ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ 1890
1890-1891 – Η Β΄ φάση του Προνομιακού Ζητήματος
«Προνομιακό ζήτημα» ονομάστηκε η αμφισβήτηση των προνομίων του Πατριαρχείου από την Οθωμανική εξουσία. Συγκεκριμένα, παύτηκαν οι Μητροπολίτες Σερρών και Καστοριάς χωρίς να λάβει γνώση ο Πατριάρχης, και απαιτήθηκε από την Υψηλή Πύλη, να πάψουν τα εκκλησιαστικά δικαστήρια να δικάζουν κληρονομικές υποθέσεις….
– Η αμφισβήτηση του προνομιακού καθεστώτος της Ορθόδοξης Εκκλησίας από την Οθωμανική κυβέρνηση, είχε σαν αποτέλεσμα την παραίτηση του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Διονύσιο Ε΄(1887-1891) και στη συνέχεια την δυναμική αντίδραση των κληρικών οι οποίοι αποφάσισαντο κλείσιμο των Εκκλησιών στις αρχές Οκτωβρίου του 1890. Γεγονός που προκάλεσε και την εκδήλωση διαμαρτυριών των Ορθοδόξων Χριστιανών ….
Η διαμάχη του Οικουμενικού Πατριαρχείου με την Υψηλή Πύλη σχετικά με το επικυρωμένο θεσμικά πλέον προνομιακό καθεστώς, άρχισε να διαφαίνεται από τις αρχές της δεκαετίας του 1880, ( Α΄ φάση προνομιακού ζητήματος) [4*] λίγα χρόνια μετά την εδραίωση της απολυταρχίας του Σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ Β΄ (1876-1908) και συνέπεσε με την πρώτη Πατριαρχεία του Ιωακείμ Γ΄ (1878-1884)……
Το 1890 η Μεγάλη Εκκλησία ανακοίνωνε ουσιαστικά ότι τελούσε πλέον υπό διωγμό, και έκανε χρήση του τελευταίου όπλου, που διέθετε, την παύση δηλαδή των Ιεροτελεστιών, χριστιανικών τελετών και το κλείσιμο των Ιερών Ναών….. (Β΄φάση του Προνομιακού Ζητήματος 1890-1891) [1*][4*]
Δεδομένων των πιέσεων που είχαν εκδηλωθεί και με το φόβο γενίκευσης των ταραχών ενόψει της γιορτής των Χριστουγέννων, αλλά και την διακριτική εκδήλωση υποστήριξης των Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες καιροφυλακτούσαν να επέμβουν στα εσωτερικά ζητήματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η Υψηλή Πύλη τελικά υποχώρησε και το βράδυ της 24ης Δεκεμβρίου 1890 υπογράφηκε συμφωνία με μέλη των δύο διοικητικών Σωμάτων του Πατριαρχείου.
Οι Ιεροί Ναοί άνοιξαν και έτσι οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί μπόρεσαν να πανηγυρίσουν την γιορτή των Χριστουγέννων.[2*]
Την θλίψη, τον φόβο, την αναστάτωση και την μελαγχολία των Χριστιανών πριν τα Χριστούγεννα, περιγράφει ο ποιητής Κώστας Κρυστάλλης, σε ένα υπέροχο κείμενο του που δημοσίευσε στην εφημερίδα, «ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ» τα Χριστούγεννα του 1892 με τίτλο «ΠΡΟΠΕΡΣΙΝΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ». [3*]
– Ο Κώστας Κρυστάλλης (1868-1894). Ήταν Έλληνας ποιητής και πεζογράφος. Γεννήθηκε στο Συρράκο της Ηπείρου. Απεβίωσε σε ηλικία 26 ετών, στις 23 Απριλίου 1894 στο σπίτι της αδελφής του στην Άρτα.
***
ΠΡΟΠΕΡΣΙΝΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
(Φ ι λ ι κ ή γ ρ α φ ή α π ό τ α Γ ι ά ν ν ι να)
«Νυχτών’ η Παραμονή, αγαπημένε μου. Άλλους καιρούς – θυμάσαι, – τα στενά και τα σταυροδρόμια μας εγιόμοζαν κόσμον από δω από την πόλη και από τα χωριά όξω
Η Καλούτσασμη σήμερα, η Λούτσα, οι Καμάρες, το Κουρμανιό, η Σκάλα, το Σταυροπάζαρο, ο Πλάτανος, τα Γάλατα, όλα είν’ έρμα κι άλαλα σήμερα.
