Ορθοδοντικός Δώρα Μπαρτζιώκα

Euromedica

euromedica ygeia

Η ομηρία της Ειρήνης Νικολέσκο στα βουνα των Γρεβενών

Περί την 9η πρωινή ώρα της 16ης  Αυγούστου 1928 ο γυμνασιάρχης του Ρουμανικού Γυμνασίου Ιωαννίνων και άμισθος υποπρόξενος της Ολλανδίας

(στα Ιωάννινα) Ιωάννης Νικολέσκο, ο οποίος βρισκόταν  στο Περιβόλι Γρεβενών, ξεκίνησε πεζός μαζί με τη σύζυγό του και την κουνιάδα του Ευφροσύνη για το κοντινό χωριό Αβδέλλα. Η απόσταση που χώριζε τα δύο χωριά ήταν περίπου τέσσερα χιλιόμετρα.  Σκοπός της οικογένειας ήταν να επισκεφθούν το θείο της συζύγου του γυμνασιάρχη, και  διαμένοντα εκεί για παραθέριση, δικηγόρο των Γρεβενών, Γεώργιο Βασιλάκη.

Ενώ βάδιζαν και βρίσκονταν περίπου στο μέσο της διαδρομής (στη θέση «Μνήμα»), πετάχτηκε ξαφνικά μέσα από τα κλαδιά ένας οπλισμένος φουστανελοφόρος με μικρή γενειάδα που έμοιαζε με ληστή, ο οποίος με προτεταμένο το όπλο διέταξε να σταματήσουν και στη συνέχεια ζήτησε από το γυμνασιάρχη Νικολέσκο να τον ακολουθήσει. Τότε αυτός άρχισε να τον ικετεύει να τον αφήσει ελεύθερο, γιατί ήταν ασθενής, είχε πρόβλημα με το στομάχι του και δεν μπορούσε να βαδίσει στα δύσβατα μονοπάτια των βουνών. Η σύζυγός του Ειρήνη, ακούγοντας την απαίτηση του απαγωγέα, σύμφωνα και με όσα η ίδια υποστήριξε αργότερα σε συνέντευξή της, αποφάσισε να σώσει το σύζυγό της, γιατί είχε το προαίσθημα ότι ο άγνωστος θα τον φόνευε, αν τον ακολουθούσε, διότι είχαν λάβει πολλές φορές απειλητικές επιστολές. Είπε στον άγνωστο να τον ακολουθήσει αυτή όπου θέλει και να αφήσει ελεύθερο το σύζυγό της. Ο άγνωστος επειδή δεν μπορούσε να αποφασίσει μόνος του, είπε στο γυμνασιάρχη να περιμένει λίγα λεπτά και παίρνοντας τη σύζυγό του την οδήγησε ενώπιον τριών άλλων συνεργατών του  με ληστρικές ενδυμασίες που ήταν κρυμμένοι εκεί κοντά. Η Νικολέσκο, μόλις τους είδε, τα έχασε και άρχισε να κλαίει. «Μη φοβάσαι, κυρά μου, της είπε ένας από αυτούς. Δεν θα πάθεις τίποτε. Εμείς θα σε κρατήσουμε λίγες μέρες μέχρις ότου ο σύζυγός σου μας φέρει τα λύτρα».

Εν τω μεταξύ οι δύο άλλοι, αφού αντάλλαξαν μερικές λέξεις, απέστειλαν και πάλι τον πρώτο φουστανελοφόρο προς το σύζυγό της με ένα σημείωμα με το οποίο ζητούσαν να συγκεντρώσει και να τους καταβάλει το ταχύτερο ως λύτρα 500 χιλιάδες δραχμές ως λύτρα για την απελευθέρωση της συζύγου του. Το σημείωμα έφερε πλαστογραφημένη την υπογραφή του λήσταρχου Φορφόλια, για να παραπλανηθούν οι αστυνομικές αρχές.  Οι απαγωγείς ήλπιζαν ότι για τα λύτρα, και αν ακόμη δεν είχε τη δυνατότητα να τα καταβάλει ο Νικολέσκο, θα τον συνέδραμε οικονομικά η ρουμανική κυβέρνηση.

