγκες.
Τι θα πει εδώ να λέμε “ας μπει το καημένο σε ένα γραφείο”, κι ας εκτοπίζεται έτσι ένα άλλο άξιο άτομο;
Εκεί ειδικές δουλειές για τέτοιες περιπτώσεις.
Έτσι όλα βρίσκουν το λόγο ύπαρξής τους.
Δουλεύουν στη Γερμανία και όλοι οι πολίτες.
Κι εμείς οι μετανάστες πολύ.
Γι’ αυτό και μας εκτιμούσαν.
Εδώ να κάνω κι εγώ μια άλλη παρατήρηση, πρόσθεσε η κ. Μ.
Στη Γερμανία κάτι που γίνεται κρατάει χρόνια.
Δε γίνονται επιπόλαια μπαλώματα.
Εδώ τι πράμα είναι αυτό;
Κάθε καλοκαίρι που έρχομαι, πέφτω πάνω σε νέα σκαψίματα για καινούργιους σωλήνες.
Και γι’ αυτό οι δρόμοι είναι ακαλαίσθητοι.
Τι γίνεται, βρε παιδιά, κουραστήκατε και καθόσαστε; ρώτησα κιόλας μια μέρα εργάτες που δούλευαν σε δρόμο της περιοχής μου.
Α, κυρία μου, δε βιαζόμαστε.
Πρέπει να έχουμε δουλειά και μεροκάματο και για άλλη μέρα, ήταν η απάντηση.
Δε μου φάνηκε να το είπε για αστείο ο νεαρός.
Άλλωστε ταίριαζε τόσο πολύ στην ελληνική νοοτροπία.
Ύστερα, στην Ελλάδα, συνέχισε, κάθε εξουσία που θέλει να οικοδομήσει κάτι καλό, στην πόλη, στο κράτος, δε χτίζει πάνω σ’ αυτό που βρήκε, αλλά ξηλώνει συνήθως ή παραθεωρεί ή υποτιμά και δεν αναγνωρίζει ό,τι προϋπήρχε.
Αυτό συμβαίνει κυρίως με τις κυβερνήσεις.
Ανεξαρτητοποιούν και προβάλουν μόνο το δικό τους έργο, το οποίο όμως χωρίς το προηγούμενο είναι φτωχό και ξερακιανό.
Χώρια που ρίχνουν όλα τα λάθη και τα βάρη στην προηγούμενη κυβέρνηση.
Αλλά και όλο το έργο της το ακυρώνουν ως λανθασμένο.
Μας έφαγε η χωριατιά.
Τα κόμπλεξ και η ακαλλιεργησία πνευματική.
Ένας πνευματικά ανώτερος άνθρωπος δε μπορεί να κατεβαίνει τόσο χαμηλά.
Να μειώνει τον αντίπαλό του, για να προβληθεί αυτός.
Άλλο όταν εκ των πραγμάτων επιβάλλεται.
Αυτό νομίζω έχει μεγάλη δόση κακοήθειας.
Εδώ ισχύει το ανέκδοτο: Ο Έλληνας γι΄αυτόν που είναι πίσω του λέει: α, τον καημένο. Γι΄αυτόν που είναι μπροστά του: α, τον άθλιο.
Μας λείπει τελικά παιδεία.
Σε θεμελιώδη ζητήματα.
Κατ΄αρχήν η εκπαίδευση στην Ελλάδα είναι πολύ πίσω, συνέχισε η κ.Κ.
Στη Γερμανία δεν έχει παιδιά στο σχολείο που να αγκομαχούν, για να προχωρήσουν στις τάξεις.
Υπάρχουν τριών ειδών σχολεία.
Το πρώτο για μαθητές που ανεβαίνουν ανεμπόδιστα τις τάξεις.
Για τους αδύνατους ένα δεύτερο.
Κι ένα τρίτο για άλλους πιο αδύνατους ίσως μαθητές ή με άλλες ιδιαιτερότητες.
Παιδιά που μένουν στην ίδια τάξη, αμέσως μεταπίπτουν στο δεύτερο σχολείο ή και από κει στο τρίτο.
Οι γνώσεις είναι ανάλογες.
Έτσι αξιοποιούνται όλα τα μυαλά και με διαφορετικές δυνατότητες.
Το ίδιο και στο Πανεπιστήμιο.
Χάνεις μαθήματα; δεν σου χαρίζουν.
Όχι εδώ μέχρι πέντε και δέκα χρόνια φοιτητής.
Και τα παιδιά εκεί στο ανάλογο σχολείο τους μαθαίνουν γράμματα.
Πού ακούστηκε να υπάρχουν φροντιστήρια.
Εδώ τα κρατικά σχολεία υπολειτουργούν.
Και το μόνο που ενδιαφέρει είναι να πάρουν όλοι ένα χαρτί στο χέρι τους.
Να γίνουν και να καμαρώνουν πτυχιούχοι.
Κι ας είναι χωρίς γνώσεις και περιεχόμενο τις περισσότερες φορές.