Τα γυναικόπαιδα μοναχά της φτωχολογιάς σωριασμένα στριμώνονται στα παραπόρτια των Ελεών. Καρτερούν το μικρό το χριστουγεννιάτικο μοίρασμα. Κ’ η βροχή που απ’ την αυγή ασταμάτητη πέφτει με το δρυμόνι, δέρνει τα ασκέπαστα τα κεφάλια τους, κι από τα τρυπημένα τους ρούχα χώνεται ως μέσα στα ζόρκα κορμιά τους και τα καταποντιάζει. Τα δύστυχα! … Αραδαργιά στο παζάρι οι αργαστηριαρέοι κάθονται με σταυρωμένα τα χέρια, χωρίς δουλειά, κι άλλοι με σκυφτά τα κεφάλια, λες κι ακαρτερούν βοήθεια από τον ουρανό. Μα ο ουρανός ρίχνει τη συγκρατούμενη βροχή του σκεπασμένος πέρα ως πέρ’ από σύγνεφα. Επελάγωσαν οι δρόμοι μας όλοι, μούσκεψαν οι τοίχοι κ’ οι σκεπές των σπιτιών. Νοτίζουν όλα τα πράμματά μας. Και μια μεγάλη υγρασία, που περνάει τη σάρκα μας ως το κόκκαλο, μας εζάρωσε ολότελα. Τα βουνά πέρα είναι τυλιγμένα σε μπόρα και δεν φαίνονται. Βρέχ’ εδώ και χιονίζει εκεί.
Έχει περάσει από δυο ώρες το δειλινό και σήμαντρο κανένα δεν εδιαλάλησε την αγιότη της αυριανής μέρας, κ’ οι παπάδες δεν έψαλαν τον εσπερινό σήμερα. Οι εκκλησιές μας είναι κλειστές. Βουβά τα σήμαντρα, βουβοί κ’ οι παπάδες. Οι αυλές και τα κατώφλια εχορτάργιασαν. Οι αράχνες κλώθουν τα υφάδια τους και διάζονται στες πόρτες και στα παραθύρια. Μέσα σκουριάζουν άπλυτα τα πολύφωτα κ’ οι κηροστάτες, μουχλιάζουν οι εικόνες, ιδρώνουν νοτιά οι τοίχοι κ’ οι μεσανοί οι στύλοι, παγώνει το λάδι στα σβηστά ασημοκάνδηλα και τα δισκοπότηρα μένουν δίχως μεταλαβιά απάνου στην Προσκομιδή και στην Άγια Τράπεζα.
***
Ξέρεις το μοιρολόι της Πόλης, όταν την έπαιρνε ο Τούρκος. Σ’ άκουσα πολλές φορές να το λες όξω που βγαίναμε τις ηλιοφανιές κι έβλεπα να νοτίζουν από δάκρυο τα ματόφυλλά σου όντας έλεες και ξανάλεες με θλιβερό σκοπό το πικρό γύρισμά του: «Κλάψτε μωρέ, καημένοι χριστιανοί !». Ήρθε καιρός τώρα οπού το μοιρολόι και τ’ απόφωνο τούτο το λέμε και το ξαναλέμε εδώ οι Χριστιανοί όλοι. Το λέμε και κλαίμε όλοι με πυρωμένα δάκρυα.
Με τον ερχομό της νύχτας η βροχή κάπως ξέκοψε. Μα ο ουρανός είναι πάντα κρυμμένος στα σύγνεφα, λες και θρηνάει κι αυτός τα μαυρισμένα μας Χριστούγεννα.