Το γεγονός της ομηρίας αναφέρθηκε στις αρχές των Γρεβενών, οι οποίες αμέσως ενημέρωσαν τα προϊστάμενα κλιμάκια. Ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος και τα Υπουργεία των Εσωτερικών και Εξωτερικών τέθηκαν σε κατάσταση συναγερμού, διότι το θέμα της απαγωγής θα είχε και διπλωματικές συνέπειες που έφθαναν σε σημείο να κατηγορηθεί η χώρα για ενέργειες σε βάρος της αποκαλούμενης από τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου του 1913 «ρουμανικής μειονότητας» της Ελλάδας.  Η συνθήκη αυτή, την οποία είχε υπογράψει ο ίδιος ο Βενιζέλος, έδινε το δικαίωμα στη «ρουμανική μειονότητα» να διατηρεί δικά της σχολεία και εκκλησίες υπό την προστασία του ελληνικού κράτους. Διοικητής της Υποδιοίκησης Χωροφυλακής Γρεβενών ήταν τότε ο υπομοίραρχος Άγγελος Έβερτ (πατέρας του Μιλτιάδη Έβερτ), ο οποίος είχε μετατεθεί από τη Σχολή Χωροφυλακής στα Γρεβενά τον Ιούνιο του 1928. Ο Έβερτ ήταν ο αρμόδιος από αστυνομικής πλευράς για τον εντοπισμό των ληστών και την απελευθέρωση της Νικολέσκου, διότι η απαγωγή έγινε στην περιφέρεια ευθύνης του. Καταδιωκτικά αποσπάσματα της χωροφυλακής με επικεφαλής αξιωματικούς περιέτρεχαν την επαρχία Γρεβενών για την ανεύρεση του κρησφύγετου των δραστών, χωρίς όμως αποτέλεσμα.

Ο Ιωάννης Νικολέσκο γεννήθηκε το 1896 από γονείς Κουτσόβλαχους στον Περλεπέ (Prilep) του σημερινού κράτους των Σκοπίων και με μέριμνα της ρουμανικής προπαγάνδας μορφώθηκε στα ρουμανικά σχολεία του Μοναστηρίου. Το 1920 διορίστηκε υπό της ρουμανικής κυβερνήσεως καθηγητής στο ρουμανικό γυμνάσιο Ιωαννίνων. Το 1922 παντρεύτηκε την Ειρήνη Βασιλάκη, ηλικίας 22 ετών, θυγατέρα της οικογένειας Βασιλάκη από τη Βοβούσα. Το 1925 προβιβάστηκε σε γυμνασιάρχη του ίδιου γυμνασίου και τιμής ένεκεν διορίστηκε άμισθος υποπρόξενος των Κάτω Χωρών (Ολλανδίας). Το 1931 διετέλεσε γυμνασιάρχης του Ρουμανικού Γυμνασίου Γρεβενών.

Η Ειρήνη Νικολέσκο κρατήθηκε ως όμηρος ένα περίπου μήνα. Το χρονικό της ομηρίας της έχει ως εξής:

Μετά την επίδοση του σημειώματος στο γυμνασιάρχη για την αποστολή των λύτρων ο άγνωστος επέστρεψε, παρέλαβε τη Νικολέσκο και τη διέταξε να τον ακολουθήσει. Οι άλλοι τρεις φουστανελοφόροι παρέμειναν στη θέση τους και έκτοτε δεν τους ξαναείδε. Μετά πορεία δύο περίπου ωρών η Νικολέσκο από την κούραση, το φόβο και τη στενοχώρια ζαλίστηκε και έπεσε στο έδαφος. Όταν συνήλθε, ο άγνωστος προσπάθησε να την ενθαρρύνει,  λέγοντας ότι δεν πρέπει να φοβάται και ότι δεν πρόκειται να πάθει κανένα κακό, γιατί η ελληνική ή η ρουμανική κυβέρνηση σύντομα θα κατέβαλαν τα λύτρα και θα ήταν ελεύθερη.