Κι ορμούν όλα τα ελληνόπουλα και με κατώτατο βαθμό στα Πανεπιστήμια, για να καυχιούνται και οι κυβερνήσεις ότι έδωσαν δικαίωμα γνώσης και δωρεάν παιδεία σε όλους.
Πολύ παρερμηνευμένη ωστόσο η δωρεάν παιδεία και το δικαίωμα γνώσης στην Εκπαίδευση έτσι…
Εδώ παρεμβάλαμε και τη δική μας άποψη με την εμπειρία της εκπαιδευτικού.
Μέσα σε κάθε τάξη τα τελευταία αρκετά χρόνια είχαμε τόσο ανομοιόμορφο υλικό.
Με μαθητές επίδοσης από 8 έως 19.
Το μάθημα δυσκόλευε από κάθε άποψη.
Σε ποιο επίπεδο να το κρατήσεις; να το ανεβάσεις ή να το κατεβάσεις, για να ανταποκριθείς σε όλους τους μαθητές.
Θα ήταν καλύτερο γι΄αυτό ίσως να δημιουργηθούν σχολεία, ή και τμήματα, αριστούχων μαθητών, μέτριων άλλων, και αδύνατων επίσης, με παροχή και ανάλογων γνώσεων.
Έτσι θα δίνεται η δυνατότητα να εξελιχθούν όλα τα παιδιά.
Και όλες οι μονάδες.
Και να αναπτύξουν φτερά και οι αδύνατοι.
Χωρίς αυτό το άγχος των ανούσιων και περιττών γνώσεων που φέρνουν ψυχοπλάκωμα στο μαθητή και κάνουν το σχολείο μισητό.
Το επιχείρημα ότι η διάκριση αυτή θα κάνει τα παιδιά των διαφορετικών σχολείων να ηττοπαθούν νομίζω καταρρέει εύκολα.
Ποιος το λέει ότι αυτά τα παιδιά δεν ηττοπαθούν και δεν κατακαίονται από ζηλοφθονία και δεν υποφέρουν περισσότερο, όταν συνυπάρχουν μέσα στην τάξη με τον αριστούχο μαθητή;
Όταν σκιάζονται τα δικά τους προσόντα από των καλών μαθητών;
Η διάκριση αυτή μπορεί να δημιουργεί πρόβλημα, όταν καλλιεργούμε το πνεύμα ότι αξίζουν μόνο τα παιδιά που ”παίρνουν τα γράμματα”.
Κακώς, πολύ κακώς.
Το να ”παίρνει κανείς τα γράμματα” είναι το ίδιο προσόν με το να τα καταφέρνει πολύ καλά σε μία τέχνη.
Να έχει μια άλλη δεξιότητα.
”Ούι κακό που με βρήκε, έκλαιγε μια μητέρα. Το παιδί μ΄δεν παίρνει τα γράμματα”.
Τρομάξαμε να την πείσουμε ότι δεν είναι τόσο κακό όσο το έβλεπε.
Σήμερα ο γιος της είναι ένας πετυχημένος επαγγελματίας και χαριτωμένος οικογενειάρχης.
Αλλά και η ελληνική Πολιτεία ας μη κάνει κι αυτή διάκριση να ακριβοπληρώνει τον πτυχιούχο και να εκτιμά μόνο τους διανοούμενους.
Μοιάζουμε όλοι με τα μέλη ενός σώματος, που άλλος είναι το χέρι, άλλος το πόδι, άλλος το κεφάλι κι άλλος άλλο μέλος.
Όλα τα μέλη είναι εξίσου σπουδαία και κανένα δε μπορεί να πει στο άλλο ότι δεν είναι σημαντικό.
Αυτό είναι ένα παράδειγμα που χρησιμοποιεί ο απόστολος Παύλος για την εκκλησιαστική κοινότητα και το οποίο αρμόζει νομίζω κι εδώ.
Επομένως οφείλει το κράτος να σέβεται και να αμοίβει το ίδιο με το διανοούμενο και τον οποιοδήποτε τεχνίτη και το γεωργό και τον κτηνοτρόφο.
Έτσι θα σβήσουν και οι διακρίσεις, αλλά θα κινήσει το ενδιαφέρον η πατρίδα στους νέους να ασχοληθούν και με άλλα επαγγέλματα.
Και να αποσυμφορηθούν και τα Πανεπιστήμια, που τελικά τα πτυχία τους δεν έχουν ζήτηση στην ελληνική αγορά.
Όσο για το χαρακτηρισμό ”κλεφτρόνια”, που ακούστηκε στην αρχή του λόγου, υπάρχει ένα ανέκδοτο, πήρε το λόγο και ο κ.Χ.
Κάποτε ο Έλληνας πρωθυπουργός, που επισκέφτηκε τον Άγγλο και εντυπωσιάστηκε από την άνεση και τον πλούτο του, ρώτησε:
”Καλά πώς τα κατάφερες”.
”Βλέπεις εκείνη τη γέφυρα, του λέει ο Άγγλος.