Όσο σφίγγει το σκοτάδι, τόσο απλώνεται η ερμιά στην πόλη μας. Ως πώφτακεν ώρα όπου τα Γιάννινα ώμοιαζαν κοιμητήρι, κι ας είμασταν ζωντανοί όλοι στα σπίτια μας, κι ας ήμασταν ξύπνηγοι όλοι. Νεκρίλα μωρέ αδερφέ, νεκρίλα απέραντη η νυχτιά τούτη. Όξω στα καλτερίμια βροντούσαν ακόμα κάπου κάπου οι σταλαματιές κ’ οι κάναλες των κεραμιδιών, και συχναπόκοβαν την ερημιά και την σιγαλιά τα πατήματα του παζάρμπαση και του καρακολιού.
Είχαν σκολάσ’ οι νοικοκυρές τα πλυσίματα και τ’ ασπρίσματα των σπιτιών τους κι έλαμπαν τούτ’ από την παστράδα και το νοικοκυριό. Εφώτιζε την ανατολική γωνιά της σπιτομάννας η αναμμένη καντήλα των εικονισμάτων. Έκαιγε στην εστιά η φωτιά η Χριστουγεννιάτικη, καμωμένη από τετραπάνωτα σύδαυλα κι εζέστανε το σπίτι όλο. Είχαμεν γευτή τον απλό σαρακοστιανό δείπνο μας και συμμαζωγμένοι γύρα της όλοι, από τα παιδιά ως τους γέρους, εκαρτερούσαμαν τα Χριστούγεννα. Του κάκου αγρυπνούσαμαν. Χριστός δεν εγεννιώταν για εμάς την νύκτα τούτη. Κι αν γεννιώνταν, ποιος θα να μας το φανέρωνε; Στον συγνεφιασμένον μας ουρανό δεν θα νάτουν βολετό να δούμε ποτέ τ’ αστέρι που τώδειξε μια φορά στους Μάγους.
Τα σήμαντρα δεν θα μας το διαλαλούσαν κ’ οι κράχτες δεν θα μας το φώναζαν. Οι εκκλησιές μας ήταν κλειστές και στα κονίσματα των σπιτιών μας ετοιμαζόμασταν για να πούμε την δέησή μας.
«Κλάψτε, μωρέ καημένοι χριστιανοί!»
***
Έχουν περάσει τα μεσάνυχτα. Η ίδια νεκρίλα στην πόλη μας. Η ίδια κουβέντα στα σπίτια, για το κλείσιμο των εκκλησιών. Και λέγουν ανάμεσα πως κάπου κρυφοσυνάζονται και κρυφοσυντάζονται για ταραχές την αυγή. Τα μικρά τα παιδιά ξεδειλιασμέν’ από τη φωτιά κι αποσταμέν’ από τα παιγνίδια, αποκοιμιώνταν ένα-ένα στα γόνατα των γονιών τους, εκεί παραστιάς.
Ήρθεν η ώρα του όρθρου. Εβουβαθήκαμαν μονοκοπανιάς όλοι. Λόγος δεν έσκαε τότε στα χείλια μας. Εμείναμε ασάλευτοι κι ακαρτερούσαμε με την άκουγά μας σήμαντρο πουθενά ή κράχτην. Ξέρεις τι ώρα γιομάτη μυστήριο ιερό και θρησκευτικό γήτεμμα είνε τούτη που ακαρτεράς άγρυπνος τόσην νυκτιά ν’ ακούσης ν’ άρχεται ο κράχτης στη γειτονιά σου, χτυπώντας παντού στες αυλόπορτες το βροντερό εκείνο μπαμ-μπαμ-μπαμ! Με το ξύλινο το τσοκάνι του. Πετιέσαι τότες όξω στην κρεββάτα σου ή στο παραθύρι κι ακούς να τρικυμίζουν τον αγέρα και τα σκοτάδια οι γλυκύτατοι και μαγικοί ήχοι του σημανταριού, ποιοί μακρυνοί και ποιοί κοντινοί. Και βλέπεις τότε ν’ ανοίγουν πόρτες και να γιομόζουν οι δρόμοι από κόσμον, όπού πηγαίνουν ν’ ακούσουν στην εκκλησιά τα Χριστούγεννα.
Συνηθισμένος απ’ αυτά, σαν εκαρτέρεσα βουβός τόσην ώρα και δεν ακουρμάστηκα πουθενά κράχτην απετάχτηκα στην κρεββάτα. Πίσα το σκοτάδι όξω και το κρύο φαρμακερό. Στηλώνω τ’ αυτί κι ακαρτερώ κι’ εκεί ολόρθος ωσάν μαρμαρωμένος. Δεν άκουσα τίποτε ο μαύρος. Ως που μ’ ανάγκασαν οι φωνές της μανούλας μου να μπω μέσα να μην παγώσω.