Αργότερα η Νικολέσκο αισθάνθηκε ότι είχε πυρετό και ζήτησε νερό. Ο άγνωστος της έδωσε νερό από το παγούρι του και στη συνέχεια την οδήγησε σε κάποια σπηλιά μεταξύ Αβδέλλας και Περιβολίου και τη ρώτησε αν θέλει να  ξαπλώσει και να ξεκουραστεί για λίγες ώρες. Έστρωσε την κάπα του και την παρότρυνε να πλαγιάσει πάνω σ’ αυτήν, όπως και έγινε. Ο άγνωστος απομακρύνθηκε για λίγο και επιστρέφοντας της έφερε λίγο γάλα ζεστό. Τον ρώτησε από πού το προμηθεύτηκε , αλλά εκείνος δεν θέλησε να της απαντήσει. Το μόνο που της είπε ήταν να μη στενοχωριέται και να μη διστάσει να του ζητήσει οτιδήποτε θελήσει. Ήταν αρκετά ευγενικός μαζί της και αυτό της έδωσε θάρρος. Τη νύχτα της έδωσε λίγο ψητό αρνί.

Τα μεσάνυχτα της ίδιας ημέρας πήγαν έξω από τη σπηλιά δύο – τρία άτομα και μίλησαν για λίγο με το φύλακα της Νικολέσκου.  Τα χαράματα ο φύλακας της έφερε και πάλι γάλα, το οποίο έβρασε ο ίδιος. Λίγο αργότερα της έδωσε τρία κουφέτα κινίνης, για να της περάσει ο πυρετός που είχε φθάσει στους 38 με 39 βαθμούς. Στη σπηλιά αυτή νοσηλεύτηκε επί τρεις ημέρες και, αφού έγινε εντελώς καλά, ο φύλακας της είπε ότι πρέπει να μεταβούν σε άλλο κρησφύγετο, το οποίο βρισκόταν σε δασώδη περιοχή του όρους «Αυγό». Η ψηλότερη κορυφή του όρους αυτού βρίσκεται έξι  χιλιόμετρα νότια του Περιβολίου και έχει υψόμετρο 2.177 μ. Επειδή η Νικολέσκο δεν μπορούσε να βαδίσει, καθώς δεν είχε το κουράγιο και την κατάλληλη υπόδηση, ο φύλακας έφερε ένα ζώο για τη μεταφορά της. Εν τω μεταξύ τα λύτρα δεν είχαν καταβληθεί και οι μέρες περνούσαν. Η τροφή καθ’ όλη τη διάρκεια της αιχμαλωσίας ήταν συνήθως ψητό αρνί, γάλα, γιαούρτι και γλυκίσματα. Ο φύλακας λάμβανε καθημερινά εφημερίδες, οι οποίες σχολίαζαν ποικιλοτρόπως τα της αιχμαλωσίας.

Μια μέρα πέρασε κοντά από το κρησφύγετο ένα απόσπασμα από τρεις χωροφύλακες, αλλά δεν τους αντιλήφθηκε. Στο μεταξύ τα ρούχα της Νικολέσκο άρχισαν σιγά – σιγά να φθείρονται, οπότε ο φύλακας την προμήθευσε με άλλα από το Περιβόλι, εγχώριας προελεύσεως. Είχε ντυθεί σαν λησταρχίνα με τσαρούχια, φουστανέλα και κάπα. Είχε στη διάθεσή της και άλλες τρεις εφεδρικές κάπες, για να σκεπάζεται τη νύχτα.