Ε, το ένα τρίτο πήγε στην τσέπη μου”.
Ήρθε και ο Άγγλος πρωθυπουργός στον Έλληνα.
Εντυπωσιάστηκε βαθύτερα αυτός.
Τι συνέβη, τον ρωτάει
Βλέπεις πουθενά γέφυρα σ΄αυτό τον ποταμό;
Όχι βέβαια
Ε, δεν τη βλέπεις, γιατί την τσέπωσα όλη.
Το ανέκδοτο μας θυμίζει το θόρυβο με τα πακέτα που δικαιολογημένα δημιουργήθηκε τελευταία και θα μείνει στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας.
Πιστεύουμε όμως ότι το πάθημα έγινε μάθημα.
Πρόκειται τώρα να δοθεί και ένα δάνειο 63,5 εκ. ευρώ για ανάπτυξη στην Ελλάδα.
Δεν πιστεύουμε να έχει την ίδια τύχη με τα προηγούμενα.
Να το τσεπώσουν κι αυτό οι επιτήδειοι και κατεργάρηδες.
Ή να διατεθεί. για ν΄αυξηθούν οι ήδη ενισχυμένοι μισθοί και συντάξεις ή κλασσικά ο τουρισμός μόνο και η συγκοινωνία.
Πρέπει τώρα να σκύψει ο κάθε ειδικός — και η κυβέρνηση να ορίσει ειδικούς, αν δεν υπάρχουν — που να μελετήσουν τι μπορεί να παράγει ένα χωριό, μια τοποθεσία…
Πως μπορούν να αξιοποιηθούν π.χ τα χρωματιστά πετρώματα της Σαμαρίνας, τα βοσκοτόπια των χωριών της Πίνδου, τα κεράσια, τα αμπέλια, οι καρυδιές άλλων περιοχών, τα πλούσια νερά μας…
Τι θα πει, βρε παιδιά, να εισάγονται πατάτες από την Αίγυπτο, κοτόπουλα από τη Σουηδία, λεμόνια από την .
Αργεντινή;
Τις ελιές, που είναι το χρυσάφι μας, να τις στέλνουμε σε εργοστάσιο της Ιταλίας, για να δώσουν λάδι;
Τα εσπεριδοειδή μας να λείπουν από το τραπέζι και τις εξαγωγές μας;
Τ΄αμπέλια, τα σιτάρια μας να είναι εγκαταλελειμμένα;
Είναι τεμπέληδες οι Έλληνες και δε θέλουν το τσαπί ή είναι προπαγάνδα και πόλεμος απ΄έξω να μας εξαθλιώσουν και να μας καταντήσουν να ξεπουλήσουμε τη χώρα μας;
Γιατί τα νέα μέτρα μάς πονήρεψαν.
Γονάτισαν τους κτηνοτρόφους, τους γεωργούς.
Ποιοι και πού στοχεύουν;
Ή αλλιώς τι λείπει; Οργάνωση; μέθοδος; πολιτικές; ευφυία; ή αδιαφορία και άγνοια του τι φυσικό και υπόγειο πλούτο έχουμε; έλλειψη πόρων να τα αξιοποιήσουμε;
Να τώρα μια ευκαιρία με το νέο πακέτο.
Μήπως καταβληθήκαμε κι απ΄τη μιζέρια πολλών ετών και αυτή μας η εγκατάλειψη των πάντων δείχνει την ψυχική μας κούραση;
Μήπως μια ενδόμυχη απελπισία μας πιέζει και το ρίχνουμε συνέχεια σε εκλογές;
Γιατί εμείς εδώ το μόνο μόνιμο και σταθερό που έχουμε είναι οι εκλογές.
Που δείχνει και πόσο αβαθείς και ευμετάβλητοι είμαστε.
Ρηχοί και επιπόλαιοι.
Μιας άρρωστης ψυχολογίας φορείς.
Γι΄αυτό αυτό που ζητούμε από αυτούς που θα διεκδικήσουν την ψήφο μας κι αυτή τη φορά — κι ας είναι η τελευταία για μια δεκαετία — είναι να πάρουν στα σοβαρά και να ανιχνεύσουν όλους τους παράγοντες και τα αίτια που μας βάλτωσαν σε μια μίζερη και παθητική αντιμετώπιση της καθημερινής μας αθλιότητας από τη μια και από την άλλη να μας πείσουν ότι θέλουν να τους ψηφίσουμε όχι για να τσεπώνουν γέφυρες και πακέτα ούτε να αερολογούν, αλλά να βρουν τρόπους να αναστήσουν και να αξιοποιήσουν τις παραγωγικές περιοχές της πατρίδας μας.
Και να έχουν το σθένος να αντιστέκονται στις ξένες επιρροές και υποβολές.
Ή και στην εκμετάλλευσή τους.
Κι ας είναι αυτό και κριτήριο για το ποιους θα εκλέξουμε αυτή τη φορά.
Το ευχόμαστε.
Ζιώγα Κατερίνα
Εκπαιδευτικός.