— Έμπα μέσα, μου λέει, παιδί μου, να μην παγώσεις αυτού, και Χριστούγεννα δεν έρχονται για έμάς φέτο.
Κι’ εγώ μπαίνοντας στον όντά έμουρμούρισα θλιβερά:
— Κλάψτε, μωρέ καημένοι χριστιανοί!
Κι ένιωσα να νοτίζει δάκρυο τα ματόφυλλά μου.
***
Εξημέρωσεν. Η δέηση έγεινε μπροστά στα κονίσματα των σπιτιών μας. Εγώ έψαλα το «η Γέννησίς σου Χριστέ».
Κι’ ανάρια ανάρια εβγαίναμε από τα σπίτια να μάθουμε κάνα καινούριο χαμπέρι. Κανένας δεν ήξερε τίποτε. Όλων οι όψες οι ξαγρυπνισμένες και κατσουφιασμένες από την θλίψη ώμοιαζαν το μισοσυγνεφιασμένον κι αγέλαστον ουρανό μας.
Τρέχουμε στη Μητρόπολη. Κι’ εκεί τίποτε δεν ηξέρουν.
Ο Δεσπότης ορμηνεύ’ ησυχία κ’ υπομονή. Η υπομονή μας ήταν μεγάλη μέσ’ στην καρδιά μας, μα η ησυχία που καταΐσκιωνε σαν θείο χέρι ως τώρα τα γαληνεμένα μας στήθια, άρχεψε να τραβιέται απάνου και ν’ αφανίζεται σαν την αντάρα της λίμνης μας την πρωινή, κι’ ο βοργιάς της στέρησης της εκκλησιάς άρχιζε ν’ αναταράζει τα βάθητά μας.
— Πώς θα περάσουμε χωρίς εκκλησιά τέτοιες μέρες.
Αυτός ο λόγος επέταε στα στόματα όλων κι’ αυτός ο λόγος άναφτε μέσα τα σπλάχνα μας. Οι Τούρκοι είχαν γίν’ άφαντοι την αυγή τούτη. Εφοβήθηκαν από ταραχές. Γιατί κι όλοι μας δεν εκαρτερούσαμεν, παρά ταραχές.
— Τα χωριά δε θα λα το νταγιαντίσουν.
Έλεγαν άλλοι.
— Εκκλησιά πουθενά δε θα λ’ ανοίξει με το στανιό, αν είμεστε Χριστιανοί κι’ αν έχουμε Πατριάρχην.
— Τα χωριά αρματωμένα θαρθούν μέσα στα Γιάννινα να φοβερίξουν.
— Από την Πόλη θα λ’ άρχινήσει ο χαλασμός, αν θα λ’ άρχινήσει.
Τέτοιες κουβέντες ελέγονταν, ώς που σίμωσε το γιώμα. Κι’ όλοι μας δεν καρτερούσαμε πλιά τώρα παρά χαλασμό.
***
Επεινάσαμαν κι αλειτούργητοι οι μαύροι εστρώσαμαν το γιώμα να φάμε. Άλλους καιρούς επασχάζαμαν κι εμείς νύχτα, σαν εγυρνούσαμαν από την εκκλησιά το πρωί. Φέτο, όπου δεν είδαμαν εκκλησιά ούτε για φαΐ μας πήγαινε ο νους, ακαρτερώντας την νύχτ’ απ’ ώρα ’ς ώρα, το σήμαντρο και τον κράχτη. Κι από την αγρύπνια αυτή μας εγένονταν αγλέουρας το φαΐ μέσα και κάθε χαψιά έπεφτε σαν μολύβι βαριά στο στομάχι μας.
Άξαφνα, μέσ’ στο φαΐ απάνου, έν’ απέραντο και δυνατό σημανταριό ανατάραξεν όλην την πόλη μας.
— Κάτι κακό θα ’ρχεψε, Λέει ο πατέρας και κοντοστέκεται με τη χαψιά στο στόμα του.