Ήδη είχαν περάσει 28 ημέρες αιχμαλωσίας, όταν στις 13 Σεπτεμβρίου 1928 πήγε ένα άτομο έξω από το κρησφύγετο και συνομίλησε αρκετή ώρα με το φύλακα – απαγωγέα, ο οποίος στη συνέχεια πλησίασε τη Νικολέσκο και της είπε ότι τα λύτρα είχαν δοθεί και ότι έπρεπε να ετοιμαστεί για να την συνοδεύσει μέχρι το Περιβόλι.

Η εντύπωση που σχημάτισε η Νικολέσκο κατά τη διάρκεια της ομηρίας της ήταν ότι δεν επρόκειτο για πραγματικούς ληστές αλλά για κακοποιά στοιχεία που την αιχμαλώτισαν με σκοπό να πάρουν χρήματα.

Μετά την απελευθέρωση η Νικολέσκο φιλοξενήθηκε μια βραδιά  σε γνωστή της οικογένεια  στο Περιβόλι, όπου ανέφερε στις αστυνομικές αρχές και τους ανταποκριτές των εφημερίδων τα σχετικά με την ομηρία της. Το ζεύγος Νικολέσκου μαζί με τις δύο αδελφές της αναχώρησε την επομένη (14/9) με συνοδεία 15 χωροφυλάκων για τα Ιωάννινα.

Τα λύτρα που συνολικά κατεβλήθησαν στους απαγωγείς, σε δύο δόσεις, ήταν 200.000 δρχ., γιατί δεν υπήρχε η δυνατότητα να καταβληθεί το αρχικά απαιτούμενο υπέρογκο ποσό των 500 χιλιάδων ούτε δόθηκε κάποια οικονομική βοήθεια από τη ρουμανική κυβέρνηση. Το μεγαλύτερο μέρος του ποσού αυτού ο Νικολέσκο το δανείστηκε από φίλους του στα Ιωάννινα. Η Νικολέσκο αφηγήθηκε το περιστατικό της αιχμαλωσίας της και στο  Γενικό Διοικητή Ηπείρου Αχιλλέα Καλεύρα, ο οποίος έλεγε ότι αυτή ήταν κόρη μιας από τις πλέον έντιμες και αριστοκρατικές οικογένειες των Ιωαννίνων. 

Η εντύπωση που επικράτησε στις αστυνομικές αρχές καθ’ όλη τη διάρκεια της ομηρίας ήταν ότι η απαγωγή έγινε από επικηρυγμένους ληστές που δρούσαν στην περιοχή Γρεβενών και Βοΐου και σαν τέτοιοι θεωρήθηκαν ο λήσταρχος Φορφόλιας  και ο ληστής Ανθής (από την Κέρκυρα), ο οποίος τις ημέρες εκείνες είχε δραπετεύσει από τις φυλακές των Γρεβενών.

Όπως αποδείχθηκε αργότερα, ο απαγωγέας που φύλαγε όλες τις μέρες τη Νικολέσκο ήταν κάποιος ονόματι Τσούγκρας από την Κύναμη (Πολύλακκο) Βοΐου και είχε προσληφθεί επ’ αμοιβή, για να εκτελέσει αυτήν την αποστολή, από έναν κάτοικο του Περιβολίου. Ο Περιβολιώτης αυτός μάλλον είχε και άλλους συνεργούς από το χωριό του, οι οποίοι κινούσαν τα νήματα παρασκηνιακά αφήνοντας την εντύπωση με τις διαδόσεις τους ότι η απαγωγή ήταν έργο πραγματικών ληστών. Ο Τσούγκρας εκτελούσε πιστά τις οδηγίες και εντολές που του έδιναν, ενώ αυτοί  φρόντιζαν να μεταφέρουν στη σπηλιά τα απαιτούμενα τρόφιμα και να τα παραδίδουν στο φύλακα έξω από αυτήν, για να μη δει τα πρόσωπά τους η αιχμάλωτη.

Η εξακρίβωση ότι η αιχμαλωσία δεν ήταν έργο πραγματικών ληστών αλλά μιας σπείρας απατεώνων έγινε μετά την απελευθέρωση της Νικολέσκου, όταν οι αστυνομικές αρχές πήραν κατάθεση από αυτήν σχετικά με τις συνθήκες της ομηρίας της. Μια σημαντική πληροφορία που βοήθησε στην διαλεύκανση της υπόθεσης ήταν η καταγγελία της μητέρας του Τσούγκρα στην αστυνομία, η οποία δήλωσε   ότι ο γιος της δεν έδωσε σημεία ζωής περίπου ένα μήνα, από τότε που πήγε στο χωριό της ο κάτοικος Περιβολίου Στέργιος Σαΐτης και τον πήρε μαζί του, για να πάνε στο Βελεστίνο να αγοράσουν πρόβατα.

Μετά την απελευθέρωση της Νικολέσκου ο Τσούγκρας δεν έδωσε σημεία ζωής. Θεωρήθηκε από τις αστυνομικές αρχές ότι τον σκότωσε  και τον εξαφάνισε η σπείρα που πήρε τα λύτρα, για να μην υπάρχει μάρτυρας που θα ομολογούσε την απαγωγή.  Ως υπ’ αριθμόν ένα ύποπτος θεωρήθηκε ο Στέργιος Σαΐτης, ο οποίος κατά τη διάρκεια της ομηρίας ήταν μεσολαβητής μεταξύ του γυμνασιάρχη Νικολέσκου και των απαγωγέων για την καταβολή των λύτρων. Αναζητηθείς από τη χωροφυλακή δεν βρέθηκε και κατέστη φυγόδικος. Συνελήφθη τον Ιανουάριο του 1930 και έγινε μεταγωγή από τα Γρεβενά στην Κοζάνη και από εκεί  στις φυλακές Επταπυργίου Θεσσαλονίκης. Πλην του Στεργίου Σαΐτη θεωρήθηκαν ως ενεχόμενοι στην αιχμαλωσία της Νικολέσκου  και οι κάτοικοι Περιβολίου Γεώργιος Σαΐτης και Γεώργιος Σκρίμπας, οι οποίοι συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στις φυλακές Τρικάλων. Επειδή δεν έχουμε  στη διάθεσή μας στοιχεία σχετικά με το κατηγορητήριο και την τυχόν καταδίκη τους από το δικαστήριο, δεν γνωρίζουμε ποια ήταν η τύχη τους.

 

 

Η αποτυχία εντοπισμού των απαγωγέων της Νικολέσκου, σε συνδυασμό και με τρεις άλλες απαγωγές που έγιναν το Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του 1928 στην περιφέρεια Γρεβενών, από τους επικηρυγμένους ληστές Ζιώγα, Γκασαβέλη και Τσιντάρη, και οι οποίες δεν αντιμετωπίστηκαν επιτυχώς από τα μεταβατικά αποσπάσματα και τη χωροφυλακή, είχαν ως αποτέλεσμα να θεωρηθεί ο Έβερτ αναποτελεσματικός στην καταδίωξη της ληστείας και να αντικατασταθεί  από το μοίραρχο Θωμά Κοντογιάννη της Υποδιοίκησης Χωροφυλακής Ελασσόνας.  Για τον ίδιο λόγο  αντικαταστάθηκαν και οι διοικητές των Αστυνομικών Τμημάτων Πολυνερίου και Κηπουριού. Όσον αφορά τη μετέπειτα  σταδιοδρομία του Έβερτ καθίσταται γνωστό ότι τον επόμενο χρόνο (1929) έκανε μετάταξη στη νεοσυσταθείσα τότε Αστυνομία Πόλεων, όπου επέδειξε εξαιρετικές ικανότητες   σε διάφορες καίριες θέσεις που κατέλαβε, φθάνοντας μάλιστα και μέχρι αρχηγός αυτής (1951-54).

 

 

Χρήστος Βήττος

Υποστρατήγου ε.α. – Συγγραφέα

 

 

 

Δείτε ακόμα