— Χριστός και Παναγιά! Σταυροκοπιέται η μάννα.
Εμείς και τα παιδιά επανιάσαμαν.
Και μονομιάς χλαλοή και τρεχάματα επλημμύρισαν τους δρόμους.
Πετιούμαστε με τον πατέρα στο δρόμο να μάθουμε.
Όλ’ έτρεχαν κατά την Μητρόπολη. Τους πρώτους που απαντούμε τους ρωτάμε τι γίνεται.
— Ανοίγουν οι εκκλησιές, μας λέγουν.
— Και πως ανοίγουν; Με το στανιό;
— Μωρ’ τι με το στανιό, που νικάσαμαν! Πήραμαν τα προνόμια.
— Πήραμαν τα προνόμια! Πήραμαν τα προνόμια! Πήραμαν τα προνόμια!…
Τώρα αυτός ο λόγος επέταε στα στόματα όλων κι όλοι ετρέχαμαν κατά τη Μητρόπολη! Εκεί ηύραμαν ολάνοιχτες της εκκλησιάς τες πόρτες κι αναμμένα τα καντήλια και τα πολύφωτα και τους κηροστάτες. Είχε γιομίσει κόσμον η εκκλησιά και μέσα και στην αυλή ακόμα. Οι εικόνες δεν επρόφταιναν να πάρουν ανασπασμούς. Ο ουρανός άρχιζε να ξεκαθαρίζει απάνου. Ξεσυγνέφιασαν και οι όψες των χριστιανών, όπ’ έλαμπαν τώρα χαρούμενες κι αυλακωμένες κάπου κάπου από δάκρυα. Και μέσ’ από την ψυχή τους ωσάν λιβάνι ανέβαινε στα ουράνια η μυστική δέηση τούτη:
— Θε μου, δώσε πάντα δύναμη της εκκλησιάς να βγαίνει από ολούθε νικήτρα, δώσε κι εμάς θάρρος των μαύρων και μεγάλη καρδιά να φτουράμε της σκλαβιάς μας τους κατατρεγμούς και τες καταφρόνησες, κι’ως που να σωθούν καμιά μέρα οι αμαρτίες μας κι’ ως που να δούμε άστρο ελευθεριάς το Χριστουγεννιάτικο τ’ άστρο».
***
Την φιλική τούτη γραφή ανοίγοντάς σας σήμερα ελεύθερα εβουλήθηκα να σας γυρίσω μ’ αυτήν δυο χρόνια πίσω, να σας γυρίσω με τον νου στα Χριστούγεννα της μαυρισμένης χρονιάς με το κλείσιμο των εκκλησιών.
Δάκρυσ’ αλήθεια διαβάζοντας τότες του φίλου μου τη γραφή και γέρνοντας κι εγώ κατά τον ουρανό τα μάτια εδεήθηκα τέτοια:
— Δώσε, Θεέ, δύναμη της εκκλησιάς μας να βγαίνει απ’ ολούθε νικήτρα• όμως δώσε και κάθε τόσο τέτοιες στον τόπο μας ταραχές, για να ξυπνάν κάπου κάπου τα σαπημένα μας αίματα και για να ξεσκουργιάζει η πατσαβουργιασμένη μας καρδιά• μπέλκιμ και βγούνε καμιά βολά για καλλίτερο.
ΚΩΣΤΑΣ ΚΡΥΣΤΑΛΛΗΣ
ΕΡΕΥΝΑ – ΣΥΓΓΡΑΦΗ
Γαλάτεια Ν. Βασιλοπούλου
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[1*] – Εφημερίδα «Φάρος της Μακεδονίας» 28ης Μαρτίου 1890
[2*] – Εφημερίδα «Φάρος της Μακεδονίας» 19ης Δεκεμβρίου 1890)
[3*] – Εφημερίδα «ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ» – 25. Δεκεμβρίου 1892
[4*] – Η Β΄ φάση του Προνομιακού Ζητήματος (1890-1891) και η αποτύπωσή του στον τύπο της Θεσσαλονίκης» Αναστασία Παναγιωτοπούλου – Θεσσαλονίκη 2019
[5*] – Περιοδικό Κλειώ (1887)